ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

ΟΙ ΑΘΕΟΙ ΕΚΛΕΨΑΝ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ




Τα χάσαμε όλοι,όταν είδαμε τόν Ιάκωβο Λντωφ στόν εσπερινό.

Δεκαπέντε χρόνια ζούσε στο συνοριακό χωριό μας. 

Πρόσφυγας κι αυτός απ' την Ρωσία.

Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, άφησε την πατρίδα κι ήρθε εδώ.

Αγόρασε γη,έχτισε μεγάλο σπίτι, πήρε γυναίκα μία ξενόφερτη και πάντα αμίλητη κυρά,

κι άρχισε ν' ασχολείται με την γεωργία.

Ποιός ήταν κι από που κράταγε η σκούφια του, κανένας δεν τό 'ξερε,

μα και κανένας δεν αποφάσιζε να τον ρωτήσει.

Ο Ιάκωβος ήταν μελαχρινός και μαλλιαρός, με το πρόσωπο πάντα σκοτεινό, σκυθρωπό.

Τα λόγια του μετρημένα.

Το βλέμμα του διαπεραστικό και απωθητικό. 

Με τ' όνομά του φοβέριζαν τα σκανταλιάρικα παιδιά.

Όλοι ήταν βέβαιοι,

πως,

αν δεν ήταν φονιάς, θα είχε κάνει πάντως κάποιο μεγάλο κακό...

Είχε πολλά λεφτά, αυτό ήταν φανερό.

Κι έπινε πολύ, προπαντός τις νύχτες, κλεισμένος μέσα στο σπίτι του.
Ήταν στιγματισμένος σαν άθεος,

αντίχριστος.

Ούτε ν' ακούσει δεν ήθελε για Εκκλησία.

Δεν πατούσε το πόδι του στον ναό, ούτε τις μεγάλες γιορτές.

Για ό,τι είχε σχέση με την πίστη και τον Θεό, εκφραζόταν με βρισιές και περιφρόνηση.

Να γιατι,

όταν τον είδαμε να έρχεται στον εσπερινό, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. 

Οι πιστοί άρχισαν να τον λοξοκοιτάνε και να ψιθυρίζουν μεταξύ τους.


Ο Ιάκωβος στάθηκε σε μίαν άκρη όρθιος,ακίνητος, με κρεμασμένα κάτω τα μακριά κι άγρια χέρια του. Έκανε τον σταυρό του ή δεν τον έκανε; Αυτό αναρωτιόντουσαν όλοι. Στεκόταν σαν άγαλμα, με το βλέμμα στυλωμένο σε μία σκοτεινή γωνιά. Δεν γονάτισε μαζί με τους άλλους στον όρθρο, όταν έψαλλαν το «Αινείτε...». Στους ρωσικούς ενοριακούς ναούς ο όρθρος τελείται μαζί με τον εσπερινό. Για πρώτη φορά παρατήρησαν,πως είχε ασπρίσει κι αδυνατίσει. Λες κι είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι,μετά από πολύχρονη αρρώστια. Η ακολουθία πλησίαζε στο τέλος της. Έξω βούιζε ο δυνατός αυγουστιάτικος αέρας, κάνοντας τα δέντρα να χορεύουν. Έψαλλαν το «Τη υπερμάχῳ...» και πήραν την ευλογία του π. Κυρίλλου. Η εκκλησία άδειασε. Μόνο ο νεωκόρος έμεινε κι έσβηνε τα κεριά. 



Τότε ο Ιάκωβος Λντώφ πλησίασε τον ιερέα. —Τι θέλεις, Ιάκωβε;... —Εσένα, παππούλη, θέλω να εξομολογηθώ! Η φωνή του ήταν ταραγμένη, μα ο τόνος της θερμός. Τα λόγια του ήταν χρωματισμένα μ' ένα παράξενο πόνο. Ο π. Κύριλλος διαισθάνθηκε, πως θ' άκουγε μίαν εξομολόγηση σοβαρή, ουσιαστική, φοβερή ίσως!... Στην μισοσκότεινη εκκλησία, που την φώτιζαν μόνο τα καντήλια του τέμπλου,άρχισε το μυστήριο. Μπροστά στο προσκυνητάρι με τον Σταυρό και το Ευαγγέλιο, ο Ιάκωβος μιλούσε κοφτά, πονεμένα και βαριά. Συχνά σκούπιζε το μέτωπό του και, σωπαίνοντας, βυθιζόταν σε σκέψεις. Κάπου-κάπου έριχνε μία ματιά ολόγυρα και πιανόταν με δύναμη απ΄ το προσκυνητάρι. Έτσι γίνεται η εξομολόγηση στην Ρωσική Εκκλησία. —Εμεῖς υποχωρούσαμε, έλεγε.Οι κόκκινοι είχαν κυριαρχήσει στην χώρα. Το τέλος του λευκού στρατού μας είχε φτάσει... Πέντε είμασταν, που αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι πρωτάκουστο -θέλαμε, βλέπεις, να εξασφαλίσουμε χρήματα για την προσφυγιά... Και τί σκεφτήκαμε;...


Να κλέψουμε από την μητρόπολη την ασημένια λάρνακα με τα πολύτιμα πετράδια... που είχε μέσα τ'άγια λείψανα!... Καταστρώσαμε το σχέδιο. Βρήκαμε άλογα... Ήταν χειμώνας,κρύο πολύ... Πήγαμε στον ναό και ζητήσαμε τον φύλακα —οι εφημέριοι είχαν ήδη περάσει τα σύνορα,είχαν φύγει στο εξωτερικό για να γλιτώσουν απ' τους κόκκινους... Ήρθε ο φύλακας. «Τα κλειδιά!...», απαιτήσαμε. Με κάποιο φόβο μας ρώτησε: «Τί σας χρειάζονται;». Του είπαμε πως εκείνη την νύχτα θά 'μπαιναν τάχα στην πόλη οι κόκκινοι, και γι'αυτό ο διοικητής, μας είχε δώσει εντολή να πάρουμε τ' άγια λείψανα και να τα φυγαδεύσουμε στο εξωτερικό... Για να μην τα βεβηλώσουν... «Κι αν δεν μας πιστεύεις», του λέμε, «να η διαταγή, με την σφραγίδα και την υπογραφή του στρατηγού»... Μας πίστεψε. Άνοιξε την εκκλησία... Σκοτείνιαζε και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε έξω. Όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Μακριά ακούγονταν πυροβολισμοί. Ριγούσαν οι ψυχές μας —η ψυχή μου...


Με πολύ κόπο βγάλαμε την λάρνακα έξω. Την φορτώσαμε στο έλκηθρο, την σκεπάσαμε με πανιά και σανό, κεντρίσαμε τ' άλογα και κινήσαμε για τα σύνορα. Όλη την νύχτα ταξιδεύαμε, βουλιάζοντας στο χιόνι... Δεν είχαμε ξεμακρύνει πολύ, όταν ο δρόμος μας φωτίστηκε από την ανταύγεια μιας μεγάλης πυρκαγιάς —καιγόταν η πόλη... Φτάσαμε στα σύνορα χωρίς προβλήματα. Πριν τα περάσουμε κι έρθουμε εδώ,σταματήσαμε. Το δάσος ήταν πολύ πυκνό... Α!... Εδώ πέρα έγινε κάτι πολύ δυσάρεστο —σάλεψε το μυαλό ενός συντρόφου μας! Έπεσε ξαφνικά πάνω στην λάρνακα κι έσυρε μια φοβερή, ανατριχιαστικὴ κραυγή. Όλοι παγώσαμε, χλομιάσαμε... Ύστερα άρχισε μια να γελάει και μια να κλαίει... Να ξεστομίζει ακατονόμαστες βλαστήμιες... Τέλος πάντων, για να μην πολυλογώ, ένας μας τον ξέκανε με το πιστόλι... Ο π. Κύριλλος έπιασε νευρικά τον επιστήθιο σταυρό του. Το χέρι του έτρεμε. Ο Ιάκωβος σώπασε κι έπεσε σε συλλογή. Το πρόσωπό του έκανε αινιγματικούς μορφασμούς.


Το βλέμμα του έπεφτε πότε στην μια παλάμη και πότε στην άλλη. Σε μια στιγμή έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του, το ξεδίπλωσε, μα δεν ήξερε τι να το κάνει... Ο ιερέας τον έβγαλε από την δύσκολη θέση, ρωτώντας τον μαλακά και ήσυχα: —Πες μου, τι έγινε στην συνέχεια; —Στην συνέχεια, παππούλη, έγινε το πιο φοβερό... Ανάψαμε φωτιά. Και αρχίσαμε να τή μοιράζουμε στα τέσσερα... —Την λάρνακα; —Ναι,την λάρνακα. Πρώτα-πρώτα βγάλαμε τα πολύτιμα πετράδια, τα χρυσά αφιερώματα, τους σταυρούς... και μετά χωρίσαμε την λάρνακα σε κομμάτια... με το τσεκοῦρι. —Και τα λείψανα; Τί κάνατε με τ' άγια λείψανα; ψέλλισε συγκλονισμένος π. Κύριλλος. —Τα βγάλαμε, ανοίξαμε ένα λάκκο και τα θάψαμε... —Αυτό σημαίνει ότι βρίσκονται εδῶ, στην γη μας; —Μάλιστα... όχι πολύ μακριά... αλλά, που ακριβώς, δεν θυμάμαι. Πάνε τόσα χρόνια... Τα παράθυρα του π. Κυρίλλου ήταν φωτισμένα σχεδόν ως τα ξημερώματα.


Οι λιγοστοί αργοπορημένοι διαβάτες βλέπανε τον ιερέα να βηματίζει μέσα σκεφτικός, απ' την μιαν άκρη ως την άλλη, και μόνο κάπου-κάπου να σταματάει μπροστά στις εικόνες. Μα το φως δεν έσβηνε ούτε στο σπίτι του Ιάκωβου Λντώφ... Στο βάθος του μεγάλου δάσους ηχούσαν καμπάνες! Ο ήχος τους ήταν καθαρός, δροσερός, σαν απόμακρο κελάρυσμα πηγής. Έδενε τόσο αρμονικά με το θρόισμα των φύλλων, που σάλευαν ακατάπαυστα απ' τον απριλιάτικο άνεμο! Άνοιξη, καταχνιά, μισολιωμένα χιόνια, λιμνούλες, λάσπες... Προχώρησα με οδηγό τον ήχο. Περιπλανήθηκα αρκετή ώρα. Τελικά, μέσα σ' ένα λευκό κύκλο από λυγερόκορμες σημύδες, αντίκρισα το φτωχικό μοναστηράκι. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες χρύσωναν τον ξύλινο ναίσκο. Στο καμπαναριό ξεχώρισα το ψαρόμαλλο κεφάλι του καμπανάρη, με το μαύρο σκουφάκι.


Μπήκα στην αυλή από την κεντρική πύλη και κάθισα σ' έναν πάγκο. Οι καμπανοκρουσίες σταμάτησαν. Ο καμπανάρης ήρθε κοντά μου. —Μοναχός Αντώνιος, είπε, και μου έβαλε μετάνοια. Σπάνια φτάνει κανένας ως εδώ... Βλέπετε τι εγκατάλειψη!... —Είσαστε πολλοί αδελφοί; —Κανένας, εκτός από μένα. Άδειασε το μοναστήρι... Άλλοι δεν άντεξαν τις σκληρές συνθήκες της ζωής μέσα στο δάσος, και γύρισαν στον κόσμο.



Άλλοι πάλι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο... ήρθαν πριν τρία χρόνια,

νύχτα,

στην γιορτή της Κοιμήσεως...

Μας κακοποίησαν πολύ... Μας χλεύασαν... Τρύπησαν τις εικόνες με τις ξιφολόγχες...

Την νύχτα εκείνη τουφέκισαν τον μοναχό Θεόκτιστο, τους ιερομονάχους Γρηγόριο και Μακεδόνιο,

τον διάκονο Σέργιο, τον δόκιμο Βενιαμίν...

Γύρισε κι έριξε ένα βλέμμα στους τάφους του κοντινού κοιμητηρίου της μονής.

—Τώρα είμαι μόνος εδώ!

Χτυπάω τις καμπάνες, προσεύχομαι, καταγίνομαι με τον κήπο,

πηγαίνω στο δάσος για ξύλα...

Όπως και πρώτα...

—Και δεν φοβάσαι, μήπως, ακούγοντας τις καμπάνες, έρθουν πάλι εδώ;

— Ας έρθουν!

Το τυπικό μας εγώ δεν το παραβαίνω... Μόνο για ένα πράγμα είμαι καταπικραμένος 

—που τόσα χρόνια μένει κλειστή η ωραία πύλη του ναού... κλειστό το ιερό...

χωρίς λειτουργία...

Κατέβασε το κεφάλι κι έμεινε για λίγο σκεφτικός.

Ύστερα έριξε πάνω μου τα μάτια του, που χρύσιζαν μες στο αδύναμο φως του σύθαμπου,

και είπε:

— Μεγάλη Δευτέρα είν᾿ αύριο! Αν μπορείς, πάμε μαζί να ψάλλουμε τον όρθρο…

Συνεχίζεται...


Σημείωση: Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο ''ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ'' του Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις). Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και τὸ 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί». Η επιβολή του κομμουνιστικού καθεστῶτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει την δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητά του. Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», που από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας.

Τον Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο,συλλαμβάνεται από την μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), όπου δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού...! Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει το αυτοτελές έργο του συγγραφέα «Το οδοιπορικό ραβδί». Πρόκειται για άτακτες ημερολογιακές σημειώσεις ενός αγνώστου ρώσου ιερέα, που ἔζησε στο πρώτο μισό τοῦ 20ού αιώνα,και που αποτύπωσε στο χαρτί βιώματα και γεγονότα της ζωής του,λίγο πρίν και μετά την οκτωβριανή επανάσταση!...Το δεύτερο μέρος περιέχει τέσσερα κείμενα-μαρτυρίες, όπου ο συγγραφέας περιγράφει, είτε προσωπικές μετεπαναστατικές εμπειρίες του, είτε άλλα περιστατικά,που πληροφορήθηκε από τους πρωταγωνιστές τους ή από αυτόπτες μάρτυρες -το τελευταίο μάλιστα, έχει γίνει πλατιά γνωστό εδώ και δεκαετίες, όχι μόνο μέσα στην Ρωσία, αλλά κι έξω από τα σύνορά της. Γ.Δ.


Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν 


ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF