ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΑΠΟΣΤΑΤΕΣ ΘΕΑΤΕΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΥ ΘΗΡΙΟΥ




Δυστηχώς για πολλούς,
η οικουμενιστική σέχτα που τρίζει επικίνδυνα τους αρμούς της Εκκλησίας είναι θέμα
που προσπερνάται γρήγορα εξ’ απαλών ονύχων,
λες και είναι διαδικαστική λειτουργία στην ημερήσια διάταξη της κατοχικής βουλής,
που οσονούπω θα παρέλθει.
Και για τους φιλενωτικούς, ουδείς λόγος…
Αυτοί έχουν κάνει τις επιλογές τους.
Για τους άλλους όμως, τους αποστασιοποιημένους, τους οικτρά φοβισμένους,
τους γενικώς, μη ενδιαφερομένους;
Άγιοι μας δίδαξαν και μας νουθέτησαν πάνω στην υπεράσπιση της Πίστης,
εν καιρώ κινδυνευούσης της Ορθοδοξίας.
Φτάσαμε στο σημείο, τα αυτονόητα, να προσπαθούμε, να τα αποδείξουμε με λόγια...


Η Πίστη δεν είναι μόνο εμπειρική, βιωματική πρακτική στις κατά βίον ορθόδοξες καταθέσεις μας. Δεν είναι μόνο, η εκ του ασφαλούς εντρύφηση στα αγιοπνευματικά κείμενα της πατερικής διδασκαλίας. Όπως δεν είναι και τα ατέρμονα δοκίμια σε λευκές κόλλες Α4, ανέξοδος χαρτοπόλεμος αναπαράγωγων λόγων, πατερικών κειμένων. Πίστη είναι και η μετά επιτάσεως προστασία της από εξώφθαλμους, αιρετικούς, συναγελάζοντες εχθρούς, που βλέπουν την Εκκλησία, ως μία ατέλειωτη αρένα, για να ποδηγετήσουν θριαμβευτικά, ό,τι οι αποστολικοί πατέρες,μας παρέδωσαν. 


Πίστη είναι και να προσπαθείς, να διώξεις ψεύτικους, πνευματικά ερμαφρόδιτους κυνοποιμένες, που έρχονται, να οικειοποιηθούν το ποιμνιοστάσιο που είχες από καταβολής κόσμου. Πίστη είναι να ονομάζουμε το άσπρο άσπρο και το μαύρο μαύρο. Δυστηχώς για πολλούς, η οικουμενιστική σέχτα που τρίζει επικίνδυνα τους αρμούς της καινοτόμου Εκκλησίας είναι θέμα που προσπερνάται γρήγορα εξ’ απαλών ονύχων, λες και είναι διαδικαστική λειτουργία στην ημερήσια διάταξη της κατοχικής βουλής, που οσονούπω θα παρέλθει. Και για τους φιλενωτικούς, ουδείς λόγος…Αυτοί έχουν κάνει τις επιλογές τους. Για τους άλλους όμως, τους αποστασιοποιημένους, τους οικτρά φοβισμένους, τους γενικώς,μη ενδιαφερομένους; 


Άγιοι μας δίδαξαν και μας νουθέτησαν πάνω στην υπεράσπιση της Πίστης,εν καιρώ κινδυνευούσης της Ορθοδοξίας. Φτάσαμε στο σημείο, τα αυτονόητα, να προσπαθούμε, να τα αποδείξουμε με λόγια... Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, μέχρι και την αποτείχιση από την Εκκλησία επέλεξε, λόγω αίρεσης, για να διαφυλάξει τον Ορθό Λόγο των αγιοπνευματικών προκατόχων του. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, τον καιρό της εκατονταετούς εικονομαχίας ήρθε σε ρήξη με την ίδια την Εκκλήσία, δημιούργησε στην Ιταλία δική του σύνοδο, εξορίστηκε, λοιδωρήθηκε και μετά από χρόνια αγιοποιήθηκε. Ο πατρο Κοσμάς ο Αιτωλός θεωρούσε προδότες, όσους καν δεν ανησυχούν για τον διασυρμό της Πίστης. Είναι φοβερό! Υπάρχει μια τέτοια ιλαρότητα, μια πνευματική ανευθυνότητα κι ένας έκτροπος ενδοτισμός, που κάνει το Γιατί να χάνει την αξία του. 


Κληρικοί, θεολόγοι, λαικοί να βλέπουν τους Φράγκους, ως επίδοξους λοικοποιμένες να δημιουργούν αγέλη με τους δικούς μας ενχώριους οικουμενιστικούς σχίστες, τους καθ’ υποκρισίαν και κατ’ ευφημισμόν ορθοδόξους και να γυρίζουν την πλάτη τους στο παρελθόν. Δεν μπορεί,να μην βλέπετε τις καθολικές κοκκινουσκουφίτσες να ερωτοτρωπούν σε καθολικές, αλειτούργητες λειτουργίες, με δικούς μας φιλενωτικούς ψευδοποιμένες, που ατίμασαν το ράσσο και πρόδωσαν την Πίστη! Το Πιστεύω έχει καταργηθεί στην πράξη με την εωσφορική παραδοχή της θεωρίας των κλάδων. 


Ο αείμνηστος καθηγητής Θεολογίας κ.Ιωάννης Κορναράκης έλεγε σχετικά… ''…Τι να πώ; Οι σημερινοί οικουμενιστές είναι εντολοδόχοι προδότες της Ορθοδοξίας. Είναι και κάποιοι που πετούν χαρτοπόλεμο ανακοινώσεων κατά του Οικουμενισμού,κι ύστερα πάνε και συλλειτουργούν μαζί τους…!'' Αυτοί, Κύριοι, να με συγχωρείτε για την φράση μου, ονομάζονται πνευματικοί κωλοτούμπες!


Είναι φοβερό! 
Υπάρχει μια τέτοια ιλαρότητα, μια πνευματική ανευθυνότητα κι ένας έκτροπος ενδοτισμός, 
που κάνει το Γιατί να χάνει την αξία του. 
Κληρικοί,θεολόγοι, λαικοί να βλέπουν τους Φράγκους, 
ως επίδοξους λοικοποιμένες 
να δημιουργούν αγέλη με τους δικούς μας ενχώριους οικουμενιστικούς σχίστες, 
τους καθ’ υποκρισίαν και κατ’ ευφημισμόν ορθοδόξους 
και να γυρίζουν την πλάτη τους στο παρελθόν. 
Δεν μπορεί, να μην βλέπετε τις καθολικές κοκκινουσκουφίτσες 
να ερωτοτρωπούν σε καθολικές, αλειτούργητες λειτουργίες,
με δικούς μας φιλενωτικούς ψευδοποιμένες, 
που ατίμασαν το ράσσο και πρόδωσαν την Πίστη!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος

ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ




Την ώρα που θυμίαζα προς το παράθυρο της Εκκλησίας,
σκεπτόμενη με συγκίνηση τι ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει
ο Γέροντας μέσα σε κείνη την Εκκλησία,
τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της Εκκλησίας,
(ήταν ανοικτό,
είχε μόνον μία σίτο,
για να μη μπαίνουν τα κουνούπια) είδα ολοκάθαρο, ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του Γέροντα
(μέχρι τον θώρακα) να με κοιτάζει
και να μου χαμογελά με μια γλυκύτητα, στοργή και λάμψη,
πού έκανε να διακρίνονται καθαρά - ολοζώντανα,
τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Εκείνη την ώρα βρέθηκα σε αμηχανία και τρομερό δίλημμα:
Δεν πίστευα τι έβλεπα,
δεν γνώριζα Αν έπρεπε να του μιλήσω ή όχι.



Τα πρώτα χρόνια, μετά την κοίμησιν του Γέροντος Ιερωνύμου, ακόμη δεν είχε κτισθεί ό μανδρότοιχος γύρω από το Ησυχαστήριο του, πήγαινα, οσάκις μπορούσα, στον Τάφο του Γέροντα και προσευχόμουν και έκλαιγα και παρακαλούσα, και κατόπιν έφευγα αλλαγμένη, με κάποια γαλήνη διάχυτη μέσα μου και σιγουριά και την πεποίθηση ότι ό Γέροντας και από την άλλη, την όντως ΖΩΗ με την ίδια στοργή μας αφουγκράζεται και παρακολουθεί. Τον δεύτερο χρόνο από την κοίμηση του Γέροντος, την δεύτερη ήμερα του Πάσχα. Αφού πέρασα πρώτα από τον Μεγάλο μας Άγιο τον Άγιο Νεκτάριο, πήγα και στο Ησυχαστήριο του Γέροντος. 


Η υπέργηρος Γερόντισσα, έλειπε, κανένας άλλος δεν ήτο εκεί, οπότε με μεγάλη μου χαρά και συγκίνηση, προσκύνησα και παρέμεινα στον Τάφο του Γέροντος, επί τρεις (3) περίπου ώρες. Περιποιήθηκα τον Τάφο, τοποθέτησα λουλούδια, καινούργια φωτογραφία του Γέροντος, έψαλλα τον Αναστάσιμο Κανόνα πού άρεσε πολύ στον Γέροντα, παρεκάλεσα, έκλαψα, θυμιάτισα τον Τάφο, τον όλο χώρο, την Εκκλησία και αφού σχεδόν είχε αρχίσει πολύ ελαφρά να φαίνεται ότι έδυε ο ήλιος, ετοιμάσθηκα να φύγω. Πριν φύγω, πήρα πάλι το λιβανιστήρι και θυμίαζα. 


Την ώρα που θυμίαζα προς το παράθυρο της Εκκλησίας, σκεπτόμενη με συγκίνηση τι ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει ό Γέροντας μέσα σε κείνη την Εκκλησία, τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της Εκκλησίας, (ήταν ανοικτό, είχε μόνον μία σίτο, για να μη μπαίνουν τα κουνούπια) είδα ολοκάθαρο, ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του Γέροντα (μέχρι τον θώρακα) να με κοιτάζει και να μου χαμογελά με μια γλυκύτητα, στοργή και λάμψη, πού έκανε να διακρίνονται καθαρά - ολοζώντανα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. 


Εκείνη την ώρα βρέθηκα σε αμηχανία και τρομερό δίλημμα: Δεν πίστευα τι έβλεπα, δεν γνώριζα Αν έπρεπε να του μιλήσω ή όχι. Προτίμησα το δεύτερο. Έριξα άλλου τα μάτια μου, για να ξανακοιτάξω μετά και να βεβαιωθώ αν ήταν της φαντασίας μου ή πραγματικότης. Ξανακοίταξα: ήταν ακόμη εκεί ή Μορφή του και μου χαμογελούσε. Ξανά ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, κοίταξα άλλου, ξανά κοίταξα στο παράθυρο και βλέπω πάλι την ίδια εικόνα. Ακίνητη, γλυκεία ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Τότε, φυσικά αμίλητη, έκαμα μία μισή μετάνοια, πήρα την τσάντα μου και έφυγα.Μόλις απομακρύνθηκα από το Ησυχαστήριο και πήγαινα προς την παραλία αλλά και μέσα στο Καράβι.


Ένοιωθα μέσα μου μιαν ουράνια γλυκύτητα, τόση, που δεν την άντεχα και από τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα. Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου ένα μήνα συνεχώς. Όπου έριχνα τα μάτια μου, μου φαινόταν πως έβλεπα το ίδιο το Πρόσωπο του Γέροντος να με κοιτάζει και να χαμογελά και με πάρα πολύ κόπο, όταν ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους, συγκρατούσα τα δάκρυα. Έκτοτε, πήγαινα με λαχτάρα, πολλές Λεύτερες μετά το κάθε Πάσχα, αλλά ποτέ δεν τον ξαναείδα. 


Κάποια φορά, μετά ένα χρόνο, το εκμυστηρεύθηκα αυτό μόνον στην Γερόντισσα, με δισταγμό, γιατί φοβήθηκα μη τυχόν μου έλεγε ότι ήταν του πειρασμού, και έχανα την χαρά που είχα, άλλα η απλοϊκή και σοφή Γερόντισσα με καθησύχασε και με διαβεβαίωσε ότι ήτο μια παραχώρησης του Θεού και μια εξ αγάπης του Γέροντος εμφάνισης και δια τον λόγον ότι ήτο δευτέρα ημέρα του Πάσχα, Αναστάσιμη, επέτρεψε ό Θεός να γίνει. Εκ παραλλήλου, μου διηγήθηκε και εκείνη τα παρακάτω: «Ήλθε χθες εδώ ένας, που κάποτε έμενε στην Αίγινα και πού είχε και τους δικούς του εδώ. 


Καθώς πήγαινε κατά το σούρουπο προς το σπίτι του, για να κόψη δρόμο, πέρασε μέσα από κάτι χωράφια και χωρίς να το αντιληφθεί και να προλάβει, έπεσε μέσα σε έναν ασβεστόλακκο, αλλά ξερό, χωρίς άσβεστη. Την ώρα πού προσπαθούσε να δη πώς και από πού να πιαστεί για ν' ανέβει, ακούει κάτι βήματα και βλέπει να περνά από κει δίπλα ό πατήρ Ιερώνυμος. Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε; καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω. Του λέγει και ο Γέροντας: 


Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις. Άπλωσε το χέρι του ο Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε. Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά - καλά. Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ο πατήρ Ιερώνυμος; Και στην έντονη διαβεβαίωσή του, του είπαν: "Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας. Εκοιμήθη...



Καθώς προχωρούσα,
έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω.
Του λέγει και ο Γέροντας:
Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις.
Άπλωσε το χέρι του ο Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε.
Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε.
Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.
Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά - καλά.
Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ο πατήρ Ιερώνυμος;
Και στην έντονη διαβεβαίωσή του, του είπαν:
"Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας.
Εκοιμήθη...!


Όσιος Ιερώνυμος Αιγίνης 


Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 
 

 
Η πορεία ενός Ρώσου με...τα πόδια, από το Βλαδιβοστόκ της Σιβηρίας στα Ιεροσόλυμα...!

 
Βλαδιβοστόκ, 1990: ο άνεμος τις γκλάσνοστ και της περεστρόικα είχε αρχίσει να φυσάει και σε αυτήν την εσχατιά της Σιβηρίας όπου βρίσκεται η ύψίστης σημασίας ναυτική βάση της τότε κραταιάς σοβιετικής αυτοκρατορίας. οι άνθρωποι μιλούσαν ελεύθερα, έφτιαχναν μικροπεριουσίες και προσέρχονταν να προσευχηθούν Χωρίς φόβο σε όσους χριστιανικούς ναούς είχαν σωθεί από τη μανία τού Στάλιν, αναζητώντας στη γενικότερη ροπή πρός τη μεταφυσική, την ελπίδα στη θρησκεία. Ο Γεβγένι Πουσένκο, 34 χρόνων τότε, άρπαξε την ευκαιρία πού έδινε το «πνεύμα Γκορμπατσόφ», και άνοιξε ένα εργοστάσιο ειδών ρουχισμού με περισσότερους από πενήντα εργάτες. Έγινε δηλαδή ένας μκροκαπιταλιστής και το μέλλον του διαγραφόταν ρόδινο, αφού οι δουλειές πήγαιναν καλά και ποιος ξέρει μέχρι πού θα έφτανε εάν δεν τού συνέβαινε «κάτι τρομερό». Τι ήταν αυτό; «Αισθάνθηκα μέσα μου μία τρομερή ανάγκη να πλησιάσω τον Θεό». Τίποτα το ξεχωριστό από αυτό πού ένιωθαν εκατομμύρια άλλοι Ρώσοι, οι όποίοι ποτέ δεν έβγαλαν την ορθόδοξη πίστη από την ψυχή τους, παρά τις διώξεις και την καταπίεση των μπολσεβίκων. Μάζεψε Λοιπόν μία μέρα τους φίλους του, ήπιαν κάμποσες βότκες και εκεί τούς ανακοίνωσε ότι τούς χαρίζει το εργοστάσιο, Χωρίς να τούς εξηγήσει τούς Λόγους!Τούς έμαθαν την επόμενη, όταν ο Γεβγένι μίλησε στον εμβρόντητο πατέρα του Ανατόλι και την μητέρα του Νατάσσα για την απόφασή του να τα παρατήσει όλα και να γίνει καλόγερος. Οι γονείς του σοκαρίστηκαν όταν στη συνέχεια τον άκουσαν να λέει ότι την επαύριον αναχωρεί με τα πόδια για τα Ιεροσόλυμα προκειμένου να προσκυνήσει τούς Άγίους Τόπους, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος.

 
 

 

 

Συνειδητοποίησαν την απόφασή του, όταν τρεις μέρες μετά, ο γιος τους ξεκίνησε από το Βλαδιβοστόκ, πεζός και περπατώντας τρία ολόκληρα χρόνια, έφτασε στον προορισμό του, έχοντας διανύσει δεκαπέντε χιλιάδες χιλιόμετρα!Διέσχισε την αχανή Σιβηρία περνώντας τα Ουράλια - Kαnμένε Μιχαήλ Στρογκόφ! - έφτασε στη Μόσχα, κατέβηκε στην Ουκρανία, πέρασε τη Ρουμανία, δρασκέλισε τον Δούναβη, συνέχισε στη Βουλγαρία, από εκεί μπήκε στην Ελλάδα, κινήθηκε πρός την Τουρκία όπου κατηφόρισε στη Συρία, για να καταλήξει το Πάσχα του 1993 στους Αγίους Τόπους.«το έκανα με τη δύναμη του Θεού», εξηγεί ο Πουσένκο, πού σήμερα εγκαταβιώνει σε ασκηταριό του Αγίου Όρους ως μοναχός Αθανάσιος, και αφηγείται, για πρώτη φορά, όπως λέει, μολονότι τον πολιόρκησαν τα ΜΜΕ στην πατρίδα του, το εγχείρημά του. «Το αποφάσισα ξαφνικά. Αν το σκεφτόμουν και το φιλοσοφούσα, δεν θα το τολμούσα. οι μεγάλες αποφάσεις παίρνονται εν θερμώ. Πήρα μαζί μου δύο ζευγάρια παπούτσια, κάποια ρούχα και ελάχιστα χρήματα, όσα θα μου χρειάζονταν για να βγάλω βίζα στη Μόσχα, μιάς και ακόμα δεν είχε αποκαταστήσει η Σοβιετική 'Ένωση τις σχέσεις με τον έξω κόσμο, βιβλία και για τα εντελώς απαραίτητα.Περπατούσα μέρα και νύκτα και κοιμόμουν ελάχιστο. Διέσχισα τη Σιβηρία κάτω από δύσκολες συνθήκες, περπατώντας στα Χιόνια και τις λάσπες. για να μη χαθώ, ακολουθούσα τον αυτοκινητόδρομο. Αναγκάστηκα να διανύσω μία διαδρομή δύο χιλιάδων χιλιομέτρων μέσα από χαράδρες και δάση, περπατώντας πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή τού υπερσιβηρικού, αφού δεν είχε αυτοκινητόδρομο».«Πού περνούσες τις νύχτες, Τι έτρωγες;» τον ρωτάμε.«'Όπου έβρισκα, σε σπηλιές, σε ακατoίκητα κτίσματα, σε εκκλησίες, έτρωγα φρούτο, λαχανικά, ρίζες δέντρων και κάποιες φορές φαγητό πού μου έδιναν οι άνθρωποι στα Χωριά, μολονότι δεν Ζητούσα, γιατί ήμουν περήφανος άνθρωπος».Ο τολμηρός Πουσένκο δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις τρομακτικά δύσκολες καιρικές συνθήκες, την κούραση και την ταλαιπωρία από την πεζοπορία, βιβλία και την καχυποψία των αρχών πού τον έβλεπαν στην καλύτερη περίπτωση σαν γραφικό η τρελό και στη χειρότερη σαν κατάσκοπο.«με έσυραν πολλές φορές σε αστυνομικά τμήματα, για να με ανακρίνουν, αφού κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι μπορούσα να είμαι ένας πεζοπόρος πού θα πήγαινε στα Ιεροσόλυμα».

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΔΟΞΑΡΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ


 

  Μοιάζει η ώρα εκείνη,να είναι σαν μεγάλη, στρωμένη τράπεζα, που μετέχουν σιωπηρά, προσευχόμενοι, χωμάτινοι, ταπεινοί Ταξιάρχες, που εναγκαλίζονται τρις, στην αναστάσιμη χαρά αυτής της  επαναστατημένης, πνευματικής βραδιάς. Κάθε νύχτα είναι ανάσταση και κάθε ανάσταση μετέχει του Φωτός, που οσονούπω θ' ανατείλλει, δεν χορταίνεις, να μιλάς για προσευχή. Είναι κι αυτή συστημένο δώρο του Χριστού στους Ορθοδοξάζοντες, ταπεινούς ανθρώπους, που χαμηλώνουν το κεφάλι στην ανόητη, κατάσχημη, υποβολιμιαία έπαρση και πατούν το πόδι στο Εγώ τους. Έτσι, που να το λιώσουν κατάχαμα σαν γλειώδες, συρόμενο στην γη σκουλήκι, που απομυζεί το χαροποιό πένθος και την αναστάσιμη ελπίδα. Ένα κερί αναμμένο είναι η ζωή μας, που λιώνει λίγο-λίγο ανεπαίσθητα, μέχρι που εξαφανίζεται και κανείς δεν ξέρει, πως υπήρχε...


 


του Γιώργου Δημακόπουλου

Η προσευχή είναι απροκάλυπτη χαρά στα μάτια των νηπίων, νεογνών ανθρώπουν, που θωρούν στην  πεφιλημένη εικόνα του ουράνιου Πατρός, τον φυσικό τους, άχρονο, βιολογικό Πατέρα,Τον αγαπούν, ως ανασφαλή, απροστάτευτα, μπουσουλώντα βρέφη. Η διαβαθμισμένη αγάπη τους απολυτοποιείται  στην εφήμερη, βιοπαλαιστική Χριστοφόρα βιωτή τους. Η μελισσοκέρινη προσευχή τους είναι το δοξάρι της αμετάκλητης,εκλογικευμένης Πίστης τους, που σταυρώνεται θυσιαστικά στις μετέωρες, αρπαχθείσες νύχτες μπροστά στο φεγγοβολών, ευταξιακό εικόνισμα. Μες στο σκοτάδι η λύπη αποκαθηλώνεται από την ακάνθινη, προσευχητική χαρά τους,αυτό το πλάκωμα στα στήθη εκμηδενίζεται από υμνικά, σταυρωμένα επιθέματα, πανδαισία χρωμάτων, γονυκλισιών και αρωμάτων είναι η απρόσκοπτη, κατά μόνας προσευχή, που η δίψα της είναι ανέκφραστα ατελείωτη, και λογικά μη εξηγήσιμη. Μετά τον Εσπερινό, το Απόδειπνο και μετά το Μεσονυκτικό, άντε και λίγο από τον Όρθρο, να γευθείς όλα τα γλυκά, μεθυστικά αρώματα των ιερών γραμμάτων, σαν μοναστικά μοσχοθυμυρισμένα θυμιάματα, η ηδύτητα του κυππαρισιού, η απογείωση της γαρδένιας, η Άνοιξη του γιασεμιού κι ο επιβλητικός μύρος του νυχτολούλουδου. Η Προσευχή Θεέ μου είναι χορεία αγγέλων που κρατούν τον ίσο στην ταπεινά εκπέμπουσα υμνωδία του πιστού, το δωμάτιο αίφνις μένει ασκεπές, το ασημένιο χρώμα των μετέωρων αστέρων προσφέρει την φωτεινή παρηγορία του και εκείνο το μυστήριο του φεγγραριού εκλύεται μπροστά στον αναδυόμενο Τριαδικό ύμνο, που εναρμονίζει   τα σύμπαντα και εξαγνίζει τις πάσχουσες,παθολογικές ψυχές. Μοιάζει η ώρα εκείνη, να είναι σαν μεγάλη, στρωμένη τράπεζα, που μετέχουν σιωπηρά, προσευχόμενοι, χωμάτινοι,ταπεινοί Ταξιάρχες, που εναγκαλίζονται τρις, στην αναστάσιμη χαρά αυτής επαναστατημένης,πνευματικής βραδιάς, κάθε νύχτα είναι ανάσταση και κάθε ανάσταση μετέχει του Φωτός, που  οσονούπω   θ' ανατείλλει, δεν χορταίνεις να μιλάς για προσευχή. Είναι κι αυτή συστημένο δώρο του Χριστού στους ορθοδοξάζοντες, ταπεινούς ανθρώπους, που χαμηλώνουν το κεφάλι στην ανόητη, κατάσχημη, υποβολιμιαία έπαρση και πατούν το πόδι στο Εγώ τους. Έτσι, που να το λιώσουν κατάχαμα σαν γλειώδες,συρόμενο στην γη σκουλήκι, που απομυζεί το χαροποιό πένθος και την αναστάσιμη ελπίδα. Ένα κερί αναμμένο είναι η ζωή μας, που λιώνει λίγο-λίγο ανεπαίσθητα, μέχρι που εξαφανίζεται και κανείς δεν ξέρει,πως υπήρχε. Η Πατρίδα περιμένει εκεί στους απόκοσμους, ετοιμασμένους ουρανούς, η προσευχή και πάλι είναι το δοξάρι της μετανοημένης,αισθαντικής, βασανισμένης παρουσίας μας, τα βράδυα αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας. Ζωγραφίζουν την Πίστη, ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ,που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων, πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδακινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών, βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα,που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουιτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονται πάντα όρθια, νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές παίρνουν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό,ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα, να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ, με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβύθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου, σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών. Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή, στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς και ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεικό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν, να τους περιμένει με το πρωινό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου!


Η Πίστη πάλι,κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών,κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβύθια,τις ελιές και το αχνισμένο,ζυμωτό ψωμί,χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου,σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών,η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών,παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή,στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς και σε ανυπόκριτες,παιδικές,αγαπημένες προσευχές...

                                        


Γιώργος Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος


Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 



Θὰ λαλήσω δὲ μὲ ὀδύνας, καὶ θὰ εἴπω μὲ στεναγμούς, περὶ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου τούτου, καὶ περὶ τοῦ ἀναιδέστατου καὶ φοβεροῦ Δράκοντος, ὅστις μέλλει νὰ ταράξη πᾶσαν τὴν ὑπὸ τὸν οὐρανόν κτίσιν, καὶ νὰ ἐμβάλῃ δειλίαν, καὶ ὁλιγωρίαν, καὶ δεινήν ἀπιστίαν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ ποίηση τέρατα καὶ σημεῖα καὶ φόβητρα, ὥστε, ἐὰν δυνηθῇ, νὰ πλανήσῃ καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ νὰ ἀπατήσῃ πάντας διὰ ψευδῶν σημείων, καὶ διὰ φαντασμῶν τεράτων, ὑπὸ αὐτοῦ γενομένων. Διότι κατὰ συγχώρησιν τοῦ ἁγίου Θεοῦ λαμβάνει ἐξουσίαν ν' ἀπατήσῃ τὸν κόσμον· διότι ἐπληθύνθη ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου, καὶ πανταχοῦ διάφορα κακά πράττοντα.

 

Πῶς ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἁμαρτωλὸς Ἐφραίμ, καὶ πλήρης πλημμελημάτων, θέλω δυνηθῇ νὰ διηγηθῶ τὰ ὑπὲρ τὴν δύναμίν μου! Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ διὰ τῆς εὐσπλαγχνίας του, τοὺς ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξε, καὶ δι' αὐτῶν τοὺς πανταχοῦ πιστοὺς κατεφώτισε, θέλει ἐνδυναμώσει καὶ ἡμῶν τὴν γλῶσσαν πρὸς ὠφέλειαν καὶ οἰκοδομήν, καὶ ἐμοῦ τοῦ λέγοντος καὶ πάντων τῶν ἀκροατῶν. Θὰ λαλήσω δὲ μὲ ὀδύνας, καὶ θὰ εἴπω μὲ στεναγμούς, περὶ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου τούτου, καὶ περὶ τοῦ ἀναιδέστατου καὶ φοβεροῦ Δράκοντος, ὅστις μέλλει νὰ ταράξη πᾶσαν τὴν ὑπὸ τὸν οὐρανόν κτίσιν, καὶ νὰ ἐμβάλῃ δειλίαν, καὶ ὁλιγωρίαν, καὶ δεινήν ἀπιστίαν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ ποίηση τέρατα καὶ σημεῖα καὶ φόβητρα, ὥστε, ἐὰν δυνηθῇ, νὰ πλανήσῃ καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ νὰ ἀπατήσῃ πάντας διὰ ψευδῶν σημείων, καὶ διὰ φαντασμῶν τεράτων, ὑπὸ αὐτοῦ γενομένων. Διότι κατὰ συγχώρησιν τοῦ ἁγίου Θεοῦ λαμβάνει ἐξουσίαν ν' ἀπατήσῃ τὸν κόσμον· διότι ἐπληθύνθη ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου, καὶ πανταχοῦ διάφορα κακά πράττονται. Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἠθέλησαν νὰ ἀπομακρυνθῶσιν ἀπό τοῦ Θεοῦ, καὶ ν' ἀγαπήσωσι τὸν Πονηρόν, διὰ τοῦτο ὁ ἄχραντος Δεσπότης συνεχώρησε.Μέγας εἶναι ὁ ἀγών, ἀδελφοὶ, μάλιστα δὲ εἰς τοὺς πιστοὺς, κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους, ὅταν γίνωνται σημεῖα καὶ τέρατα ὑπ' αὐτοῦ τοῦ Δράκοντος ἐν πολλῇ ἐξουσία·

 

 

ὅταν πάλιν δεικνύῃ ἑαυτόν ὡς Θεόν διὰ φοβερῶν φαντασμάτων, καὶ ἵπταται εἰς τὸν ἀέρα, καὶ πάντες οἱ δαίμονες σηκώνονται εἰς τὸν ἀέρα, ὡς ἄγγελοι, ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου· διότι φωνάζει μετὰ δυνάμεως, ἀλλάσσων μορφάς· καὶ ἐκφοβίζων καθ' ὑπερβολήν ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους· τότε, ἀδελφοί, τίς θέλει εὑρεθῇ τετειχισμένος, καὶ μένων ἀσάλευτος, ἐὰν δὲν ἔχῃ τὸ σημεῖον ἐν τῇ ψυχῇ του, δηλαδὴ τὴν ἁγίαν παρουσίαν τοῦ μονογενοὺς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν; ὅταν ἴδῃ τὴν ἀπερίγραπτον ἐκείνην θλίψιν, ἥτις γίνεται πανταχοῦ εἰς πᾶσαν ψυχήν, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τελείως παραμυθίαν, οὔτε πάλιν ἄνεσιν ἐν γῇ καὶ θαλλάσσῃ· ὅταν ἴδῃ ὅτι συνταράσσεται ὁ σύμπας κόσμος, καὶ φεύγει ἕκαστος διὰ νὰ κρυβῇ εἰς τὰ ὄρη, καὶ ἄλλος μὲν ἀποθνήσκει τῆς πείνης· ἄλλος δὲ ἀναλύεται ὡς κηρὸς ἐν δεινῇ θλίψει, καὶ οὐδεὶς ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν· ὅταν ἴδῃ ἅπαντα τὰ πρόσωπα δακρύοντα, καὶ μετὰ πόθου ἐρωτῶντας τοὺς ἀνθρώπους, μήπως ἀκούεται λόγος Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς; καὶ ἀκούει οὐδαμοῦ. Τὶς θέλει ὑποφέρει τὰς ἡμέρας ἐκείνας; Τὶς δὲ θὰ ὑπομείνῃ τὴν θλίψιν τὴν ἀφόρητον; ὅταν ἴδῃ σύγχυσιν τῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τὴν θέαν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἰδῆ ὅτι πολλοὶ προσκυνοῦσιν ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου, καὶ κράζουσι μετὰ τρόμου, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Σωτὴρ ἡμῶν· ὅταν ἰδῇ ὅτι ἡ θάλασσα ταράσσεται, καὶ ἡ γῆ ξηραίνεται, οἱ οὐρανοί δὲν βρέχουσι, τὰ φυτὰ μαραίνονται· ἅπαντες δὲ οἱ ὄντες πρὸς ἀνατολάς, φεύγουσι πρὸς δυσμάς, ἐκ τῆς πολλῆς δειλίας καὶ πάλιν δὲ οἱ ὄντες πρὸς δυσμάς, φεύγουσι πρὸς ἀνατολάς μετὰ τρόμου, ὁ δὲ ἀναιδὴς εἰς πάντα τὰ πέρατα, ὥστε νὰ κηρύξῃ παρρησία, ὅτι βασιλεύς μέγας ἐφάνη μετὰ δόξης, ἔλθετε καὶ ἴδητε αὐτόν. Τὶς εἶναι ὁ ἔχων οὕτω ἀδαμαντίνην ψυχήν, ὥστε νὰ ὑποφέρῃ γενναίως ἅπαντα τὰ σκάνδαλα; Τὶς ἄρα ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὡς προεῖπον, ὥστε νὰ μακαρίσουσιν αὐτὸν πάντες οἱ ἄγγελοι;Ἐγὼ φιλόχριστοι καὶ τέλειοι ἀδελφοί, ἐφοβήθην ἐξ αὐτῆς τῆς ἐνθυμίσεως τοῦ Δράκοντος, μελετῶν καθ' ἑαυτόν τὴν θλίψιν, ἥτις μέλλει νὰ γίνῃ εἰς τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους· διότι αὐτὸς ὁ Δράκων εἶναι μιαρός, καὶ φοβερὸς εἰς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα γίνεται πικρότερος εἰς τοὺς δυναμένους νὰ νικῶσι τὰ φαντάσματα αὐτοῦ. Διότι τότε θὰ εὑρεθῶσι πολλοί εὐάρεστοι εἰς τὸν Θεόν, δυνάμενοι νὰ σωθῶσιν εἰς τὰ ὄρη, καὶ εἰς τὰ βουνά, καὶ εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους μετὰ πολλῶν δεήσεων καὶ ὑπερβολικῶν κλαυθμῶν. Διότι ὁ ἅγιος Θεός, θεωρῶν αὐτοὺς εἰς τοιοῦτον ἀπερίγραπτον κλαυθμόν, καὶ εἰλικρινὴ πίστιν, εὐσπλαγχνίζεται αὐτοὺς· ὡς φιλόστοργος πατήρ, καὶ διατηρεῖ αὐτοὺς ὅπου ἐκρύβησαν· διότι ὁ παμμίαρος δὲν παύει τοῦ νὰ ζητῇ τοὺς ἁγίους κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν, νομίζων, ὅτι θέλει βασιλεύσει τοῦ λοιποῦ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ πάντας ὑποτάσσει. Καὶ νομίζει ὁ ἄθλιος ὅτι θὰ ἀντισταθῇ κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην τὴν φοβεράν, ὅταν ἔλθῃ ὁ Κύριος ἐκ τῶν οὐρανῶν, μὴ γινώσκων ὁ ἄθλιος τὴν ἀσθένειαν καὶ ὑπερηφάνειαν αὐτοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐξέπεσεν.

 
 
Κατὰ τὸν καιρόν δὲ ἐκεῖνον, ὅταν ἔλθῃ ὁ Δράκων, δὲ ὑπάρχει ἄνεσις ἐπὶ τῆς γῆς· ἀλλὰ θλίψις μεγάλη, ταραχή, καὶ σύγχυσις, θάνατοι, καὶ πεῖνα εἰς πάντα τὰ πέρατα· διότι αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν διὰ τοῦ θείου αὑτοῦ στόματος εἶπεν· ὅτι τοιαύτα δὲν ἔγειναν ἀπ' ἀρχῆς τῆς κτίσεως.Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοί, πῶς θὰ παρομοιάσωμεν τὸ ὑπέρμετρον καὶ άνέκφραστον αὐτῆς, άφού τοιουτοτρόπως τὴν ώνόμασεν ὁ Θεός;Ἄς συλλογισθεί δὲ ἕκαστος ἀκριβῶς τὰς ἁγίας λέξεις τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος πῶς διὰ τὴν ἀνάγκην καὶ τὴν θλίψιν τὴν μεγάλην, κολοβώνει τὰς ἡμέρας τῆς θλίψεως...
 
 
 

                                                                                                  Άγιος Εφραίμ ο Σύρος

 

 

ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, ΖΩΝ ΚΑΙ ΕΥΩΔΙΑΖΩΝ




Πολλοί, όσοι τον είχαν γνωρίσει προσωπικά ή μετά την ανάγνωσιν των βιβλίων, περί του Γέροντος και πού συνεκλονίσθησαν και τον ηγάπησαν, οσάκις κατακλύζονται από οδύνη και πόνο και τον επικαλούνται, έχουν ευεργετηθεί και εν γένει έχουν γίνει δέκται της αγιαστικής του στοργής και παρρησίας. Διηγούνται πολλά θαύματα, ιάσεις ασθενών επιτυχίες στα παιδιά τους, είτε σε σπουδές είτε σε αποκαταστάσεις και πού οπωσδήποτε τα αποδίδουν στην μεσιτεία, αγάπη και στοργή του Γέροντος. Παρατίθενται, ενδεικτικώς μόνον, ώρισμένα εκ των πολλών θαυμάτων και θαυμάσιων πού είχεν επιτελέσει εν ζωή ό Γέροντας καθώς και δύο εμφανίσεις του Γέροντος μετά την κοίμησίν του, χωρίς δι' ευνόητους λόγους να αναφερθούν τα ονόματα αυτών πού τα διηγήθηκαν, τα οποία όμως υπάρχουν εις το αρχείο «περί του Γέροντος», πού κρατείται. Γράφει ή μακαριστή Ξένη μοναχή: «Φεύγοντας (ό Γέροντας μετά από επίσκεψη στο Ησυχαστήριο μου, σε εξοχικό Προάστιο) και βγαίνοντας τελείως έξω από την πόρτα του κήπου, μου λέει με μιαν έκφραση λύπης και απογοητεύσεως: -Πω πω! μεγάλη αμαρτία γίνεται εις τούτον τον τόπον (δάσος, βουνό). Μια φωτιά όμως, όλα γύρω απ' εδώ θα τα φτιάξη αυτά.....Την ίδια χρονιά, μετά λίγους μήνες, μετά την επίσκεψη του Γέροντος, έπιασε χωρίς να το γνωρίζουμε πώς, μια τεράστια φωτιά πού την βοήθησε και ό αέρας ν' απλωθεί, πολύ περισσότερο. Περί τα 400 στρέμματα κάηκαν. Ούτε θάμνοι έμειναν, ούτε δένδρα, όλα έγιναν στάκτη. Ακόμη και σήμερα, φαίνεται όλος αυτός ό τόπος πού τον «έφτιαξε» ή φωτιά. Κάθε φορά πού τον βλέπω, βλέπω και τον Γέροντα στο ίδιο σημείο, να μου δείχνει τον τόπον αυτόν και να προφητεύει. «Μία ημέρα, εις την Αίγινα, τον συνάντησα στην παραλία. Μου λέει: «Καλογραία, έχω μια δουλειά. Πήγαινε και άρχομαι. Εσύ να πάρεις ταξί δια να πάς και εγώ έχω μια δουλειά και άρχομαι. Στάσου να σε βρω ένα ταξί». Πέρασαν ένα, δύο, τρία, μέχρι 6 περίπου ταξί άδεια. Φαίνεται δεν ήταν εκείνο πού ήθελε, γιατί έλεγε: »όχι αυτό, ούτε κι' αυτό». Μετά, δεν πειράζει Καλογραία, μου λέει, πήγαινε με τα πόδια». Αμέσως ξεκίνησα και κατευθυνόμουν για το ησυχαστήριο του. Μετά από δυο - τρία βήματα, στράφηκα πίσω να τον ιδώ, δεν τον είδα πουθενά. Και πάλι, καθώς προχωρούσα, ξανάβλεπα πίσω μου, τίποτα. Πολύ σύντομα έφθασα. Μόλις μπήκα όμως μέσα στην αυλή, δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα, κτυπά, ανοίγουμε, ήταν ό Γέροντας! Δεν μπορώ να καταλάβω, φρικιών, αλλά απ' τον κανονικό δρόμο πήγα, έβλεπα πίσω μου πότε-πότε, πότε και από που και πώς είχε φθάσει ό Γέροντας εκεί; Ένοιωσα δέος και συντριβή και δεν τον ρώτησα καθόλου.... Άλλοτε, μπαίνοντας εις το κελί του, παραμονές πού θα έφευγε απ' την Αίγινα δια την Αθήνα, νοσοκομείο κ.λ.π., τον βρήκα καθιστό εις την κλίνην του και ετοιμαζόταν ν' αναπαυθεί. Φορούσε μια φανέλα και από πάνω το ράσο του. Όταν το τράβηξε για να πέσει, είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι, νεανικό και μια άρρητη εύωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη εις το κελί του. Το χέρι του, τόσο λευκό ήτο, πού δεν έμοιαζε να είναι σάρκα. Έτρεμα, κατάλαβε και μου λέει, την ώρα πού πήγα να το ασπασθώ και ενώ είχε κλειστά τα μάτια: Δεν είναι τίποτα, καλογραία, δεν είναι τίποτα αυτά πού βλέπεις.... Υπάρχουν ανώτερα.



Όσιος Ιερώνυμος της Αίγινας


Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΠΟΡΕΙΑ ΕΝΟΣ ΜΑΓΟΥ


 


Το κείμενο πού ακολουθεί, εστάλη από τον μοναχό Ιωσήφ εις τους εν Χριστώ αδελφούς του εις Κύπρον:Τελευταίως ήρθεν εδώ στο Άγιον Όρος ένα παιδάκι 16-17 ετών. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Τριών χρόνων οί γονείς του το έδωσαν σε κάτι μάγους εις την Κίναν και το έβαλαν σε Κινέζικο μοναστήρι, οπού πιστεύουν εις τον Βούδα. Μέχρι 11 χρόνων το παιδί έγινε τέλειος μάγος. Διηγείται ό ίδιος δτι μπορούσε να καλέσει οποίον δαίμονα ήθελε.Έχει -λέγει- άλλον δαίμονα για την πορνείαν, άλλον του θυμού, της κατακρίσεως κ.λπ. 'Ηξερε να τους φωνάζει και να του φανερώνονται και να τους προστάζει ότι ήθελε. Πολλές φορές περπατούσε στον αέρα όταν ήθελε και γενικά είχε τους δαίμονες εις την υπηρεσία του, πολλούς των οποίων γνωρίζει τα ονόματα, μεγαλύτερος των οποίων είναι ό Εωσφόρος και ακολουθούν άλλοι οχτώ αρχηγοί. Εις το μοναστήρι ησκήθη επίσης είς την πάλην και έχει τόση τέχνη να χτυπήσει πέτραν να την σπάσει με το χέρι του, πράγμα πού είδαμε να πράττει και εδώ. Γνωρίζει σε τέλειον βαθμόν την πάλη καράτε και φοράει ζώνη μαύρη (των τελείων παλαιστών).Εις ηλικία 11 ετών έγινε τέλειος μάγος, εννοώ μάγος οπού δεν υπάρχει όμοιος του εις Ευρώπην. Χαρακτηριστικόν και θλιβερόν είναι και το εξής περιστατικόν: Επισκέφθη το Θιβέτ κάποιος Καρδινάλιος, εις δε το πρόγραμμα υποδοχής ό Δαλάϊ-Λάμα κάλεσε τους ηγουμένους των μοναστηριών μαζί με τους εκλεκτότερους μαθητάς, εις των οποίων ήτο και ό πιτσιρίκος Γιώργος (ηλικίας 8-9 ετών επελέγη μεταξύ των αρίστων μαθητών έκαστος ηγούμενος επέλεγε ένα ή δύο). 

Εις την υποδοχήν εκάλεσεν ό Δαλάϊ-Λάμα τον Εωσφόρο όστις παρουσιάσθη σε μορφήν μαύρου γίγαντος. Εν πρώτοις έπεσαν όλοι και τον προσεκύνησαν. Ακολούθως προσεφώνησεν ό Εωσφόρος τον Καρδινάλιον στον οποίο υπέσχετο δόξας και τιμάς...Ως τέλειος μάγος, έλαβε ό μικρός βαθμόν 11 1/2. Ό 12ος βαθμός είναι ό μείζων πλην εστερείτο ηλικίας. Εις ηλικία 20 ετών θα εσφραγίζετο ως ιερεύς 12ου βαθμού.Αφού τελείωσε τάς σπουδάς του ό νέος, σκέφθηκε να μάθη και γράμματα και ξένες γλώσσες. Το δε θαυμαστόν, αφού γύρισε ανά την υφήλιο, εμάνθανεν εντός ολίγου την γλώσσαν εκάστης χώρας. Εις την Αμερική επεσκέφθη τους σατανιστάς και παρέστη εις ανθρωποθυσίαν. Όσα δε φρικτά επιτελούνται εκεί, αδύνατον να περιγράφουν.Κάποτε ένας συνάδελφος του, του είπε: Συνάδελφε άστα. Είδα εγώ, μάγον πού ούτε νήπια δεν λογιζόμαστε κοντά τον... Πήγα στους χριστιανούς και είδα τον ιερέα να παίρνει βρέφος να το σφάζει, να το τρώει και να δίνη και στους άλλος. Πράγματι, οι δύο νέοι διεπίστωσαν ότι στους χριστιανούς υπάρχει ένα φοβερό μυστήριο. (Είδαν Ιδίοις όμμασιν την αναίμακτον θυσίαν τον Χριστού μας).Περίεργον πώς ό εκ των γονέων εγκαταλειφθείς νεαρός ανακάλυψε τα ίχνη τους εις την Σουηδίαν ασχολούμενους με επιχειρήσεις.Κατά θείαν οικονομία συναντά Ορθόδοξον ευλαβή ιερέα τον οποίον και επεσκέφθη και εις τον οποίον άρχισεν επίδειξιν μαγικής τέχνης: υψώθηκε στον αέρα, κάλεσε το νερό να έλθει με το ποτήρι στα χείλη του μόνο του να πιει, κουνούσε τραπεζάκια κ.λπ. 

Ό ιερεύς έβλεπε με απάθεια. Λέγει ό μικρός. Πώς εσύ δεν θαυμάζεις όπως και οι άλλοι; Η μήπως μπορείς να κάνεις τα όμοια: Λέγει ό ιερεύς: «εγώ δεν κάνω τέτοια, μπορώ όμως να σε κάνω να μην κάνης εσύ τέτοια» και του φοράει ένα ξύλινο σταυρό. «Ορίστε, ξαναπέταξε», του λέγει. Δοκιμάζει μια, δυο, τίποτε. Καλεί τον Εωσφόρο εις βοήθειαν. Ή απάντησης: «Δεν μπορώ αν δεν πετάξεις εκείνο το ξύλο». Γέλασεν ό ιερεύς. Ό μικρός τα 'χασέ, συνάμα όμως σοφίστηκε και ρωτά τι είναι αυτό το ξύλο και τοιουτοτρόπως εκατάλαβεν ότι οί δαίμονες δεν είναι τίποτε μπροστά στον Χριστόν. Αφού κατηχήθη αρκετά περί της Ορθοδόξου πίστεως, ήκουσε μεταξύ των άλλων θαυμάσιων της πίστεως μας και περί του Άγιου Φωτός το οποίον αναβλύζει εκ του Τάφου του Κυρίου, διό και απεφάσισε το ερχόμενο Πάσχα να μεταβεί είς Ιεροσόλυμα.Ήκουσεν εις Σουηδίαν περί ενός περίφημου φακίρη, ό οποίος μάζευε πλήθος κόσμου δια να τον θαυμάσουν. Μεταβαίνει ό μικρός (νεοφώτιστος ήδη) με ένα ξύλινον σταυρόν ως όπλον προς παρακολούθησιν δήθεν των θαυμάτων του φακίρη και, ώ των θαυμάσιων Σταυρέ πανάγιε! Πάσα τέχνη του μεγάλου τεχνίτου έμεινε ανενέργητος! Ό ίδιος εξετέθη ενώπιον του ακροατηρίου, το οποίον διελύθη με διαμαρτυρίες κ.λπ. Μόνος δε έμεινε ό μικρός Γιώργος τον οποίον υποπτεύθη ως υπαίτιο. Αυτός δε εξήγαγεν τον Τίμιον Σταυρόν και του απεκάλυψε ότι αυτό το μικρό ξύλο του χάλασε όλα τα σχέδια, πλην όμως, προσθέτει ό μικρός ως τεχνίτης, ό φακίρης ούτος νήπιον ελογίζετο κοντά του και λέει επί λέξει: «Έπεκαλείτο κάτι διαβολάκια τόσο δα μικρά (ίσα με το δάκτυλο) στα οποία εγώ ούτε να μιλήσω δεν καταδεχόμην, κι αν ποτέ τα καλούσα, τους απαγόρευα να εμφανιστούν».Με τον ερχομό του Πάσχα έφθασεν ό Γιώργος εις τα Ιεροσόλυμα. Πράγματι, διεπίστωσεν το αληθές περί του Αγίου Φωτός, πλην όμως του μπήκεν ή υπόνοια μήπως υπογείως υπάρχουν μηχανήματα και ανάβουν το Φως. Καλεί λοιπόν τον Εωσφόρο. Ό Εωσφόρος γεμάτος χαράν εμφανίζεται εμπρός εις την ανέλπιστο πρόσκλησιν και διατίθεται να εξυπηρέτηση τον φίλον του με προθυμίαν. Του λέγει ό Γιώργος: «Δάνεισε μου την δύναμίν σου να κοιτάξω μέσα στον τάφον». Αμέσως ανοίγει ό τόπος και βλέπει μέχρις ορισμένου σημείου εις απόστασιν αρκετήν πίσω από τον Τάφον. Από εκεί και πέρα σκότος. Του ξαναλέγει: «Δεν βλέπω τον Τάφον, βοήθησέ με να δω».Απάντησης: «Δέν μπορώ να πλησιάσω, καίγομαι». 


Εν συνεχεία φωνάζει, δεύτερον δαιμόνιον. Απάντησης, ή αυτή. Αυθόρμητα ό μικρός δόξασε τον Θεόν και έβαλε τον σταυρόν του, ό δε διάβολος του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και από τη δύναμη του σταυρού έφυγε με κραυγάς «καίγομαι, καίγομαι». Όταν ό αδελφός μας Γιώργος επέστρεψε εις την Σουηδίαν, λέγει εις τον ευεργέτη του ιερέα. «Τώρα βρίσε όσο θέλεις και τον Βούδαν και την θρησκείαν του. Σ' ευχαριστώ, διότι διεπίστωσα ότι ή Θρησκεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι αληθής».Ό διψασμένος νέος ακολούθως επισκέπτεται το 'Αγιον Όρος. Κατά θείαν οικονομίαν επέρασεν και από εδώ οπού και εξομολογήθηκε όλα όσα του συνέβησαν. Ό Γέροντας τον δίδαξε νοεράν προσευχήν (το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλό), πλην όμως ό διάβολος είχε λυσσάξει: Δύο τρεις ευχές όταν έλεγε, ζαλιζότανε και σταματούσε. Αφού όλοι τον βοήθησαν με τάς προσευχάς των, μπορούσε κοντά στον Γέροντα να προσευχηθή λίγο. Αλλά ό διάβολος, επειδή είχε εξουσία επάνω του, τον εβασάνιζεν σφόδρα. Συνέχεια εκινούντο τα χέρια του σπασμωδικά, έκαμνε μορφασμούς, κινήσεις κ.λπ. Στο δωμάτιο συνεχώς εμφανιζόταν και τον απειλούσε, αν δεν πετάξει τα κομποσχοίνια και σταματήσει την ευχή θα τον σπάσει στο ξύλο. Παρ' όλα αυτά ό μικρός νέος την ζώνην του καράτε την εφορούσε και έλεγε: «Αυτήν δεν την βγάζω έστω και αν μου κόψουν το κεφάλι». Επίσης έσπαζε τούβλα, έκαμνε επιδείξεις δυνάμεως κ.λπ. Βλέπεις του είχε γίνει δευτέρα φύσις. Τελικά, ή πίεσης του εχθρού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αυτό επερίμενεν ό διάβολος: αφού τον βρήκε άοπλο, τον βάζει στον δρόμο κάτω και τον έσπασε στο ξύλο. Συνάμα δε τον καλούσε να πάει γρήγορα πίσω στην Νΐμα. Ό μικρός θυμήθηκε την τέχνη του καράτε να αμυνθεί, πλην ό διάβολος διαπερνούσε τα χέρια του και τον κτυπούσε μέχρι πού φώναξε «Χριστέ, βοήθα με». Έρχεται τραυματισμένος πίσω και διηγείται το πάθημα, συνάμα δε με παρακλητικήν δέησιν ρωτά πώς θα γλιτώσει το ξύλο από τον διάβολον. Του λέγω εγώ «με το καράτε». Δεν κάνει -λέγει- τίποτε το καράτε. Τότε επείσθη εις την συμβουλήν του γέροντα και επέταξε την ζώνην.Ό Γέροντας κατόπιν μελέτης απεφάσισε ότι εφ' όσον εξομολογήθη και κατ' άγνοια αλλαξοπίστησε, δεν εκωλύετο να κοινωνήσει, διότι έτσι μόνον θα έσπανε ή δύναμης του σατανά, πλην όμως επροβάλετο το ερώτημα: είναι βαπτισμένος ή όχι. Γράψαμε στην Αθήνα να μάθουμε. Εν τω μεταξύ ό πόλεμος ήταν αφόρητος. Κατά τάς 24 ώρας του ημερονυκτίου δεν τον άφηνε ό διάβολος να κλείσει μάτι. Μόλις άρχιζεν ή θεία λειτουργία του έφερνε ένα φοβερό λήθαργον, εξάπλωνε και κοιμόταν. 


Τον ετραβούσαμε από τα πόδια να έλθει έστω και λίγην ώραν και μεθυσμένος του ύπνου απαντούσε «όχι». Τελικά ό διάβολος τον απειλούσε συνεχώς αν δεν αφήσει τα κομποσχοίνια και την ευχήν. Δεν άντεξε ό μικρός και τα πέταξε (τρία κομβοσχοίνια: ένα στο λαιμό και τα δύο στα χέρια). Του έκανε παρατήρηση ό Γέροντας, πλην όμως δεν άντεχε πλέον και έτσι πάλιν έφυγε. Συμβουλή όλων μας: «πρόσεχε, ποτέ στην Κίνα». Κατά θείαν οικονομίαν συνηντήθη με Σιμωνοπετρίτες μοναχούς. Τον έπεισαν και τους ακολούθησε. Κατά θείαν νεϋσιν, επειδή έχουν και τα μέσα, τηλεφωνούν αμέσως στην Αθήνα και μαθαίνουν ότι ό μικρός εβαπτίσθη το 61 ή 62 εις Αγίαν Τριάδαν Αμπελοκήπων. Τότε αμέσως τον εκοινώνησαν και, ώ των θαυμάσιων σου Χριστέ, αμέσως έσκασεν ό διάβολος, ειρήνευσεν ό αδελφός Γιώργος, αρκετά και συνάμα απεφάσισε να παραμείνη ως δόκιμος μοναχός. Επειδή όμως έχει μεγάλη εξουσία πάνω του ό εχθρός, χρειάζεται βοήθειαν και εξορκισμούς. Δι' αυτό και ό άγιος Καθηγούμενος όρισε ευλαβή ιερομόναχον να τον έχει υπό την στενή του επίβλεψιν.Από βάθους καρδίας ας ευχαριστήσωμεν τον Κύριον δια την ευσπλαχνία πού έδειξεν εις τον αδελφόν μας Γιώργον, οπού τον άρπαξε από τα δόντια του εχθρού και όλοι ας ευχόμεθα να καταπατήσει τελείως τον διάβολον και ελπίζουμεν ότι, όταν στερεωθή εις την αρετή, έχει να αποκαλύψει πράγματα ανήκουστα μέχρι σήμερον. Γνωρίζει θρησκειολογίαν όσον ουδείς και όχι εξωτερικώς, αλλά εσωτερικώς, βιωματικώς, τον βουδισμόν, Κομφουκιανισμόν, Ινδουϊσμόν, πνευματισμόν, μασωνισμόν, δαιμονολατρείαν κ.λπ. και συμπεραίνει ότι όλαι αύται αι θρησκείαι έχουν κοινήν σχέσιν. Εμπράκτως απορρίπτει και πάσα χριστιανική αίρεσιν και πιστεύει εις μόνην την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Ομιλεί με τόσην σοβαρότητα, ώστε νομίζεις ότι αντιμετωπίζεις άνδρα 40 ετών.Έγραψα ολίγα από τα πολλά οπού είδα και ήκουσα, παρακινούμενος από αδελφική αγάπη, την οποίαν στέλλω ως δώρον εις τους γνησίους εν Κύπρω αδελφούς, οίτινες αγωνίζονται τον καλόν αγώνα και εξ' αιτίας των οποίων ίσως ακόμη ό Κύριος δεν εγκατέλειψε την αμαρτωλήν πατρίδαν μας. Ό Γέροντας μας αποστέλλει εις όλους τας ευχάς του. Ό Ιωαννίκιος, σας ασπάζεται όλους με αγάπη. Όλη ή αδελφότης σας αγκαλιάζει με την αγάπη και ευχάς της.Σάς ασπάζομαι όλους με αγάπη, ό αμαρτωλός και ελάχιστος αδελφός σας Ιωσήφ.


Πηγή: ''Πηγή ζωής''

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΑΓΑΠΗ ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΒΑΝΙΛΙΑΣ





 Δημιουργούνται ''Χριστεπώνυμες'' ομάδες στο διαδίκτυο 

με τέτοια περισσή, σιροπιαστή, γενικόλογη αγάπη, 

που αδυνατείς, να ξεχωρίσεις την σαρκική αγάπη από τον Θείο Πατρογονικό μας Έρωτα. 

Oμοθυμαδόν, λαικοί θιασώτες μιας ανερμήνευτης, απροσδιόριστης και αφελούς αγάπης 

συνωστίζονται στις πιο ευφάνταστες, καλογραμμένες αναρτήσεις, 

που συχνά, οι περισσότερες θυμίζουν παλιά, εικονογραφημένα, κλασσικά σινερομάντζα.

Τόση αγάπη μετουσιωμένη σε σιροπιαστό γλυκό του κουταλιού 

ή σε αφράτο, μακεδονίτικο, καλοψημένο ραβανί...



Μπερδέψαμε κατά πως φαίνεται την κατά Χριστόν αγάπη, με τα λούτρινα αρκουδάκια, τις αυτοσχέδιες, ηλεκτρονικές εικονίτσες γεμάτες με λουλούδια του αγρού, εποχιακά, ανθισμένα κρίνα του θερμοκηπίου και κατάλευκες αζαλέες Ταυλάνδης. Αγαπόλογες, επηρμένες αναρτήσεις, που καθιστούν τον Χριστό μας, κάτι σαν σταρ του Σινεμά ή ως αρρενωπό ηθοποιό αμερικάνικης, αήθους σαπουνόπερας. Δημιουργούνται ''Χριστεπώνυμες'' ομάδες στο διαδύκτιο με τέτοια περισσή, σιροπιαστή, γενικόλογη αγάπη, που αδυνατείς, να ξεχωρίσεις την σαρκική αγάπη από τον Θείο Πατρογονικό μας Έρωτα. Ομοθυμαδόν, λαικοί θιασώτες μιας ανερμήνευτης, απροσδιόριστης και αφελούς αγάπης συνωστίζονται στις πιο ευφάνταστες, καλογραμμένες αναρτήσεις, που συχνά, οι περισσότερες θυμίζουν παλιά, εικονογραφημένα, κλασσικά σινερομάντζα. Τόση αγάπη μετουσιωμένη σε σιροπιαστό γλυκό του κουταλιού ή σε αφράτο, μακεδονίτικο, καλοψημένο ραβανί. Ξεφύγαμε τελείως, υπό το ερμητικά φιλάσθενο κι ανίερο κράτος μιας ανορθόδοξης, αρρωστημένης, μεταδοτικής ασθένειας, που μολύνει επικίνδυνα την κατά Χριστόν αγάπη εν Αληθεία. Που βάζει τα όρια, θεσπίζει την διάκριση και πριμοδοτεί την προσοχή. Η αγάπη του Χριστού μας είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και ανυπέρβλητο συναίσθημα για να χαραμίζεται ανέξοδα σε ιλουστρασιόν καρτούλες, που εξομοιώνουν την Τρισήλιο Θεότητα μ' έναν ΄΄Χριστό΄΄ της παρεούλας, που, ποτε εικονίζεται σε βράχους, ποτε σε ραχούλες, ανάμεσα σε δροσερά μπουκέτα απόκοσμων λουλουδιών. Ενίοτε και σε βραχώδη, κυκλαδίτικα νησιά, μόνο στην Μύκονο δεν τον είδαμε ακόμη... Μεγάλη η πτώση των ανθρώπων που θαρρούν, πως ο Χριστός μας έχει τον θρόνο του στο photoshop του διαδικτύου, Τον μεταχειριζόμαστε, ως εύπλαστη, ψευδόχριστη κούκλα της βιτρίνας, γίναμε ασυνείδητα, βέβηλοι εικονομάχοι, ''ασελγώντας'' υπερφίαλα στις ιερές εικόνες. Αποδίδουμε - είναι γνωστό - τις δέουσες τιμές επί του πρωτοτύπου των εικόνων, αν όμως αυτές, οι photomade, επίπλαστες φωτοεικόνες εμπεριέχουν ανεμώδη λουλουδάκια, αγνά, αμέριμνα ελαφάκια και κάθε λογής στο βασίλειο της φύσης, καλοζωισμένα ζαρκαδάκια, τότε τιμούμε και αυτά; Αλίμονο, γίναμε χλιαρόπνοοι χριστιανοί του μαγειρεμένου, οικουμενιστικού τσελεμεντέ, οι περισσότεροι είμαστε γιαλαντζί συνοδοιπόροι, που στον σταυρικό ανήφορο χρησιμοποιούμε αναπηρικά, μεταχειρισμένα καροτσάκια. Γιατι η άνοδος απαιτεί κόπο και θυσίες και ως εκ τούτου βαυκαλιζόμαστε τους Ορθοδόξους με εθιμοτυπικές επισκέψεις την Κυριακή στις εκκλησίες, με υποκρινόμενες προσευχές που δεν ταυτοποιούνται με την δηθενική, κομπάζουσα βιωτή μας, με αυτοδιαφημιζόμενες νηστείες προκειμένου να μας δώσουν το πρώτο το βραβείο. Συμπαίκτες στο θέατρο Σκιών του Ευγένιου Σπαθάρη, ζητούμε την Χάρι του Θεού σε όλους, αλλά ενδόμυχα ποθούμε το κακό του καθ' όλα αμαρτωλού, μισεμένου γείτονα, χαιρέκακοι μικράνθρωποι που παίζουν το κρυφτό στην αμαρτία και το κυνηγητό στην ματαιόπονη, πεζόδρομη φιλοδοξία. Τις νύχτες κάνουμε ένα Απόδειπνο και θωρούμε, πως δόξα τω Θεώ, σβήστηκαν απ' το πινάκιο του Θεού και οι σημερινές μας αμαρτίες. Αυτές οι Κυβερνήσεις μας χρειάζονται, αυτή η Παιδεία είναι η εξ'αγχιστείας πνευματική αδελφή μας κι η Εκκλησία ένα ακριβοθώρητο, ευγενές αντίγραφο των μετέωρων, ακροβατούντων εαυτών μας, που στην ούγια γράφει, δια χειρός ''Βαράγκη''. Όλα τα ατενίζουμε ευκρινώς εκ του μακρόθεν, εξ' απαλών ονύχων μιλάμε για Χριστό, σαν να είναι ο ''κολλητός'' της παρέας, μισοεξομολόγητοι, μισοεκκλησιαζόμενοι και παντελώς ακοινωνούντες. Αγαπολογούμε γενικώς έτσι και ως έτυχε, μια αγάπη γενικά αόριστη, πνευματικά ανέξοδη και διαδοχικά ατέρμονη. Μέσα σ' αυτήν χωράει και η κοσμική αγάπη και ο κατά σάρκα έρωτας, όλα μαζί συνταιριασμένα σε τρίχινο, γύφτικο τσουβάλι και ως πλανόδιοι συνοδοιπόροι πωλούμε αγάπη ανομολόγητη με άρωμα βανίλιας. Έλα όμως, που η Αγάπη είναι Χριστός εν Αληθεία και ουχί εν Παραμυθία, η αγάπη του Πατρός μας είναι απίστευτα μοναδική και ανεξάντλητα απλόχερη μόνο εν Αληθεία Πίστεως, που κι αυτήν, την πατρονάραμε κατά τα ανθρωποκτόνα μέτρα μας και τα πλασματικά σταθμά μας!



Αγαπολογούμε γενικώς έτσι και ως έτυχε,

μια αγάπη γενικά αόριστη, πνευματικά ανέξοδη και διαδοχικά ατέρμονη.

Mέσα σ' αυτήν χωράει και η κοσμική αγάπη και ο κατά σάρκα έρωτας,

όλα μαζί συνταιριασμένα σε τρίχινο, γύφτικο τσουβάλι 

και ως πλανόδιοι συνοδοιπόροι πωλούμε αγάπη ανομολόγητη με άρωμα βανίλιας.

Έλα όμως, που η Αγάπη είναι Χριστός εν Αληθεία και ουχί εν Παραμυθία,

η αγάπη του Πατρός μας είναι απίστευτα μοναδική και ανεξάντλητα απλόχερη 

μόνο εν Αληθεία Πίστεως.





 

Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος


ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΣΤΟ ΚΕΛΛΑΚΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ





Πολλοί, όσοι τον είχαν γνωρίσει προσωπικά ή μετά την ανάγνωσιν των βιβλίων, περί του Γέροντος και πού συνεκλονίσθησαν και τον ηγάπησαν, οσάκις κατακλύζονται από οδύνη και πόνο και τον επικαλούνται, έχουν ευεργετηθεί και εν γένει έχουν γίνει δέκται της αγιαστικής του στοργής και παρρησίας.Διηγούνται πολλά θαύματα, ιάσεις ασθενών επιτυχίες στα παιδιά τους, είτε σε σπουδές είτε σε αποκαταστάσεις και πού οπωσδήποτε τα αποδίδουν στην μεσιτεία, αγάπη και στοργή του Γέροντος.Παρατίθενται, ενδεικτικώς μόνον, ώρισμένα εκ των πολλών θαυμάτων και θαυμάσιων πού είχεν επιτελέσει εν ζωή ό Γέροντας καθώς και δύο εμφανίσεις του Γέροντος μετά την κοίμησίν του, χωρίς δι' ευνόητους λόγους να αναφερθούν τα ονόματα αυτών πού τα διηγήθηκαν, τα οποία όμως υπάρχουν εις το αρχείο «περί του Γέροντος», πού κρατείται.Στις δύο (2) Απριλίου 1990 επισκέφθηκα την Αίγινα με την αδελφή μου Αικατερίνη και με δύο οικογενειακές μας γνωστές, την κ. Καλλιόπη Γ. Κομνηνού καί την κ. Φάνη εκ της Ρόδου.


Επισκεφθήκαμε τον Ιερό Τάφο και τον Ναό του Αγίου Νεκταρίου. Στο δρόμο πού πηγαίναμε προς Αγιον Νεκτάριο, ή κ. Καλλιόπη Κομνηνού, ρώτησε τον οδηγό του «ταξί»: Σάς παρακαλώ, εδώ στην Αίγινα υπάρχει και ένα Ιερό Ησυχαστήριο ενός Αγίου Γέροντα του π. Ιερωνύμου. Τον βλέπω επί δέκα (10) χρόνια στον ύπνο μου και συζητούμε για την ασθένεια μου και έχω το βιβλίο πού γράφει για κείνων, «ό Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης». Είναι σαν να τον έχω γνωρίσει από χρόνια και ζήσει μαζί του.  Και βέβαια, μου απαντά ό οδηγός, είναι πολύ εύκολο, θα σας πάω στον Άγιο. Πράγματι, κατόπιν, κατευθυνθήκαμε και πήγαμε στο Ησυχαστήριο του αγίου γέροντος π. Ιερωνύμου.Κτυπήσαμε την πόρτα και φάνηκε ή μοναχή Ευπραξία.Αφού μας πέρασε μέσα, μας οδήγησε και γνωρίσαμε την Γερόντισσα πού είχε υπηρετήσει τον Γέροντα Ιερώνυμο, υπέργηρον ηλικίας 100 ετών.Επήραμε την ευχή της. Κατόπιν μας οδήγησε ή Μοναχή στο Εκκλησάκι της Ευαγγελιστρίας και προσκυνήσαμε και τα Αγια Λείψανα του π. Ιερωνύμου, επίσης τον Τάφο του, τον χώρο πού απεσύρετο και προσευχόταν και ό όποιος ήτο ίσα όσο χωρούσε γονατιστό ένα άνθρωπο και τέλος και το κελλάκι του πού αναπαυότανε και εδέχετο τον κόσμον.Ήταν μεσημέρι. Ή Μοναχή Ευπραξία, ή υποτακτική της Γερόντισσας Ευπραξία, μας έκανε το τραπέζι. Αυτές τις στιγμές, όλες οί φίλες αισθανόμασταν ένα δέος. Ή αίσθησης της ζωντανής παρουσίας και στοργής του π. Ιερωνύμου ήτο πολύ αισθητή, τόσο ώστε προσωπικά ή κάθε μια μας, είχαμε την αίσθηση πώς είχαμε δίπλα μας τον Άγιο Γέροντα, πράγμα πού είναι «σημείο» των Αγίων μας κεκοιμημένων και εν γένει όλων των Αγίων μας.


Αφού ήλθε ή ώρα να χαιρετήσουμε το Ησυχαστήριο, βάλαμε μετάνοια στην Οσία Γερόντισσα και στη Μοναχή Εύπραξία, επήραμε ευχή και πήραμε το καράβι και γυρίσαμε στα σπίτια μας στο Αιγάλεω.Την επομένη ημέρα ή κ. Καλλιόπη Κομνηνού μου προμήθευσε το βιβλίο πού είχε, δηλ. «Ό Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης, Βίος, πνευματικά υποθήκες και παραινέσεις αυτού» υπό Σωτ. Νούση.Άρχισα να το διαβάζω σιγά-σιγά από την αρχή το βιβλίο, κάθε μέρα και μερικές σελίδες, μέχρι πού έφθασα στο σημείο στη σελίδα 222 (έκδοση Γ') οπού λέει την προσευχή σε κάποιους πού έφευγαν: «Πάτερ Άγιε Ιατρέ των ψυχών και των σωμάτων ημών, ό πέμψας τον Μονογενή Σου Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πάσαν νόσον ίώμενος και εκ θανάτου λυτρούμενον, ίασαι τον δούλον Σου (δείνα) εκ της περιεχούσης αυτόν σωματικής τε και ψυχικής ασθενείας. Σον γαρ εστί το ελεεί και σώζει ημάς, Χριστέ ό Θεός ημών και Σοί την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω Ανάρχω Σου Πατρί και τω Παναγίω και Αγαθώ και Ζωοποιώ Σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».Την ένοιωσα πολύ αυτήν την προσευχή και έκανα τον Σταυρό μου και προσευχήθηκα και εγώ με αυτά τα λόγια και προχώρησα την ανάγνωση. 


Καθώς διάβαζα, με κατέλαβε ένας γλυκός ανάλαφρος ύπνος και εκεί στον ύπνο μου, αισθάνθηκα έναν βήχα, τρεις φορές έβηξα και βλέπω να φτύνω ένα κρυσταλλόμενο κατακόκκινο σα ζελέ πτύελο, και με το βήχα ξύπνησα.Αμέσως αισθάνθηκα ότι είχαν απελευθερωθεί οί πνεύμονες μου, οπού είχα Επί πολλά έτη βροχικά.Όταν επισκέφθηκα τον θεράποντα ιατρό μου με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχουν ούτε Ίχνος ακροαστικά. Τώρα, με την ευλογία του Αγίου Ιερωνύμου και την Ιαματική του αγία δύναμη, δεν ξανά αρρώστησα. Είναι σαν να μη είχα ποτέ βρογχικά και τα φάρμακα τα πέταξα.Ή θεραπευθείσα και πάντοτε ευγνώμων Δοξάζω τον Κύριο και τον πρέσβυ Του Άγιο Ιερώνυμο.Με άπειρη ευλάβεια ή ιαθείσα προσκυνήτρια, Σοφία Παύλου Ιωάννου.


Γέρων Ιερώνυμος της Αίγινας

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

ΜΑΣΟΝΙΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ



 

Ἄλλο καύχημα ἐξ ἴσου τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ Τεκτονισμοῦ ὑπῆρξεν ὁ δύσφημος Πατριάρχης Μελέτιος Β΄ ὁ Μεταξάκης[25], ὁ ἐκλεκτός τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς Γηραιᾶς Ἀλβίωνος, τῆς Μ. Βρεττανίας, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἀλληλογραφία του μέ τόν Ἀγγλικανό Πρεσβύτερο (Canon) J.Α. Douglas[26]. Ὁ ἐκπεσών τοῦ Ἁγιοταφιτισμοῦ Μελέτιος, σύμφωνα μέ τή 25σέλιδη νεκρολογία τοῦ Μασόνου φίλος του Ἀλέξανδρου Ζερβουδάκη, «παρακολουθοῦσε τίς ἐργασίες καί τή δράση τοῦ Τεκτονισμοῦ παντοῦ ὅπου βρέθηκε στήν πολυτάραχη ζωή του, καί οἱ περιστάσεις καί τό περιβάλλον τοῦ τό ἐπέτρεπαν [...] Ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι, πού σάν τόν ἀδελφό Μελέτιο, δέχθηκαν τόν Τεκτονισμό καί τόν ἔκαναν βίωμά των. Καί ὑπῆρξε πραγματική ἀπώλεια ὅτι τόσο γρήγορα ἀνακλήθηκε ἀπό τόν Μ.Α.Τ.Σ. στήν Αἰωνία Ἀνατολή, πρίν ὁλοκληρώσῃ τά ἔργα μέ τά ὁποῖα ἐστεφάνωσε τό πέρασμά του ἀπό τόν κόσμο μας» [27]. Περιττόν νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ πρωτοβουλία καί αὐθαίρετη δράση τοῦ Μεταξάκη στό θέμα τῆς τελικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Νέου Ημερολογίου,μετά τό Πανορθόδοξο Συνέδριο τοῦ 1923, ἦταν, ὅπως τήν ὀνόμασε τό 1930 ὁ ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος (Βελιμίροβιτς) πρόξενος «εἴδους τινός σχίσματος» για να διαιρέσει την Εκκλησία. [28]. Πάντως, οἱ οἰκουμενιστικές ἐκτροπές τοῦ Μασόνου Μεταξάκη ὑπῆρξαν λίαν ἀρεστές στήν ἀγγλική πολιτική, ἡ ὁποία προφανῶς εὐελπιστοῦσε ὅτι μετά τή Μητρόπολη Κιτίου, τήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως καί αὐτό τῆς Ἀλεξανδρείας, παντοῦ δηλαδή ὅπου ὑπῆρξε ὁ Μελέτιος Προκαθήμενος μέ τίς εὐλογίες τοῦ (ἐπίσης Μασόνου) Ἐλευθερίου Βενιζέλου καί τῶν Ἐγγλέζων, θά μποροῦσε ὁ Μελέτιος νά μεταφέρει τῶν μεταρρυθμίσεών του τά φῶτα (καί νά «ἀλλάξει τά φῶτα») καί στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ὡς Πατριάρχης τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας· σύμφωνα μέ τήν νεκρολογία τοῦ ἀνταποκριτῆ τῶν Church Times τῆς 2ας Αὐγούστου 1935, ὁ Ἀλεξανδρείας Μελέτιος «σέ κάθε πόστο δέν ἔκρυψε τίς ἀρχές του ὡς συντηρητικοῦ μεταρρυθμιστῆ ἀφίνοντας νά γίνει γνωστό στήν Ἀμερική ὅτι θά καλωσόριζε τόν γάμο τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι δέν θά ἔπρεπε νά λαμβάνονται μόνον ἀπό τήν ἐλλιπῆ δεξαμενή τῶν μοναστηριῶν, καί ὅτι θά μποροῦσε νά φαντασθεῖ κοντά μαλλιά καί “κληρική ἐνδυμασία”, ὡς ὑποκατάστατο γιά τό, ὄχι τόσο ἀρχαῖο, μοναστικό ζωστικό μέ τό ὁποῖο ἐνδύονται οἱ σύγχρονοι ὀρθόδοξοι ἱερεῖς [...] Ἄν ἐπιθύμησε τόν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων, ἦταν ἐπειδή ἔνιωθε ὅτι μποροῦσε νά ξοδεύσει τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του φέροντας εἰς πέρας ἐκεῖ τίς ἀπαραίτητες καί ἀνεπιθύμητες μεταρρυθμίσεις.Ἡ σύγκριση τῆς ζωῆς καί δράσεως τῶν φερομένων ὡς Μασόνων Κληρικῶν μέ τήν πρόοδο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρουσιάζει ἀξιοσημείωτες παραλληλίες καί ἐν πάσῃ περιπτώσει, χρήζει ἰδιαιτέρας προσοχῆς ἐκ μέρους ὅσων μάχονται κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ παραλληλίες αὐτές φανερώνουν ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός δέν ἀποτελεῖ προσωρινό θεολογικό πειραματισμό συγκεκριμένων ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν, οὔτε ἐρωτοτροπία γεω-πολιτικῶν προεκτάσεων συγκεκριμένων προσώπων (πού δῆθεν θά ἐκλείψει, ὅταν οἱ κεφαλές τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀπέλθουν ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ)· δεικνύουν ἀντιθέτως ὅτι ὑπάρχει ἐπιμελἠς σχεδιασμός τῶν Στοῶν, γιά τή σύγκραση ὁμολογιῶν καί θρησκειῶν·ὅπως διεπίστωνε τό 2007 τεκτονικό περιοδικό τῆς Νέας Ζηλανδίας, ἐπαναλαμβάνοντας παλαιότατα διδάγματα τῶν Στοῶν: «Ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός στά 1700 ἔκανε ἕνα θαυμαστό πρᾶγμα. Ἐπέτρεψε σέ ὅλες τίς ΄΄χριστιανικές ὁμολογίες΄΄ νά ἐργασθοῦν μαζί καί, μετά τήν ἀποχριστιανοποίηση τῶν τελετῶν, ἐπέτρεψε σταθερή ἀνάπτυξη πρός τήν σημερινή κατάσταση, ὅπου ἄνδρες ὅλων τῶν πίστεων μπορουν νά καθήσουν καί νά ἐργασθοῦν μαζί – καί πόσο τό χρειάζεται τώρα αυτό ἡ κοινωνία! Δέν χρειαζόμαστε πλέον φονταμενταλιστές ὁποιασδήποτε πίστεως νά μᾶς λένε ὅτι τό πιστεύω τους εἶναι ἡ μόνη ἀληθής ἄποψη· ὅτι ἡ ὁδός τους εἶναι ἡ μοναδική ὁδός καί τά συναφῆ» [22]. Παρακάτω, ἀνατρέποντας τούς σχετικούς πρόχειρους καί ἀβάσιμους ἰσχυρισμούς τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Τσέτση κατά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, ἀποδεικνύουμε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός, τόσο στίς προτεσταντικές του ἀπαρχές, ὅσο καί ἀργότερα, χρηματοδοτήθηκε ἀπό τούς γνωστούς μεγιστάνες τοῦ ἀμερικανικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ καί τῆς παγκοσμιοποιήσεως Ροκφέλλερ.Κάποιες «τυχαῖες» παραλληλίες, πού ἐπαναλαμβανόμενες παύουν νά εἶναι συμπτώσεις, ἀπολήγουν στό ἑξῆς: ὅσα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα εἴτε συγκεντρώνουν ἔντυπες μασονικές «περγαμηνές» καί ἐπαίνους (Πατριάρχες ΚΠόλεως Ἰωακείμ ὁ Γ΄, Μελέτιος Μεταξάκης καί Ἀθηναγόρας,  ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογίας Νικόλαος Λούβαρις), εἴτε ἔχουν ἐκφρασθεῖ γραπτῶς μέ τάσεις ἀθωωτικές τῆς Μασονίας ἤ εἶχαν ἀλληλογραφία καί οἰκονομικές δοσοληψίες μέ αὐτήν (Παρθένιος Ἀλεξανδρείας, Ἀθηναγόρας Κοκκινάκης [Θυατείρων], Ἰάκωβος Ἀμερικῆς, Σάββας Ἀγουρίδης), ὅλα αὐτά τά πρόσωπα ἔχουν ἀποδειχθεῖ συνειδητοί Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν τό δικό τους  λιθαράκι (τοὐλάχιστον) στήν ἀποσιώπηση καί τόν παραμερισμό τῶν ἱερῶν Δογμάτων, τήν «ὑπέρβαση» τῶν ἱερῶν Κανόνων, τήν κατάργηση τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία μέ Βάπτισμα ἤ καί συνολικῶς, καί τήν ἀλλαγή τῆς αὐστηρῆς ἐκκλησιολογικῆς γραμμῆς στόν διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἄλλωστε, πολύ νωρίτερα ἕνα ἀπό τά «καυχήματα» τῆς Μασονίας (κατά τόν Μ. Φυσεντζίδη[23]), ὑπῆρξε ὁ ἐπιφανέστερος Ἕλληνας αἱρετικός τῶν τελευταίων αἰώνων, ὁ Θεόφιλος Καΐρης (1784-1853), τοῦ ὁποίου τό μέν θρησκευτικό σύστημα, ἡ «Θεοσέβεια», ἀποτελεῖ ἀκριβές ἀντίγραφο τῆς μασονικῆς δεϊστικῆς θεολογίας (ἑτοιμάζεται μικρή σχετική μελέτη), ἡ δέ διδασκαλία του ἀντικατέστησε τή θεολογία καί ὀρθόδοξη Κατήχηση μέ τή θρησκειολογία· ὁ Καΐρης «εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς θρησκειολογίας ἀνέπτυσσε τὰς βάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν θρησκειῶν, χωρίς νὰ ἐκφέρῃ κρίσεις ἐπ’ αὐτῶν» [24]. Ὁ Καΐρης, ἀνέπτυξε μιά δική του ἀνεξάρτητη ἐκκλησιαστική σχολή, μιά «Ἀκαδημία τοῦ Βόλου» τῆς ἐποχῆς του, δηλαδή τό Ὀρφανοτροφεῖο τῆς Ἄνδρου (1836), πού λειτούργησε ὡς σχολεῖο μασονικής παιδείας γιά τόν «θεοσεβικό», θρησκειολογικό καί ἐν γένει μασονικό καταρτισμό τῶν ρωμιόπουλων.


 Υποσημειώσεις 


[22] «Time to “Get On With It”» (στήλη Royal Arch Mason) ἐν New Zealand Freemason, τόμ. 38, τεῦχος 4 (2007) 34: «Freemasonry in the 1700s did an amazing thing. It allowed all Christian denominations to work together and after the de-christianisation of the ceremonies, allowed steady development to the situation today where men of all faiths may sit and work together – and doesn’t society need that now! We don’t need any more fundamentalists of any faith telling us that their belief is the only true point of view; that their way is the only way and so on». 

[23] Ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ.Β΄, σελ.78-84. Βλ. καί τό σχετικό ἐπαινετικό λῆμμα ἐν Β. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. Β΄, σελ. 182. 

[24] «Καΐρης Θεόφιλος Ν.», Νεώτερον Ἐγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 10, ἐκδ. τῆς Ἐγκυκλοπαιδικῆς Ἐπιθεωρήσεως «Ἥλιος», σελ. 48. 


Πηγή.Θρησκευτικά.



Ορθόδοξος Τύπος, 27/12/2013

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

ΣΤΑΥΡΟΙ ΦΟΡΤΩΜΕΝΟΙ ΑΜΑΡΤΙΕΣ



  Η ζωή μας σηκώνει το αλφαβητάρι του σταυρού μας, μαθαίνουμε την πνευματική ΑλφαΒήτα στο φως της ημέρας και την κάνουμε επανάληψη στον Θεό μέσ’ την σιγαλιά της νύχτας. Μεγαλωμένα παιδιά που δεν σταμάτησαν ποτέ να κάνουν αταξίες. Τρέχουν κλαίγοντας στην αγκαλιά της Μάννας Παναγιάς να βρουν στοργή και στα χέρια του Πατρός Θεού να πάρουν την συγχώρεση. Απλό είναι το μετερίζι της αναβαίνουσας ζωής μας. Το γεμίσαμε λίρες και τζιβαέρια και σαν υπερφορτωμένη λατέρνα, χορεύουμε στις μουσικές νότες μιας ασταμάτητης βιοτικής και αποσαθρωμένης μανιβέλας.



Το ξύπνημα της ημέρας είναι ευχαριστιακή κατάθεση ψυχής στα πόδια του Παντοκράτορος, ανάταση ζωής στην νέκρωση του φθαρμένου σώματος, ραψωδοί απαγγέλοντες το σάλπισμα της εγερμένης, φωτεινής αυγής. Κάθε πρωί που ανατέλλει είναι μια ακόμη πιστωμένη ημέρα για μετάνοια, μια ακόμη ανανέωση χρόνου για άρδην συγχωρητικότητα. Τα πρωινά έχουν την μορφή της κατάλευκης αγνότητας που αλλοιώνονται στο διάβα της ημέρας, ροδοκόκκινα μάγουλα νηπίου που χάσκει αφελώς μέσα στην μαυρίλα των μεγάλων. Τα παιδιά είναι τα πρωινά της εαλωμένης αθωότητάς μας, οι γαλάζιες ποδιές με τους άσπρους γιακάδες, που δήλωναν τα πλουμιστά κάλλη της αυθόρμητης Καλημέρας στο στόμα τους. Ξεχάσαμε την Καλημέρα και ασπαστήκαμε την Καληνύχτα. Ξημέρωσε η ημέρα στο χαμογελό σου, ανέτειλε ο ήλιος στα διψασμένα μάτια σου, ένας τέτοιος Ήλιος είναι ο Χριστός. Κάνει την πίκρα, σιροπιαστό γλυκό στα ροζιασμένα χέρια της μάννας, μετουσιώνει την καρβουνιασμένη καρδιά σε λαμπαδιασμένη φλόγα απαράμιλλης Πίστης. Πίστη είναι τα πρωινά του Θεού. Σμιλεύουμε το αμετανόητο Άλφα και αθλούμαστε βασανιστικά μέχρι το μετανοημένο Ωμέγα. Η ζωή μας σηκώνει το αλφαβητάρι του σταυρού μας, μαθαίνουμε την πνευματική  ΑλφαΒήτα στο φως της ημέρας και την κάνουμε επανάληψη στον Θεό μέσ’  την σιγαλιά της νύχτας. Μεγαλωμένα παιδιά που δεν σταμάτησαν ποτέ να κάνουν αταξίες. Τρέχουν κλαίγοντας στην αγκαλιά της Μάννας Παναγιάς να βρουν στοργή και στα χέρια του Πατρός Θεού να πάρουν την συγχώρεση. Απλό είναι το μετερίζι της αναβαίνουσας ζωής μας. Το γεμίσαμε λίρες και τζιβαέρια και σαν υπερφορτωμένη λατέρνα, χορεύουμε στις μουσικές νότες μιας ασταμάτητης βιοτικής και αποσαθρωμένης μανιβέλας. Κι αν κουραζόμαστε, δεν σταματάμε, άλλος πια διαχειρίζεται τους ρυθμούς της ζωής μας. Όταν πάψουμε τον χορό στο σεντόνι του Καραγκιόζη, τότε ίσως μπορέσουμε αληθινά ελεύθεροι να εναρμονιστούμε στωικά με τις μουσικές των αγγέλων, ν' ακούσουμε ανεκλάλητα ταξιαρχικούς ψιθύρους την ώρα που η κατάνυξη εξυψώνεται στα άστρα. Να σηκωθούμε όρθιοι στο πείσμα των ανέμων. Εκπληκτικά όμορφη γυναίκα η Πίστη, την θαυμάζεις ιδεοδώς στην απροσμέτρητη θωριά της, προσέχεις, μην κακοπάθει έστω και για λίγο. Είναι άλλωστε τόσο εύθραυστη, συνάμα όμως και τόσο δυνατή, που χάσκεις τ' όνειρο της αέναης απόκτησής της. Η Πίστη δεν είναι ζωγραφισμένη στα ντουβάρια και στα βιτρώ των εκκλησιών, δεν εικονίζεται στα καλογυαλισμένα μάρμαρα και στους χρυσαφένιους πολυέλεους. Πολύ περισότερο δεν τά' χει καλά με την χλίδα και τον πλούτο. Κουρνιάζει ησύχως σε καταπονημένους γεωργούς των αρετών, στους αγαθούς βιοπαλαιστές της μυστηριακής ζωής, αυτούς, που οι άνθρωποι αποκαλούν ανοήτως λαλημένους. Και τα βράδυα λιώνει σαν ταμένη, λαμπριάτικη λαμπάδα μπρος στο πρωτότυπο της χάρτινης εικόνας, για να γίνει ουρανός στην γη και Παράδεισος στον κόσμο.



 Η Πίστη δεν είναι ζωγραφισμένη στα ντουβάρια και στα βιτρώ των εκκλησιών, δεν εικονίζεται στα καλογυαλισμένα μάρμαρα και στους χρυσαφένιους πολυέλεους, πολύ περισότερο δεν τά' χει καλά με την χλίδα και τον πλούτο. Κουρνιάζει ησύχως σε καταπονημένους γεωργούς των αρετών, στους αγαθούς βιοπαλαιστές της μυστηριακής ζωής, αυτούς, που οι άνθρωποι αποκαλούν ανοήτως λαλημένους. Και τα βράδυα λιώνει σαν ταμένη, λαμπριάτικη λαμπάδα μπρος στο πρωτότυπο της χάρτινης εικόνας, για να γίνει ουρανός στην γη και Παράδεισος στον κόσμο.

                                                                                              

 

                                          
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος


Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ


 


Την δεκαετία του ΄90 είχε κυκλοφηρήσει το πολύ αξιόλογο βιβλίο 

''Το Οδοιπορικό ραβδί'', 

που ουσιαστικά ήταν σκόρπιες σελίδες ημερολογίου αγνώστου ιερέως, 

που ιστορεί, πως βίωσε τα γεγονότα, 

που ακολούθησαν την επανάσταση του '17 στην Ρωσία. 

Συγκλονιστικές αφηγήσεις από τα έκτροπα και την μαζική δίωξη της Ορθοδοξίας 

στην ''Θηβαίδα του Βορρά'', 

ανάμεσα στα άλλα και η παρακάτω αληθινή, βιωματική ιστορία... 



Το κείμενο πού ακολουθεί, είναι γραμμένο από το ρώσο λόγιο Βασίλειο Ιωαχείμοβιτς - Νιχηφόρωφ (1901-1941), γόνο φτωχής οικογένειας της Τβέρ, που, μετά την επανάσταση του 1917, κατέφυγε στην Εσθονία. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε, να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις).


Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και το 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί». συνταρακτικής, «αποκαλυπτικής» για την πατρίδα του και την Εκκλησία της. Η επιβολή κομμουνιστικού καθεστώτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει τη δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητα του.


Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», πού από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας. Το Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο, συλλαμβάνεται από τη μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), οπού δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού.


Αποκαταστάθηκε το 1991. Το 1971 εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη μια επίτομη συλλογή δημοσιευμάτων του Β. Νικηφόρωφ-Βόλγιν, στη ρωσική γλώσσα, με γενικό τίτλο «Το οδοιπορικό ραβδί». Ο συγγραφέας αναπλάθει λογοτεχνικά, με απαράμιλλη ενάργεια και περιγραφική δύναμη, αυθεντικές μαρτυρίες και πραγματικά περιστατικά της εποχής του. Φαίνεται πώς είχαν σχεδιάσει από καιρό να κάνουν αντιπερισπασμό στη νυχτερινή ακολουθία της Αναστάσεως. 


Ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα ήταν αναρτημένα πλακάτ σ' όλα τα κεντρικά και πολυσύχναστα σημεία της πόλης: Όρθρος της Κομσομόλ! Ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα! Ελάτε να δείτε τη νέα κωμωδία του Αντώνη Ίζιουμωφ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ. Στον κεντρικό ρόλο o ηθοποιός του θεάτρου Μόσχας Αλέξανδρος Ροστόβτσεφ. Χείμαρρος ευφυολογίας! Τρελό γέλιο! Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, η δημοτική μπάντα πέρασε απ’ όλους τους δρόμους της πόλης, καλώντας το λαό στην παράσταση.


Μπροστά από τους οργανοπαίχτες πήγαινε ένας σωματώδης νεαρός με Ιερατική αμφίεση και καλυμμαύχι. Κρατούσε ένα πλακάτ σαν λάβαρο, οπού ήταν ζωγραφισμένος ο Χριστός με φράκο και ψηλό καπέλο! Στα πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι με αναμμένες δάδες. Όλη η πόλη είχε σηκωθεί στο πόδι. Πλήθος άρχισε να καταφθάνει στο θέατρο. Πάνω από την κεντρική είσοδο του έγραφε με κόκκινα φωτεινά γράμματα: Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ.


Στη μεγάλη αίθουσα τα μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνική ομιλία από το σταθμό της Μόσχας με θέμα: «Ο αισχρός ρόλος του χριστιανισμού στην Ιστορία των λαών». Όταν σταμάτησαν τα μεγάφωνα, η χορωδία των κομσομόλων, με συνοδεία ακορντεόν, άρχισε να τραγουδάει. Με την προσευχή δε βλέπω προκοπή. Σβησμένο είναι το χέρι μου. Δε θέλω, όχι, τον προφήτη Ηλία! Δώστε μου το φως του Ηλία!... Το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς, βρισιές και χαχανητά. Έβαλαν τα χέρια στους γοφούς, έτριξαν τα δόντια, βρυχήθηκαν: — Κι άλλο, παιδιά! Πιο άγρια! Βαράτε!..... Τρεις γριές ψωμολυσσιάρες.


Δυο σαρακιασμένοι γέροι. Άδειο, άδειο το εκκλησάκι. Δεν μαζεύει πια πεντάρα!...— Πιο δυνατά! Δώστε του! Πιο ζωντανά!.. Αχ, αυγουλάκι μου δεν έχεις τσουγκριστεί. Με πόσες θεϊκές κουταμάρες έχουμε ποτιστεί!... — Πιο δυνατά! Και πιο σκληρά! Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Από τη μικρή εκκλησούλα, πού ήταν κοντά στο θέατρο, βγήκαν οι πιστοί για την τελετή της Αναστάσεως. Σκοτάδι. Οι άνθρωποι δεν ξεχωρίζουν — μονάχα οι φλογίτσες των κεριών, που τρεμόπαιζαν και προχωρούσαν αργά-αργά. «Την ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς...» Σαν είδαν τη λιτανεία οι κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στα γιουχαίσματα και τα σφυρίγματα.


Το 'στησαν πάλι στο τραγούδι. Έ, συ, μηλαράκι μου, κυλίσου. Ο δρόμος είναι γλιστερός. Παράσυρε όλους τους αγίους. Πάσχα των κομσομόλων. Οι φλόγες των κεριών ήταν τώρα ακίνητες μπροστά στην είσοδο του ναΐσκου. Από κει ήρθε η απόκριση στο τραγούδι των κομσομόλων: Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»! Η μεγάλη αίθουσα του θεάτρου ήταν γεμάτη κόσμο. Η παράσταση άρχισε...


Πράξη πρώτη: Πάνω στη σκηνή είχαν αναπαραστήσει το ιερό ενός ναού. Στην υποτιθέμενη αγία τράπεζα βρίσκονταν μπουκάλια με κρασί και μεζέδες. Ολόγυρα, σε ψηλά καθίσματα — αυτά που έχουν στα μπαρ — ήταν καθισμένοι οι ηθοποιοί, ντυμένοι με Ιερατικά άμφια. Τσούγκριζαν και έπιναν με άγια ποτήρια. Κάποιος άλλος, με διακονικό στιχάρι, έπαιζε φυσαρμόνικα. Στο πάτωμα κάθονταν σταυροπόδι μερικές τάχα καλόγριες κι έπαιζαν χαρτιά. Οι θεατές έσκαγαν στα γέλια. Κάποιος ζαλίστηκε.


Την ώρα που τον έβγαζαν από την αίθουσα, βρυχιόταν σαν θηρίο, γελώντας αγρία και κουνώντας το κεφάλι, μα έχοντας το βλέμμα πάντα καρφωμένο στη σκηνή, οι παράξενοι μορφασμοί του χλωμού προσώπου του προκάλεσαν περισσότερο γέλιο... Στο διάλειμμα οι υπεύθυνοι της παραστάσεως έλεγαν: — Όσα είδατε είναι μόνο τα λουλούδια, καρποί θα 'ρθουν σε λίγο! Περιμένετε... Στη δεύτερη πράξη θα βγει ο Ροστόβτσεφ, και τότε πραγματικά θα τρελαθείτε!...


Πράξη δεύτερη: Ο διάσημος ηθοποιός παρουσιάστηκε στη σκηνή κάτω από θύελλα ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων. Φορούσε μακρύ, λευκό χιτώνα και στα χέρια του κρατούσε χρυσό Ευαγγέλιο. Παρίστανε το Χριστό. Σύμφωνα με το έργο, έπρεπε να διαβάσει δυο στίχους — μονό δυο στίχους — από τους Μακαρισμούς. Πλησίασε αργά, με ιεροπρέπεια, σ' ένα αναλόγιο και ακούμπησε το Ευαγγέλιο. Με τη βαθιά, κυματιστή φωνή του αναφώνησε: — Πρόσχωμεν! Στην αίθουσα ξαφνικά βασίλεψε απόλυτη σιωπή.


Ο Ροστόβστεφ άνοιξε το Ιερό βιβλίο και άρχισε να διαβάζει: — Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών… Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται... Στο σημείο αυτό έπρεπε να σταματήσει. Εδώ ακριβώς θα απάγγελλε έναν φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, που θα τελείωνε με τη φράση: "Φέρτε μου το φράκο και το καπέλο!"


Δεν έγινε όμως αυτό! Ο ηθοποιός απροσδόκητα σωπαίνει. Και η σιωπή του κρατάει τόσο πολύ, που από τα παρασκήνια αρχίζουν ν' ανησυχούν. Του υπαγορεύουν τα λόγια που έπρεπε να πει, του κάνουν απεγνωσμένα νοήματα... αυτός όμως στέκεται σαν μαρμαρωμένος. Δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Τέλος, σε μια στιγμή, συνταράζεται ολόκληρος. Με τρομαγμένο βλέμμα κοιτάζει το ανοιχτό Ευαγγέλιο. Τα χέρια του τραβάνε σπασμωδικά το χιτώνα. Το πρόσωπο του αλλοιώνεται.


Στυλώνει τα μάτια στο βιβλίο και αρχίζει πρώτα να ψιθυρίζει κι έπειτα να διαβάζει όλο και πιο δυνατά: — Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται... Είναι απίστευτο: Στο θέατρο, που πριν από λίγο το δονούσαν οι βλαστήμιες και οι εμπαιγμοί, επικρατεί τώρα νεκρική σιγή. Και μέσα σ' αυτή τη σιγή κυκλοφορούν, σαν τις πασχαλινές λαμπάδες ολόγυρα στην εκκλησία, τα λόγια του Χρίστου:


Υμείς έστε το φως του κόσμου... αγαπάτε τους εχθρούς υμών... προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς... Ο Ροστόβτσεφ διάβασε αργά και καθαρά ολόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, και κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε. Μήπως η ιερόσυλη μεταμόρφωση του ηθοποιού είχε αποκαταστήσει μπροστά στα μάτια τους — όπως, άλλωστε, και στου ίδιου τα μάτια — τη γκρεμισμένη εικόνα του ζωντανού Κυρίου;


...Στα παρασκήνια ακούγονταν δυνατοί ψιθυρισμοί και νευρικοί βηματισμοί. Δεν είναι δυνατόν! Θ’ αστειεύεται ο Ροστόβτσεφ! Κάποιο κόλπο σκαρώνει! Να, τώρα, οπού να 'ναι, μ’ ένα χτύπημα στα γόνατα, με δυο του λέξεις, θα ξεσηκώσει το κοινό! θα τους κάνει να χτυπιούνται!... Μα στη σκηνή έγινε κάτι ακόμα πιο απροσδόκητο, που έκανε αργότερα ολόκληρη τη χώρα να το συζητάει:


Ο Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ’ ευλαβική επιδεκτικότητα πάνω στο σώμα του το σημείο του σταυρού, και είπε: — Μνήσθητί μου. Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου!... Κάτι ακόμα πήγε να πει, αλλά τη στιγμή εκείνη κατέβασαν την αυλαία. Μετά από λίγα λεπτά, μια νευρική φωνή ανακοίνωσε από τα μεγάφωνα: — Λόγω ξαφνικής ασθένειας του συντρόφου Ροστόβτσεφ, η σημερινή θεατρική παράσταση ματαιώνεται!



Το Οδοιπορικό Ραβδί


Print Friendly and PDF