ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ 1905-1972




Εγεννήθη το έτος 1905 εις το χωρίον Καπετανιανά Μονοφατσίου, Ηρακλείου της Κρήτης.

Οι γονείς του, Μιχαήλ και Βαγιώνα Σταματάκη, πτωχοί χωρικοί και ευσεβείς Χριστιανοί,

ανέθρεψαν τα εννέα τέκνα τους με πολύν κόπον και στερήσεις.

Ταύτα κατά σειράν ήσαν:

Μαριάνθη, Χαράλαμπος, Κωστής, Μανώλης, Δημήτριος, Νικόλαος, Αντώνιος, Μαγδαληνή και Ειρήνη.

Απ' αυτά ευρίσκονται σήμερον εν ζωή τρία,

ο Νικόλαος, ο Δημήτριος και η Είρήνη.

Ο μικρός Χαραλάμπης ετελείωσε το Δημοτικόν Σχολείον (τετρατάξιον) 

καθώς και το τότε Σχολαρχείον (διτάξιον).

Επειδή και καλός και επιμελής μαθητής ήτο και αγαπούσε πολύ την Εκκλη­σίαν,

οι γονείς του προκειμένου σαν μεγαλώση να τον κάμουν Ιερέα, τον έστειλαν να μάθη 

τα "Ιερατικά γράμματα" εις την Ιεράν Μονήν του Κουδουμά εις ήλικίαν 

δώδεκα περίπου ετών. 

Εκεί ακόμη εζούσε ένας από τους δύο μεγάλους Γέροντας και κτήτο­ρας της Μονής

 ο π.Εύμένιος,

αδελφός του Μεγάλου Παρθενίου (+ 1905).

Παρέμεινε εις την Μονήν ως μαθητής του π. Εύμενίου τέσσερα έτη.

Αναφέρομεν μερικά περιστατικά, τα οποία συνέβησαν εις αυτόν κατά την διάρκειαν των τεσσάρων ετών

 κοντά εις τον μεγάλον καί ενάρετον Γέροντα Εύμένιον (1).



ΤΙΜΩΡΙΑ ΔΙΑ ΜΙΑΝ ΠΑΡΑΚΟΗ


Ένα βράδυ, μετά το απόδειπνον, ηθέλησε ο μικρός Χαραλάμ­πης, μαζί με τους συνομιλήκους συμμαθητάς του, να κάμη περί­πατο έξω από την Μονήν κοντά εις την παραλίαν. Ζήτησε, λοι­πόν, τήν άδειαν του ηγουμένου π. Εύμενίου. Ο π. Ευμένιος δεν τους έδωσε άδειαν και τους συνέστησε να ύπάγουν εις τα κελλιά των να αναπαυθούν. Ο νεαρός Χαραλάμπης επέμενε... -Κοπέλι, του είπε ο π. Εύμένιος, κάμε αυτό που σου λέω, γιατί θα το μετανοιώσης! καί του έκλεισε την θύραν του κελλιού του. Ενώ όλοι οί άλλοι συμμαθηταί του συνεμορφώθησαν με την εντολήν του Γέροντος, ο νεαρός Χαραλάμπης δεν τον άκουσε. Βγή­κε κρυφά από την Μονήν αφού πλέον είχε σκοτεινιάσει καλά. Προχωρώντας προς την παραλίαν βλέπει εις την άμμον ένα μικρό μαύρο σκυλί. -Περίεργο!μονολόγησε, πώς βρέθηκε εδώ αυτό το σκυλί;


Δέν πρόφθασε να κάμη δυο βήματα προς το μέρος του σκυλι­ού, και βλέπει έντρομος το σκυλί να γίνεται ξαφνικά ένας πε­λώριος και άγριος αράπης, έτοιμος να επιτεθή κατά του νεαρού Χαραλάμπους. Τρόμος κατέλαβε τον νεαρόν και κάνοντας μεταβολή έτρεχε με όλη του την δύναμιν προς την θύραν της Μονής να σωθή. Ε­κεί έμπροσθεν της θύρας τον περίμενε ο Γέροντας με το πιο γλυκό πατρικό χαμόγελο. -Μή φοβάσαι, του είπε, ο διάβολος της παρακοής ήταν. Ειδές το ντα έπαθες, γιατι δεν μ’άκουσες; πήγαινε τώρα στο κελλί σου και μην παρακούσης μου άλλη φορά! Κάποια νύχτα, ο μοναχός,ο διορισμένος να εξύπνα τους μοναχούς διά την νυκτερινήν Ιεράν Ακολουθίαν, εκτύπησε και την θύραν του κελλιού του νεαρού Χαραλάμπους. -Ναι,τώρα!., απήντησεν από μέσα κοιμισμένος ο νεαρός. Και εγύρισε από την άλλην... πλευράν και εσυνέχισε να κοιμά­ται!... Αφού πέρασε αρκετή ώρα, τον εκάλεσε και πάλιν ο μοναχός να σηκωθή .-Τώρα, έρχομαι ήτο και πάλιν η απάντησις, αλλά και πά­λιν βυθίστηκε εις τον ύπνον!


Η Ακολουθία του Όρθρου μέσα εις τον Ναόν είχε προχω­ρήσει πολύ, και ο νεαρός Χαραλάμπης δεν έλεγε να ξυπνήση. Κά­ποτε, αφού "χόρτασε" τον ύπνον, εσηκώθηκε και εβγήκε να πάη εις τον Ναόν. Έξω από τον Ναόν βλέπει ένα μοναχόν "καμπουριασμένον". -Αφού ο π. Δανιήλ πάει τώρα στην Εκκλησιά,εσυλλογίσθηκε, φαίνεται πως τώρα θα άρχισε η Ακολουθία! Πλησιάζοντας τον μοναχόν, που δεν εκινείτο από την θέσιν του, είδε αντί μοναχού να όρθώνεται εμπρός του ένας άγριος αράπης έτοιμος να τον πιάση. Καταφοβισμένος και τρέμοντας ο νεαρός Χαραλάμπης επέστρεψε τρέχοντας εις το κελλί του αμπαρώνοντας την θύραν του. Έβγαλε το κομβοσχοίνι του και άρχισε τις μετάνοιες. Προσευ­χόμενος και μετανίζων, λουσμένος εις τον ιδρώτα, είδε την ά­γρια κεφαλή του αράπη να τον φοβερίζη από το μικρό παραθύρι του κελλιού του.


ταν πλέον εξημέρωσε είδε ότι ο αράπης εξηφανίσθη. Τότε εβγήκε έξω και έπήγε εις τον Ναόν, όπου οι Πατέρες έπαιρναν το αντίδωρον από τον Λειτουργόν. Φοβισμένος αλλά και μέ εντροπή εκάθισε σε μία γωνιά του Ναού διά να μη τον βλέπουν. Ο Γέροντας τον είδε και τον εκάλεσε κοντά του. -Αι κοπέλι, του είπε δυνατά, ώστε να τον ακούσουν όλοι, σ’ άρεσε αυτό πώ' παθες; Άλλη φορά να ξυπνάς και να έρ­χεσαι μαζί με τους Πατέρες στην Εκκλησιά. Μετά γυρίζοντας προς τους εκκλησιαζομένους, Μοναχούς και προσκυνητές, τους είπε:-Να ρωτήσετε τούτο δα το κοπέλι, τι έπαθε απόψε που περιφρόνησε την Ακολουθία!


ΜΑΘΗΜΑ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ


Μια Τετάρτη ημέρα επήρε διά συνοδό του ο π. Εύμένιος τον Χαράλαμπον και επήγαν πεζοί εις το χωρίον Ασήμι. Εκεί, αφού ετελείωσαν τις δουλειές τους,τους εκάλεσε μια φτωχιά γυναί­κα να τους φιλοξενήσει εις το σπίτι της. Εις το ''τσουκάλι" που είχε επάνω εις την φωτιά έβραζε φασόλια με λάδι. Τους έστρωσε τραπέζι, τους έκοψε ψωμί,"άπόθεσε" ελιές και λίγο κρασί,"εκένωσε" σέ πύλινες καβάθες την ζεστή φασο­λάδα και τους εκάλεσε να ''κοπιάσουν" να φάνε. Ο νεαρός Χαραλάμπης εκοίταζε με παιδική περιέργεια να ιδεί τι θά κάμει ο Γέροντας. Ο Γέροντας Ευμένιος εσήκώθηκε, έκαμε προσευχή, ευλόγησε την "βρώσιν και την πόσιν" και εκάθισε να φάγη. Εκάλεσε τον νεαρόν να κάμει το ίδιο. Εις κάποια στιγμή που η οικοκυρά επήγε εις την κουζίνα, ο Χαράλαμπος είπε εις τον Γέροντα:-Γέροντα, τό φαί έχει λάδι, και σήμερα είναι Τετάρτη! -Το βλέπω, μόνο φάγε και μη μιλάς! 


Αφού απόφαγαν, έκαμαν προσευχήν και ευχήθηκαν να "πληθύνη ο θεός τα αγαθά Του εις τον οίκον τούτον", ευχαρίστησαν την οικοκυρά και επήραν και πάλιν τον δρόμον της επιστροφής πεζοί. -Η γυναίκα αυτή, εξήγησε ο Γέροντας εις τον νεαρόν, ήτο πολύ φτωχιά. ''Αν εμείς διά λόγους νηστείας δεν δεχόμεθα να φάμε το λαδερό φαγητό της, θα επικραίνετο πολύ, γιατί δεν είχε τα μέσα να μας κάμη άλλο. Τώρα που θα πάμε στο Μοναστήρι, την σημερινή μέρα θα την νηστεύσωμεν αύριο Πέμπτη.


ΚΟΠΗ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ


Κάποτε πάλιν ο νεαρός Χαραλάμπης, διά να ευχαριστήση τον Γέροντα, επήγε και εμάζευσε κοχλιούς (σαλίγκαρους), και με χαρά τους επήγεν εις τον Γέροντα. -Γέροντα, σου μάζεψα κοχλιούς που σ’αρέσουνε!... -Καί ποιος σου έδωσε ευλογία να τους μαζέψης; τον μάλωσε ο Γέροντας. Να πας και να τους αφήσεις εκεί που τους μάζεψες! θυμώνει ο νεαρός Χαραλάμπης, πετάει τα σαλλιγκάρια, βγά­ζει τα στιβάνια (μπότες), που του τά'χε δωρήσει ο Γέροντας, και αφού πέταξε και αυτά, του λέγει κλαίγοντας από το θυμό του. -Εγώ άλλο δεν κάθομαι εδώ! θα πάω στο χωριό μου!... θά πάω στην μάννα μου!... Ο π. Ευμένιος με την ηρεμίαν που πάντοτε τον διέκρινε,καί με πατρικό χαμόγελο τον εκάλεσε κοντά του και του είπε: -Άκουσέ με κοπέλι. Αυτά που σου κάνω εγώ τώρα, τα κάνω για να γίνης αύριο ένας καλός και άξιος Λειτουργός του Υψίστου. Μάθε και τούτο. Τα πρώτα σκαλοπάτια της πνευματικής ζω­ής είναι η υπακοή και η εκοπή του θελήματος, τα οποία φέρνουν την ταπείνωσιν.


Με αυτά τα νουθετικά και άλλα λόγια έκαμε τον Χαραλάμπη να μετανοήσει και να ζητήσει συγχώρησιν από τον Γέροντα, ο νεαρός Χαράλαμπος παρέμεινε εις την Μονήν μέχρι το έ­τος 1918. Εκεί εκτός των άλλων εδιδάχθη και την ψαλτικήν. Τό­τε τον πήρε από την Μονήν και τον εγκατέστησε ως ψάλτην εις την Μονήν Ιερουσαλήμ Μαλεβιζίου, ο Αρχιμανδρίτης π. Παρθένιος Βελαντάκης. Εκεί ο Επίσκοπος Βασίλειος τον εδιάβασε Α­ναγνώστην και περέμεινε μέχρι το έτος 1922. Κατόπιν επί ένα έτος ειργάσθη σε "τουβλάδικο" εις τήν Κρουσώνα. Μετά επέστρεψε εις το χωριό του και άνοιξε Καφενείο-Παντοπωλείον, το ο­ποίον εκράτησε μέχρι το 1925, οπότε εκλήθη εις τον στρατόν. Υπηρέτησε την θητείαν του εις τό Ηράκλειον και απελύθη την 12ην Ιουνίου 1927. Μετά το στρατιωτικόν μετέβη εις την Μονήν του Κουδουμά και παρέμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριον του ίδιου έτους. Ηγούμε­νος τότε ήτο ο π. Κύριλλος. Η Μονή, μοναδική τότε εις τήν Κρήτην,δεν έδέχθη το νέον ημερολόγιον. Παρέμενε πιστή εις τήν εντολήν του μεγάλου Γέροντος π. Παρθενίου, όστις προ του θανάτου του (+1905), τους προεφήτευσε ότι: "μία αίρεσις θα έλθει στην Εκκλησία, αλλά σείς μη τήν δεχθήτε". Αυτό είχε διαδοθεί εις όλα τα γύρω χωριά, καί ήσαν πολλοί οι πιστοί που ακολουθούσαν και ηγωνίζοντο με τον τρόπο τους διά το Πάτριον Εορτολόγιον.


Το πως το εννοούσαν οι Κρητικοί το "παλιό ημερολόγιον" και το πως ηγωνίζωντο κατά του "φράγκικου", αρκεί τις να διαβάσει το δημοσίευμα εις τα "Πάτρια" (τόμ. Β', σελ. 14) με τον τίτλον "ΝΑ ΤΟΥΣ ΜΟΝΟΦΑΤΕΤΣ!". Εις το χωριό του τον "έπροξένησαν" με μιά ευλαβή κόρη. Προτού δώσει απάντησιν επήγε εις την Μονήν του Κουδουμά διά να συμβουλευθεί τον ενάρετον π. Ιωακείμ ή Ιωακειμάκην. Ούτος του υπέδειξε να κάμουν νηστείαν και προσευχήν διά να πάρουν την απάντησιν. Πράγματι μετά τρεις ημέρας ο π. Ιω­ακείμ του έδωσε την άδεια να νυμφευθεί λέγοντάς του ακόμη και τι του έμελλε να συμβεί εις την ζωήν του, τά οποία πράγ­ματι και έγένοντο. Εις τας 28 Οκτωβρίου 1928 ενυμφεύθη την Μαρίαν Καρτσωνάκη του Γεωργίου από το Φουρνοφάραγγον, και εγκατεστάθη εις το χω­ριό του. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Μιχάλη, ο οποίος ευρίσκεται εν τη ζωή και την Χρυσούλα, η οποία απέθανε επτά μηνών. Το έτος 1931 οι συγχωριανοί του τον εψήφισαν και τον επρότεινον εις τον Επίσκοπον Αρκαδίας Βασίλειον να τους τον χειροτονήσει Ιερέα και ποιμένα των.


Εχειροτονήθη Διάκονος τον Μάρτιον του 1931 εις τον Ιερόν Ναόν Μεταμορφωσεως του Σωτήρος του χωρίου Πλώρας Καινούριου. Μετά από ολίγας ήμέρας εχειροτονήθη Ιερεύς εις τον Επισκοπικόν Ναόν των Αγίων Δέ­κα της ομωνύμου πόλεως. Αφού τον εκράτησε ο Επίσκοπος κοντά διά "έκμάθησιν" μετά από αρκετάς ημέρας τον εγκατέστησε ο ίδιος ως εφημέριον εις το χωριό του,όπου λειτουργούσε με το νέον ημερολόγιον. Εις τας 24 Σεπτεμβρίου 1934 απεβίωσε η πρεσβυτέρα του, αφήνοντάς του να αναθρέψει τον μικρόν Μιχαήλ, ηλικίας τεσσάτων ετών. Την ημέραν της εορτής του Αγίου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, κατά το Πάτριον Εορτολόγιον (10/23 Φεβρ.1935), ετοιμάσθηκε πρωί - πρωί να υπάγη να κόψει ξύλα. Η γιαγιά του που τον είδε, η ζιαζιά-Μαρία, η οποία ακολουθούσε με πολλές άλλες από τα χωριά το "παλαιό ημερολόγιο" και σαν αγράμματες που ήσαν, αλλά πιστές, τάς μεν Κυριακάς εκκλησιάζοντο εις τον Ναόν του χωριού, την Κοίμησιν της Θεο­τόκου, τας δε Εορτάς προσηύχοντο μόνες των εις τα σπίτια των, του είπε αυστηρά: -Για πού ετοιμάζεσαι Παπά μου; -Για ξύλα ζιαζιά... -Μα,... ευλογημένε, την σημερινή μέρα διάλεξες να πας για ξύλα; -Γιατί; τί είναι σήμερα; -Μά... ξέχασες ολότελα παπά μου; 


Είναι του αγίου Χαραλάμπη με το παλιό! καί κάμνοντας με εύλάβεια τον Σταυρόν της είπε: μεγάλη του η χάρι! -Καυμένη ζιαζιά! ξέχασες συ τώρα. Του Αγίου Χαραλάμπους πέρασε. Δεν κάναμε και μεγάλη γιορτή που γιόρταζα; -Μη πας παιδί μου, τόν παρεκάλεσε η γερόντισσα. Ο παπά Χαράλαμπος χωρίς να της απαντήσει, επήρε το γαιδουράκι του και επήγε δια να κόψη ξύλα. Το βράδυ εγύρισε με τα ξύλα, έφαγε και εκοιμήθηκε νωρίς. Μετά από ολίγην ώραν εξύπνησε με φοβερά "ρίγη", κάτι σαν ελονοσία. Έτρεμε ολόκληρος. Επηκολούθησε πυρετός. Τόν έτριψαν και του έκαμον όλα τα "γιατροσόφια" που συνήθως κάμνουν οι χωρικοί σ’αύτάς τας περιστάσεις. Αλλά μάταια. Ο πυ­ρετός όλο και ανέβαινε. Την άλλην ήμέραν ήτο εις την ιδίαν κατάστασιν. Τον ετύλιξαν με κουβέρτες, και αφού τον ανέβασαν σ'ένα γαιδούρι, τον κατέβασαν, μια ώρα δρόμο, είς την Βαγιωνιά, όπου έμενε ο μο­ναδικός ιατρός της περιοχής. Αφού τον εξήτασε προσεκτικά, κούνησε θλιβερά την κεφαλήν του, και ιδιαιτέρως είπε εις τους συγγενείς του: -Ζωή δεν έχει. Πάρτε τον να πεθάνει στο σπίτι του.


Τον έφερον εις το χωριό του και τον εξάπλωσαν εις το κρεββάτι, περιμένοντας το τέλος του. Το άσχημο νέο μαθεύτηκε εις το χωριό και τα περίχωρα: -Ο παπά Χαραλάμπης πεθαίνει... Συγγενείς, ενορίτες και φίλοι έτρεξαν εις το σπίτι του να τον ιδούν διά τελευταίαν φοράν... Γύρω του ήσαν οι δικοί του. Ο παπά Χαραλάμπης με κλειστά μάτια, μόνον που "άνάσανε". Εκεί κατά το "σούρωπο" τον βλέ­πουν να ανοίγει τα μάτια του και τα χείλη του να ψελλίζουν... -Τί...θέλετε... Ναι, ναι., θά το κάμω... Και σε λίγο τον βλέπουν να σηκώνει το χέρι του να κάμνει τον σταυρό του και μετά με το ίδιο πάλιν χέρι σαν να υπογράφει κάτι. Μετά ταύτα φέρει με προσοχή το χέρι του εις το στόμα του, σαν κάτι να κρατά, και πίνει... Μετά απ’αυτό δεν παρήλθεν πολύ ώραν και τον βλέπουν έκπ­ληκτοι να σηκώνεται, σαν να εξύπνησε από βαρύ ύπνον και να τους παρατηρεί όλους γύρω-γύρω με απορία. Σαν να μη συνέβαινε τίποτα, εζήτησε τα ρούχα του να ντυθεί. Όλοι τους κοιτάχθηκαν μεταξύ των, και σιγοψιθύρισαν με θλίψιν ότι, ο ''πυρετός θα τον πείραξε''!


Αφού ετοιμάσθηκε, τον ερώτησαν που θα πάει. Τότε, με φανερή συγκίνησιν τους είπε: -Στον 'Άγιον Γεώργιον στο Φουρνοφάραγγο για να πιω αγια­σμό, και έφυγε... Τον ακολούθησαν πολλοί συγγενείς και φίλοι, φοβούμενοι μη πάθει κανένα κακό, εις τον δρόμο. Επήγε με τα πόδια σιγά-σιγά, μια ώρα δρόμο, επροσκύνησε και ήπιεν αγιασμόν, και μετά επήγε εις το σπίτι της πεθεράς του διά να ξεκουρασθεί και να φάγει. Το απόγευμα, πάντοτε με την συνοδίαν των χωρικών, επέστρεφε εις το σπίτι του και τότε τους εδιηγήθη τα εξης: "Μέσα στον πυρετό που με έκαιγε, είδα την Αγία Μαρίνα, ό­πως ακριβώς την βλέπουμε στην εικόνα της." Αν θέλεις να ζή­σεις, μου είπε, πρέπει να ακολουθήσεις το Πάτριον Εορτολόγιον και να αφήσης το Φράγκικο". Εγώ τότε, της απάντησα, ναι. Αυτή μου έδωσε και υπέγραφα ένα χαρτί. "Τότε, μου λέγει πιες αυτό, και σήκω δεν έχεις τίποτα. Πήγαινε στο αγίασμα του Αγίου Γεωργίου, πιες από το αγίασμα και μην ξεχάσεις την υπόσχεσίν σου".


Την ερχομένη, αμέσως Κυριακήν, συνεπής προς την υπόσχεσιν που έδωσε ο π. Χαράλαμπος εις την Αγία Μαρίναν, εγύρισε το μηναίον του Ναού δέκα τρεις ημέρας όπισθεν. Μετά την ανάγνωσιν του Ιερού Ευαγγελίου, ανήγγειλλε εις τους ενορίτας του ότι από σήμερον θα ακολουθεί το Πάτριον Εορτολόγιον και τους εζήτησε να τον ακολουθήσουν. Η πλειονότης των συγχωριανών του το δέχτηκε με χαρά και ευλογία θεού. Υπήρξαν όμως και εκείνοι, οι οποίοι δεν το είδον με καλό μάτι, αλλ’ η ανάγκη πα­ρουσίας Ιερέως εις το χωριό και η συμπάθεια που είχον εις τον π. Χαράλαμπον, το εδέχτηκαν.



Το νέο ότι ο"παπά Χαραλάμπης λειτουργεί με το παλιό στα Καπετανιανά 

μαθεύτηκε εις όλα τα γύρω χωριά. Οι χωρικοί αγαπούσαν το "παλιό",

και κάθε Κυριακή και εορτή ανέβαινον εις τά Καπετανιανά δια να λειτουργηθούν 

και να εξομολογηθούν εις τον π. Χαράλαμπον. Επόμενον ήτο να το μάθει και ο Επίσκοπος Βασίλειος.

Και πάλιν επόμενον ήτο να τον καλέσει εις απολογίαν. Και μία ημέρα του μήνυσε 

πως τον ήθελε να κατέβει εις την Επισκοπήν εις τους Αγίους Δέκα.

Εκεί σαν έφθασε,

ο παπά Χαράλαμπος, εδιηγήθηκε εις τον Επίσκοπον την αιτίαν που τον έκαμε να ακολουθήσει το Πάτριον Έορτολόγιον.

"'Οσην ώραν ομιλούσε ο παπάς,

ο Επίσκοπος τον άκουε ήρεμα και προσεκτικά. Σαν ετελείωσε πετάχθηκε όρθιος και του έβαλε τις φωνές...

-Μα θές πως είσαι άγιος και βλέπεις και δράματα;

Τον εφοβέρισε πως εάν εξακολουθήσει να λειτουργεί με το "παλιό" θα τον τιμωρήση.

Ένα έτος επέρασε και ο παπά Χαράλαμπος εσυνέχιζε να λει­τουργεί με το Πάτριον Εορτολόγιον

 χωρίς κανείς να τον ενοχλήσει.

Του Αγίου Αντωνίου (17-1-1936 πάτριο εορτολόγιο) επήγε με πολλούς πιστούς

 και ελειτούργησε εις τό εξωκκλήσι του Αγίου Αντωνίου.

Το έμαθε ο Επίσκοπος και ειδοποίησε την Χωροφυλακήν να τον συλλάβουν

 και εν συνεχείς τον έκλεισαν εις την φυλακήν του αστυνομικού σταθμού Πύργου Μονοφατσίου.

Μετά τρεις ημέρας σιδηροδέσμιον τον παρουσίασαν εις τον Επίσκοπον.

{Συνεχίζεται...}.



Απόσπασμα από το ιστορικό ορθόδοξο περιοδικό ''Τα Πάτρια''
 του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως π. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου 
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Τόμος Στ΄, σελίδες 28-41
Εισαγωγή στο διαδίκτυο 
στο μονοτονικό σύστημα και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Θέμα: Πρεσβύτερος Χαράλαμπος Σταματάκης 1905-1972
Μέρος 1ον


Τα Πάτρια


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF