ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΠΗΡΕΣ ΕΥΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ;


 

 

 Ἐπῆρες εὐλογία ἀπὸ τὴν Παναγία;...

- Πῶς εἴπατε, Πάτερ;... 

εἶπε ἐκεῖνος συγχυσμένος.

Εὐλογία ἀπὸ τὴν Παναγία;...

Δὲν μπορῶ νὰ Σᾶς καταλάβω...

- Αὐτὸ ποὺ σὲ ἐρωτάω,... συμπλήρωσε σταθερὰ ὁ Γέροντας.

Σοῦ ἔδωσε ἡ Παναγία εὐλογία νὰ κάνης αὐτὲς τὶς ἐνέργειες γιὰ νὰ σώσης τὴν Εἰκόνα Της;



ταν ὁ Στάρετς Βαρσανούφιος εἶχε πιὰ ἐπιβληθῆ στὴν συνείδησι ὅλων γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ χαρίσματά του, συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς: Ὁ ὑπέργηρος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγοροδ Γουρίας, Τοποτηρητὴς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Καλούγας, στὴν ὁποία ὑπαγόταν ἡ Ὄπτινα, μπερδεύτηκε σὲ ἕνα χαλί, ἔπεσε καὶ ὑπέστη διάφορα τραύματα. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν, πὼς γιὰ πολὺ καιρὸ ἔμεινε στὸ κρεβάτι. Καὶ ἔτσι μιὰ Πανήγυρι στὴν Ὄπτινα τὴν ἐτέλεσε ὁ βοηθός του Ἐπίσκοπος. Μετὰ τὴν Λειτουργία παρετέθη τράπεζα, στὴν ὁποία παρεκάθισε καὶ ἕνας Στρατηγός, ποὺ συνταξιοῦχος πιὰ ὑπηρετοῦσε στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Μεταξὺ τοῦ Στρατηγοῦ καὶ τοῦ Ἐπισκόπου ἄρχισε μία συζήτησι γιὰ τὸ πῶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Γουρίας ἔδωκε εὐλογία νὰ γίνη σ’ ἕνα Μοναστήρι ἐπισκευὴ τῆς θαυματουργῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν, ποὺ κατὰ παλαιὰ παράδοσι εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ καὶ τὴν σέβεται βαθύτατα ὁλόκληρη ἡ Ρωσσία. Ὁ Ἡγούμενος Ἀρχιμανδρίτης Ἰωαννίκιος εὑρῆκε ὅτι ἡ Εἰκόνα αὐτὴ εἶχε τόσο πολὺ μαυρίσει, ὥστε νὰ μὴ διακρίνεται σ’ Αὐτὴν τίποτε.

Καὶ γι’ αὐτὸ εὑρῆκε εἰδικοὺς τεχνίτες νὰ τὴν καθαρίσουν καὶ νὰ τὴν ἐπιδιορθώσουν. Καὶ ἔπεισε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ποὺ –ὅπως ἔλεγε καὶ τόνιζε ὁ Στρατηγὸς– εἶχε γίνει ἀπὸ τὰ πολλὰ γεράματα ἐντελῶς ἄβουλος, σωστὸ ραμολιμέντο, καὶ τὸν κατάφερε, νὰ δώση εὐλογία νὰ ἐπιζωγραφίσουν τί; Εἰκόνα ‒ ἔργο τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ. - Καὶ πῶς συνέβη αὐτό;... πετάχθηκε ἕνας Προσκυνητής. Κάτω ἀπὸ τὰ μάτια ὅλου τοῦ κόσμου; -Ὄχι καὶ ἔτσι!... ἀπάντησε ὁ Στρατηγός. Ἡ διόρθωσι ἐγίνετο τὴν νύκτα. Λίγο-λίγο. Καὶ μὲ τόση προσοχὴ καὶ ἐπιδεξιότητα, ποὺ κανεὶς δὲν καταλάβαινε, ἂν ἄλλαξε κάτι. Καὶ ὅλοι ἐνόμιζαν, πὼς ἁπλῶς τὴν ἐκαθάρισαν καὶ λίγο-λίγο ἄρχισε νὰ φαίνεται ἡ παλαιὰ Εἰκόνα! -Μὰ αὐτὸ εἶναι βεβήλωσι!... Βεβήλωσι χειρότερη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἔκαμε ὁ εἰκονομάχος, ποὺ ἐκάρφωσε τὸ σπαθί του στὴν ἄχραντη μορφὴ τῆς Παναγίας τῶν Ἰβήρων!... Ὁ Στρατηγὸς φαινόταν νὰ δικαιολογῆ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο γιὰ τὴν ἄδεια ποὺ ἔδωκε. Καὶ δὲν φαινόταν νὰ τὸν συγκινῆ ἡ παρατήρησι ἄλλων, ὅτι τὸ πρᾶγμα διεδόθη στὸν λαὸ καὶ ἔχει προκαλέσει σοβαρὸ σκανδαλισμό. Ἕνας ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀκροατές, κάπως πιὸ ζηλωτὴς καὶ θερμόαιμος, δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτό του νὰ περάση τὸ γεγονὸς ἀπαρατήρητο...

κατσε καὶ ἔγραψε ἕνα ὀξὺ γράμμα σὲ ἕνα ἀλλο γνωστό του ἀνώτερο ὑπάλληλο, «στρατηγό», τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὸν Σκβορτσώφ, ἄνθρωπο μὲ πολὺ μεγάλο κῦρος. Στὴν συνέχεια ἔγραψε καὶ ἄλλο γράμμα στὸν ἐπίσης γνωστό του Ἐπίσκοπο Πέρμης Ἀνδρόνικο, ζητώντας του νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὸ θέμα. Μὰ πρὶν ἀκόμη ταχυδρομήση τὸ δεύτερο γράμμα, στὸν Ἐπίσκοπο Ἀνδρόνικο, θυμήθηκε πὼς δὲν πρέπει ὁ καλὸς καὶ ζηλωτὴς Χριστιανὸς νὰ κάνη ποτέ του κάποια ἐνέργεια καὶ μάλιστα σὲ ἄμεση σχέσι μὲ τὴν ἐκκλησιαστική του ἰδιότητα καὶ τὴν πνευματική του ζωή, χωρὶς νὰ συμβουλευθῆ τὸν Πνευματικό του. Ἐπῆρε λοιπὸν στὴν τσέπη του τὸ γράμμα καὶ ἐπῆγε στὸν Γέροντα Βαρσανούφιο. Τοῦ τὸ διάβασε καὶ ζήτησε εὐλογία, νὰ τὸ στείλη στὸν Ἐπίσκοπο καὶ νὰ συνεχίση τὶς ἐνέργειές του. Ὁ Γέροντας Βαρσανούφιος, ἀφοῦ τὸν ἄκουσε μὲ πολλὴ προσοχή, τὸν ἐρώτησε: -Πῶς τὸ ἔγραψες αὐτὸ τὸ γράμμα; Ἐπῆρες εὐλογία ἀπὸ τὴν Παναγία;...

-Πῶς εἴπατε, Πάτερ;... εἶπε ἐκεῖνος συγχυσμένος. Εὐλογία ἀπὸ τὴν Παναγία;... Δὲν μπορῶ νὰ Σᾶς καταλάβω... -Αὐτὸ ποὺ σὲ ἐρωτάω,... συμπλήρωσε σταθερὰ ὁ Γέροντας. Σοῦ ἔδωσε ἡ Παναγία εὐλογία νὰ κάνης αὐτὲς τὶς ἐνέργειες, γιὰ νὰ σώσης τὴν Εἰκόνα Της;... -Ὄχι βέβαια. Ἀπ’ εὐθείας ἡ Παναγία δὲν μοῦ ἔδωκε εὐλογία γιὰ τὶς ἐνέργειές μου αὐτές. Μὰ νομίζω, πὼς εἶναι χρέος κάθε καλοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ ἔχει κάποιο ζῆλο, νὰ προστατεύη τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς Πίστεώς του ἀπὸ κάθε βεβήλωσι. -Συμφωνῶ,... ἀπάντησε ὁ Γέροντας Βαρσανούφιος. Μὰ ὄχι ὅταν πρόκειται νὰ ἔλθη σὲ ἀντίθεσι μὲ ἕνα φορέα τῆς ὑπέρτατης ἐκείνης ἐξουσίας, ποὺ εἶχαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ποιός εἶσαι ἐσύ, ποὺ θὰ ἔλθης ἀντιμέτωπος μὲ ἕναν Ἀρχιερέα, γιὰ νὰ τοῦ ὑπαγορεύσης τί πρέπει νὰ κάμη σὰν ὑπεύθυνος Ποιμένας «τῆς κληρωθείσης αὐτῷ ἐπαρχίας», τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τοῦ τὴν ἐμπιστεύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός; δὲν τὸ ξέρεις, ὅτι ἔχει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς ἀρχιερατικῆς ἀποστολικῆς ἐξουσίας; Ἄφησε κατὰ μέρος κάθε σκέψι γιὰ ὁποιαδήποτε ἐνέργεια.

φησε τὸ θέμα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας: νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουν, ὅπως Ἐκεῖνοι θέλουν. Κάνε στὸ θέμα αὐτὸ ὑπακοή. Καὶ ὁ Κύριός μας, ποὺ μᾶς στεφανώνει γιὰ τὴν προαίρεσί μας, ὅταν ἐπιζητοῦμε τὸ ἀγαθό, θὰ σὲ ἀνταμείψη πλουσίως καὶ γιὰ τὴν ὑπακοή σου, καὶ γιὰ τὴν καλή σου πρόθεσι. Μά, γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὴν ἀφήνης τὸν ἑαυτό σου νὰ ἔλθη σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸν Ἀρχιερέα, γιὰ κανένα λόγο. ιαφορετικὰ θὰ σὲ τιμωρήση ἡ Παναγία. -Καὶ τί θὰ γίνη τώρα, Πάτερ, μὲ τὸ γράμμα ποὺ ἔστειλα στὴν Σύνοδο, στὸν «στρατηγό»;... -Εἶναι δική σου δουλειά, νὰ βρῆς τὸν τρόπο νὰ τὸ ἀποσύρης. Ὁ ὁποιοσδήποτε λαϊκός, ἔστω καὶ Στρατηγός, ἔστω καὶ ὑπεύθυνο πρόσωπο στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ μᾶς, «ἐξουσία ἀπὸ Θεοῦ». Μὴ τὰ ξεχνᾶς ποτὲ κάτι τέτοια...



Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής 
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Στάρετς Βαρσανούφιος
Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου
Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως
Πρέβεζα 1987
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΚΡΑΤΑΤΕ ΚΑΛΑ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ




Τό γέρικο δένδρο τῆς Μητέρας Πατρίδος,

κατά καιρούς, «μπολιάζεται» ἀπό τίς δικές σας «καταβολάδες»



Ἑλληνισμός, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, βρέθηκε στά πέρατα τοῦ κόσμου. Καί, ὃπου ἐγκαταστάθηκε,ἒφερε μαζί του τήν τέλεια γλῶσσα του,τίς ἱκανότητές του, τά ἐλαττώματά του καί κυρίως τήν δυνατότητά του γιά ἐπιβίωση καί προκοπή.Σήμερα, στίς πιό ἀπίθανες γωνιές τῆς γῆς, ὑπάρχουν Ἑλληνικές Κοινότητες, οἱ ὁποῖες,ἀνεξαρτήτως ἀριθμοῦ μελῶν, παίζουν σημαντικό ρόλο σέ ὃλους τούς τομεῖς. Εἶναι γνωστό,πώς Καθηγηταί Πανεπιστημίου, Δήμαρχοι, Βουλευτές, Οἰκονομικοί παράγοντες καί γενικῶς στήν Τέχνη, τήν Οἰκονομία, τήν Διοίκηση κ.λπ. τῶν τόπων στούς ὁποίους ζοῦν, ὑπάρχουν Έλληνες, οἱ ὁποῖοι καί διαπρέπουν.

Τό σημαντικό μάλιστα εἶναι, πώς παίρνουν μαζί τους,συντηροῦν καί διατηροῦν, Ἢθη, Ἒθιμα, Παραδόσεις, ἀλλά καί τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας,παρά τίς ἐπιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος τους, ὃπου ὑπάρχουν χίλιες δύο δυσκολίες καί παγίδες. Αὐτοί οἱ ἡρωικοί (διότι ΕΙΝΑΙ πραγματικά ἡρωική ἡ προσπάθεια τους) Ἓλληνες, συγκεντρώνονται γύρω ἀπό τήν Ἐκκλησία τους κάθε Κυριακή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κέντρον τῶν συναθροίσεών τους καί τά σημεῖα ἀνανεώσεως τῶν σχέσεών τους. Εἶναι δύσκολο νά φανταστῇ κάποιος τήν συγκίνησή μου,ὃταν ἐπικοινωνοῦν μαζί μου Ἓλληνες τῆς διασπορᾶς (οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς τόν χῶρο τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου,ἀνάμεσα σέ ἑτεροδόξους, κακόδοξους,ἀθέους, σατανιστές κ.λπ.), πανάξια τέκνα τῆς Ἑλληνορθοδόξου Πίστεώς μας,τά ὁποῖα μέ πραγματική λαχτάρα ζητοῦν, νά ἐπικοινωνήσουν μέ τήν Γνήσια Ὀρθοδοξία,ἀλλά καί τόν πόνο ψυχῆς πού αἰσθανόμεθα,ὃταν μᾶς ἐκφράζουν τήν ἀγωνία τους, τήν ἀπελπισία τους (μερικές φορές) καί τήν στενοχώρια τους,διότι δέν μποροῦν νά ἒχουν μία Ἑκκλησία ἢ ἓναν Ἱερέα κοντά τους…!

Καί γιά τόν λόγο αυτό, καταβάλλομε κάθε δυνατή προσπάθεια,ὣστε νά φθάνη μέχρις αὐτῶν ἡ φωνή μας, ἡ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας μας καί κάποια πράγματα τά ὁποῖα,ἐλπίζομε,ἀποτελοῦν στήριξη στά «πιστεύω» τῆς ψυχῆς τους. Εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα ἀδιαλείπτως ὑπέρ αὐτῶν καί ἐλπίζομε, πώς θά ἀποφασίσουν κάποια μέλη τῶν κοινοτήτων αὐτῶν,νά γίνουν Ἱερεῖς,ὣστε νά ἀποτελέσουν τόν κορμό τῆς μεταλαμπαδεύσεως καί στίς ἐπερχόμενες γενιές, τῶν Ἀρχῶν καί τῶν διδαγμάτων τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί ἂς μᾶς ἐπιτραπῆ μία Πατρική συμβουλή. Σήμερα, ἐποχή κατά τήν ὁποίαν νεαρά ἂτομα μεταβαίνουν εἰς τήν ξένην, γιά νά ἐπιβιώσουν, ὃταν φθάνουν κοντά σέ Ἓλληνες προεγκατεστημένους ἐκεῖ, νά τυγχάνουν θερμῆς ὑποδοχῆς, ἐπαγγελματικῆς στηρίξεως, ἀλλά, κυρίως, μιᾶς «οἰκογενειακῆς» ἀγκαλιᾶς, μέσα στήν ὁποία θά μποροῦν,νά διατηρήσουν στήν ψυχή τους, δεσμούς ἀκαταλύτους μέ τήν Πατρίδα καί τήν Ὀρθοδοξία.

Τέτοιες ἐνέργειες ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς σήμερα ὁ Κύριός μας καί τά δείγματα πραγματικῆς,ἀδόλου καί καθαρῆς ἀγάπης,εἶναι ἡ καλλυτέρα ἐπικοινωνία μέ ούς Οὐρανούς, ὃταν μάλιστα ὃλα αὐτά γίνωνται πρός Δόξαν Θεοῦ καί ὂχι γιά τό θεαθῆναι. Ἡ Γνήσια Ὀρθοδοξία ἐκφράζεται καί ἐκδηλώνεται κατά τόν καλύτερο τρόπο,μέ τίς προσπάθειες τῶν χριστιανῶν νά διατηρήσουν ἂσβεστη τήν φλόγα τῆς Πίστεως στίς ψυχές τῶν νεαρῶν, κυρίως, ἀτόμων. Δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ἡ Θεία Χάρις, ὃταν πράττωμε αὐτό πού μᾶς ζητᾶ Ὁ Κύριός μας καί Θεός μας. Κρατᾶτε καλά ἐδέλφια μας τῆς διασπορᾶς. Μή λυγίζετε μπροστά στούς πειρασμούς τοῦ πλουτισμοῦ,τῆς «προόδου» κ.λπ. Τό γέρικο δένδρο τῆς Μητέρας Πατρίδος,κατά καιρούς, «μπολιάζεται» ἀπό τίς δικές σας «καταβολάδες»,τίς τόσο πολύτιμες καί περασμένες ἀπό τά «καμίνια» δοκιμασιῶν καί τεραστίων δυσχερειῶν. Φτιάξτε λοιπόν τέτοιες «καταβολάδες», οἱ ὁποῖες, μέσα ἀπό τήν Γνήσια Ὀρθοδοξία θα ἒλθη, ἲσως, ἡ στιγμή πού θά φανοῦν πολύτιμες ..!


                                                                                    
  Ὁ Θεός μαζί σας

 


   

                                           

 

Οἱ προσευχές ὃλων μας σᾶς συνοδεύουν καί οἱ δικές σας Προσευχές, ἀνεξαρτήτως τοῦ,

ἐάν ἒχετε ἢ ὂχι Ἱερούς Ναούς ἢ Ἱερεῖς, 

εἰσακούονται ἀπό Τόν Κύριό μας, 

ἲσως καί πιό πολύ ἀπό τίς δικές μας, πού,

ἐνῶ ἒχομε καί Ἱερούς Ναούς καί Ἱερεῖς,

δέν ἒχομε τήν ΖΕΟΥΣΑ Πίστη, τήν δική σας,

ἡ ὁποία κυριολεκτικῶς ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ ἒναντι δυσχερειῶν τίς ὁποῖες ἐσεῖς βιώνετε.                               



  ΥΓ. Όταν λέμε Γνήσιος Ορθόδοξος, το λέμε προς αντιδιαστολήν εκείνων των Ορθοδόξων, που έχουν βάλει πολύ νερό στο κρασί τους και το έχουν σχεδόν νερώσει. 

 


Αρχιμανδρίτης π. Ευθύμιος Μπαρδάκας


ΑΓΙΟΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ ΞΙΦΕΙ ΤΕΛΕΙΟΥΤΑΙ




Ο Άγιος Λογγίνος έζησε κατά τους χρόνους της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ο Συμεών ο Μεταφραστής στους βίους και την πολιτεία Αγίων Μηνός Μαρτίου αναφέρει ότι,

 ανήκε στην Ιουδαϊκή συναγωγή.

Ο Άγιος καταγόταν από την κωμόπολη Σανδιάλη της Καππαδοκίας.

Εκεί, αποσύρθηκε μετά την Ανάσταση του Κυρίου, όταν παραιτήθηκε από το 

Ρωμαϊκό στρατό που υπηρετούσε και εκήρυξε «Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών».

Ο Λογγίνος υπηρέτησε ως Αξιωματικός στο Ρωμαϊκό στρατό κα έφερε το βαθμό του Κεντυρίωνα - Εκατόνταρχου.

(Η λέξη Κεντυρίων προέρχεται από τη λατινική λέξη Centum που σημαίνει εκατό, 

διοικητής δηλαδή εκατό στρατιωτών, εκατόνταρχος).

Κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του Κυρίου επί της γης τελούσε υπό

τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου, Ρωμαίου Επάρχου στην Ιουδαία.

Εποπτεύει κατά τη Σταύρωση του Χριστού.Κατά την παράδοση του Ιησού 

στους Εβραίους για να τον σταυρώσουν, ο Πιλάτος έδωκε εντολή στον 

εκατόνταρχο Λογγίνο να υπηρετήσει στα τίμια πάθη και τη σταύρωση,

 μετά των στρατιωτών του.


Το όνομα του Εκατόνταρχου δεν αναγράφεται σε κανένα από τα Ευαγγέλια.Σ' όλα μνημονεύεται με το αξίωμά του, είτε ως Κεντυρίων, είτε ως Εκατόνταρχος.Έτσι, ο Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του Πιλάτου, επιστάτησε καθ' όλη τη διάρκεια των φρικτών Παθών του Κυρίου στο Γολγοθά. Ως εκ τούτου, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας όλων των εκεί θαυμαστών γεγονότων κατά τη Σταύρωση του Κυρίου.Ο μακάριος θα μπορούσε να φαντασθεί, όταν έφθασε στο Γολγοθά, ότι - ευθύς μετά τη Σταύρωση του Χριστού - θα γινόταν ο πρώτος ομολογητής της Θεότητας Αυτού; Αδύνατον! Όπως γνωρίζουμε, μετά τη θεία Σταύρωση, οι Απόστολοι και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου για το φόβο των Ιουδαίων απομακρύνθηκαν από το Γολγοθά.Ο Λογγίνος όμως έμεινε κοντά στον Εσταυρωμένο. Η ψυχή του είχε συγκινηθεί από την άδικη Σταύρωση του αθώου Ιησού. Η προσωπικότητα του Ναζωραίου τον είχε σαγηνεύσει. Κάτι του έλεγε μέσα του πως αυτός δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος.Και όντως, έτσι ήταν! Τα θαυμαστά γεγονότα που επακολούθησαν τον συντάραξαν και του μετέβαλαν σιγά - σιγά, αλλά σταθερά, την εσωτερική του αυτή φωνή σε ακλόνητη πίστη.


Την έκτη ώρα απλώθηκε πυκνό σκοτάδι σ' όλη τη γη, που διήρκεσε τρεις ώρες (Ματθ. κζ' 45, Μάρκου ε' 33 και Λουκά κγ' 44).Την ενάτη ώρα ο Χριστός παρέδωκε το πνεύμα Του, όχι σαν κοινός άνθρωπος. Παραδόξως, δεν περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση, ενώ βρισκόταν επί έξι (6)ώρες στο Σταυρό, γεγονός ανθρωπίνως αδύνατο και παντελώς άγνωστο στην ιστορία των σταυρικών εκτελέσεων. Αλλά, πριν να παραδώσει το πνεύμα Του, με δυνατή φωνή αναβόησε το: «ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί» δηλαδή «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με έγκατέλιπες» (Ματθ. κζ 46, Μάρκου ιε, 34).Και ευθύς, μετά τον θάνατό Του, η γη σείσθηκε, βουνά και πέτρες εσχίσθηκαν και μνημεία ανοίχθηκαν, άγιοι δε αναστήθηκαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς, μέσα στην Ιερουσαλήμ, μετά την ανάσταση του Κυρίου (Ματθ. κζ' 51-53, Μάρκου ιε' 38 και Λουκά κγ' 45-46).Ο Λογγίνος ως συνετός άνθρωπος καταλήφθηκε από ιερό φόβο. Όλα αυτά τα παράδοξα γεγονότα δεν τα έβλεπε τυχαία. Εξ άλλου, για πρώτη φορά συνέβαιναν στην ιστορία της ανθρωπότητας.Ήταν θαύματα του Θεού, τα οποία οπωσδήποτε έγιναν χάριν αυτού που σταυρώθηκε στον Γολγοθά. Αυτού, που, όπως θα μάθει μετά την Ανάστασή Του, από άπειρη ευσπλαχνία, κατέβηκε από τον ουρανό, Θεός όντας, στη γη και έγινε και τέλειος άνθρωπος για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, με τη σταυρική Του θυσία.Ο Εκατόνταρχος συναισθάνεται την Παντοδυναμία του Θεού να μαρτυρεί την οργή Του γι' αυτόν τον αθώο.Ομολογεί ότι ο Ιησούς «αληθώς Θεού Υιός ήν».Μετ' απ' όλα αυτά τα θαύματα, που είδε και άκουσε ο Λογγίνος, άλλο ένα θαύμα εξίσου μεγάλο και συγκλονιστικό άρχισε να συντελείται στην ψυχή του. Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε να το συλλάβει, γιατί ήταν έργο της Θείας Χάριτος. Μετά το ληστή, ο Εκατόνταρχος, βλέπει τα γενόμενα, τα κρίνει όσο μπορεί ψύχραιμα και οδηγείται στη μετάνοια, στην αληθινή πίστη.


Ο Λογγίνος ήταν καλοπροαίρετος και ειλικρινής άνθρωπος. Κάτω από το επιβλητικό παράστημά του και το αυστηρό ύφος του κρυβόταν αγαθή διάθεση. Αφού παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλα τα θαυμάσια και είδε τον άδικο και παράδοξο θάνατο του Ιησού, αισθάνθηκε συμπάθεια και συγκίνηση, αλλά και θαυμασμό προς τον εσταυρωμένο.Τώρα πια, δεν είχε καμιά αμφιβολία, ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Αυτό το επίστευσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Εκεί, επάνω στο λόφο του Γολγοθά, εμπρός στον εσταυρωμένο Ιησού, ο Λογγίνος, κατεχόμενος από τη δύναμη της αληθείας που διέλαμψε μέσω των τόσων θαυμαστών γεγονότων, ανοίγει το στόμα του για να κάνει - αυτός πρώτος - τη μεγάλη ομολογία: «Αληθώς ο άνθρωπος ούτος, Υιός ήν Θεού» (Μάρκου ιε' 39, Λουκά κγ' 47 και Ματθ. κζ' 54). Είναι ο πρώτος Αξιωματικός, αλλά και ο πρώτος από τους επισήμους που ομολογεί τη Θεότητα του Χριστού ευθύς μετά την σταύρωσή Του.Την ιδίαν ομολογίαν έκαναν και οι στρατιώτες, που φρουρούσαν τον Ιησού και ήταν υπό τις διαταγές του (Ματθ. κζ' 54).Η ομολογία ήταν ενσυνείδητη, σαφής και σταθερή. Η ευστοχώτερη της ώρας εκείνης. Απαντητική φωνή προς την ταραγμένη και πενθούσα φύση, προς τους φοβισμένους και κατηφείς μαθητές του Θείου Διδασκάλου. Ομολογία συγκλονιστική, αξιωματούχου της Ρωμαϊκής Διοικήσεως στην Ιουδαία, της οποίας ο αντίλαλος θ΄ ακούγεται, όσο θα υπάρχει ζωή στον πλανήτη αυτό. Αναμφισβήτητα, υπήρξε πολύτιμη, γιατί από κάθε εχέφρονα εκτιμάται και σαν αποδεικτικό μέσο της Θεότητας του Ιησού Χριστού.Έτσι, μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα της παρανομίας, της μοχθηρίας και της κακίας, των βλασφημιών και ύβρεων, βρέθηκε και ένα στόμα από το οποίο εξήλθε το άρωμα της ομολογίας και της δοξολογίας προς το Θεό, συνάμα δε και το μεγαλείο της ταπεινώσεως.


«Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε˙ πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου˙ και ταύτα ειπών, εξέπνευσεν˙ ιδών δε ο Εκατόνταρχος το γενόμενον εδόξασε τον Θεόν, λέγων, όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν» (Λουκά κγ' 46 - 47 και Μάρκου ιε' 39).Και το στόμα αυτό δεν ήταν, ούτε των Γραμματέων, ούτε των Πρεσβυτέρων και Φαρισαίων, που και αυτοί είδαν και άκουσαν τα εξαιρετικά συμβάντα και ημπορούσαν να τα κατανοήσουν, αλλά του Εκατοντάρχου που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Πιλάτου.Όμως, ο θεός, δεν τους αξίωσε. Γιατί ο Κύριος, ως παντογνώστης που είναι, δεν ημπορούσε να αξιώσει τέτοιας εξαιρετικής τιμής ανθρώπους, υποκριτές, συμφεροντολόγους, αδίκους, μοχθηρούς, φαντασμένους, υπερήφανους και αχάριστους. Με αυτή την τιμή αξίωσε τον Εκατόνταρχο, που είχε αγαθή ψυχή και διάθεση.Ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, αφού εγνώρισε την αλήθεια, με ενθουσιασμό, αλλά και απόλυτη πίστη στη Θεότητα του Χριστού, χωρίς κανένα φόβο και με ελευθέρα γλώσσα εμφανίσθηκε στο μέσο της συναγωγής των Ιουδαίων και επανέλαβε: «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος». Ακολούθως, όταν ενταφίασαν το ζωοποιό και πανακήρατο σώμα του Κυρίου, ο Εκατόνταρχος διατάχθηκε από τον Πιλάτο να φυλάξει με την κουστωδία του τον τάφο, καίτοι είχε ευνοϊκή γνώμη για τον Χριστό και επίστευε, πως είναι Υιός Θεού.Προφανώς, στην ανάθεση και πάλι της φυλάξεως από τον Λογγίνο, οι Ιουδαίοι δεν αντέδρασαν, διότι, μετά τα τόσα θαυμαστά γεγονότα, κατά και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, οπωσδήποτε ευρίσκονταν υπό μεγάλη σύγχυση.Έτσι, ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του προϊσταμένου του, βρέθηκε αυτόπτης μάρτυρας των όσων συνέβησαν κατά τη, με τρόπο θαυμαστό, αναγγελία της Αναστάσεως του Χριστού υπό του Γαβριήλ στις Μυροφόρες.


Συγκλονίστηκε μαζί με τους στρατιώτες του από το δυνατό σεισμό. Είδε το αστραπόμορφο άγγελο, ο οποίος εκύλησε το μέγα λίθο από τη θύρα του μνημείου και έζησε τα μετά το άγγελμα της Αναστάσεως του Χριστού θαυμάσια, μέσα σε αγωνία, φόβο, συγκίνηση αλλά και ανεκλάλητη χαρά. Η συγκίνησή του έγινε «πιστεύω». Η ξεχωριστή τιμή που του έκανε ο Κύριος να είναι «παρών» στο μνήμα Του, κατά τη διαπίστωση της Εγέρσεώς Του, εσφραγισμένου του Τάφου, από τους φρουρούς - Ρωμαίους στρατιώτες, Μαθητές Του και Μυροφόρες, έγινε «θρησκεία».«Τώρα, ποιος μπορεί να μου κλονίσει το "πιστεύω" μου, έλεγε. Ιδού ο κενός Τάφος, τα εντάφια, το σουδάριο, ο αποκυλισθείς λίθος».Οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν πότε έγινε η Ανάσταση ακριβώς και αν είδε κανείς το Χριστό την ώρα της Αναστάσεώς Του. Ο Κύριος ηγέρθη του Τάφου, εσφραγισμένου - όντως - αυτού και φυλασσομένου από Ρωμαϊκή κουστωδία.Μετά το θαυμαστό άνοιγμα του Τάφου και τη βεβαίωση των φρουρών, περί της Αναστάσεως του Κυρίου, έτρεξαν μερικοί από αυτούς και ανήγγειλαν τα γενόμενα στους Αρχιερείς. Εκείνοι δε, επειδή εθεώρησαν μεγάλη ντροπή τους την Ανάσταση του Χριστού, έκαναν αμέσως με τους Πρεσβυτέρους συμβούλιο και για να σκεπάσουν το σφάλμα τους σκέφθηκαν την δωροδοκία.Έδωκαν στου φρουρούς αρκετά χρήματα να συκοφαντήσουν την Ανάσταση και να διαδώσουν, ότι οι μαθητές του πήγαν κρυφά τη νύχτα, την ώρα που αυτοί εκοιμούντο, και έκλεψαν το σώμα του Χριστού (Ματθ. κη' 13).Αυτά, λοιπόν, διεκήρυξαν οι στρατιώτες της κουστωδίας. Αλλά, πως ήταν δυνατό να είναι όλοι συγχρόνως κοιμώμενοι, όταν γνώριζαν ότι, μια τέτοια αμέλεια ο Ρωμαϊκός Νόμος την τιμωρούσε με θάνατο; Και, το σπουδαιότερο. 


Πως η σκηνή αυτή μαρτυρείται από ανθρώπους, οι οποίοι εκοιμούντο;Ο πιστός Λογγίνος δεν έλαβε κανένα αργύριο, αλλ' ούτε και θέλησε να ενδώσει στις πιέσεις των Προεστώτων Ιουδαίων. Απεναντίας, με παρρησία ήλεγξε την συκοφαντία των Εβραίων και εκήρυξε ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ηγέρθη εκ νεκρών. Ο Κύριος όμως, τον Οποίον ομολόγησε ως Θεόν, επεφύλαξε στον αγαθό Εκατόνταρχο και άλλη τιμή. Την τιμή του μαρτυρίου υπέρ αυτού.Αυτά, όταν τα έμαθαν ο Πιλάτος, οι Αρχιερείς και το Συνέδριο των Ιουδαίων, έστρεψαν κατά του Λογγίνου όλο το μίσος που είχαν κατά του Χριστού και ζητούσαν ευκαιρία να τον θανατώσουν. Ο Εκατόνταρχος, μόλις πληροφορήθηκε από ένα φίλο του το σχέδιο των Ιουδαίων και για να απαλλαγεί, όσο το δυνατόν ενωρίτερα απ' αυτούς, τους φθονερούς και θεοκτόνους, απορρίπτει τη ζώνη και τη χλαμύδα, περιφρονεί το αξίωμά του, απαρνείται τους συναδέλφους του, τους συνεργάτες του, τους συγγενείς και τους φίλους του και πηγαίνει στην πατρίδα του, την Καππαδοκία, μαζί με δύο στρατιώτες της συνοδείας του που επίστευσαν στον Χριστό.Εκεί, λοιπόν, γίνεται - μετά των συντρόφων του - κήρυκας των παραδόξων και θαυμασίων του Χριστού και άλλος απόστολος. Κηρύττει δε, όσα έζησε κατά την Σταύρωση και Ανάσταση. Ομολογεί τον Χριστό Υιό του Θεού. Η ομολογία του διαδόθηκε σχεδόν σ' όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Χωρίς φόβο κηρύττει, ότι ο Εσταυρωμένος Ιησούς είναι Θεός αληθινός.Αυτό, όταν το έμαθαν οι Χριστομάχοι Ιουδαίοι, όχι μόνο θορυβήθηκαν, αλλά και εξεμάνησαν εναντίον του. Μαζεύθηκαν και κατάφεραν τον Πιλάτο να γράψει κατηγορίες για τον Λογγίνο προς τον Καίσαρα της Ρώμης Τιβέριο.


Ο Πιλάτος ανέφερε, ότι ο Λογγίνος περιφρόνησε το αξίωμά του και την πίστη του και εκήρυττε έναν άνθρωπο Ιησού Χριστό για βασιλέα αιώνιο, παρέσυρε δε στη γνώμη αυτή τους περισσοτέρους από τους Καππαδόκες. Οι Ιουδαίοι, μαζί με την επιστολή προς τον Τιβέριο, έστειλαν και αργύρια για να τον πείσουν να καταδικάσει το Λογγίνο σε θάνατο.Έτσι, αφού διέβαλαν τον Λογγίνο στη Ρωμαϊκή εξουσία, επέτυχαν την έκδοση αυτοκρατορικού διατάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο Πιλάτος επροστάσσετο όπως φονεύσει αυτόν και τους δύο συντρόφους του.Μόλις έλαβαν γνώση της αποφάσεως του Καίσαρα οι Ιουδαίοι, αμέσως, ως γύπες σαρκοβόροι εκινήθηκαν να τους θανατώσουν, αποστέλλοντας στην Καππαδοκία στρατιώτες προς το σκοπό αυτό.Ο αγαθός Λογγίνος διέμενε έξω από την πόλη σ' ένα κτήμα που ήταν πατρικό του, ζώντας με τους δύο συντρόφους του μία ασκητική και ήρεμη ζωή Μπορεί δε, και να χαρακτηριστεί ως ιδρυτής του ατύπου κοινοβιακού χριστιανικού βίου.Οι στρατιώτες, λοιπόν, που πήγαιναν να φονεύσουν το Λογγίνο, έφθασαν ένα βράδυ στο σπίτι του και μη γνωρίζοντες, ότι ήταν εκείνος που ζητούσαν, τον ρώτησαν μυστικά να τους υποδείξει τον τόπο που κατοικούσε ο πρώην Αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, Εκατόνταρχος Λογγίνος. Το είπαν αυτό, γιατί ήθελαν να υπάγουν αιφνιδίως να τον συλλάβουν. Επίστευαν, ότι αν το επληροφορείτο θα έφευγε και δε θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Δεν ήταν ποτέ δυνατό να εννοήσουν οι άφρονες, ότι εκείνος δικαίως επιθυμούσε να θανατωθεί για την αγάπη του Χριστού, ο Οποίος τόσα φρικτά μαρτύρια υπέστη για τη δική μας σωτηρία, μιμούμενος το Πάθος Του.Οι διώκτες του τον καταζητούν και μπαίνουν στο σπίτι του, αγνοώντας ποιος είναι ο οικοδεσπότης. 


Ο Λογγίνος εγνώρισε από πνεύμα Άγιο τι τον ήθελαν. Παρ' όλα αυτά τους είπε με φωνή ήρεμη και γεμάτη καλωσύνη.«Μην ανησυχείτε, εγώ θα σας τον υποδείξω αυτόν που ζητείτε». Ανίκητη μυστική έλξη προς το μαρτύριο αποδεικνύεται, κυρίως, η αγάπη προς τον Κύριο.Ο Λογγίνος φλογερός εραστής του θείου Νυμφίου επιθυμεί να αποθάνει στην παλαίστρα, να ενωθεί με τον Χριστό. Νοσταλγεί την Άνω Ιερουσαλήμ και σπεύδει να Τον συναντήσει.Επειδή εγνώριζε προ του μαρτυρίου, πόση ευχαρίστηση επρόκειτο να απολαύσει μετά τον θάνατό του, σκεπτόμενος έλεγε προς τον εαυτό του: «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά» (Ρωμ. Ι' 15, Ησαΐου νβ' 7).«Τώρα , αξιώνομαι να ίδω τους ουρανούς ανοιγμένους, να ιστορήσω τη δόξα του μονογενούς Υιού του Πατρός, να θωρήσω την ανέκφραστη αστραπή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τώρα, θα είπω, Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου, όπως ο πρώτος των Μαρτύρων, Στέφανος. Τώρα, απέρχομαι στην ανωτάτη χρυσόπυργο Ιερουσαλήμ, όπου είναι η πατρίδα των αγγέλων και η μητρόπολη όλου του χορού των αγίων...Τώρα, γυμνώνομαι από τον πήλινο χιτώνα, ελευθερώνομαι από τους πολυστενάκτους δεσμούς της σάρκας και απαλλάσσομαι από τη φθορά. Ενδύομαι με τη μεγάλη χαρά, την αφθαρσία και πηγαίνω προς το λιμένα εκείνον της ζωής, όπου κατοικούν οι άγιοι. Ευφραίνου, λοιπόν, ψυχή μου, γιατί πηγαίνεις προς τον Σωτήρα και Ποιητή σου. Δείξε, ώ Λογγίνε, ευχάριστο και γελαστό πρόσωπο, γι' αυτή σου την κλήση».Με αυτές τις σκέψεις που έκαμε, επήρε ο μακάριος τους δημίους στο σπίτι του. Μάλιστα, έδωκε εντολή στους οικείους του: «Πολυτελή παραθήσωμεν τράπεζαν, τοις επί το δείπνον ημών καλούσι το βασιλικόν». Οποία θεία φιλοσοφία κρύβεται στους λόγους του μελλοθανάτου. 


Οι δήμιοι φονεύοντας το Μάρτυρα προσκαλούν στο βασιλικό Δείπνο του Ουρανού. Ο Μάρτυς Λογγίνος οραματίζεται το Ουράνιο Δείπνο, θεωρεί ευεργέτες τους δημίους και παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με αυτούς. Αφού τους εφιλοξένησε πλουσιώτατα, τους ερώτησε για ποια αιτία ζητούσαν το Λογγίνο.Εκείνοι ανύποπτοι, αφού τον όρκισαν να μην ανακοινώσει σε κανένα την υπόθεση, του ανέφεραν ότι ο Τιβέριος έγραψε στον Πιλάτο μα θανατώσει τον πρώην Εκατόνταρχο και τους δύο στρατιώτες που τον ακολούθησαν.Τότε, ο Λογγίνος, ερώτησε να μάθει τα ονόματα των στρατιωτών και αφού βεβαιώθηκε ότι πρόκειται περί των συντρόφων του, τους είπε: «Αναπαυθείτε δύο μέρες στο σπίτι μου, γιατί αυτοί οι τρεις έρχονται εδώ μεθαύριο και θα σας τους παραδώσω, χωρίς να πάτε εσείς να τους αναζητήσετε».Αυτό το είπε, γιατί οι άλλοι δύο έλειπαν σε κάποια υπηρεσία.Έχοντας πόθο να μαρτυρήσουν και οι τρεις μαζί, τους ειδοποίησε να επιστρέψουν αμέσως. Εν τω μεταξύ ο Λογγίνος περιποιήθηκε τους δημίους του πλουσιοπάροχα, σαν τέλειος μαθητής του Δεσπότου Χριστού. Το επικείμενο μαρτύριο, καθόλου δεν τον εμπόδισε στη φιλοξενία των ανθρώπων που μετ' ολίγον θα τον αποκεφάλιζαν.Απεναντίας έχαιρε και περίμενε πότε να επιστρέψουν οι αδελφοί-στρατιώτες του.Όταν άκουσε πως έρχονταν και οι άλλοι δύο, τότε είπε προς τους δημίους του ο Λογγίνος:«Αγαπητοί μου φίλοι, ήλθε η ώρα να σας ανακοινώσω το μυστικό, που σας έκρυβα μέχρι τώρα. Εγώ είμαι ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, τον οποίον εσείς ζητείτε».Εκείνοι, μόλις άκουσαν την πληροφορία - απο0κάλυψη, εξεπλάγησαν. Επειδή τον έβλεπαν με πρόσωπο χαρωπό στην αρχή δεν τον επίστευσαν. Όταν όμως, βεβαιώθηκαν ότι αυτός ήταν ο καταζητούμενος, επόνεσε η ψυχή τους και βαρειά αναστέναξαν.


Τους έτυπτε η συνείδησή τους, γιατί ήταν υποχρεωμένοι να του ανταποδώσουν τέτοιο κακό, παρ' ότι τους εφιλοξένησε με τόση καλωσύνη και αγάπη, γνωρίζοντας ότι ήταν οι δήμιοί του. Του έλεγαν δε, με πόνο και θλίψη: «Γιατί, φίλε Λογγίνε, έκαμες τέτοιο εγχείρημα να υποδεχθείς τους δημίους σου στο σπίτι σου και η φιλοξενία τους να γίνει για σένα θάνατος; Τι σε έκανε να φιλοξενήσεις τόσο πλούσια τους σφαγείς σου, επί τρεις ημέρες;Πήγαινε εις ειρήνην, ώ άνθρωπε, ας είναι η ζωή σου χάρισμα για το μισθό της φιλοξενίας σου. Φοβούμεθα να βάλουμε το μαχαίρι στο λαιμό σου. Ευλαβούμεθα το αλάτι και τα φιλεύματα που φάγαμε στο σπίτι σου. Φοβούμεθα ακόμα το Θεό, ου είναι ο έφορος της φιλοξενίας. Πώς να σηκώσουμε τα χέρια μας επάνω σου; Δειλιάζουν, όχι μόνο τα χέρια μας, αλλά και τα πόδια μας και όλο το σώμα. Πώς να κάνουμε τέτοιο κακό; Δεν μπορούμε να γίνουμε φονευτές του ευεργέτου και ξενοδόχου μας. Καλλίτερα να κινδυνεύσουμε από τον Πιλάτο, παρά να μολύνουμε τη συνείδησή μας και να διαπράξουμε ένα τέτοιο ανοσιούργημα».Αυτά έλεγαν οι δήμιοι, στρατιώτες του Πιλάτου, διότι συμπονούσαν τον Άγιο. Αλλ' εκείνος }πρόθυμος και εύψυχος αθλητής» δεν παραιτείται του αγώνα υπέρ του ονόματος του Κυρίου και προς αυτούς «ευθαρσώς αποκρίνεται».«Γιατί φθονείτε τα αγαθά, που μου δίνετε παρά τη θέλησή σας; Γιατί οδύρεσθε για τον θάνατό μου, που είναι η απαρχή της ζωής μου και βασιλεία αιώνιος; Μη λυπείσθε, φίλοι μου, αλλά παρηγορηθείτε, διότι τούτο το τέλος μου προξενεί αιώνιο αγαλλίαση, αφού με αξιώνει να συνευφραίνομαι πάντοτε στον Παράδεισο με το Δεσπότη μου Χριστό. 


Αυτός είναι Θεός αληθέστατος, όπως - όλα τα κτίσματά του κατά την ώρα του εκουσίου πάθους του - ομολόγησαν. Ο ουρανός εμαύρισε. Ο ήλιος εσκοτίσθη. Η γη εταλαντεύθη. Οι πέτρες εσχίσθηκαν. Και εγώ να γίνω αναισθητότερος από τα λιθάρια και τα άλλα κτίσματα; Να μη γνωρίσω τον κτίστη μου; Μη θελήσετε να με δείτε προδότην της ζωής κι' αποστερημένον της θείας χάριτος. Φοβούμαι, ότι θα εύρω κατήγορον την κτίσιν αν δείξω τέτοια απιστία. Δεν πρόκειται να αρνηθώ Εκείνον, τον οποίον άπαξ ωμολόγησα. Μη θελήσετε να ζημιωθώ την δόξαν εκείνην. Μη γένοιτο». Αυτά και έτερα, έλεγε ο Άγιος, για να πείσει τους απεσταλμένους να εκτελέσουν τη διαταγή που πήραν από τον Πιλάτο. Εν τω μεταξύ έφθασαν και οι δύο σύντροφοι του Λογγίνου. Μόλις τους αντίκρυσε, χάρηκε πάρα πολύ και αφού τους αγκάλιασε και τους κατεφίλησε αδελφικά, τους είπε: «Χαίρετε, ώ συστρατιώτες του Χριστού, νικητές των θείων αγώνων και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Χαίρετε, γιατί άνοιξε για μας η πύλη του Ουρανού και άγγελοι του Θεού μέλλουν να παραλάβουν τις ψυχές μας και να τις προσφέρουν στο μονογενή Υιό του Θεού. Ιδού, βλέπω τις λαμπάδες και κατοπτεύω τα στεφάνια και τα βραβεία στοχάζομαι, με τα οποία θα σταθούμε προ του βήματος του Νυμφίου, αγαλλόμενοι».Το θαύμα οφείλεται στην πίστη την «δι' αγάπης ενεργουμένην» (Γαλάτ. ε' 6). Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος ντύνεται «στολήν καθαράν...ως επί γάμον και νυμφώνα καλούμενος», ευφραίνεται, μελετά τη θυσία του μαρτυρίου και βαδίζει χαίροντας προς τον Κύριο και Δεσπότη.Μία μόνο επιθυμία είχε. Το σώμα του ήθελε να ενταφιασθεί σ' ένα λόφο, τον οποίον και υπέδειξε στους «φίλους» του δημίους.


Ο άγιος Λογγίνος εραστής του Εσταυρωμένου, έχοντας το πλήρωμα της αγάπης προς το Χριστό και τους δημίους, πείθει τους φιλοξενηθέντες στρατιώτες - δημίους, κάμπτει το γόνατο, αποκεφαλίζεται και εγγράφεται στους χορούς των Αποστόλων και Μαρτύρων. Ακολούθως και οι σύντροφοί του πανευτυχείς, λαμπροστολισμένοι, έσκυψαν τις τίμιες κεφαλές τους και οι απεσταλμένοι τις απέκοψαν, εκτελώντας το αυτοκρατορικό πρόσταγμα. Έτσι, προστέθηκαν και αυτοί οι δύο στους πρώτους υπέρ του Χριστού ενδόξους Μάρτυρες.Η αποκεφάλισή τους έλαβε χώραν την 16ην Οκτωβρίου. Οι μακάριες ψυχές των τριών «Αθλητών» της πίστεώς μας ανέβηκαν παρευθύς στα ουράνια, για να συναντήσουν τον νικητή του θανάτου, τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος υπέρ της σωτηρίας αυτών και όλου του κόσμου απέθανε.



Όντως, στο Λογγίνο και στους δύο στρατιώτες του «εχαρίσθη το υπέρ Χριστού,

 ου μόνο εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. α' 29).

Είναι γεγονός, ότι η πίστη και ο μαρτυρικός θάνατος του Εκατοντάρχου, 

ο οποίος θανατώθηκε γιατί εκήρυττε την Ανάσταση του Κυρίου, ως και το μαρτύριο των δύο στρατιωτών του, για τον ίδιο λόγο αποτελούν, 

θα λέγαμε, αμάχητη απόδειξη της Αναστάσεως του Κυρίου εκ νεκρών.

Οι δήμιοι, μετά την αποκεφάλιση, πήραν την κεφαλή του Μάρτυρα Λογγίνου 

και την έφεραν στον Πιλάτο για να βεβαιωθεί πως τον θανάτωσαν και να ευφρανθούν 

και οι Ιουδαίοι βλέποντας αυτή.Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν την κεφαλή του Εκατοντάρχου Λογγίνου, χάρηκαν και έδωκαν στους δημίους - στρατιώτες πολλά αργύρια. 

Ο Πιλάτος, για να ικανοποιήσει πιο πολύ τους μοχθηρούς Ιουδαίους, διέταξε 

και πέταξαν την τίμια κεφαλή του Μάρτυρα περιφρονητικά, έξω από την Πόλη.

Αλλά ο Κύριος, για τον Οποίον κόπηκε η τιμία αυτή κεφαλή, δεν την άφησε να μείνει καταφρονημένη εκεί στις ακαθαρσίες που την έρριψαν.

 Την εφύλαξε αοράτως και δεν έπαθε καμία αλλοίωση, παρ' ότι έμεινε αρκετό

 χρονικό διάστημα μέσα σε βρώμικο τόπο.Όχι μόνο το σημείο τούτο ετέλεσε,

αλλά και άλλα,πιο θαυμαστά.

 


Πηγή: ''Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ




Ἐπί τῇ Μνήμῃ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς ΖἉγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου

 


Ἱστορία διδάσκει καί ἐπαναλαμβάνεται

 


Γίνεται τὸν τελευταῖο καιρό, δυστυχῶς, ὅλο καὶ περισσότερο αἰσθητή,σὲ ὅσους βεβαίως ἔχουν τὰ κατάλληλα κριτήρια,μία ἐπαναδιείσδυση τῆς Δυτικῆς εἰκαστικῆς κουλτούρας στὴν Ὀρθόδοξη Εἰκονογραφία.


Δὲν εἶναι βεβαίως κάτι πρωτόγνωρο. Εἶναι, ὅμως, τὸ ἴδιο ἐπικίνδυνο, ὅπως πάντοτε. Καὶ μάλιστα τόσο περισσότερο ἐπικίνδυνο, ὅσο ὀλιγότερο ἐμφανὲς εἶναι, ὅσο καλύπτεται ἔντεχνα κάτω ἀπὸ μία ἐπιφάνεια, ἡ ὁποία παραπλανητικά (κάποτε καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Εἰκονογράφο), ὀρθοδοξίζει ἢ ὅσο ἐξυπηρετεῖ εὐσεβιστικές, δηλαδὴ ἐγκόσμιες - συναισθηματικὲς - ρεαλιστικὲς ἐπιδιώξεις.


Οἱ παλαιοὶ Εἰκονογράφοι διέγνωσαν τὸ φαινόμενο αὐτὸ στὴν λεγομένη Μακεδονικὴ τεχνοτροπία καὶ ἀντέταξαν σθεναρὰ τὴν τεχνική τῆς λιτῆς σεμνότητας, τῆς ἔκφρασης τοῦ ἀκτίστου Φωτός καὶ τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία εἶναι γνωστὴ, ὡς Κρητικὴ τεχνοτροπία (Κρητικὴ Σχολή).


Ο ἀείμνηστος μαστρο-Φώτης Κόντογλου πάλεψε τιτάνια ἐναντίον αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ ὀδυνηροῦ φαινομένου καὶ φάνηκε, ὅτι τὸ ἐνίκησε. Ἐν τούτοις, τὸ φαινόμενο ἀνθίσταται καὶ ἐπιβιώνει. Ζῆ, ἐφ’ ὅσον ζοῦν καὶ ἐπιβιώνουν οἱ γεννήτορές του,οἱ εὐσεβιστικὲς διδασκαλίες τοῦ δυτικοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖες τὸ γέννησαν καὶ τὸ θρέφουν.


Καὶ μάλιστα ζοῦν τόσο πολύ, ὥστε νὰ ...μεταβαίνουν, ὅλο καὶ περισσότερο ἐκ τῆς ὄντως ζωῆς εἰς τὸν θάνατον... Ἐδῶ πιστεύουμε, ὅτι ἔγκειται καὶ ἡ εὐθύνη τῶν Ὀρθοδόξων Εἰκονογράφων.


φείλουν, ἐφ’ ὅσον τὸ διαγνώσουν, νὰ ἐνημερώσουν πρωτίστως μὲ σοβαρὸ καὶ ὑπεύθυνο τρόπο τοὺς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε, Αὐτοὶ νὰ μελετήσουν καὶ ἀντιμετωπίσουν μὲ ἀποτελεσματικότητα τὴν ὑποβόσκουσα αὐτὴ καὶ ψυχοφθόρο πνευματικὴ ἀσθένεια.


Τὸ ἀπόφθεγμα τοῦ Προμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Δεῖξε μου τὶς Εἰκόνες, ποὺ προσκυνᾶς (πολὺ περισσότερο,ποὺ ἁγιογραφεῖς), γιὰ νὰ σοῦ πῶ, τὶ πίστη ἔχεις», φανερώνει τὸ μέγεθος τοῦ θέματος καὶ τῆς εὐθύνης!... 




Ἱεροδιάκονος Γαβριήλ Ἁγιοκυπριανίτης

 

Κυριακή 13/26.10.2014


Κυριακή τῶν Ἁγ. Πατέρων τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικής Συνόδου


Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

ΤΙΜΟΥΜΕ ΤΟ ΟΧΙ ΤΟΥ '40 ΛΕΓΟΝΤΑΣ... ΝΑΙ ΣΤΟ '14...;

                    

  


Σκύβουμε το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια,

κλείνουμε τα μάτια στο τουφεκισμένο σήμερα και σιωπούμε στο προγραμματισμένο αύριο.

Οι μεγάλοι, οι αρμόδιοι για μας αποφασίζουν.

Μα,

πώς να σιωπήσω στις κουρούνες, που κράζουν αδιάφορα πάνω απ' το κεφάλι μου;

Ακόμη ένα βήμα προς τα πίσω!

 Και χειροκροτούμε από μόνοι μας, δείχνοντας, πως κόψαμε πολλά χιλιόμετρα

 προς τα εμπρός και χάσαμε πολλές ζωές μέσα στις στάχτες και τα αποκαΐδια 

ενός καθ' όλα ειρηνικού πολέμου.

Τιμούμε το ΟΧΙ του '40, λέγοντας ΝΑΙ στο 14...

Οποία ειρωνία!

Τί ανείπωτη αντιστροφή της Ιστορίας!

Μοιάζουν οι μέρες μ' ένα ψέμα, που ακόμη δεν τελείωσε...


Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος



ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

 

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,

αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,

αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

 

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,

σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,

σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

 

O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.

H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.

Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.

 

Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά

ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.

Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,

μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους

σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

 

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι

το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους

το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -

έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό

κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους

σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

 

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γένεια τους

όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους

όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

 

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται

πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα

έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους

ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας

από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος

η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο

πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους

η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

 

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα

βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε

το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,

γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

 

Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα

όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε

πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,

μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη

και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους

για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

 

 Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο της πέτρας

είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ως το μεδούλι

είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει τα χρόνια.

 

Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς

κ' οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι

στο πάνω χείλι του Aλωνάρη

κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο

απ' τον καημό της δύσης.


H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα

λεκιασμένη απ' τα σταφύλια.

Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ' τον κάμπο

η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.

 

Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.

H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.

Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ' η ελιά,

μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη

και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας

καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.

 

A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί

για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του

καλοκαιριού "κι αυτό θα περάσει"

πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ' τα εφτά

σφαγμένα παλληκάρια της

ώσπου να βρει το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.

 

Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης

μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου

και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα

καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους

και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες

κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.

 

A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει

το κουράγιο

και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρόφυλλά της διάπλατα

κοιτάει του Θεού τ' αστροπερίχυτα περβόλια;

 

Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα

νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο

μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.

Kαι να που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι

γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,

και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού

γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,

με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι

και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το αλάτι.

 

Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,

κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,

στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο

κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.

 

Έλα κυρά με τ' αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι

από την έγνοια του φτωχού κι απ' τα πολλά τα χρόνια -

η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,

μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου

κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.

 

Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος,

κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,

στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι

κ' η μάνα κάτου απ' τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.

 

Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού -πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις πάλι τ' άρματα

να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι

να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά

να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,

να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και τ' Aπριλιού το χιόνι

και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυρώσει τις δαγκάνες του.


Γιάννης Ρίτσος


ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ




«Τα τραγούδια μου τούτα τα χαρίζω σε σένα, άγνωστε, αγαπημένε ακροατή,

 μαζί με την ευγνωμοσύνη μου και την αγάπη μου την αλογάριαστη». 

Η Σοφία Βέμπο σε ιδιόχειρο σημείωμά της ευχαριστεί το κοινό της.

Με απλότητα αλλά από βάθος καρδιάς. 

'Ενα κοινό που την έφερε σχεδόν από τα πρώτα της βήματα στην κορυφή,

 ένα κοινό που την έχρισε «τραγουδίστρια της νίκης»,

 ένα κοινό που δεν της γύρισε την πλάτη όταν την κυνηγούσαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί.

Η Κατερίνα Κ. Πετρίδου στο βιβλίο της «Σοφία Βέμπο - Τραγούδαγε την Ελλάδα κι όλη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της»,

μέσω της 28χρονης προσωπικής της φιλίας με την τραγουδίστρια προσεγγίζει 

τη ζωή της ερμηνεύτριας με έναυσμα τις προσωπικές της αναμνήσεις.

Στη διάθεσή της,

 εκτός από τις αναμνήσεις της, έχει και μια συλλογή που απαρτίζεται από 

αυθεντικά προσωπικά κειμήλια της Σοφίας Βέμπο,

παρτιτούρες,πλάκες γραμμοφώνου, βινύλια, προγράμματα θεάτρου,

σπάνια χειρόγραφα, γράμματα,τηλεγραφήματα, ανέκδοτες θεατρικές,

στρατιωτικές φωτογραφίες με αφιερώσεις, επιστολές κ.ο.κ.


Σε αυτή τη συλλογή υπάρχει και η σπάνια αυτοβιογραφία της Σοφίας Βέμπο, η οποία δημοσιεύτηκε το 1947, σε 62 συνέχειες στην καθημερινή ελληνόφωνη εφημερίδα της Νέας Υόρκης «Εθνικός Κήρυξ». Και δημοσιεύτηκε συγκεκριμένα από την Πέμπτη 15 Μαΐου ως το Σάββατο 25 Ιουλίου 1947, όταν βρισκόταν σε περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες.


Η αυτοβιογραφία παρατίθεται στην έκδοση της Κατερίνας Κ. Πετρίδου και φέρνει στην επιφάνεια ενδεχομένως την άγνωστη σε πολλούς απόπειρα δολοφονίας της, την κράτησή της και την ανάκρισή της από την Γκεστάπο, τα πρώτα της βήματα στο θέατρο και τη μουσική... 


Τον Μάρτιο του 1947, η Σοφία Βέμπο έφυγε για την Αμερική. Από τον Πειραιά πήρε το πλοίο για τη Γαλλία. Σταθμός πρώτος η Μασσαλία, όπου έδωσε ένα ρεσιτάλ και δύο ημέρες αργότερα, ανήμερα την 25η Μαρτίου, τραγούδησε στο Παρίσι, αποδεχόμενη την πρόσκληση του Συνδέσμου Ελλήνων Βετεράνων Πολεμιστών της Γαλλίας. Η Βέμπο τραγούδησε στην αίθουσα «Σαλ Πλεγιέλ». 


Την επομένη την περίμενε το Χερβούργο από όπου πήρε το υπερωκεάνιο «Αμέρικα» για τη Νέα Υόρκη. Μαζί της οι μουσικοί Λεό Ραπίτης και Μένιος Μανωλιτσάκης. Ο αδερφός της Τζώρτζης ήταν ήδη εκεί έχοντας αναλάβει άλλωστε τη διοργάνωση της περιοδείας.


Η Σοφία Βέμπο έφθασε στις ΗΠΑ στις αρχές Απριλίου. Στόχος της η στρατολόγηση κάθε δυνατής υποστήριξης και βοήθειας για την κατεστραμμένη Ελλάδα. Στις συνεντεύξεις της μεταξύ άλλων τόνιζε τα εξής: «Με τη βοήθεια της Αμερικής η Ελλάδα θα γίνει το μεγαλύτερο μικρό κράτος του κόσμου». 


Το σημαντικότερο ρεσιτάλ της καριέρας της, όπως αναφέρει η Κατερίνα Κ. Πετρίδου, το έδωσε στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης την Κυριακή 11 Μαΐου 1947. Το γέμισε τρεις φορές κατά την παρουσία της στις ΗΠΑ. Μόνη της στη σκηνή χωρίς καν μικρόφωνο με τη συνοδεία μόνο πιάνου ή ακορντεόν. Αποθεώθηκε από τους κριτικούς. Χαρακτηριστικά ο Francis D. Perkins της «Herald Tribune» έγραψε: «Την ερμηνεία της διακρίνει πειστικότητα και ειλικρίνεια. 


Η κοντράλτο φωνή της που έχει έκταση, δύναμη και αίσθημα είναι το αξιοσημείωτο μέσον επικοινωνίας με το ακροατήριο». Στην Αμερική η Σοφία Βέμπο έδωσε περισσότερα από 50 κοντσέρτα, τραγουδώντας δύο - δυόμισι ώρες στη σκηνή μόνη της, τις περισσότερες φορές χωρίς καν μικρόφωνο, έκανε αμέτρητες εμφανίσεις σε παροικίες και συλλόγους ενώ πραγματοποίησε και μια σειρά ηχογραφήσεων για την εταιρεία Liberty.


Ο Σπύρος Σκούρας, πρόεδρος της 20th Century Fox, της έκανε σοβαρή πρόταση για καριέρα και της πρότεινε μάλιστα να γυρίσει ταινία στο Χόλιγουντ. Μάλιστα, η δημοσιογράφος και εκδότρια της «Καθημερινής» Ελένη Βλάχου είχε διατυπώσει σε άρθρο της το εξής ερώτημα:


«Μια και η Βέμπο είναι στην Αμερική, μια και οι αμερικανικές εφημερίδες τής κάνουν πραγματικά κολακευτικές κριτικές, μια και μπορεί ασφαλώς να γίνει γνωστή στους Αμερικανούς, γιατί επιμένει να απευθύνεται μόνο στον ελληνικό λαό;». 


Την απάντηση έδωσε η ίδια εμμέσως όταν αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα της για να ολοκληρώσει την καριέρα της «στον τόπο που μου τα έδωσε όλα και με το παραπάνω».


«Τη φωνή μου και τα τραγούδια μου τα γνωρίζουν πολλοί. Τη ζωή μου όμως ελάχιστοι». Με αυτά τα λόγια η Σοφία Βέμπο αρχίζει να εξιστορεί την αυτοβιογραφία της στην εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ» με τίτλο «Η ζωή μου». «Εγώ θα σας αφηγηθώ τη ζωή μου με απλότητα. 


Είναι μια απλή ζωή που αμφιβάλλω αν θα σας ενθουσιάσει, όπως αμφιβάλλω για το συγγραφικό μου τάλαντο. Ισως θα προτιμούσατε αντί να διαβάζετε αυτές τις γραμμές να σας έλεγα ένα τραγούδι...». Σε κάποιο άλλο σημείο ως κλασική γυναίκα αναφέρει το εξής: «Τα χρόνια και η ερωτική μου ζωή είναι κάτι δικό μου, κάτι που δεν θα το μάθετε ποτέ. Από το στόμα μου τουλάχιστον.


ρωτες και χρόνια δεν σας ενδιαφέρουν. Από έρωτες λοιπόν μόνο ό,τι ξέρετε. Κι από χρόνια μόνον ό,τι βλέπετε κι ό,τι νομίζετε»...Στην αυτοβιογραφία της η Σοφία Βέμπο ξετυλίγει τη ζωή της από τα πρώτα της βήματα: πώς υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο αλλά και την τρομερή αγωνία που είχε για το πώς θα το δεχτούν οι γονείς της, ενώ φυσικά δεν λείπουν και οι εκτενείς αναφορές της στον ελληνοαλβανικό πόλεμο αλλά και τα προβλήματα που αντιμετώπισε με τις κατοχικές δυνάμεις. Αν και ο δρόμος που ήθελε να ακολουθήσει δεν ήταν αυτός της μουσικής και του θεάτρου. 


«σο μεγάλωνα τόσο γινόταν συνείδησις μέσα μου ο προορισμός της ζωής μου. Και προορισμός μου επίστευα πως ήταν να παντρευτώ και να δημιουργήσω δική μου οικογένεια.


Εάν μου έλεγαν τότε ότι το 1947 θα ήμουν ανύπανδρη και θα είχα ως επάγγελμα να λέω τραγούδια στο θέατρο, ομολογώ πως θα εθύμωνα πολύ και ίσως έβαζα τα κλάματα. Στο σπίτι μου επίστευαν και με εδίδασκαν ότι έπρεπε να γίνω μια καλή νοικοκυρά, μια τρυφερή σύζυγος και μια στοργική μητέρα».


Παρ' όλα αυτά όμως στον Βόλο το είχε σκάσει από το σχολείο μαζί με μια φίλη της και παρακολούθησαν κρυφά τρία δραματικά έργα που έπαιζε ο θίασος Πρόζας της Αλίκης και του Μουσούρη. «Βγήκαμε από το θέατρο με καλυμμένα τα πρόσωπα. Αν το μάθαιναν οι δικοί μου θα έτρωγα το ξύλο της χρονιάς μου».


Σε ένα ταξίδι με πλοίο από τον Βόλο στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα άλλαξαν. Η Σοφία Βέμπο, με την κιθάρα της, τελειόφοιτη του γυμνασίου, είπε στο τραπέζι του καπετάνιου κάποια τραγούδια. Αυτό ήταν. Την πλησίασε ένα ψηλός κύριος που ενώ της είπε ότι τραγουδά πολύ όμορφα, την προέτρεψε να μην τραγουδήσει δίπλα στη θάλασσα επειδή η υγρασία θα κάνει κακό στη φωνή της. Λίγο μετά ενώ έχουν φθάσει στη Θεσσαλονίκη ο ψηλός εκείνος κύριος την ξαναπλησίασε. 


ταν ιμπρεσάριος. «Ελεγε ψέματα» γράφει εκ των υστέρων η Σοφία Βέμπο στον «Εθνικό Κήρυκα», «δεν ήταν παρά ένας απατεών, ένας συνεργάτης των Γερμανών, ένας υπάλληλος των Γερμανών, όπως αποδείχθηκε αργότερα». Της πρόσφερε τότε μηνιαίο μισθό 6.000 δρχ. για τον πρώτο χρόνο και 10.000 δρχ. για τον δεύτερο, για να βγει στο μουσικό θέατρο. «Οι αριθμοί εκείνοι με ζάλισαν. Τέτοιο μισθό δεν έπαιρνε ούτε ο θείος μου ο Γιάννης που ήταν δήμαρχος». Ο αδερφός της συναίνεσε. 


Και η Σοφία Βέμπο υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει τι κάνει... Από 'δω και πέρα όμως αρχίζει να γράφει ιστορία.Λίγο προτού εισέλθουν οι Γερμανοί στην Αθήνα και ενώ με τα τραγούδια της κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε γίνει η «τραγουδίστρια της νίκης», βγαίνοντας από το θέατρο «Μοντιάλ» όπου εμφανιζόταν και πηγαίνοντας στο «Αλάμπρα» όπου έπαιζε η αδελφή της, «ξαφνικά ένιωσα ένα τρομερό σε δύναμη κρύο χτύπημα στο πρόσωπο. Ηταν σαν σιδερένια γροθιά. Σωριάστηκα αμέσως. Επρόλαβα να φωνάξω: "Με σκότωσες, παλιάνθρωπε". Τίποτα άλλο, λιποθύμησα». 


Το πρωί της άλλης ημέρας το τηλέφωνο του σπιτιού της χτύπησε και αμέσως μια βαριά φωνή τής είπε: «Σ' τα σπάσαμε τα μούτρα για να μην μπορής να βγαίνης στο θέατρο και να λες αυτά που λες. Μην στεναχωριέστε, τους απάντησα, θα τα πω από το ραδιόφωνο.


Ηταν φανεροί πλέον οι δολοφόνοι μου: ή φασίσται Ιταλοί ή άνθρωποι της Γκεστάπο».Την εποχή εκείνη κυκλοφόρησαν φήμες από τις δυνάμεις κατοχής ότι η Σοφία Βέμπο πέθανε. Αλλά δεν έμειναν εκεί. Μόλις ξεκίνησε κάποια απογευματινή παράστασή της δύο λοχαγοί της Γκεστάπο της είπαν να ντυθεί και να τους ακολουθήσει. Σούσουρο στο θέατρο. Οδηγήθηκε στα ανακριτικά της Γκεστάπο.

 

Ακολούθησαν οι φυλακές Αβέρωφ.

Την ξαναπηγαίνουν στην Γκεστάπο και την αφήνουν, αφού υπέγραψε χαρτί,

όπου διαβεβαίωνε,

ότι δεν θα ξανατραγουδήσει πατριωτικά τραγούδια.

Το κάνει.

Αλλά στέλνει τα μηνύματά της μέσω τραγουδιών. 

Οι Ιταλοί στη συνέχεια θέλουν,να σταματήσει με ανακοίνωσή τους. 

Και έγινε.

Δεν μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμά της.

Μετά από λίγο την άδεια την παίρνει πίσω.

Και ανήμερα την 28η Οκτωβρίου, με τους ιταλούς και γερμανούς λογοκριτές δίπλα της, 

δίνει παράσταση ντυμένη στα γαλανόλευκα.

«Οι Ιταλοί ελύσσαξαν αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν πια τίποτα».

Στην αυτοβιογραφία της η Σοφία Βέμπο ξεδιπλώνει με την προσωπική της ματιά

τα χρόνια της ζωής της από τη γέννησή της ουσιαστικά ως την επιστροφή της στην Ελλάδα το 1946,

 μετά την αυτοεξορία της στην Αίγυπτο από το 1942 λόγω του κυνηγητού

 από τις κατοχικές δυνάμεις.

Κάπου εκεί στο τέλος της εξιστόρησής της αναφέρει τα εξής:

 «Το θέατρο δεν το είχα βαρεθεί ποτέ μου. 

Μα η ζωή μάς επιφυλάσσει συνήθως εκπλήξεις που τις περισσότερες φορές 

δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε.

Ετσι έγινε και μ' εμένα.



Πηγή: ''Το Βήμα''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

Print Friendly and PDF