ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟΣ ΣΑΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ




Ένα βράδυ του άναψα τη φωτιά και κάθισα να του κάνω παρέα.

Αποκοιμήθηκε όμως ο Χαραλάμπης,και μετά από λίγο τον άκουσα,

πού έλεγε:

-Χρήν χρέν μη χρέν ναί χρέν.

-Τις ει; -Αρχιστράτηγος! -Τί ζητάς; -Να ανοίξει ή κόλαση!

-Δεν ανοίγει.

-Ποιοι είναι αυτοί πού κολάζονται; -Μάγοι, μάγισσες και αυτοί πού δεν ελεούν.

-Ποιόν να ελεήσουν;

Τον ζητιάνο. -Ποιος είναι ο ζητιάνος; Πετάγομαι εγώ και του λέω:

-Παπουλάκη, είναι ο Χριστός!

Αμέσως ξύπνησε και μου λέει:

-Λύθηκε το πρόβλημα. Αυτή ή συζήτηση, πού είχε ο Χαραλάμπης στον ύπνο του και,

κατ' οικονομία Θεού, πήρα μέρος κι' εγώ, πού ήμουν ξύπνιος, με συγκλόνισε και αναλύθηκα σε πολλά δάκρυα.

Ένα άλλο βράδυ κοιμόμουν στο σπίτι μου.

Γύρω στα μεσάνυχτα ξύπνησα και είχα μεγάλη ανησυχία.

Ό λογισμός μου μου έλεγε να πάω γρήγορα στο Χαραλάμπη.

Σηκώνομαι και πηγαίνω στην καλύβα του,

τον βρίσκω πεσμένο από το κρεβάτι και ταλαιπωρημένο.

Προσπα­θούσε πολλή ώρα ν' ανέβει στο κρεβάτι και δεν μπο­ρούσε· 

τον σήκωσα,

τον έβαλα να ξαπλώσει και θυμάμαι μου είπε:

-Η Παναγία σε έφερε!


Κάποια μέρα μου είπε:-Στείλε μου το παιδί σου τον Αντώνη,να του δώσω να διαβάσει μια παράκληση για τον παππού του το Σωτήρη,πού είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.Έστειλα τον Αντώνη,το γυιο μου,στο Χαραλάμπη,του έδωσε την παράκληση και του είπε να πάει στον Άγιο Μόδεστο να τη διαβάσει.Εγώ πήγα στο σπίτι και,όταν επέστρεψα, ο Χαραλάμπης μου είπε:-Την ώρα πού διάβαζε το παιδί την παράκληση,έ­λαβα μήνυμα από τα Ουράνια,ότι ο παππούς του θα γίνει καλά.Όπως το είπε,έτσι και έγινε.Ό παππούς βγήκε πολύ σύντομα από το νοσοκομείο και γιατρεύτηκε από την αρρώστια πού τον ταλαιπωρούσε.Πολλές φορές του έλεγα να μ' αφήσει να του πλύνω τα πόδια,αρνιόταν όμως επίμονα και μου έλεγε:-Άλλη φορά.Ένα βράδυ,πού του ξαναζήτησα να μ' αφήσει να του πλύνω τα πόδια,αφού αρνήθηκε πρώτα,μου είπε:-Θα 'έρθει άλλος από την Αθήνα και θα μου τα πλύνει.


Άλλη μέρα πού πήγα στην καλύβα του Χαραλάμπη,ήρ­θε ένας κύριος,του έκοψε τα νύχια και του έπλυνε τα πόδια.Όταν τελείωσε,ζήτησε να κρατήσει τα νύχια του για ευλογία. Ό Χαραλάμπης γύρισε προς εμένα και με ρώτησε:-τι λες,να του τα δώσουμε;-Παπουλάκη,του λέω,αφού σου έπλυνε τα πόδια,να τον τα δώσεις.Μετά έμαθα,ότι αυτός ο κύριος ήταν καθηγητής από την Αθήνα,είχε μεγάλη αγάπη στο Χαραλάμπη και πίστευε,ότι ο παπουλάκης ήταν άγιος άνθρωπος.Κάποια ήμερα με ρώτησε:-Αχ,θα γίνω άραγε καλά;Είχε φοβερούς πόνους στα πόδια του και το πρόβλημα αυτό δημιουργήθηκε από τις πολλές μετάνοιες και οδοιπορίες πού έκανε.-Παπουλάκη,του λέω,την Κυριακή θα φάμε στο σπίτι μου και μετά,ότι πει ο Θεός ας γίνει.


Την Κυριακή τον πήγα κρατώντας τον στο σπίτι μου και,αφού φάγαμε,τον άφησα κάτω από μια συκιά,για να πάω σε κάποια δουλίτσα μου. Όταν γύρισα μου φωνάζει:-Έλα εδώ,έλα εδώ γρήγορα.Πήγα αμέσως,για να δω τι με θέλει.-Κάθισε να σου πω· αυτή τη στιγμή μόλις έφυγε ή Παναγία· μου είπε να μην ξαναπάω στην καλύβα πού μένω,γιατί θα με σκοτώσουν με το τσεκούρι και θα ενοχοποιήσουν εσένα,πού μ' ανάβεις τη φωτιά.Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον Ηλιόπουλο να με πάρει στο σπίτι του.Εγώ,για να μην πάθω ότι έπαθα με το τραίνο,πήγα τρέχοντας,ειδοποίησα τον Ηλιόπουλο και τον πήρε στο σπίτι του. Στο σπίτι του Ηλιόπουλου,πού έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του,πήγαινα συχνά και τον έβλεπα.Κάποια μέρα είχαν πάει πολλές γυναίκες να τον δουν,ο παπουλάκης όμως δεν μιλούσε μαζί τους και αυτές,όταν με είδαν,μου παραπονέθηκαν.Ρώτησα τον παπουλάκη,γιατί δεν μιλάει στις γυναίκες,πού ήλθαν να τον δουν και μιλάει μόνο σε μένα.


Με κοίταξε και μου είπε:-Εσύ έρχεσαι μαζί με την Παναγία.Άλλη φορά,πού είχα πάει να τον δω,μου είπε:-Ήρθε άγγελος και μου είπε:Έκανες μεγάλο αγώνα και σε ένα μήνα θα αναπαυθείς.Ό πεθερός μου Αθανάσιος Δημητρακόπουλος, κάποιο βράδυ φιλοξένησε τον παπουλάκη στο σπίτι του.Ό Χαραλάμπης του είχε πει να τον ξυπνήσει στις δύο μετά τα μεσάνυχτα.Ό πεθερός μου έβαλε και το ρολόι,για να μην αποκοιμηθεί.Μόλις χτύπησε το ρολόι,σηκώθηκε για να πάει να ξυπνήσει το Χαραλάμπη.Τον είδε όμως να φεύγει περπατώντας πολύ ψηλά πάνω από το έδαφος.Αυτό τον συγκλόνισε και το έλεγε παντού.Στην κηδεία του Χαραλάμπη ο πεθερός μου φώναζε:-Είναι Άγιος,Άγιος!Τον είδα να περπατάει πάνω από το έδαφος!Θυμάμαι μια βραδιά,είχε έρθει ο Χαραλάμπης στου πεθερού μου το σπίτι,για να πυρωθεί. Ό κουνιάδος μου ο Γιάννης έριχνε στη φωτιά μπαρούτι με τις χούφτες.Οι φλόγες της φωτιάς ήταν πολύ ισχυρές,ο Χαραλάμπης καθόταν πολύ κοντά,ο κουνιάδος μου συνέχιζε να ρίχνει μπαρούτι,για να γελάει με το Χαραλάμπη.Εγώ τον μάλωνα να σταματήσει,για να μην καούμε.


Ό Χαρα­λάμπης γυρίζει και μου λέει:-Άφησέ τους,να καούνε μια ώρα αρχύτερα.Άκουσα από άλλους,ότι πέρασε από μια στάνη και δυο τσοπαναρέοι του έδωσαν σε πιάτο μυτζήθρα να φάει.Ό Χαραλάμπης, αφού έφαγε,ευλόγησε τα πρόβατα και οι δυο τσοπαναραίοι είδαν ότι από τότε τα πρόβατα είχαν πολύ γάλα.Είπαν στο Χαραλάμπη να περνάει τακτικά,για να του δίνουν γάλα,τυρί,μυτζήθρα και ότι άλλο ήθελε.Κάποια μέρα τον είδαν να περνάει έξω από τη στάνη περπατώντας πολύ ψηλά πάνω από το έδαφος.Οι τσοπαναραίοι τον θαύμασαν και του φώναζαν να τους πλη­σιάσει,αλλά ο Χαραλάμπης εξακολουθούσε να φεύγει χωρίς να πατάει στο έδαφος.Την εποχή της κατοχής οι Γερμανοί είχαν πολλούς κρα­τουμένους στο παλαιό Σύνταγμα και υπήρχε φήμη, ότι πολύ σύντομα θα τους εκτελέσουν.Μια γυναίκα έκλαιγε για τον άντρα της, πού τον είχαν κρατούμενο οι Γερμανοί.Πέρασε ο Χαραλάμπης από τη γειτονιά της και την είδε πού έκλαιγε,τη ρώτησε το λόγο και εκείνη του είπε για τον άντρα της.-Μην κλαις,θα πάω να σου τον φέρω εγώ τον άντρα σου,της είπε.Πήγε στο Σύνταγμα,πέρασε τους Γερμανούς σκοπούς χωρίς να τους φοβηθεί και χωρίς εκείνοι να τον εμπο­δίσουν.


Βρήκε τους κρατουμένους,πήρε αυτόν πού ήθελε και τον πήγε στο σπίτι του.Κάποια φορά είχα πάει στο πανηγύρι στο χωριό Χαραυγή. Στο σπίτι πού πήγα,ήρθε και ο Χαραλάμπης.Σε κάποια στιγμή μπήκε στο χορό και χόρευε με τις κοπέλες.Τον πλησίασα και του είπα:-Παπουλάκη,γιατί χορεύεις με τα κορίτσια;Λένε,ότι δεν είναι σωστό αυτό πού κάνεις.-Κάνω τον Ανδρέα το σαλό,μου είπε και συνέχισε το χορό. Ένας οδηγός,πού είχε φορτηγό,μου είχε πει, ότι πη­γαίνοντας κάποτε με το αυτοκίνητο στην Καλαμάτα,συνάντησε στο δρόμο το Χαραλάμπη, στο χωριό Αρφαρά. Όταν έφτασε όμως στην Καλαμάτα,βρήκε το Χαραλάμπη πάνω στη γέφυρα του παλαιού ΚΤΕΛ. Ό οδηγός αναρωτιόταν,πώς ο Χαραλάμπης περπατώντας και χωρίς ν' ανέβει σε αυτοκίνητο ή μηχανάκι έφτασε στην Καλαμάτα γρηγορότερα από αυτόν.Του οδηγού,του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτό και το συζητούσε στο καφενείο του Ασπροχώματος.Άκουσα την εποχή της κατοχής,ότι ο Χαραλάμπης πήγαινε με το φαναράκι του ν' ανάψει τον Άγιο Ιωάννη στον Άντικάλαμο.


Οι Γερμανοί είδαν το φως και άρχι­σαν να τον πυροβολούν με τα πολυβόλα τους από τη Σπερχογεία.Καμιά όμως σφαίρα δεν τον πήρε.Βλέ­ποντας οι Γερμανοί,ότι το φως δεν σβήνει,έτρεξαν να τον φτάσουν. Μόλις τον έφτασαν,άρχισε ο αξιωματικός τους να του δίνει κλωτσιές.Όταν σταμάτησε,ο Χαραλάμπης του είπε:-Δεν θα γυρίσει κανένας από σας στο σπίτι τον στην Γερμανία!Ό ίδιος μου είπε,ότι κάποια φορά είχε πάει σ' ένα μονα­στήρι στη Μάνη.Το βράδυ ξάπλωσε να κοιμηθεί στην αυλή του μοναστηρίου.Όλη τη νύχτα οι δαίμονες δεν τον άφησαν να κλείσει μάτι,τον χτυπούσαν και τον έπιαναν από το λαιμό να τον πνίξουν.Μου είπε ακόμη:-Ή λέξη τέρας δεν ταιριάζει ποτέ σε άνθρωπο·ούτε σε ζώο·ταιριάζει στο διάβολο,γιατί αυτός είναι τέρας.Ο Χαραλάμπης κοιμήθηκε τον Οκτώβριο του 1974.Ή κηδεία του έγινε στο μοναστήρι του Παναγουλάκη,και θυμάμαι είχε πάρα πολύ κόσμο.


Ποτέ δε θα ξεχάσω την ασκητική μορφή και την αγιότητα αυτού του ανθρώπου.Παπουλάκη, αιωνία σου ή μνήμη!Πηνελόπη Λάσκαρη,από το Φλομοχώριο Λακωνίας, κάτοικος Καλαμάτας,αναφέρει χαρακτη­ριστικά:Το Χαραλάμπη,τον θυμάμαι από το 1936,ήταν νέος τότε και πολύ ωραιότατος.Πάντοτε ξυπόλητος και αχτένιστος, φορούσε παντελόνι και πουκάμισο,αλλά στη μέση ήταν ζωσμένος ένα σακί.Στο λαιμό του είχε ξύλινο Σταυρό και στο ένα του χέρι κρατούσε άλλο Σταυρό,με τον οποίο σταύρωνε τον κόσμο.Εγώ από τότε πίστευα,ότι αγιόφερνε,ενώ άλλοι τον έλεγαν τρελλό,συγκεκρι­μένα τον έλεγαν Ζουρλοχαραλάμπη.Τον θυμάμαι στην Καλαμάτα,στο δρόμο πού ήταν το μεταξουργείο του Χριστόπουλου,έβαζε κήρυγμα και είχε μαζευτεί κόσμος.Παντού και πάντοτε έλεγε λόγια χριστιανικά και προφητικά,ακολουθούσε το Παλαιό Εορτολόγιο,εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μόνο στο Παναγουλάκη το μοναστήρι.


Όταν πήγαινα για μπάνιο,τον έβλεπα να κηρύττει στους λουόμενους και μερικούς να τους ελέγχει.Γύριζε όλα τα εξωκλήσια και άναβε τα καντήλια.Μια φορά,πού είχα στο σπίτι μου τα μικρά παιδιά της αδελφής μου,πέρασε ο Χαραλάμπης και μου άφησε κάτι ρεταλάκια.-Πάρτα αυτά.Και έφυγε σαν σίφουνας.Εγώ τα φύλαξα μέσα στο μπα­ούλο μου. Μετά από δύο χρόνια ήλθε ο Χαραλάμπης και μου είπε:-Δώσ' μου εκείνα τα ρεταλάκια,θέλω να τα πάω κάπου.Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε στο κουμπάρου μου του Ηλιόπουλου.Σχεδόν κάθε μεσημέρι του πήγαινα φρέσκο φαγητό και θυμάμαι μου έλεγε:-Οι αμαρτίες των ανθρώπων έχουν φτάσει μέχρι το λαιμό και μια μέρα θα τους κουκουλώσουν και θα καταστραφούνε.Μια μέρα πήγα πολύ στεναχωρημένη και του είπα:-Πατερούλη είμαι πολύ στεναχωρημένη, γιατί δεν έχω καμιά είδηση για το παιδί της κουμπάρας μου,πού υπηρετεί στο Πεζικό.


Λέω στους γονείς του,πού με παίρνουν τηλέφωνο από το εξωτερικό,ότι είναι καλά.Τι θα γίνει πατερούλη,λέω πολλά ψέματα και αυτό δεν μου αρέσει.-Μη στεναχωριέσαι,σήμερα θα λάβεις γράμμα του.Πήγα μετά στο σπίτι μου και βρήκα γράμμα από το στρατιώτη.Πατερούλη,είπα μέσα μου,πώς το ήξερες,ότι θα λάβω γράμμα;Επειδή δεν μπορούσα να πηγαίνω συνέχεια να τον κα­θαρίζω, συνεννοηθήκαμε μαζί με άλλες κυρίες και δίναμε κάποιο χρηματικό ποσό σε μια κυρία Σταθούλα και τον περιποιόταν.Με έλεγε «μανούλα μου» και τον ρώτησα,-Γιατί με λες «μανούλα μου»;-Γιατί ή μάννα μου με εγκατέλειψε μικρό και το 'χω παράπονο,δεν έπρεπε να με εγκαταλείψει ή μανούλα μου.Εσείς οι Μανιάτες κάποτε είσαστε οι καλύτεροι άνθρωποι,τώρα χαλάσατε,γίνατε οι χειρότεροι.Πολλά μου έλεγε,πού δεν τα θυμάμαι.



Κάποια φορά,

πού είμαστε πολλές γυναίκες στο δωμάτιο του Χαραλάμπη, είπε στην κουμπάρα μου:

-Πήγαινε ν' ανάψεις το καντήλι, γιατί έσβησε.

Πήγε και το βρήκε σβηστό, ενώ ή ίδια προ ολίγου το είχε ανάψει.

Όλες οι κυρίες αναρωτιόμαστε,

πώς το είδε ο Χαραλάμπης ότι έσβησε.

Δύο μέρες, επειδή είχα κάποιες δουλειές, δεν πήγα να τον ιδώ.

Κάποια στιγμή,

μια γειτόνισσα μου φώναξε:

-Πηνελόπη, ήρθε ο Χαραλάμπης.

Βγαίνω στο μπαλκόνι και τον βλέπω να στέκει στον τοίχο.

-Είσαι καλά; με ρώτησε. Δεν ήρθες και ανησύχησα. Θα έκανε ώρα να φτάσει στο σπίτι μου.

Περπατούσε σαν το μικρό παιδάκι, βήμα-βήμα, ακουμπώντας τα χέρια του στους τοίχους,

για να μην πέσει...

Όταν τον παραστέκαμε να πεθάνει, ερχόντουσαν από διαφόρους τόπους γυναίκες και έλεγαν κλαίγοντας:

-Χαραλάμπη,

εσύ μας έθρεψες, εσύ μας έντυσες... εσύ μεγάλωσες τα παιδιά μας... 

Κάποια άλλη φορά μου είπε:

-Θα γίνει πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, θα νικήσει ή Αμερική,

αλλά δε θα βρεθούν χέρια να τη χειροκροτήσουν.

Όταν πέθανε, τον στόλισαν σαν γαμπρό, τον κηδέψαμε στο μοναστήρι του Παναγουλάκη 

και θυμάμαι ήταν λαο­θάλασσα ο κόσμος στην κηδεία του!...

Συνεχίζεται...



Αποσπάσματα από το βιβλίο ''ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ''
Έκδοση της Ιεράς Μονής Παναγουλάκη Μεσσηνίας
Έτος 1993.Δεύτερη έκδοσις 1994
Τρίτη 1998
Ιερά Μονή Παναγουλάκη, Καλαμάτα,241 00
Εισαγωγή, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Χαραλάμπης ο Δια Χριστόν Σαλός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF