ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ο ΗΧΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΩ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ




Εδώ θ᾿ ἀφηγηθοῦμε μιὰ σύντομη ἱστορία, γιὰ τὸ βίο ἑνὸς νέου (Ρώσου) χωρικοῦ.

῏Ηταν ἁγνός,

ἐργαζόταν σκληρὰ κι ἤθελε ν᾿ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. ῞Ομως δὲν ἔμελλε νὰ πραγματώσει τὴν ἐπιθυμία του,

ἀλλὰ νὰ ζήσει στὸν κόσμο ἐνάρετα, τηρώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Κύριος τὸν βοήθησε νὰ σώσει τὴν ψυχή του.

῾Ο βίος του δὲν εἶναι μιὰ ἐξαιρετικὰ ἀσυνήθιστη περίπτωση.

Τέτοιοι ἄνθρωποι,

δόξα τῷ Θεῷ,

ὑπῆρχαν πολλοὶ στὴ ρωσικὴ γῆ. Εἶναι ὅμως πολὺ παρήγορο νὰ ᾿χουμε κατὰ νοῦ τέτοιους ψυχωφελεῖς βίους.

Πρὸς τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1850, ἕνα μεγάλος ᾿Ασκητής, ὁ π.Ησαΐας (μετέπειτα μεγαλόσχημος ᾿Ιγνάτιος),

ἀναβίωσε τὸ ᾿Ερημητήριο τοῦ ῾Αγίου Νικηφόρου, στὴν ἐπισκοπὴ τοῦ ῎Ολονετς.


Ενας ἀπὸ τοὺς κυριότερους βοηθούς του ἦταν ὁ Μοναχὸς Γεράσιμος. Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μπλίτοβο τῆς περιοχῆς τοῦ Νόβγκοροντ, τῆς εὐρύτερης περιφέρειας τῆς Νέας Λάντογκα τοῦ Προύσιν.῞Οταν ὁ π.Γεράσιμος ἔφυγε,ἄφησε πίσω στὸ σπίτι του δυὸ ἀδελφούς. Οἱ δικοί του ἦταν χωρικοὶ καὶ πολὺ εὐλαβεῖς ἄνθρωποι.Διατηροῦσαν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς διάφορους ᾿Ερημίτες ποὺ ἀσκήτευαν στὰ δάση καὶ μὲ τοὺς Μοναχοὺς τοῦ ᾿Ερημητηρίου τοῦ ῾Αγίου Νικηφόρου. ῞Ενας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του ὁ Σέργιος,ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸ ᾿Ερημητήριο μαζὶ μὲ τοὺς γιούς του κι ἔμεναν ἐκεῖ ἀρκετὸ διάστημα. ῾Ο Πέτρος, ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς γιούς του, ἀγάπησε πολὺ τὴ μοναχικὴ ζωή. ῞Οπως ὁ θεῖος του, ἤθελε κι αὐτὸς νὰ γίνει Μοναχός. ῎Εκανε τὸ ξεκίνημά του στὸ ᾿Ερημητήριο σὰν ἐργάτης, «γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ». Αὐτὴ ἡ φράση λεγόταν γιὰ τοὺς προσκυνητὲς ποὺ ἤθελαν νὰ ὑπηρετήσουν τὸ Θεὸ κι ἔμεναν στὸ Μοναστήρι κάποιο ἀκαθόριστο διάστημα, γιὰ νὰ ἐργαστοῦν ἐκεῖ ἀμισθὶ σὰν ἐργάτες,«γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ».


῾Ο Πέτρος ἐργαζόταν πολὺ καὶ ταυτόχρονα παρακολουθοῦσε ἀνελλιπῶς καὶ ὄρθιος ὅλες τὶς μακρὲς ἐκκλησιαστικὲς ᾿Ακολουθίες. Εἶχε τέτοιο ζῆλο, ποὺ ξεπερνοῦσε σὲ θέρμη ὅλους τοὺς ἄλλους Δόκιμους. Προόδευσε στοὺς μοναχικοὺς ἀγῶνες, μέσα του ὅμως ὀρθωνόταν ἕνα αἴσθημα ὑπερηφανείας. Εἶναι τὸ χειρότερο ἐμπόδιο στὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς προόδου καὶ τῆς σωτηρίας. Κι οἱ δυὸ Γέροντες, ὁ π.᾿Ιγνάτιος κι ὁ θεῖος τοῦ Πέτρου, ὁ π. Γεράσιμος, ἀνησύχησαν γιὰ τὸ νεαρό. Συσκέφτηκαν κι ἔβγαλαν τὸ συμπέρασμα πὼς θὰ ᾿ταν καλύτερα γιὰ τὴν ψυχή του νὰ παραμείνει στὸν κόσμο ταπεινὸς λαϊκός, μὲ αὐτομεμψία,παρὰ νὰ ἐξελιχτεῖ σὲ ὑπερήφανο Μοναχό. ῾Ο π. ᾿Ιγνάτιος εἶπε μιὰ μέρα στὸν Πέτρο:-῎Ακουσέ με, Πέτρουσκα. ῍Αν μείνεις ἐδῶ στὸ Μοναστήρι, θὰ ἐξελιχτεῖς σὲ ὑπερήφανο Μοναχὸ καὶ θὰ καταστραφεῖς ἀπὸ τὸ θέλημά σου. ῎Ακουσε καὶ μένα, τὸν ταπεινὸ κι ἀνάξιο καθοδηγητή σου. Γύρνα πίσω στὸ χωριό σου καὶ κεῖ θὰ κατορθώσεις νὰ σωθεῖς μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά σου.


Διάλεξε μιὰ ταπεινὴ γυναίκα, μιὰ κοπέλλα μὲ φόβο Θεοῦ, παντρέψου την, δούλεψε σκληρὰ σὰν ἀγρότης κι ἀνάθρεψε τὰ παιδιά σου μὲ φόβο Θεοῦ. Κι ἐγώ, ἂν ἀποκτήσω παρρησία στὸ Θεό, μετὰ τὸ θάνατό μου θὰ σὲ πάρω μαζί μου καὶ θὰ παρουσιαστοῦμε μαζὶ μπροστὰ στὸ Θεό.῾Ο Πέτρος ἔπεσε μὲ δάκρυα στὰ πόδια τοῦ Γέροντα καὶ τὸν ἱκέτευε νὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ πεθάνει ἐκεῖνος πρῶτος. Πίστευε ἀκράδαντα πὼς οἱ προσευχές του θὰ βοηθοῦσαν τὴν ψυχή του νὰ περάσει ἀνενόχλητα τὰ τελώνια. Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε πὼς ὁ ᾿Ελεήμων Κύριος θὰ ἐνεργήσει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη του. ῾Ο Πέτρος συμμορφώθηκε ταπεινὰ στὶς ὑποδείξεις τοῦ Γέροντα. ῎Εκανε ὑπομονὴ κι ἔφυγε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, μαζὶ μὲ τ᾿ ἀγαπημένο ὄνειρο ποὺ εἶχε γιὰ νὰ μονάσει. Γύρισε στὸν κόσμο καὶ παντρεύτηκε μὲ μιὰ ταπεινὴ κοπέλλα. Στὴ θέση του, ἔφερε τὸ νεώτερο γιό του νὰ ζήσει στὸ ᾿Ερημητήριο τοῦ ῾Αγίου Νικηφόρου. ᾿Αργότερα ὁ γιός του αὐτὸς κάρηκε ἐκεῖ Μοναχός. ῾Ο Πέτρος, ὁ ὁποῖος στὸ Μοναστήρι εἶχε συνηθίσει ν᾿ ἀγωνίζεται σκληρὰ καὶ νὰ ζεῖ μὲ ἐγκράτεια,συνέχισε καὶ στὸν κόσμο νὰ ὑπηρετεῖ τὸ Θεὸ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Τὰ καλοκαίρια ἔκανε ὅλες τὶς γεωργικὲς δουλειές. Τοὺς χειμῶνες πήγαινε στὴν Πετρούπολη κι ἐργαζόταν ὡς ζευγηλάτης.


῾Η ἁγνὴ καρδιά του δὲ σταμάτησε ποτὲ ν᾿ ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἁγία ᾿Εκκλησία Του. ῍Αν καὶ τώρα δὲν ζοῦσε στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου,ἀλλὰ σὲ χώρους ποὺ ἡ ζωὴ ἦταν γεμάτη θορύβους καὶ τὸν τράβαγε ἀπὸ παντοῦ σὰν ἀνεμοστρόβιλος, θυμόταν πάντα τὸ ὄνειρο τῆς νεότητάς του. ᾿Αγωνιζόταν μ᾿ ὅλη του τὴν ψυχὴ γιὰ ἕναν καλλίτερο καὶ τελειότερο τρόπο ζωῆς. ῾Ο ἑκούσιος αὐτὸς σταυρὸς τῆς ὑπακοῆς στὸν κόσμο ὅμως δὲν ἔμελλε νὰ κρατήσει πολύ. Κάποτε ποὺ βρισκόταν στὴν Πετρούπολη,στὴ διάρκεια μιᾶς κρύας καὶ ὑγρῆς ἄνοιξης, ἅρπαξε ἕνα γερὸ κρυολόγημα. Γύρισε στὸ σπίτι καὶ πέρασε τὸ Πάσχα βαριὰ ἄρρωστος. Γιὰ δυὸ βδομάδες πάλεψε κάπως νὰ κρατηθεῖ στὴ ζωή, στὴ συνέχεια ὅμως οἱ δυνάμεις του τὸν ἄφησαν τελείως. Εἶχε ὑψηλὸ πυρετὸ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του. Τοῦ ἔκαναν Εὐχέλαιο, κοινώνησε κι ἔδωσε στὰ παιδιά του τὴν εὐχή του καὶ τὶς τελευταῖες ὁδηγίες του. Μετὰ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Λεόντιο νὰ τοῦ κάνει μιὰ τελευταία χάρη: νὰ προσπαθήσει, ὅσο γρηγορότερα μπορεῖ, νὰ πάει μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς βάλτους καὶ τοὺς ἀνοιξιάτικους χειμάρρους στὸ ᾿Ερημητήριο τοῦ ῾Αγίου Νικηφόρου. Νὰ ὑπενθυμίσει στὸν π.᾿Ιγνάτιο ὅτι ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ ἐκπληρώσει τὴν ὑπόσχεσή του. Νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεὸ γιὰ τὴν ψυχή του, ἀφοῦ ὁ πρώην ἐργάτης του, «γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ», ἔπνεε τώρα τὰ λοίσθια. Τὸ χιόνι εἶχε ἀρχίσει νὰ λιώνει. Εἶχε παγωνιὰ καὶ ὑγρασία.


῾Η λάσπη ἦταν τόση, ποὺ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περπατήσει. ῾Ο Λεόντιος ἔκανε ὑπεράνθρωπες προσπάθειες γιὰ νὰ φτάσει στὸ ᾿Ερημητήριο. Μόλις ἔφτασε ἐκεῖ,οἱ Μοναχοὶ τὸν πληροφόρησαν πὼς ὁ π. ᾿Ιγνάτιος εἶχε ἐξασθενήσει πάρα πολὺ καὶ πὼς μὲ δυσκολία κατάφερναν νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν ἐκκλησία στὴν τράπεζα. ῾Ο Λεόντιος ἔτρεξε κοντά του καὶ τοῦ μεταβίβασε τὸ αἴτημα τοῦ ἀδελφοῦ του. Σχεδὸν ἑτοιμοθάνατος ὁ Γέροντας, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἔδωσε ἐντολὴ νὰ χτυπήσουν τὴ μεγάλη καμπάνα. Οἱ Μοναχοὶ μαζεύτηκαν στὴν ἐκκλησία κι ἔκαναν ἀγρυπνία γιὰ τὸν Πέτρο, τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μόλις ἀναπαύτηκε. ῾Ο π. ᾿Ιγνάτιος συγκέντρωσε τὶς τελευταῖες δυνάμεις του καὶ ζήτησε νὰ τὸν μεταφέρουν στὴν ἐκκλησία,ὅπου προσευχήθηκε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ πρώην δόκιμου. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες ὧρες, ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἀναχώρησε γιὰ τὴν αἰωνιότητα. ῾Ο Πέτρος στὸ μεταξύ, ἀφοῦ ἔφυγε ὁ ἀδελφός του ἠρέμησε. Σταμάτησε νὰ μιλάει σὲ ὅλους καὶ βυθίστηκε σὲ νοερὰ προσευχή. ῞Οταν ἔφτασε ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του, κάλεσε τὴ γυναίκα του κοντά του καὶ τῆς εἶπε: «᾿Ακοῦς, Μαρία,τί μεγαλειώδεις καμπάνες χτυποῦν ἐδῶ;». ῾Η γυναίκα του ὅμως δὲν ἄκουγε τίποτα. Καὶ τὸ θεώρησε φυσικὸ νὰ μὴν τὶς ἀκούει, ἀφοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη δὲν ἦταν κάποια μεγάλη γιορτή. Κι ἐκτὸς αὐτοῦ,ἡ ἐκκλησία ἦταν ἀρκετὰ μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τους.


῾Ο ἑτοιμοθάνατος συνέχισε:

«Εἶναι ὁ ἦχος ἀπὸ τὶς καμπάνες τῆς ῾Ιερουσαλήμ».

Μετὰ σίγησε γιὰ πάντα.

Κι ἔφυγε ἤρεμα γιὰ τὸ Θεό, ποὺ εἶδε τὴν ἀγάπη του, τοὺς ἀγῶνες του καὶ τὴ διάθεσή του ν᾿ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ σ᾿ ᾿Εκεῖνον.

῾Ο Θεὸς κάλεσε νωρὶς τὸν πιστὸ δοῦλο Του νὰ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ τῶν στεναγμῶν

 καὶ τῶν δακρύων καὶ νὰ πορευτεῖ στὴ βασιλεία τῆς αἰώνιας μακαριότητας.

῾Ο Πέτρος πέθανε σὲ ἡλικία 36 ἐτῶν...!




᾿Απὸ τὸ λίαν ψυχωφελὲς βιβλίο:
«῾Οσία Μαρία τοῦ ῎Ολονετς»,
σειρὰ «Οἱ Φιλόθεες» (Αʹ),
Μετάφρασις, επιμέλεια Πέτρου Μπότση
᾿Αθήνα 1992
σελίδες 120-125
Αναδημοσίευση από το περιοδικό
''ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ''
Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF