ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΛΩΡΟΣ, Ο ΑΟΙΔΗΜΟΣ ΙΕΡΕΥΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΟΥ



π. Ἰωάννης Φλῶρος Ἱερεύς




Ο θρυλικός παπα-Γιάννης,
ὁ πρῶτος Ἱερέας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων, ὁ Λειτουργὸς τῶν Ἀγρυπνιῶν
καὶ τοῦ μεγάλου Θαύματος τῆς Γ΄ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ,
γεννήθηκε τὸ 1860 στὸ χωριὸ Πεντιὰ (σημερινὸ Τρίκορφο) τῆς Μεσσηνίας,
ἀπὸ εὐσεβῆ οἰκογένεια.
Τὸ 1893 νυμφεύεται καὶ τὸ ἀμέσως ἑπόμενο ἔτος
χειροτονεῖται Διάκονος καὶ Ἱερεὺς ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Μεσσηνίας Πανάρετο Κωνσταντινίδη (†1897),
καὶ ἀναλαμβάνει ἐφημεριακὰ καθήκοντα στὸν ἐνοριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ του,
τὸν Ἅγιο Νικόλαο.
Μετὰ τὴν κοίμηση τῆς Πρεσβυτέρας του καὶ ἔχοντας ἐπωμισθεῖ τὴν φροντίδα τῶν πέντε τέκνων του,
μεταβαίνει κατὰ τὸ ἔτος 1923 στὴν Ἀθήνα
γιὰ τὶς σπουδὲς τοῦ μικροτέρου υἱοῦ του,
ἐγκαταλείποντας τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ μένοντας δίχως Ἐνορία.


Πολλὲς φορὲς προσφεύγει στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν γιὰ νὰ τοῦ δοθεῖ μία ἐνοριακὴ θέση, προκειμένου νὰ ἀσκήσει τὰ λειτουργικά του καθήκοντα καὶ νὰ μπορέσει νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς ἀνάγκες τῆς οἰκογενείας του, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Μετὰ ἀπὸ μῆνες μεγάλων στερήσεων, τὸν ἐπισκέπτεται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος σὲ ἐνύπνιο καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὸ τότε γραφικὸ Ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου στὰ Κάτω Πατήσια Ἀθηνῶν, τὸ ὁποῖο ἔμελε νὰ γίνει ἡ Ἐνορία του γιὰ λίγο καιρό.


κεῖ τὸν βρίσκει ἡ ἐπιβληθεῖσα Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία κατὰ τὸ ἔτος 1924. Τότε ἦταν ποὺ ἀντέταξε ἕνα σθεναρὸ ΟΧΙ στὴν καινοτομήσασα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀποτειχιζόμενος ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους προϊσταμένους του καὶ συστρατευόμενος μὲ τοὺς φύλακες τῶν Πατρώων Παραδόσεων, τὸν ἁπλὸ πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.


στάση του αὐτή, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸν φέρνει ἀντιμέτωπο μὲ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία καὶ τὸν ἐκδιώκει ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο. Νέες περιπέτειες ἀρχίζουν γιὰ τὸν παπα-Γιάννη. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς κάθε Ἐξωκκλῆσι στὰ περίχωρα τῆς Ἀττικῆς βρίσκει τὸν Λειτουργό του στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Ἱερέως μὲ τὸν νεανικὸ ζῆλο καὶ φρόνημα.


βρισκε ἰδιαίτερη ἀνάπαυση ὅταν λειτουργοῦσε στὸ ἐγκαταλειμμένο τότε Μονύδριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στὶς παρυφὲς τοῦ Ὑμηττοῦ (Δῆμος Παπάγου), καθὼς καὶ στὴν Ὀμορφοκκλησιὰ (τοῦ Βεΐκου) στὸ Γαλάτσι, τὰ ὁποῖα καὶ ὑποδέχονται τοὺς Παλαιοημερολογῖτες κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος.


Οἱ κόποι καὶ οἱ μόχθοι τοῦ πατρὸς Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀλίγους ἐγγάμους Κληρικοὺς ποὺ παρέμειναν μὲ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, ἐπευλογήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό· σ’ αὐτὸν ἐπιφυλάχθηκε ἡ μεγίστη τιμὴ νὰ εἶναι ὁ Λειτουργὸς στὴν Ἀγρυπνία τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὸ ἔτος 1925, στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο στὸν Ὑμηττό, κατὰ τὴν ὁποία ἐμφανίσθηκε ἐκεῖνος ὁ φωτεινὸς λευκὸς Σταυρός, ὁ ὁποῖος γέμισε μὲ εὐφροσύνη τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν, ἐνίσχυσε τοὺς ἀποκαμωμένους ἀπὸ τὶς διώξεις καὶ φώτισε πολλοὺς στὸ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πατρῶα εὐσέβεια, σύμφω να μὲ τὶς μαρτυρίας τῶν αὐτοπτῶν. Τὸ ἔτος 1934, οἱ Παλαιοημερολογῖτες τῆς Μπάλας (σημερινὴ Ροδόπολη Ἀττικῆς) τὸν καλοῦν νὰ λειτουργήσει στὸ βυζαντινὸ Ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Προδρόμου.


δικα ὅμως οἱ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνονται γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν ἐκεῖ, ἀφοῦ βρίσκουν τὸ Ναΰδριο ἑρμητικὰ κλειστὸ ἀπὸ τὶς ἀστυνομικὲς ἀρχές. Ὁ παπα-Γιάννης συνηθισμένος στὶς ἀπαγορεύσεις καὶ τοὺς διωγμοὺς δὲν πτοεῖται, ἀλλὰ οὔτε κἄν σκέπτεται νὰ στερήσει τοὺς εὐλαβεῖς ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία, ποὺ μὲ τόση λαχτάρα εἶχαν συγκεντρωθεῖ γιὰ νὰ συμμετάσχουν.


κολουθούμενος πάντοτε ἀπὸ τοὺς πιστούς, κατευθύνεται στὸ χωριὸ καὶ δίπλα στὸν χῶρο ὅπου βρίσκεται ὁ σημερινὸς Ἱερὸς Ναὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος Ροδοπόλεως, τελεῖ τὸ Μυστήριο ὑπαίθρια, ἐπάνω σὲ μία πέτρα, ποὺ ἔγινε ἀργότερα ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ ἐν λόγῳ Ναοῦ. Τακτικὸς στὴν τέλεση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ὁ παπα-Γιάννης, δὲν παραλείπει ἀκόμη καὶ στὸ βαθὺ γῆρας του τὴν καθιερωμένη νυκτερινὴ Ἀκολουθία. Μόνον μία νύκτα χιονισμένη παραβιάζει ἐξ ἀνάγκης τὴν τακτική του, σκεπτόμενος νὰ διαβάσει λίγο ἀργότερα τὴν Ἀκολουθία του.


Θεὸς ὅμως, ὁ Ὁποῖος δὲν θέλει νὰ διακοπεῖ μία τόσων ἐτῶν εὐλογημένη τακτική, τὸν εἰδοποιεῖ τὴν κατάλληλη στιγμή. Ἔντρομος ὁ Γέροντας Πρεσβύτερος ἀκούει φωνὴ ἀπὸ τὴν μικρὴ Εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία φέρει πάντοτε μαζί του, νὰ τοῦ λέγει: «Παπα-Γιάννη, ὄρθρου βαθέως!», καὶ ὁ ἀγαθὸς Λευΐτης σηκώνεται εὐθὺς γιὰ τὴν ὀρθρινὴ δοξολόγηση καὶ ἀνύμνηση τοῦ ἁγίου Θεοῦ... Στὸν μεγάλο διωγμὸ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τοῦ 1951, παρὰ τὰ γηρατειά του, ὁ παπα-Γιάννης ἐργάζεται ἐξαντλητικά, ἔχοντας μεταβάλλει τὴν οἰκία του στὴν Κηφισιά, στὴν ὁδὸ Κανάρη, σὲ κρυφὸ πνευματικὸ καταφύγιο τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων. 


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1951


Τὰ Χριστούγεννα τοῦ αὐτοῦ ἔτους, κατὰ περιγραφὴν αυτόπτου μάρτυρος, τοῦ κατὰ σάρκα πατρὸς τῆς Καθηγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Θρακομακεδόνων Ἀττικῆς Ξένης Μοναχῆς, τοῦ μετέπειτα Θεολόγου Μοναχοῦ, τρία φορτηγὰ γεμᾶτα πιστοὺς ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς Ἀττικῆς ξεκίνησαν τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης Ἑορτῆς ἀργὰ τὸ βράδυ, γιὰ νὰ ἀγρυπνήσουν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους διῶκτες τους, στὸ Ἐξωκκλῆσι τῆς Ἁγίας Μαρίνης στὸ Πόρτο Ράφτη. Ἱερεὺς καὶ ἐκείνης τῆς Ἀγρυπνίας ἦταν ὁ π. Ἰωάννης. Ἐκεῖνος βρισκόταν στὸ τελευταῖο φορτηγό, κάτω ἀπὸ ἕναν σωρὸ ἀπὸ παλτὰ καὶ ἐπανωφόρια. 



Καθ’ ὁδόν, ἀστυνομικὴ δύναμη σταματάει τὰ τρία φορτηγὰ γιὰ ἔλεγχο. Στὸ ἐρώτημα τῶν ἀστυνομικῶν ποιὸς ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς μετακινήσεως, οἱ ἐπιβαίνοντες τοῦ πρώτου φορτηγοῦ ἀντέταξαν τὴν ἁπλοϊκὴ δικαιολογία:


«Πᾶμε γιὰ μπάνια», δεδομένου ὅτι ἦταν μιὰ παγωμένη νύκτα τοῦ Δεκεμβρίου, μὲ ἀρκετὸ χιόνι, καὶ τρία φορτηγὰ γεμᾶτα κυρίως ἀπὸ ἀνθρώπους περασμένης ἡλικίας, οἱ ὁποῖοι ἔτρεμαν ἀπὸ τὸ κρύο. Τὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο φορτηγὸ ὅταν ἐρωτήθηκαν ποῦ πηγαίνουν, ἀπάντησαν: «Ὅπου πᾶνε καὶ οἱ μπροστινοί». Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπέτρεψε στοὺς Ἀστυνομικοὺς νὰ ἐπεξεργαστοῦν λεπτομερῶς τὸ κατὰ τὰ ἄλλα παιδαριῶδες ἐκεῖνο ἐπιχείρημα καὶ τοὺς ἄφησαν ἐλεύθερους νὰ συνεχίσουν τὸν δρόμο τους. 



Ἀγρυπνία δὲ στὸ ἀσφυκτικὰ γεμᾶτο Ἐκκλησάκι ἐνθύμιζε πρωτοχριστιανικὲς ἐποχές. Ὅλο το ἐκκλησίασμα ἔψαλλε μαζὶ καὶ ὁ Ζηλωτὴς Ἱερέας ἐξομολόγησε καὶ κοινώνησε ὅλους τοὺς παρισταμένους. Στὸ τέλος ὅλοι περιχαρεῖς ἀντάλλαξαν ἑόρτιες εὐχές, ἀρτεύθηκαν μὲ λίγα πτωχικὰ κεράσματα καὶ ἀναχώρησαν γιὰ τὶς οἰκίες τους δίχως νὰ σταματήσουν νὰ ψάλλουν καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐπιστροφῆς. Ἕξι μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν εἰς Κύριον ἐκδημίαν του, ὁ ἡρωϊκὸς π. Ἰωάννης καθηλώθηκε στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου ἐξ αἰτίας ἀτυχήματος. 



Τότε τὸν ἐπισκέπτεται καὶ ὁ ἐπανελθῶν ἀπὸ τὴν δεύτερη 17μηνη ἐξορία του στὴν Μυτιλήνη ἀείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης κυρὸς Χρυσόστομος. Τὴν 15η Δεκεμβρίου 1953, ἡμέρα τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἐλευθερίου, στὸ Ναΰδριο τοῦ ὁποίου πιστὰ ὑπηρέτησε κάποτε, ὁ παπα-Γιάννης ἐκοιμήθη τὸν ὕπνο τοῦ Δικαίου.




Ἐτάφη στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Θαυματουργοῦ Ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου στὴν Λυκόβρυση Ἀττικῆς,
τῆς ὁποίας τὴν Ἀδελφότητα ἐξυπηρετοῦσε τακτικὰ Μυστηριακῶς.
Ὑπῆρξε ἕνας ἀφανὴς καὶ θαρραλέος Κληρικός,
λακωνικὸς καὶ σοφός, μὲ μόνο φόβο τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ,
τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα θὰ μείνῃ στὴν ἱστορία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν,
συνδεδεμένο ἄρρηκτα μὲ τὸ συγκλονιστικὸ Θαῦμα τῆς Γ΄ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
τὸ ἔτος 1925.




Κύριες πηγές:



Περιοδικὸ «ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ», τ. 3, Ἰούλιος – Σεπτέμβριος 1976, σελ. 94-97. 
Ἱστολόγιο «Ἐκκλησιαστικός»
Εκ του περιοδικού '' Αρχείον του Ιερού Αγώνος '', τεύχος 2, Άνοιξη - Καλοκαίρι 2015.
Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF