ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ


 


Ομιλία του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Γαρδικίου κ. Κλήμεντος με θέμα

 ''Το φως της Ορθοδοξίας και το σκότος του Οικουμενισμού''

Μέρος Α΄



Τὸ Φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας μας δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ μας, τὸ Ὁποῖον 

-ὅπως ἐκφωνοῦμε στὴν Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία- «φαίνει πᾶσι»! 

Ζητοῦμε δὲ εὐλαβικά, στοὺς Φωταγωγικοὺς ὕμνους, τὸν θεῖο φωτισμὸ ἀπὸ τὴν Πηγὴ τοῦ Φωτός:

 «Φῶς ὑπάρχων Χριστέ, φώτισόν με ἐν Σοί, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καὶ σῶσόν με»1!

«Ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία»2!

Εἶναι θεῖο Φῶς, ἀληθινὸ καὶ ἄκτιστο, Φῶς ἱλαρόν, Χάρις καὶ Ἀλήθεια, τὸ Ὁποῖο ἦλθε καὶ ἐπεφάνη ἐν Χριστῷ γιὰ νὰ μᾶς ἐνδύση τὴν πρώτην στολὴν τῆς ἀφθαρσίας.

 Εἶναι Φῶς Μεταμορφώσεως, Ἀναστάσεως καὶ Πεντηκοστῆς, Φῶς ἐσχατολογικὸ Ἀνεσπέρου Ζωῆς.

Ἡ κοινωνία μετὰ τοῦ θείου Φωτὸς προϋποθέτει ὀφθαλμοὺς ἀνοικτοὺς Πίστεως καὶ Ἀρετῆς.

Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν πρέπει νὰ ἐπιμερίζεται καὶ νὰ διχάζεται μεταξὺ Ἀληθείας καὶ πλάνης, μεταξὺ Ἀρετῆς καὶ ἁμαρτίας.

Σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο δὲν δυνάμεθα νὰ ἐπιτελοῦμε ταυτόχρονα ἔργα φωτὸς καὶ ἔργα σκότους, οὔτε νὰ ὑπηρετοῦμε «δυσὶ κυρίοις»3

Σὲ ἐπίπεδο Πίστεως -ἀντιστοίχως- δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γινώμεθα «ἑτεροζυγοῦντες»4, δηλαδὴ νὰ συνάπτουμε στενὸ σύνδεσμο μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐννοεῖται βέβαια σὲ ἐκκλησιαστικὸ καὶ ὄχι κοινωνικὸ ἐπίπεδο. 

Ὁ καλόπιστος Διάλογος δὲν ἀπαγορεύεται, ἀλλὰ ἀπορρίπτε­ται ἡ σύγχυσις καὶ ἀνάμειξις.

«Τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;»5ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος.

Καὶ ὁ Ὁμολογητὴς Ἅγιος τοῦ Φωτὸς τῆς Ἀληθείας Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀπαντᾶ ἀποφασιστικά:

«οὐδεμία γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος»6!



Μέσα στὴν ἀγία Ὀρθοδοξία μας κατοικεῖ, προχέεται καὶ διαχέεται τὸ «θαυμαστὸν» Φῶς τοῦ Θεοῦ7, καὶ οἱ βαπτιζόμενοι-φωτιζόμενοι ἀληθῶς καὶ ὀρθοδόξως καθίστανται «φῶς τοῦ κόσμου»8, «υἱοὶ φωτός»9, καὶ περιπατοῦν ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἀγάπῃ «ὡς τέκνα φωτός»10. Καὶ ὅταν πίπτουν οἱ ἴδιοι ἤ ὅταν προσκαλοῦν τοὺς ἄλλους στὸν κλῆρο τῶν Ἁγίων «ἐν τῷ φωτί»11, γνωρίζουν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός, εἰ μὴ μόνον ἡ Μετάνοια. «Ἡ γὰρ μετάνοια», βεβαιώνει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος τοῦ θείου Φωτός, «θύρα ἐστὶν ἐξάγουσα ἀπὸ τοῦ σκότους καὶ εἰσάγουσα εἰς τὸ φῶς. Ὁ οὖν πρὸς τὸ φῶς μὴ εἰσελθών, οὐ διῆλθε τὴν θύραν τῆς μετανοίας καλῶς· εἰ γὰρ διῆλθεν, ἐγένετο ἄν ἐν φωτί»12!...Οἱ πιστοὶ καὶ φρόνιμοι δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ διατηροῦν τὴν φλόγα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναμμένη στὶς ψυχές τους, ἐν ἀγάπῃ καὶ εὐχαριστίᾳ, ἀναμένουν δὲ τὸν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐγρήγορσι καὶ προσοχή. Αὐτὸ τὸ ἄϋλον καὶ θεῖον Πῦρ φωτίζει τὶς ψυχές, ἀλλὰ καὶ τὶς δοκιμάζει. Εἶναι ὄντως «ἀναστάσεως δύναμις καὶ ἀθανασίας ἐνέργεια», κατὰ τὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο13, ἀλλὰ ἐπίσης εἶναι καὶ «δαιμόνων φυγαδευτήριον καὶ ἁμαρτίας ἀναιρετικόν».Τοὺς ὀρθοδόξως φωτιζομένους ἑλκύει, θἀλπει καὶ ἐνισχύει, ἀλλὰ τοὺς ἀμετανοήτως αἰχμαλώτους στὴν «σκοτοποιΐαν»14 τῆς ἁμαρτίας, τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως, ἀποδοκιμάζει, καταισχύνει καὶ ἀποπέμπει!...


Τὴν νύκτα τοῦ Ἁγίου Πάσχα, μέσα στοὺς κατανυκτικὰ συσκοτισμέ­νους Ναούς μας, ὀλίγο πρὶν ἀπὸ τὴν διακήρυξι τῆς Ἀναστάσιμης ἰαχῆς «Χριστὸς Ἀνέστη· Ἀληθῶς Ἀνέστη!», ὁ λειτουργὸς ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Βῆμα μὲ ἀναμμένη τὴν λαμπάδα του, γιὰ νὰ μεταδώση τὸ θεῖον Φῶς, ψάλλων μεγαλοπρεπῶς καὶ χαρμοσύνως: «Δεῦτε, λάβετε φῶς,ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστόν, τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν»! Ἡ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἡ συγκίνησις διαπερνᾶ τότε ὅλη τὴν ὕπαρξι τῶν λατρευτῶν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐνδόξου Ἀναστάσεως! Καὶ ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ Καθαιρέτης τοῦ ἅδου Κύριος καὶ Θεός μας ἤδη ἀπὸ τὴν μεσημβρία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἐπιτελεῖ κατ’ ἔτος τὸ ὑπέρλαμπρο Θαῦμα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἁγίου Φωτὸς στὸν Πανάγιο Τάφο, στὸν Πανίερο Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὴν Ἁγία Πόλι Ἱερουσαλήμ! Ὅσοι ἔχουν παρευρεθῆ στὴν ἱερὰ Τελετή, γνωρίζουν ἐκ πείρας τὴν ἀπερίγραπτη κορύφωσι τῆς προσευχητικῆς προσμονῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ θείου Μυστηρίου, τὸ ὁποῖο συγκλονίζει καὶ ἀλλοιώνει θαυμαστῶς. Ἀποτελοῦσε ἀνέκαθεν ὄχι μόνο τὸν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, ἀλλὰ καὶ τὸ καύχημα τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τὴν δόξα τῆς Πίστεώς μας ἔναντι ἀπίστων, ἀλλοθρήσκων καὶ ἑτεροδόξων. Ὁ Κύριος δίδει τὸ Ἅγιον Φῶς στοὺς Ὀρθοδόξους, διότι αὐτοὶ καὶ μόνον διακρατοῦν καὶ βλέπουν λειτουργικῶς καὶ πνευματικῶς τὸ Φῶς τὸ Ἀληθινόν, καὶ ὄχι στοὺς κακοδόξους, οἱ ὁποῖοι διέστρεψαν τὴν Ἀλήθεια τῆς ἀποκαλυφθείσης καὶ παραδοθείσης Πίστεως καὶ ἐγκλωβίσθηκαν σὲ σκοτεινὲς καὶ ἀδι­ έξοδες ἀτραπούς...


Τοῦτο ὅμως οἱ αἱρετικοὶ Λατῖνοι δὲν φαίνεται νὰ ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν τους σοβαρῶς, ἀλλὰ ἔμαθαν ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ μὴ ἐκπειράζουν τὸν Κύριον! Εὐχόμεθα εἰλικρινῶς νὰ τὸ μάθουν καὶ νὰ τὸ κατανοήσουν καὶ οἱ Οἰκουμενισταὶ τῆς σήμερον, ὥστε νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὴν σκοτοδίνη τους καὶ νὰ ἐπανέλθουν ἐν μετανοίᾳ στὴν θεῖον Φῶς τῆς Ἀληθείας, γιὰ νὰ ἑορτάσουμε πράγματι μία νέα Νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας!Τὸ Ἅγιον Φῶς δὲν βγῆκε μὲ τοὺς Λατίνους.Εὑρισκόμεθα στὸν Ἰούνιο τοῦ ἔτους 1099, ὅταν ἀρκετὲς χιλιάδων Σταυροφόρων τοῦ Πάπα, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πρώτης Σταυροφορίας τους γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι, ὅπως διετείνοντο, τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπὸ τοὺς ἀπίστους Μουσουλμάνους, ἔφθασαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ. Μετὰ δὲ 40 ἡμερῶν πολιορκία, στὶς 15 Ἰουλίου, εἰσῆλθαν ἐντὸς τῆς Ἁγίας Πόλεως καὶ ἐπιδόθηκαν σὲ ἄγρια σφαγὴ τῶν Μωαμεθανῶν, ὅσο δὲ γιὰ τοὺς Ἑβραίους, αὐτοὺς τοὺς ἔκαυσαν ζωντανοὺς μέσα στὴν Συναγωγή τους15. Ἀφοῦ πέρασαν τρεῖς ἡμέρες φρικτῆς αἱματοχυσίας, ὥστε τὸ αἷμα νὰ φθάνη μέχρι τοὺς χαλινοὺς τῶν ἀλόγων, οἱ Σταυροφόροι ἐνθυμήθηκαν νὰ ὑπάγουν στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως -ὤ τῆς τραγικῆς εἰρωνίας!- γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Κύριο τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Φιλανθρωπίας γιὰ τὴν ἐπιτυχία τους! Τόσος ἦταν ὁ σκοτισμὸς καὶ τέτοια ἡ τύφλωσις τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἄν καὶ ἔφεραν ἐπάνω τους τὸ ἔμβλημα τοῦ σταυροῦ, ἐπέβαλαν στοὺς πάντας τὸν ἀμείλικτο τρόμο τοῦ σπαθιοῦ! 


Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἦσαν «ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ»16, ἄξεστοι εἰδωλολατρίζοντες ὀπα­δοὶ αἱρετικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὑπερφίαλου Πάπα τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκτραπῆ καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ τοποθετήση τὸν θρόνο του «ὑπεράνω τῶν ἄστρων»17!...Οἱ νέοι αὐτοὶ στυγνοὶ κατακτηταὶ δὲν εἶχαν ἔλθει κατ’ οὐσίαν γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ τοὺς παραδώσουν στὴν ἀληθινὴ καὶ ἀνεμπόδιστη λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπέδραμαν γιὰ νὰ ἐπιβάλουν τὴν θεομίσητη αἵρεσί τους ἐν Τόπῳ Ἁγίῳ. Ἔτσι, παρ’ ὅλον ὅτι ζοῦσε ὁ κανονικὸς Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Συμεὼν ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐξόριστος στὴν Κύπρο18, προέβησαν ὅλως ἀντικανονικῶς καὶ παρανόμως σὲ ἐκλογὴ καὶ τοποθέτησι Λατίνου ψευδοπατριάρχου Ἱεροσολύμων, τοῦ Ἀρνούλφου τοῦ Τσόκ, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο προεξένησε ὄντως «σόκ»(!), διότι ὁ πολέμαρχος αὐτὸς τοῦ σταυροφορικοῦ στρα­ τοῦ δὲν ἦταν οὔτε κἄν ὑποδιάκονος καὶ μάλιστα εἶχε τόσο ἄσωτο βίο, ὥστε νὰ ἄδωνται γι’ αὐτὸν χυδαῖα ἄσματα!...Ἡ δημόσια κατακραυγή, ἀνάγκασε τὴν διοίκησι τοῦ νεοσυστάτου τότε Λατινικοῦ Βασιλείου νὰ ἀντικαταστήση τὸν Ἀρνοῦλφο μὲ τὸν ἀφιχθέντα τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1099 παπικὸ λεγᾶτο ἀρχιεπίσκοπο Πίζας τῆς Ἰταλίας Δαϊμβέρτο· αὐτὸς εἶχε ἀφιχθῆ στοὺς Ἁγίους Τόπους μὲ στόλο 120 πλοίων, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα καὶ προεξένησε φρικτὲς λεηλασίες. 


Δαϊμβέρτος, ὁ ὁποῖος στὴν πραγματικότητα ἐξελέγη διὰ «σιμωνιακῶν μέσων» καὶ ἔλαβε μάλιστα τὴν ἐπικύρωσι τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης19, προέβη ἀμέσως σὲ περιοριστικὰ μέτρα κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων φυλάκων τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων 20.Ἔτσι, τὸ Μεγάλο Σάββατο τοῦ ἔτους 1100, ὁ Δαϊμβέρτος ἦταν ὁ πρῶτος Λατῖνος πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος ἐτέθη ἐπὶκεφαλῆς τῆς παραδοσιακῆς Τελετῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός. Ὅμως τὸ Ἅγιον Φῶς γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία δὲν ἐνεφανίσθη, παρὰ τὸ ὅτι ἡ Τελετὴ παρατάθηκε ἐπὶ πολλὲς ὧρες. Ὁ λατινικὸς κλῆρος τότε προέτρεψε τοὺς Σταυροφόρους νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὰ ἐγκλήματά τους καὶ τελικά, ὅταν ἐνύκτωσε πλέον, ὅπως ἀναφέρει κάποιος ἱστορικός, τὸ Ἅγιον Φῶς ἐμφανίσθηκε. Τὸ δὲ ἑπόμενο ἔτος 1101, τὸ Ἅγιον Φῶς δὲν ἐμφανίσθηκε καθόλου ὅσο οἱ Λατῖνοι ἦσαν παρόντες21.Πρὶν ὅμως δοῦμε τί συνέβη τὸ 1101, θέλουμε νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ μὴ ἔλευσις τοῦ Ἁγίου Φωτὸς τὸ Μεγάλο Σάββατο τοῦ 1100 δὲν ὀφείλετο ἁπλῶς στὴν ἠθικὴ ἀναξιότητα τῶν Σταυροφόρων ἤ πάντως δὲν ὀφεί­ λετο μόνον καὶ κυρίως εἰς αὐτήν. Διότι ἡ ἔλευσις τοῦ Ἁγίου Φωτός,ὅπως ἄλλωστε καὶ ἡ ἐπιτέλεσις κάθε Μυστηρίου καὶ Ἱεροπραξίας, δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἠθικὴ ποιότητα καὶ τὴν ἀξιότητα ἤ ἀναξιότητα τοῦ Λειτουργοῦ. 


Τὸ Μυστήριο ἀντικειμενικῶς θὰ τελεσθῆ, ἄλλο ὅτι ὁ ὑποκειμενικῶς ἀνάξιος λειτουργὸς θὰ κολασθῆ. Ἡ μὴ ἔλευσις τοῦ Φωτὸς ὠφείλετο κυρίως καὶ πρωτίστως στὴν ἔκπτωσι τῶν Παπικῶν ἀπὸ τὴν ὀρθὴ Πίστι. Τὸ ὅτι τὸ Ἅγιον Φῶς ἐμφανίσθηκε μόνον τὴν νύκτα, χωρὶς μάλιστα συγκεκριμένη περιγραφὴ ὡς πρὸς τὸ λατρευτικὸ πλαίσιο τῆς ἐμφανίσεως, τοῦτο ἐδείκνυε τὴν θεία συγκατάβασι τῆς Τριφαοῦς Θεότητος εἰς πίστωσιν τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως καὶ ὄχι εἰς ἐπικύρωσιν καὶ ἐπιβεβαίωσιν τῆς πίστεως τῶν Λατίνων κατακτητῶν. Τὸ πρόβλημα δὲν διωρθώνετο μὲ τὴν ἐξομολόγησι τῶν ἁμαρτωλῶν Σταυροφόρων, ἀλλὰ μὲ τὴν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν Λατίνων ἤ ἔστω μὲ τὴν ἀπομάκρυνσί τους ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ Θαύματος.Τὸ Μεγάλο Σάββατο λοιπὸν τοῦ 1101, ὅπως μᾶς περιγράφουν ἀδι­ άψευστα ὀκτὼ μὴ Ὀρθόδοξοι χρονογράφοι (τέσσερις γάλλοι, ἕνας γερμανός, ἕνας ἄγγλος καὶ ἕνας ἀρμένιος)22, ὁ Λατινοπατριάρχης Δαϊμβέρτος, μὲ ἀναρίθμητο πλῆθος, προέστη καὶ πάλι τῆς σχετικῆς Τελετῆς γιὰ τὴν ἔλευσι καὶ ἁφὴ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς στὸν Πανάγιο Τάφο. 


μως, ἡ ὥρα παρήρχετο καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Οὐρανοῦ δὲν κατήρχετο. Οἱ Λατῖνοι τριπλασίασαν τὶς προσευχές τους, ἐνύκτωσε, καὶ τὸν Ἅγιον Φῶς δὲν ἐμφανίσθηκε, ὥστε νὰ καταλάβη τὶς ψυχές τους ὁ ζόφος τῆς ἀπελπισίας. Ὁ Πανάγιος Τάφος κλειδώθηκε καὶ τὴν ἑπομένη, τὸ πρωῒ τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ ὁ Δαϊμβέρτος πέρασε ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ διεπίστωσε ὅτι τὸ Ἅγιον Φῶς δὲν ἦλθε, ἀπευθύνθηκε στὸν ἀπελπισμέ­ νο λαό, παρουσίᾳ καὶ τοῦ ἀπεσταλμένου τῆς Ρωμαϊκῆς Κουρίας καρ­διναλίου Μαουρίτσιο τοῦ Πόρτο.


  

Στὸν λόγο του, προσπάθησε νὰ πα­ρηγορήση­ τὸ ποίμνιό του μὲ τὴν ἀφελῆ δικαιολογία, 
ὅτι δὲν πρέπει νὰ θλίβωνται γιὰ τὴν μὴ ἐπιτέλεσι τοῦ θαύματος,ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ χαίρωνται· 
διότι τὸ θαῦμα συνέβαινε ὅσο ἡ Ἁγία Πόλι ἦταν στὰ χέρια τῶν ἀπίστων, ἐνῶ τώρα ποὺ ἦταν στὰ χέρια τῶν Χριστιανῶν δὲν χρει­αζόταν πλέον23!... 
Ἐν συνεχείᾳ δέ, ὁ Δαϊμβέρτος ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς λιτανείας τῶν Λατίνων στὸ τέμενος τοῦ Θόλου τοῦ Βράχου, 
στὴν θέσι τοῦ παλαιοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, 
τὸ ὁποῖο εἶχαν μετατρέψει οἱ Σταυροφόροι σὲ χριστιανικὸ ναό.
Τότε, 
πρὸ τοῦ κλειδωμένου Ἱεροῦ Κουβουκλίου τοῦ Παναγίου Τά­φου, τὰ κλειδιὰ τοῦ ὁποίου κατεῖχε μόνον ὁ Δαϊμβέρτος, 
οἱ Ἕλληνες καὶ Σῦροι Ὀρθόδοξοι ἄρχισαν νὰ λιτανεύουν πέριξ Αὐτοῦ μὲ διάπυ­­ρες προσευχές, 
συνοδευόμενες ἀπὸ θρήνους καὶ ὀλολυγμούς.
 Ἐνῶ ἐγί­νετο­ αὐτό, ἕνας Σῦρος παρατήρησε ἀπὸ μία ὀπὴ ὅτι ἐντὸς τοῦ Παναγίου­ Τάφου
 ἄναψε θαυματουργικὰ μία κανδήλα καὶ τότε ὁ θρῆνος μετεβλήθη εἰς ἀλαλαγμοὺς χαρᾶς καὶ δοξολογίας!
 Ἀμέσως ἔσπευσαν νὰ εἰδοποιήσουν τὸν Λατῖνο πατριάρχη γιὰ νὰ ἔλθη καὶ νὰ ἀνοίξη τὸν Πανάγιο Τάφο γιὰ τὴν ἁφή.
 Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ὅλοι οἱ παρόντες ἔβλεπαν μὲ θάμβος καὶ ἔκπληξι νὰ ἀνάβουν μόνες τους θαυματουργικὰ οἱ κανδῆλες, 
οἱ ὁποῖες ἐκρέμοντο ἔξω ἀπὸ τὸν ΠανάγιοΤάφο, διαδοχικὰ ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη! Ἄναψαν 16 κανδῆλες, ἤ κατ’ ἄλλους 50 ἤ κατ’ ἄλλους ὅλες24!...
 



Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Γαρδικίου κ. Κλήμης 

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF