ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΟΣ Ο ΠΑΠΑΣ ΩΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ





Ερμηνεύοντας ὁ ῞Αγιος Νικόδημος ῾Αγιορείτης στὸ Πηδάλιο τὸν παρατεθέντα 45ο ᾿Αποστολικὸ Κανόνα,

διευκρινίζει ἐν πρώτοις ἐκεῖνο τὸ «μόνον»·

 «αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον».

Γράφει ὅτι αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὄχι μόνο ἡ συλλειτουργία μὲ αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἁπλὴ συμπροσευχὴ

 ἀπαγορεύεται ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνας.

Δηλαδή,

καὶ ὅταν δὲν συμμετέχει κανεὶς στὸ μυστήριο τῆς Θ. Ευχαριστίας, προσευχόμενος ἤ κοινωνῶν,

ἀλλὰ συμμετέχει σὲ ὁποιαδήποτε ἀκολουθία, ἀκόμη καὶ σὲ χῶρο ἰδιωτικό, ὅπου ἀπαγγέλλεται κάποια προσευχή, 

αὐτὸ τὸν καθιστᾶ ὑπόλογο καὶ ὑπεύθυνο ἔναντι τῶν ἱερῶν κανόνων. Υπενθυμίζει μάλιστα συναφῶς καὶ τὸν 10ο ᾿Αποστολικὸ κανόνα ὁ ὁποῖος λέγει:

«Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω»

Κατ᾿ ἐξοχὴν ὅμως ἀκοινώνητοι καὶ ἀφορισμένοι εἶναι οἱ αἱρετικοί.

Μπορεῖ κανεὶς σοβαρὰ καὶ μὲ ἐλάχιστη γνώση τῶν ἐκκλησιολογικῶν δεδομένων καὶ τοῦ ἐπὶ αἰῶνας σχίσματος μεταξὺ ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως 

νὰ ἰσχυρισθεῖ 

ὅτι ὁ πάπας καὶ οἱ τοῦ πάπα ἔχουν κοινωνία μεθ᾿ ἡμῶν;


Ο ἀποκλεισμός τους ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας δὲν τοὺς καθιστᾶ ἀκοινωνήτους καὶ ἄρα ὑποκειμένους εἰς ὅσα περὶ ἀκοινωνήτων λέγει ὁ 10ος κανὼν τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων;᾿Απὸ τὸ πλῆθος τῶν πατερικῶν ἐκτιμήσεων μνημονεύουμε,ὅσα ὁ ῞Αγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης ὁ Μυσταγωγὸς λέγει, κωδικοποιώντας τὴν πίστη τῶν ᾿Ορθοδόξων τὸν 15ον αἰώνα. Συμπεριλαμβάνει τὸν Λατινισμὸ μεταξὺ τῶν αἱρέσεων στὸ, Κατὰ αἱρέσεων τμῆμα τοῦ ἔργου του, Διάλογος,καὶ ἐκτιμᾶ,ὅτι προκάλεσε μεγαλύτερη ζημία στὴν ᾿Εκκλησία ἀπὸ ὅση προκάλεσαν ὅλες μαζὺ οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Δίδει θαυμάσια ἀνάπτυξη καὶ ἀνάλυση τῆς μὴ κοινωνίας τῶν ᾿Ορθοδόξων,ὄχι γενικῶς μὲ τοὺς πάπες,γιατὶ μὲ τοὺς ᾿Ορθοδόξους πάπες ἔχουμε κοινωνία καὶ τοὺς ἑορ- τάζουμε ὡς ἁγίους, ἀλλὰ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς πάπες, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἔπαυσαν νὰ εἶναι διάδοχοί τους στὴν πίστη, δὲν εἶναι διάδοχοί τους καὶ στὸν θρόνο. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς λέγει, ὅτι τὸν ἑκάστοτε πάπαν «οὐ μόνον οὐ κοινωνικὸν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ αἱρετικὸν ἀποκαλοῦμε''


Ο θρόνος τῆς Ρώμης γιὰ τοὺς ᾿Ορθοδόξους εἶναι κενός· ἔχει διακοπῆ ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁριστικοποιήθηκαν ἡ αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα. Μὲ ποιὸν πάπα ἑπομένως συναντῶνται καὶ ποιὸν πάπα ὑποδέχονται πολλοὶ πατριάρχες καὶ ἀρχιεπίσκοποι; Τὸν ἀκοινώνητο καὶ ἀφορισμένο, καὶ ἀνίερο, χωρὶς ἱερωσύνη δηλαδή, ἀφοῦ ἡ διακοπὴ τῆς πίστεως σημαίνει καὶ διακοπὴ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς; Θὰ ἀλλάξουμε λοιπὸν τὰ ἐκκλησιολογικὰ καὶ κανονικὰ κριτήρια καὶ θὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε μόνον σὲ διεκδικήσεις ἐπαρχιῶν καὶ θρόνων;8. Οἱ κανόνες ἀπαγορεύουν τὴν συμπροσευχή. Πολὺ περισσότερο τὴν συλλειτουργία. Πριν παραθέσουμε τὸ κείμενο τῆς ἑρμηνείας τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου καὶ τῆς συμφωνίας μὲ ἄλλους κανόνες, ποὺ τὸ θεωροῦμε ἀπαραίτητο, γιατὶ φαίνεται πὼς ἔχουν ἀπαξιωθῆ ἀπὸ πολλοὺς οἱ ἱεροὶ κανόνες, καὶ μόνον κατὰ τὸ ἑκάστοτε συμφέρον χρησιμοποιοῦνται, πρέπει νὰ σχολιάσουμε καὶ νὰ διασαφήσουμε αὐτὸ ποὺ προβάλλεται ἀπὸ πολλοὺς ὡς δικαιολογία τῶν συμπροσευχῶν, οἱ ὁποῖες τείνουν πλέον νὰ παγιωθοῦν. Πολλοὶ ᾿Ορθόδοξοι κληρικοί, ἀλλὰ καὶ λαϊκοί, συμμετέχουν ἀδεῶς σὲ οἰκουμενιστικὲς συμπροσευχὲς καὶ μάλιστα σὲ χῶρες τῆς ᾿Ορθοδόξου Διασπορᾶς, τώρα ὅμως καὶ ἐντὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας συνόρων. 


Οργανώνονται κατ᾿ ἔτος καὶ ἐκδηλώσεις «εὐχαριστιακῆς φιλοξενίας», στὶς ὁποῖες πολλάκις ἐπισυμβαίνει καὶ εὐχαριστιακὴ κοινωνία, παρὰ τὰ διατυμπανιζόμενα, ὅτι δὲν φθάσαμε ἀκόμη στὴν κοινωνία τοῦ κοινοῦ ποτηρίου. Δημιουργοῦνται ἤδη τετελεσμένα γεγονότα, ἡ ἕνωση ἐπιβάλλεται σιγὰ - σιγὰ στὴν πράξη, γιὰ νὰ τὴν συνηθίσουμε, καὶ ἄς φωνάζουν μερικοὶ «γραφικοὶ» ὑπερασπισταὶ τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γνησιότητος τῆς πίστεως. Ισχυρίζονται, λοιπόν, ὅτι ἀδίκως διαμαρτύρονται οἱ αὐστηροὶ καὶ παραδοσιακοὶ κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, γιατὶ αὐτὸ ποὺ συνέβη πρὸ ἡμερῶν στὴ Ρώμη, στὴν πλατεῖα τοῦ ῾Αγίου Πέτρου, δὲν εἶναι συλλειτουργία, ἐννοώντας βέβαια,ὅτι μόνο τὴ συλλειτουργία, τὴν συμμετοχὴ δηλαδὴ στὴν κοινὴ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἀπαγορεύουν οἱ ἱεροὶ κανόνες.


Εξεπλάγην, ὅταν ἄκουσα τὸ σχόλιο αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸ στόμα δύο συναδέλφων τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ἑνὸς ὁμοτίμου καὶ ἑνὸς ἐν ἐνεργείᾳ, κατὰ τὴν μετάδοση τῶν ἱεροπραξιῶν τῆς Ρώμης, τὸ ἑσπέρας τῆς 29ης καὶ τὸ πρωΐ τῆς 30ῆς ᾿Ιουνίου. Καὶ ἐξήγησα στὸν ἑαυτό μου, πῶς μεταδίδεται σιγὰ - σιγὰ αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ νοοτροπία, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ τὸ στόμα διδασκάλων τῆς Θεολογίας, ποὺ ὑποτίθεται, ὅτι γνωρίζουν τὰ κείμενα, ἔχουν μελετήσει τὶς πηγές, διδάσκεται ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει τώρα ὁ πατριάρχης δὲν εἶναι κάτι κακό, δὲν ἀντιβαίνει στοὺς κανόνες, γιατὶ δὲν εἶναι συλλειτουργία. Μὰ καλὰ οἱ κανόνες τὴν συλλειτουργία μόνον ἀπαγορεύουν ἤ καὶ τὴν συμπροσευχή; Αλλοίμονο, ἄν ὑπῆρχε πρόβλημα καὶ γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς συλλειτουργίας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐκ τῶν αὐτονοήτων αὐτονόητον, καὶ οὔτε κἄν συζήτηση καὶ ἐπιφύλαξη ὑπάρχει ἐπ᾿ αὐτοῦ. Κατὰ τὸ «λῆψις τοῦ ζητουμένου», αὐτὸ συνιστᾶ «ἀπαγόρευσιν τοῦ ἀπηγορευμένου». Οἱ κανόνες ἀπαγορεύουν ἐμφαντικῶς τὴν ἁπλὴ συμπροσευχή, ὡς κάτι ἔλασσον τῆς συλλειτουργίας, πολὺ περισσότερο βέβαια καὶ αὐτονοήτως ἀπαγορεύουν τὸ μεῖζον, τὴν συλλειτουργία.


Γιὰ τὴν συμπροσευχὴ θέλουμε νὰ μᾶς πῆτε, σεβαστοὶ πατέρες καὶ ἀγαπητοὶ συνάδελφοι: Τὴν ἐπιτρέπουν ἤ τὴν ἀπαγορεύουν οἱ ῾Ιεροὶ Κανόνες; «᾿Επίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω, εἴ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τι, καθαιρείσθω''2. Στοιχειώδης γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης ἀρκεῖ, γιὰ νὰ εἶναι βέβαιος κανεὶς, ὅτι τὸ «συνευξάμενος» σημαίνει συμπροσευχηθεὶς καὶ ὄχι συλλειτουργήσας. Γιατὶ ἄν ἐσήμαινε συλλειτουργήσας, ἦταν περιττὸ ἐκεῖνο τὸ «μόνον»· «αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον». Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο μεῖζον ἀπὸ τὴν συλλειτουργία καὶ ἑπομένως δὲν χρειαζόταν τὸ «μόνον». ῎Ετσι ἀκριβῶς τὸ ἑρμηνεύει καὶ ὁ ῞Αγιος Νικόδημος: «῾Ο παρὼν Κανὼν διορίζει, ὅτι ὅποιος ᾿Επίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος, ἤθελε συμπροσευχηθῆ μοναχά, ἀλλὰ ὄχι καὶ νὰ συλλειτουργήσῃ μὲ αἱρετικοὺς ἄς ἀφορίζεται»3. Πιὸ ἁπλὰ θὰ τὸ μεταφράζαμε σήμερα λέγοντας, ὅτι ὅποιος κληρικὸς συμπροσευχηθῆ μόνο μὲ αἱρετικούς, ἀκόμη καὶ ἄν δὲν συλλειτουργήσει, πρέπει νὰ ἀφορίζεται.9. Τὰ ἐν Ρώμῃ ἦσαν συλλειτουργία. Η Συμπροσευχή, ὅμως πλέον εἶναι συνηθισμένη κανονικὴ παράβαση· γίνεται κατ᾿ ἐξακολούθησιν ἐδῶ καὶ δεκαετίες· ἔχει γίνει ἐκκλησιαστικὸ ἔθος, γιὰ τοὺς οἰκουμενιστάς. Εξοικειωθήκαμε μὲ τὴν ἀντικανονικότητα, μὲ τὴν παράβαση τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων.

Γι᾿ αὐτό, ἀφοῦ κατακτήσαμε καὶ γκρεμίσαμε αὐτὸ τὸ μικρὸ ἐμπόδιο, προχωροῦμε τώρα σταδιακὰ καὶ στὴν συλλειτουργία. Τὰ τελεσθέντα καὶ πραχθέντα στὴ Ρώμη, δὲν ἦσαν ἁπλῶς συμπροσευχή, ὅπως ἦταν π.χ. ἡ κοινὴ ἀπαγγελία τοῦ «Πάτερ ἡμῶν» ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ τὸν πάπα στὴν ᾿Αθήνα στὸ σπίτι τοῦ παπικοῦ ... νουντσίου τὸν Μάϊο τοῦ 2001, ἀλλὰ ἦταν συλλειτουργία, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἀκολουθία ἡ ὁποία ἐτελεῖτο ἀπὸ τὸν πάπα ἦταν λειτουργία, τελεσιουργία τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Καὶ ἡ λειτουργία, ὡς γνωστόν, ἀποτελεῖ κάτι ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο, ὅλα συνδέονται μεταξύ τους καὶ ἑνοποιοῦνται ὡς προετοιμασία τῆς εὐχαριστιακῆς θυσίας, τέλεση καὶ μετάδοση στοὺς πιστούς. Σὲ ὁποιοδήποτε τμῆμα της καὶ ἂν μετέχει κανείς, συνλειτουργεῖ, συνπροετοιμάζει καὶ συντελεῖ τὴν θυσία, ἔστω καὶ ἂν δὲν μετέχει τοῦ ποτηρίου. ῞Ολοι εἴδαμε τὸν πατριάρχη νὰ «συμφορεῖ»,νὰ εἶναι δηλαδὴ ἐνδεδυμένος ἀρχιερατικὸ μανδύα, νὰ ἀσπάζεται τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, προσαγόμενο ἀπὸ τὸν παπικὸ διάκονο, καὶ τὸ ἀντίστοιχο νὰ πράττει ὁ πάπας μὲ εὐαγγέλιο προσαγόμενο ἀπὸ ὀρθόδοξο διάκονο,νὰ θυμιοῦν στὴν συνέχεια οἱ δύο διάκονοι ξεχωριστὰ καὶ νὰ ἀναγινώσκουν τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο,νὰ ἀπαγγέλλουν ἀκόμη ὁ πατριάρχης καὶ ὁ πάπας τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἡ ἀπαγγελία τοῦ ὁποίου πρὸ τῆς μεταλήψεως τῶν Τιμίων Δώρων σημαίνει,ὅτι ἔχουμε ἑνότητα στὴν πίστη, ἑπομένως μποροῦμε ἐν τῇ ἑνότητι αὐτῇ καὶ τῇ ἀγάπῃ νὰ κοινωνήσουμε καὶ τοῦ κοινοῦ ποτηρίου: «᾿Αγαπήσωμεν ἀλλήλους,ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν».


Αναγκαία συνέπεια τῆς μέχρι τοῦ σημείου αὐτοῦ συνλειτουργίας εἶναι καὶ ἡ μετάληψη τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Τὸ ἀντίθετο σημαίνει παραποίηση τοῦ μυστηρίου. ῎Εχουμε ἤ δὲν ἔχουμε μὲ τὸν πάπα ἑνότητα στὴν πίστη; ῎Αν δὲν ἔχουμε,ὅπως καὶ δὲν ἔχουμε, τότε γιατὶ ἀπαγγέλλουμε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, χωρὶς τὸ Filioque, καὶ κοροϊδεύουμε τοὺς ᾿Ορθοδόξους;῎Αν ἔχουμε ἑνότητα στὴν πίστη,τότε γιατὶ δὲν κοινωνοῦμε ἀπὸ κοινοῦ καὶ τῶν Τιμίων Δώρων; Ποῦ ἀκούσθηκε αὐτό, ποῦ ξανάγινε στὴν ἐκκλησιαστική μας Παράδοση; Η εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ λεγομένη Μικρὰ Εἴσοδος, τὰ ᾿Αναγνώσματα, ἡ ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως εἶναι ἤ δὲν εἶναι μέρη τῆς Θ. Λειτουργίας; Μποροῦμε νὰ διακόπτουμε οἱ ἱερεῖς καὶ νὰ μὴν ὁλοκληρώνουμε τὴν Θ. Λειτουργία, νὰ διώχνουμε τοὺς ῾Αγίους ᾿Αγγέλους οἱ ὁποῖοι συμπαρίστανται καὶ συλλειτουργοῦν; Στὴν οὐσία βέβαια δὲν πρόκειται περὶ ἀληθινῆς καὶ ἔγκυρης Θ. Λειτουργίας, ἐφ᾿ ὅσον τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν δὲν εἶναι ἔγκυρα, στεροῦνται τῆς Θ. Χάριτος. Γιατί λοιπὸν τοὺς παραπλανοῦμε καὶ τοὺς ἐξαπατοῦμε, ἀφήνοντας τὴν ἐντύπωση, ὅτι εἴμαστε «ἀδελφὲς» ᾿Εκκλησίες, ἔχουμε τὰ ἴδια μυστήρια, διαχειριζόμαστε ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἴδια Θεία Χάρη, κατὰ τὴν ἀπαράδεκτη συμφωνία τοῦ Balamand; Γιατί τοὺς στεροῦμε τὴν δυνατότητα,ἐκ τῆς μὴ συμμετοχῆς μας νὰ προβληματισθοῦν,νὰ διερωτηθοῦν, νὰ ἀφυπνισθοῦν καὶ νὰ παύσουν νὰ νιώθουν αὐτάρκεις καὶ μέλη τῆς ἀνὰ τοὺς αἰῶνας Μιᾶς,῾Αγίας, Καθολικῆς καὶ ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας;10. Οἱ παλαιοὶ τηροῦσαν τοὺς ῾Ιεροὺς Κανόνας.Υπάρχει καὶ ἄλλος τρόπος διαλόγου καὶ προσεγγίσεως τῶν ἑτεροδόξων, χωρὶς συμφυρμούς, συμπροσευχές, καὶ συλλείτουργα.

῾Η κατ᾿ οἰκονομίαν ἁπλὴ σωματικὴ παρουσία, χωρὶς καμμία προσευχητικὴ ἤ λειτουργικὴ συμμετοχή. Σὲ ἔσχατη ἀνάγκη βρισκόταν ἡ Κωνσταντινούπολη, ὅταν ἐλάμβανε χώραν ἡ σύνοδος τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας, λίγα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν ῞Αλωση (1437-1439). ῞Ολη ἡ αὐτοκρατορία, ὁ αὐτοκράτωρ, ὁ πατριάρχης, ἐπίλεκτοι ἱεράρχες, ἡγούμενοι, μοναχοί, ἄρχοντες καὶ ἀξιωματοῦχοι, στὰ πόδια τοῦ πάπα, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν προσδοκώμενη, ἀλλὰ οὐδέποτε δοθεῖσα στρατιωτικὴ βοήθεια, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ταπεινωτικὴ ὑπογραφὴ τοῦ ὅρου τῆς συνόδου, ποὺ ἀναγνώριζε τὶς βασικὲς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ. Η αἰχμάλωτη λοιπὸν καὶ ἐξασθενημένη Ρωμηοσύνη κρατοῦσε τὴν πίστη της καὶ τὴν κράτησε τελικῶς καὶ μᾶς τὴν κληροδότησε, παρὰ τὴν προδοσία τῆς πίστεως ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντας τὴν ᾿Εκκλησία, καὶ τὸ Γένος· τόσες συναντήσεις ἐπὶ δύο χρόνια, καμμία ὅμως συμπροσευχή.᾿Ακόμη καὶ τὸ, πῶς θὰ συμπεριφερθοῦν εἰσερχόμενοι σὲ παπικὸ ναὸ τοὺς προβλημάτιζε. Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος στὰ ᾿Απομνημονεύματα διασώζει ὅσα σχετικὰ εἶπε ὁ πνευματικὸς κῦρ Γρηγόριος, πρὶν ἀποστατήσει καὶ αὐτὸς στὸν Λατινισμό: «᾿Εγὼ ὅτε εἰς ναὸν εἰσέλθω Λατίνων, οὐ προσκυνῶ τινα τῶν ἐκεῖσε ἁγίων, ἐπεὶ οὐδὲ γνωρίζω τινα· τὸν Χριστὸν ἴσως μόνον γνωρίζω, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδα πῶς ἐπιγράφεται, ἀλλὰ ποιῶ τὸν σταυρόν μου καὶ προσκυνῶ. Τὸν σταυρὸν οὖν, ὅν αὐτὸς ποιῶ, προσκυνῶ καὶ οὐχ ἕτερόν τι τῶν ἐκεῖθε θεωρουμένων μοι''.4. Ακόμη καὶ κατὰ τὴν ἔναρξη τῶν θεολογικῶν συζητήσεων σὲ κοινὴ συνδιάσκεψη, προσευχήθηκαν ξεχωριστὰ οἱ Λατῖνοι καὶ ξεχωριστὰ οἱ ᾿Ορθόδοξοι 5, τακτική ποὺ τηρεῖται μέχρι σήμερα σὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους.


Αὐτὴν τὴν παράδοση γνωρίζοντες καὶ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἐκτιμῶντες τότε, πρὶν ἀπὸ πενήντα χρόνια, ὅταν ὑπῆρχαν στὴν πατριαρχικὴ σύνοδο καὶ παραδοσιακοὶ ἱεράρχες ποὺ ἀγωνιοῦσαν γιὰ τὰ ὑπερβολικὰ ἀνοίγματα τοῦ πατριάρχου ᾿Αθηναγόρου, ἔθεσαν ἀνάμεσα στοὺς ὅρους τῆς πατριαρχικῆς καὶ συνοδικῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1952 καὶ τὴν ἀποφυγὴ συμμετοχῆς σὲ λατρευτικὲς συνάξεις μὲ ἑτεροδόξους: «Δέον ἵνα οἱ ᾿Ορθόδοξοι Κληρικοὶ ᾿Αντιπρόσωποι ὦσιν ὅσῳ τὸ δυνατὸν ἐφεκτικοὶ ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν ὡς ἀντικειμέναις πρὸς τοὺς ῾Ιεροὺς Κανόνας καὶ ἀμβλυνούσας τὴν ὁμολογιακὴν εὐθιξίαν τῶν ᾿Ορθοδόξων, ἐπιδιώκοντες ἵνα τελῶσιν, εἰ δυνατόν, καθαρῶς ὀρθοδόξους ἀκολουθίας καὶ τελετάς, πρὸς ἐμφάνισιν οὕτω τῆς αἴγλης καὶ τοῦ μεγαλείου τῆς ᾿Ορθοδόξου Λατρείας πρὸ τῶν ὀμμάτων τῶν ἑτεροδόξων»6.11. Τώρα ἔπρεπε νὰ εἴμαστε αὐστηρότεροι. Γιατι ἐγκαταλείφθηκε τώρα καὶ δὲν ἐνισχύθηκε ἀκόμη περισσότερο αὐτὴ ἡ γραμμή, ὅπως ἔπρεπε μετὰ τὰ ὅσα συγκρητιστικὰ καὶ ἀπαράδεκτα εἴδαμε νὰ συμβαίνουν στὶς τελευταῖες Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου ᾿Εκκλησιῶν, ποὺ ἀνάγκασαν αὐτοκέφαλες ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες νὰ ἀποχωρήσουν, πολλοὺς δὲ παραδοσιακοὺς πιστοὺς νὰ ζητήσουν ἐκκλησιαστικὴ στέγη στοὺς Ζηλωτάς; ῎Αλλαξαν οἱ ῾Ιεροὶ Κανόνες, καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον παράδοση καὶ ἀντικανονικότης;

ἔπαυσαν οἱ ᾿Ορθόδοξοι νὰ ἔχουν ὁμολογιακὴ εὐθιξία; ῾Η ζωντανὴ καὶ σεισμικὴ ἀντίδραση τῶν ᾿Ορθοδόξων τῆς ῾Ελλάδος κατὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στὴν ᾿Αθήνα τὸν Μάϊο τοῦ 2001, σὲ μία ἔρημη καὶ ἀστυνομοκρατούμενη ᾿Αθήνα, ποὺ ποτὲ δὲν δέχθηκε τὸν πάπα —ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν τὸν δέχθηκαν—ἀποδεικνύει τὸ ἀντίθετο. Καὶ εἶναι κρίμα ποὺ οἱ ποιμένες ἀποδεικνύονται κατώτεροι τῶν προβάτων.12.᾿Επίλογος. Εμείς τελειώνοντας, ὡς ἐν ἐπιλόγῳ, θὰ παραθέσουμε ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῆς ῾Ερμηνείας τοῦ 45ου κανόνος τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων, ὡς καὶ τῆς Συμφωνίας τοῦ ἐν λόγῳ κανόνος πρὸς ἄλλους κανόνας, ἀμφότερα προϊόντα τῆς γραφίδος τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου, τουλάχιστον γιὰ θεραπεία τῆς θεολογικῆς καὶ κανονικῆς ἀγνοίας τῶν ἁπλουστέρων καὶ μὴ εἰδότων: «῾Ερμηνεία: ῾Ο παρὼν κανὼν διορίζει, ὅτι ὅποιος ᾿Επίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος ἤθελε συμπροσευχηθῆ μοναχά, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ νὰ συλλειτουργήσῃ, μὲ αἱρετικοὺς ἂς ἀφορίζηται. Επειδὴ, ὅποιος μὲ τοὺς ἀφωρισμένους συμπροσεύχεται (καθὼς τοιοῦτοι εἶναι οἱ αἱρετικοί), πρέπει νὰ συναφορίζηται καὶ αὐτός, κατὰ τὸν ιʹ τῶν αὐτῶν ᾿Αποστόλων. Εἰ δὲ καὶ ἐσυγχώρησεν εἰς τοὺς αἱρετικοὺς αὐτοὺς νὰ ἐνεργήσουν κανένα λειτούργημα, ὡσὰν Κληρικοί, ἂς καθαίρηται, ἐπειδὴ ὅποιος κληρικὸς συλλειτουργήσει μὲ καθῃρημένους (καθὼς τοιοῦτοι εἶναι οἱ αἱρετικοὶ κατὰ τὸν βʹ καὶ δʹ τῆς Γʹ) συγκαθαιρεῖται καὶ αὐτός, κατὰ τὸν ιαʹ τῶν ᾿Αποστόλων. Πρέπει γὰρ τοὺς αἱρετικοὺς νὰ μισοῦμεν καὶ νὰ ἀποστρεφώμεθα, ἀλλ᾿ ὄχι ποτὲ καὶ νὰ συμπροσευχώμεθα μὲ αὐτοὺς ἤ νὰ συγχωροῦμεν εἰς αὐτοὺς νὰ ἐνεργήσουν τι ᾿Εκκλησιαστικὸν λειτούργημα, ἤ Κληρικοί, ἢ, ὡς ἱερεῖς.



Συμφωνία: Ο δὲ ξεʹ ᾿Αποστολικὸς λέγει, ὅτι ὅποιος ἐμβῇ εἰς συναγωγὴν αἱρετικῶν,

διὰ νὰ προσευχηθῇ, Κληρικὸς μὲν ὤν, ἄς καθαίρηται, 

Λαϊκὸς δέ, ἄς ἀφορίζηται.

῾Η δὲ ἐν Λαοδικείᾳ, κατὰ μὲν τὸν στʹ αὐτῆς, δὲν συγχωρεῖ νὰ ἐμβαίνουν οἱ αἱρετικοὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν,

κατὰ δὲ τὸν λβʹ δὲν πρέπει, λέγει νὰ λαμβάνῃ τινὰς τὰς παρὰ τῶν αἱρετικῶν εὐλογίας,

αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀλογίαι, καὶ ὄχι εὐλογίαι, ἀλλ᾿ οὐδὲ πρέπει, νὰ συμπροσεύχηται τινας μὲ αἱρετικοὺς ἤ σχισματικοὺς κατὰ τὸν λγʹ τῆς αὐτῆς.

Ο δὲ λδʹ ἀναθεματίζει τοὺς ἀφίνοντας τοὺς μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ καὶ πορευομένους εἰς τοὺς ψευδομάρτυρας τῶν αιρετικών.

Ο δὲ θʹ Τιμοθέου δὲν συγχωρεῖ νὰ στέκωνται παρόντες οἱ αἱρετικοὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς θείας λειτουργίας,

ἔξω μόνον ἄν ὑπόσχωνται νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν αἵρεσιν.

Αλλὰ καὶ ὁ θʹ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ ἀφορίζει τοὺς Χριστιανοὺς, ὁποῦ πηγαίνουν εἰς τὰ κοιμητήρια,

ἤ μαρτύρια τῶν αἱρετικῶν,

διὰ νὰ προσευχηθοῦν,

ἤ χάριν ἰατρείας τῶν ἀσθενῶν αὐτῶν.

Αλλ᾿ οὔτε πρέπει νὰ συνεορτάζῃ κανεὶς Χριστιανὸς μὲ τοὺς αἱρετικούς, 

οὔτε νὰ δέχηται τὰ παρ᾿ αὐτῶν πεμπόμενα εἰς αὐτὸν δῶρα τῆς ἑορτῆς των,

κατὰ τὸν λζʹ τῆς αὐτῆς ἐν Λαοδικείᾳ».



Μέρος Βʹ.
᾿Εφημερίδα «᾿Ορθόδοξος Τύπος»
ἀριθμός 1560/23.7.2004
σελ. 3 καί 4.1
Διάλογος 23
PG 155,120-121.2.
45ος Κανών ῾Αγίων ᾿Αποστόλων.
3.Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μιᾶς, ῾Αγίας, Καθολικῆς καί Αποστολικῆς τῶν ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησίας,
ἔκδοση «᾿Αστέρος»,
Αθῆναι 1990,σελ. 50-51.4.
Les "Mémoires" du Grand Ecclésiarque de l'Eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439), 
ἔκδ. V. Laurent, Paris 1971,
σελ. 250.5.Αὐτόθι, σελ. 262.6.
Βασ. Σταυρίδου,῾Ιστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως,
᾿Ανάλεκτα Βλατάδων 47,Θεσσαλονίκη 1984,σελ. 339.
Επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


 

Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεοδώρος Ζήσης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF