ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

ΑΝΑΣΤΑΣ ΠΟΡΕΥΣΟΜΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ




Κατά τήν Κυριακήν τοῦ Ἀσώτου, θά ἤθελα, ἂν μποροῦσα νά ὑψώσω φωνή 



Φωνή μεγάλη, ὥστε νά ἀκουσθῆ εἰς τά πέρατα τῆς γῆς, γιά νά παρουσιάσω εἰς τά μάτια τῶν ἀνθρώπων 

τήν πατρική ὄντως ἀγάπη καί στοργή πού δείχνει ὁ Θεός, εἰς κάθε ἄνθρωπον, καί ἰδιαιτέρως 

πρός τούς ἁμαρτωλούς, ὅταν τούς καλῆ σέ μετάνοια καί σωτηρία. 



του π. Ευθυμίου Μπαρδάκα


Καὶ εἶμαι βέβαιος, ὅτι τὴ φωνὴ αὐτὴ θὰ τὴν ἀκούσουν καὶ θὰ τὴν νοιώσουν, πρὸ παντὸς οἱ νέοι, οἱ ὁποῖοι θὰ συγκινηθοῦν καί θά σπεύσουν νὰ ποῦν τὸ σωτήριον: «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου…». «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Εἶχε πέσει ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος, ὅπως ἄλλωστε καὶ τόσοι ἄλλοι σημερινοὶ νέοι, σὲ μεγάλο ἠθικὸ βάραθρο. Καὶ τί δὲν εἶχε κάνει. Ἐξηυτέλισε τὸ ἔνδοξο οἰκογενειακό του ὄνομα μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή του, σπατάλησε ὅλη τὴν πατρική του περιουσία μετὰ τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν. Ἔφθασε ἔτσι σὲ σημεῖο νὰ γίνη χοιροβοσκὸς ὁ πλούσιος υἱὸς. Ἔγινε ὁ ἄσωτος υἱὸς! 


Πόσα δὲν κρύβει μέσα της ἡ λέξις ἄσωτος! Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πορεία, πού ἔχουν χαράξει καὶ ἔχουν πάρει πολλοὶ νέοι σήμερα, ἔχουν πέσει σέ πτώσεις πολλές, ὡς ὁ ἄσωτος υἱός. Νὰ τίς ἀπαριθμήσωμε; Αὐτό εἶναι ἀδύνατον. Οἱ μὲν ζοῦν τὸν βίον τῆς ἀδιαφορίας καί, ἢ δὲν πιστεύουν ὁλοτελῶς εἰς τὸν Θεόν, ἢ ἔχουν θεοποιήσει τὴν ὕλη, τὸ χρῆμα καὶ τίς ἡδονές. Ἄλλοι πάλι ἔχουν περιπέσει εἰς κάθε εἶδος ἁμαρτίας. Ἀδικίες, ἀσέβειες, βλασφημίες, ἔχθρες, ζῆλοι, φθόνοι, κατακρίσεις, καταλαλιές, συκοφαντίες, ἠθικές ρυπαρότητες καὶ ἀσχημίες, εἶναι τὰ ἔργα των. Καὶ ἔτσι, νοῦς καὶ ψυχὴ καὶ καρδιά καὶ σῶμα κατεργάζονται τὴν ἁμαρτία. Τί ἀθλιότητα ἀλήθεια.! Τί πτώσις τοῦ πνευματικοῦ, τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, πλασθέντος ἀνθρώπου! Πόσοι ἀπὸ αὐτούς δὲν ἔχουν οἰκτρά μετανοήσει: Ἂχ πῶς κατήντησα ἔτσι; «Λιμῶ ἀπόλλυμαι». Ἀλλά τί πρέπει νὰ κάνουν; «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Εὐλογημένη ἡ ὥρα τῆς σκέψεως καὶ τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς. Αὐτὸ δὲν εἶπε καὶ δὲν ἔκανε καὶ ὁ ἄσωτος; 


Αὐτό πρέπει νὰ πῆ καὶ νὰ κάνη καὶ κάθε ἄσωτος. Νὰ πῆ δηλ. τὸ «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου». Ν’ ἀλλάξω πορεία, ζωή. Ἡ ἀπόφασις αὐτὴ τῆς ἀλλαγῆς ζωῆς ἐλευθέρωσε τόσους καὶ τόσους, ποὺ ἦσαν αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας. Ἔσωσε πολλούς ἀπὸ τὴν τελικὴ καταστροφή. Τοὺς ἔκανε εὐτυχεῖς τούς πρώην δυστυχεῖς. Καὶ τοὺς πρώην ἁμαρτωλούς τούς ἔκανε ἁγίους. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, πού ὄχι μόνον συγχωρεῖ τὸν ἄνθρωπον ὁσεσδήποτε ἁμαρτίες καὶ ἂν ἔχη διαπράξη ἀλλά τοῦ δίνει ἀκόμη καὶ τὴν χαρὰ καὶ εὐτυχία ὡς δῶρον διὰ τὴν μετάνοιά του. 


Κανεὶς ἀπὸ ὅσους πῆραν τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ δὲν ἔκλαυσε μετανοιωμένος. Ὅσοι ὅμως ἔφυγαν καὶ ἀκολούθησαν ἄλλον δρόμο, πάτησαν καὶ πατοῦν ἀγκάθια αἰχμηρά. Ἂς γίνη λοιπὸν ἀλλαγή. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ περιμένει. Οἱ ἠθικές ἀναστάσεις εἶναι ἀπαραίτητες, θὰ τίς πανηγυρίσουν ἡ Ἐκκλησία, ἡ στρατευόμενη ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ ἡ θριαμβεύουσα εἰς τοὺς οὐρανούς.



«Χαρά γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπί ἐνί ἁμαρτωλῶ μετανοούντι»



Αγιογραφία Serhei Vandalovskiy


Αρχιμανδρίτης π. Ευθύμιος Μπαρδάκας


Εφημέριος Ι. Ναού Παναγίας Προυσιωτίσσης, Τσακός Αγίας Παρασκευής Αττικής


ΟΣΙΟΣ ΑΓΑΠΗΤΟΣ Ο ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ




Ο Θεομακάριστος Αγαπητός ήταν από την πόλη του Κιέβου και ήρθε στα Σπήλαια στα χρόνια του οσίου Αντωνίου. 

Με πόθο πολύ ζητούσε από τον όσιο να τον δεχτή και να τον τιμήσει με το πανίερο μοναχικό σχήμα. 



Κι εκείνος, μετά την κανονική δοκιμασία, τον έκειρε και τον κράτησε κοντά του. Βλέποντας

 ο θεσπέσιος Αγαπητός τον όσιο Αντώνιο να υπηρετεί με αγάπη τους ασθενείς και να τους 

θεραπεύει με τα βότανα και την προσευχή του, θέλησε να γίνει μιμητής του. Αν κάποιος αδελφός αρρώσταινε,

 ο σπλαχνικός Αγαπητός άφηνε το κελί του και την ησυχία του κι έτρεχε στον άρρωστο.

 Καθόταν δίπλα του και ικανοποιούσε αγόγγυστα όλες του τις ανάγκες μέχρι ν' αναρρώσει.

 Συνάμα έκανε αδιάλειπτη θερμή προσευχή στον ιατρό των ψυχών και των σωμάτων Ιησού Χριστό

 υπέρ της υγείας του ασθενούς αδελφού. 



Κι αν η αρρώστια συνεχιζόταν για πολύν καιρό και ο αδελφός έχανε την υπομονή του και μεμψιμοιρούσε, ο όσιος τον ενίσχυε και τον παρηγορούσε με λόγους αγάπης και παρακλήσεως. Ακολουθώντας έτσι ταπεινά το παράδειγμα του γέροντα του οσίου Αντωνίου, ο φιλόθεος Αγαπητός αξιώθηκε από το Θεό της ίδιας θαυματουργικής χάριτος: Με τη δύναμη του Χριστού θεράπευε όλες τις παθήσεις, κάνοντας προσευχή και δίνοντας στους αρρώστους να φάνε λίγα χόρτα, από κείνα που έτρωγε ό ίδιος. Η φήμη του δεν άργησε να διαδοθεί στην πόλη του Κιέβου. Πλήθη χριστιανών που βασανίζονταν από ποικίλες ασθένειες άρχισαν να συρρέουν στη μονή και να θεραπεύονται από τον ιαματικό Αγαπητό. Την εποχή εκείνη υπήρχε στο Κίεβο ένας γιατρός, Αρμένιος κατά την πίστη και το γένος, διάσημος για τις διαγνωστικές και θεραπευτικές του ικανότητες. Με μια σύντομη εξέταση μπορούσε να καταλάβει από τι έπασχε ο άρρωστος, αν θα γινόταν καλά ή αν θα πέθαινε και πότε. Αν αντιλαμβανόταν ότι η κατάσταση του ήταν κρίσιμη, δεν τον αναλάμβανε. Κάποτε έφεραν στη μονή των Σπηλαίων έναν άρρωστο βογιάρο, αυλικό του ηγεμόνα Βσέβολοντ. 


Ο Αρμένιος γιατρός τον είχε απελπίσει, λέγοντας του απερίφραστα πως θα πέθαινε σε οκτώ μέρες. Ο όσιος Αγαπητός προσευχήθηκε πάνω από τον ασθενή και κατόπιν του έδωσε να φάει λίγα χόρτα από το πιάτο του. Ο άρρωστος θεραπεύτηκε αμέσως! Μετά απ' αυτό το θαύμα η δόξα του ιαματικού Αγαπητού έφτασε στο αποκορύφωμά της. Ο Αρμένιος έλιωνε από ζήλια και κατηγορούσε το μακάριο σαν κομπογιαννίτη και ψευτοθαυματοποιό. Θέλησε μάλιστα να τον ρεζιλέψει στους ανθρώπους. Με έμπιστους υπηρέτες του, όμοιους μ' αυτόν στην κακία, έστειλε στη μονή έναν ετοιμοθάνατο. Τους είχε δασκαλέψει να του δώσουν με τρόπο να πιει ένα φαρμακερό υγρό. Έτσι θα ήταν βέβαιος ό θάνατος του. Όλα έγιναν όπως τα είχε προετοιμάσει ο μυσαρός Αρμένιος. Μόλις ήπιε το δηλητήριο ο άρρωστος,, άρχισε να σπαρταράει σαν ψάρι και να βγάζει αφρούς από το στόμα. Ο θάνατος τον είχε κιόλας αγγίξει. Ο όσιος, βλέποντάς τον να πεθαίνει, έφερε λίγα χόρτα από το τραπέζι του και τα έβαλε με δυσκολία στο στόμα του ετοιμοθάνατου. 


Ύστερα γονάτισε μπροστά του και παραδόθηκε σε θερμή ικεσία προς το Θεό. Πριν πέραση πολλή ώρα, ο ετοιμοθάνατος συνήλθε, γέμισε ζωή και σφρίγος και σηκώθηκε όρθιος!!!!!! Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο Αρμένιος, λύσσαξε από το κακό του. Διέταξε τους ανθρώπους του να βρουν τρόπο και να ποτίσουν με το φαρμάκι τον ίδιο τον όσιο. Εκείνοι πήγαν σαν ευλάβεια τάχα προσκυνητές και με πολλή πονηρία του πρόσφεραν το δηλητήριο σαν ωφέλιμο ποτό, παρακαλώντας τον να το πιει και να τους ευλογήσει. Ο όσιος το ήπιε, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Ο Κύριος, που υποσχέθηκε στους δούλους Του ότι «καν θανάσιμο τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει», λύτρωσε και τώρα το μακάριο Αγαπητό από τη θανατηφόρα δράση του δηλητηρίου. Δεν πέρασε πολύς καιρός και αρρώστησε ο ηγεμόνας Βλαδίμηρος Βσεβολόντοβιτς ο Μονομάχος. Βρισκόταν τότε στο Τσερνιγώφ. Ο Αρμένιος γιατρός πάσχιζε μ' όλα τα μέσα που διέθετε να τον βοηθήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο ηγεμόνας έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου. Απελπισμένος τότε ειδοποίησε τον ηγούμενο της Λαύρας Ιωάννη, παρακαλώντας τον να στείλει στο Τσερνιγώφ τον ιαματικό Αγαπητό για να τον θεραπεύσει με τη χάρη που είχε από το Θεό. 


Ο ηγούμενος Ιωάννης κάλεσε τον όσιο και του μετέφερε την παράκληση του άρρωστου ηγεμόνα. Αλλά ο μακάριος, που ποτέ δεν είχε βγει από το μοναστήρι, είπε ταπεινά: — Τίμιε Γέροντα, αν πάω στον ηγεμόνα για τη θεραπεία του, τότε πρέπει να πηγαίνω και στους άλλους που έχουν παρόμοια ανάγκη. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του Θεού. Ζητώ λοιπόν την ευλογία σου να μην αναχωρήσω για το μέρος όπου με περιμένει ανθρώπινη δόξα, γιατί υποσχέθηκα στο Θεό να την αποφεύγω μέχρι την τελευταία μου αναπνοή. Δώσ' μου την ευχή σου να φύγω σε άλλο μέρος και να κρυφτώ προσωρινά, μέχρι να περάσει αυτή η δυσκολία. Αν όμως θελήσεις να με στείλεις εσύ στο Τσερνιγώφ, θα κάνω υπακοή. «Ουχ ως εγώ θέλω, αλλ' ως συ». Ο ηγούμενος Ιωάννης θαύμασε την αρετή και την ταπείνωση του υποτακτικού του και δεν επέμεινε. Είπε στους απεσταλμένους του ηγεμόνα πως δεν μπορεί να τον πιέσει. Αν μπορούσαν εκείνοι ας τον έπειθαν. Άλλα όπως ήταν φυσικό και των απεσταλμένων οι προσπάθειες έμειναν άκαρπες. Ο όσιος ήταν ανένδοτος. Όταν είδαν κι απόειδαν, ζήτησαν τουλάχιστον λίγα χόρτα από το πιάτο του Αγαπητού. Το αίτημά τους αυτό το συμμερίστηκε και ο ηγούμενος Ιωάννης, που έδωσε εντολή στον όσιο να υπακούσει. Έτσι κι έγινε. Ο πρίγκιπας γεύτηκε τα χόρτα που του έφεραν. 


Αμέσως έγινε καλά!!! Τρελός από χαρά για τη σωτηρία του ο Βλαδίμηρος, πήρε μπόλικο χρυσάφι και ξεκίνησε με μεγάλη συνοδεία για τη μονή των Σπηλαίων, θέλοντας ν' αμείψει και να τιμήσει το σωτήρα του. Μόλις όμως ο ταπεινός Αγαπητός πληροφορήθηκε την άφιξή του, έτρεξε και κρύφτηκε. Όσο κι αν έψαξαν ο ηγούμενος και οι αδελφοί, δεν μπόρεσαν να τον βρουν. Στενοχωρημένος ο ηγεμόνας έδωσε το χρυσάφι στον ηγούμενο, προσκύνησε στην εκκλησία κι έφυγε. Άλλα σε λίγες ημέρες έστειλε ένα βογιάρο του με πολλά δώρα για τον όσιο. Ο βογιάρος βρήκε τον Αγαπητό στο κελί του κι απόθεσε τα δώρα μπροστά στα πόδια του. Ο όσιος τότε του είπε: — Παιδί μου, ποτέ δεν παίρνω αμοιβή νια τις θεραπείες, γιατί αυτές γίνονται όχι με τη δική μου δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Χριστού. Γι' αυτό και τώρα δεν μπορώ να δεχτώ αυτή την προσφορά του κυρίου σου. - Το γνωρίζει πάτερ κι εκείνος που μ' έστειλε πως δεν παίρνεις αμοιβή, αποκρίθηκε ο βογιάρος. Αλλά σε παρακαλώ, για να μη λυπήσεις τον άνθρωπο που έκανε υγιή Ο Θεός με τη δική σου μεσολάβηση, δέξου αυτά τα δώρα και χρησιμοποίησέ τα όπως εσύ νομίζεις. 


Μοίρασε τα αν θέλεις, στους φτωχούς. - Να 'ναι ευλογημένο τότε, είπε ο όσιος. Πες όμως σ' αυτόν που σ' έστειλε ότι, αν θέλει να είναι ευάρεστος σ' Εκείνον που τον γλίτωσε από το θάνατο, να μοιράζει στους φτωχούς και από την υπόλοιπη περιουσία του. Γιατί δεν θα μπορέσω να τον βοηθήσω άλλη φορά. Τον παρακαλώ με την καρδιά μου να υπακούσει, για να μην τον βρουν χειρότερα. Και λέγοντας αυτά ο Ανάργυρος Αγαπητός, πήρε τα δώρα και βγαίνοντας βιαστικά από το κελί του τα πέταξε έξω, δίπλα στην πόρτα. Ο ίδιος εξαφανίστηκε και κρύφτηκε σε άγνωστο μέρος. Βγαίνοντας και ο βογιάρος έξω, είδε τα δώρα πεταμένα χάμω και τον όσιο πουθενά. Λες και τον είχε καταπιεί η γη. Τα μάζεψε τότε και τα έφερε στον ηγούμενο. Όταν επέστρεψε στον ηγεμόνα, διηγήθηκε σ' εκείνον και τους αυλικούς του ό,τι είχε συμβεί και όλοι δόξασαν το Θεό και το γνήσιο δούλο Του Αγαπητό, που στήριζε την ελπίδα της αμοιβής του στον ουρανό, «όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν» τους αιώνιους θησαυρούς του Κυρίου, τους ετοιμασμένους για τους πιστούς οικονόμους των χαρισμάτων Του. Από τότε ο ηγεμόνας Βλαδίμηρος άρχισε, κατά την εντολή του οσίου, να μοιράζει απλόχερα τα πλούτη του στους φτωχούς. Κάποτε όμως παραχώρησε ό Θεός ν' αρρωστήσει και ο ιαματικός Αγαπητός. Βρήκε τότε ευκαιρία και τον επισκέφθηκε ο Αρμένιος γιατρός, ενδιαφερόμενος δήθεν για την υγεία του. — Δε μου λες, γέροντα, ρώτησε ειρωνικά τον όσιο. 


Με τι χόρτο θεραπεύεται η δική σου αρρώστια; — Μ' εκείνο που θα υποδείξει ό Κύριος, ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, αποκρίθηκε με ακακία ο μακάριος. — Χμ! Ιδέα δεν έχει αυτός εδώ από ιατρική. Είναι τελείως άσχετος! αποφάνθηκε με υπεροψία ο γιατρός, κοιτάζοντας με νόημα τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί. Ύστερα έπιασε το χέρι του οσίου και είπε μ' επισημότητα: —Σου λέω στ' αλήθεια ότι δεν έχεις πάνω από τρεις ήμερες ζωής. Σου δίνω το λόγο μου, αν σε τρεις ήμερες δεν πεθάνεις, εγώ αλλάζω ζωή και γίνομαι μοναχός σαν εσένα! Στα λόγια αυτά ο όσιος Αγαπητός αγανάκτησε. — Αυτή είναι η τέχνη σου; είπε αυστηρά. Αντί να σώζεις, προλέγεις το θάνατο; Αν είσαι ικανός, θεράπευσε με! Αν όχι, τότε για τι λες πως θα πεθάνω σε τρεις ήμερες; Ο Κύριος με πληροφόρησε ότι θα με πάρει κοντά Του μετά από τρεις μήνες! Αλλά ο Αρμένιος επέμενε: —Μην έχεις τέτοιες μάταιες ελπίδες! Δε βλέπεις τα χάλια σου; Αποκλείεται να ζήσης περισσότερο απ' όσο σου λέω. 


Στο μεταξύ έφεραν στον όσιο κάποιον άρρωστο από το Κίεβο για να τον θεραπεύσει. Εκείνος, με θαυματουργική επέμβαση του Θεού, σηκώθηκε αμέσως από την κλίνη και πήγε στο τραπέζι για να πάρει λίγα χόρτα. — Να το χόρτο της θεραπείας μου! Δες το και συνετίσου! Είπε στο γιατρό, που τον κοίταζε με έκπληξη να στέκεται όρθιος. — Αυτό δεν φαίνεται να είναι από τα δικά μας χόρτα, είπε αμήχανα ο Αρμένιος. Μοιάζει μ' ένα φυτό που φυτρώνει στην περιοχή της Αλεξάνδρειας. Γέλασε ο όσιος με την αμάθειά του κι έδωσε στον ασθενή να φάει, ενώ ο ίδιος γονάτισε σε προσευχή. Σε λίγο ο άνθρωπος είχε θεραπευθεί!!!! Κατόπιν ό θείος Αγαπητός στράφηκε στο γιατρό: — Φάε κι εσύ σε παρακαλώ, από τα χόρτα μου. — Δεν μπορώ πάτερ, γιατί εμείς έχουμε αυτό το μήνα τέσσερις ήμερες νηστεία και η σημερινή μέρα είναι νηστίσιμη. — Μα σε ποια πίστη ανήκεις εσύ; ρώτησε με απορία ο όσιος. — Καλά, δεν έχεις ακούσει για μένα; Είμαι Αρμένιος! -Αρμένιος! φώναξε ο όσιος με ιερή οργή. 


Και πως τόλμησες, προδότη της Ορθοδοξίας, να μπεις εδώ μέσα; Πως τόλμησες να βεβηλώσεις το κελί μου και να πιάσεις στα αιρετικά σου χέρια το δικό μου αμαρτωλό χέρι; Φύγε από δω πλανεμένε, ασεβέστατε! Ντροπιασμένος έφυγε ο γιατρός. Ο θεοφιλής Αγαπητός έζησε, όπως τον είχε πληροφορήσει ό Θεός, τρεις μήνες ακόμη. Και την 1η Ιουνίου εκοιμήθη ειρηνικά κι ενταφιάστηκε από τους αδελφούς στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. 



Μετά από λίγο καιρό, ο γιατρός εμφανίστηκε «συντετριμμένος και τεταπεινωμένος»

 στον ηγούμενο της μονής των Σπηλαίων. — Αφήνω την πλάνη των Αρμενίων, είπε κλαίγοντας μετανιωμένος.

 Ασπάζομαι την αγία Ορθοδοξίας, τη μόνη αληθινή πίστη και ποθώ να υπηρετήσω τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, 

φορώντας το άγιο μοναχικό σχήμα. Μου εμφανίστηκε χθες ο μακαριστός Αγαπητός και μου είπε: 

«Υποσχέθηκες ν' αρνηθείς την πλάνη σου και να γίνεις μοναχός. Αν τώρα υπαναχωρήσεις,

 θα καταστρέψεις την ψυχή σου. 

Ο Θεός ου μυκτηρίζεται!» 

Τώρα πια πιστεύω ότι Ο Αγαπητός είναι άγιος! 

Πράγματι, ο γιατρός ασπάσθηκε την ορθόδοξη πίστη, έμεινε στη μονή κι έγινε μοναχός,

 αφιερώνοντας την υπόλοιπη ζωή του στην ίαση των τραυμάτων της δικής του ψυχής

 και στην ευαρέστηση του μεγάλου Ιατρού,

 Ιησού Χριστού.



Οι βίοι και τα κατορθώματα των πρώτων οσίων οικιστών της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου,
 που με τ' ασκητικά παλαίσματα, τις πύρινες προσευχές, τις εκπληκτικές θαυματουργίες
 και την άγια βιοτή τους στερέωσαν το μήνυμα του Ευαγγελίου στη ρωσική γη. Συνταγμένο στα μέσα του 13ου αι., 
περιέχει διηγήσεις των οσίων Νέστορος του Χρονογράφου (†1114), 
Πολυκάρπου,
 αρχιμανδρίτου της Λαύρας (†1182) και Σίμωνος, επισκόπου Βλαντιμίρ και Σουζντάλ (†1226). 
Ένα βιβλίο που δεν προσφέρει στον αναγνώστη τη σοφία του κόσμου τούτου, του αποκαλύπτει
 όμως την ουράνια σοφία, την αγιοπνευματική χάρη και τη θεία δύναμη, που ενοικούσαν
 στους απλοϊκούς σπηλαιώτες πατέρες του πρώιμου ρωσικού μοναχισμού. Το κείμενο συνοδεύεται
 από παλιές λαϊκές γκραβούρες. 
Έκδοση Ι.Μ.Παρακλήτου. 
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. 


Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου


ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΕΛΘΕΙΝ




Η μεγάλη, η τεραστίων διαστάσεων αγάπη Του Δημιουργού μας για τον άνθρωπο,

 είναι η παραχώρησίς Του, 

να έχομε «ελευθέρα βούληση».

 Τι σημαίνει αυτό;



Σημαίνει πώς, δεν μας πειθαναγκάζει να Τον ακολουθήσομε, αλλά μας λέγει, με την φράση 

«όστις θέλει οπίσω μου ελθείν», πως είμεθα ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ να ζήσομε όπως επιλέγομε 

και να θρέψομε, στο τέλος, τους καρπούς των επιλογών μας. Θέτει τους κανόνες με τους οποίους 

γίνεται αποδεκτός ο οιοσδήποτε δηλώνει «Πιστός» και με τρόπο καθαρό και ξάστερο,

 εντοπίζει τα θέματα, τις ενέργειες, τις «ιδιότητες», τον τρόπο ζωής γενικώς, που δεν είναι δυνατόν

 να γίνουν αποδεκτά.


του π. Ευθυμίου Μπαρδάκα


Έτσι, καθ΄ένας μας, μπορεί να εκτιμήσει το εάν και κατά πόσον ο τρόπος της επιγείου ζωής του, του δίδει το δικαίωμα να ελπίζει πως ευρίσκεται κοντά ή έχει απομακρυνθεί από του να ακούσει την πολυπόθητη απόφαση Του δικαίου Κριτού των πάντων, που θα τον κατατάσσει ανάμεσα στα «Παιδιά του Θεού», τα οποία απέδειξαν πως είναι άξια να ευρεθούν στον χώρο του Φωτός και της υπερτάτης ΑΛΗΘΕΙΑΣ, στο πλάι Του Κυρίου και Θεού μας….! Βεβαίως, αυτό κάποιους ουδόλως τους απασχολεί όσο ζούν την πρόσκαιρη και μικρή, επί της γής, ζωής τους, δεδομένου πως τους απασχολεί μόνον η επίπλαστη, η ψευδής και ψυχοφθόρος «καλοπέραση» και τους έχουν μαγέψει (μεταφορικώς και κυριολεκτικώς) οι καλοστημένες και ελκυστικές παγίδες των δυνάμεων του κακού, οι οποίες, ΟΥΔΕΠΟΤΕ σταματούν να προσπαθούν να παρασύρουν τους ανθρώπους στην απώλεια και την αιώνια «καταδίκη» της ψυχής τους. 


Ο αγώνας είναι πολύ δύσκολος για τον άνθρωπο και αυτό βεβαίως είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ γνωστό στον Κύριο και Θεό μας, ο οποίος, για τον λόγο αυτό, προκειμένου να βοηθήσει το δημιούργημά του το οποίο υπεραγαπά, του έχει παραχωρήσει ένα τεραστίων δυνατοτήτων «όπλο», διά του οποίου του δίδει την ευκαιρία να ξεπεράσει τις τόσες και τόσες, αναμενόμενες άλλωστε, «πτώσεις» του και να ξανασηκώνεται στα πόδια του, κάθε φορά, που τον λυγίζει η αδύναμη σάρκα και τα διάφορα «πάθη» του, τα οποία τον καθιστούν εύκολη λεία στα νύχια του σκότους. Και αυτό είναι η Εξομολόγησις, η οποία, όταν είναι πλήρης και ειλικρινής, δίδει την δυνατότητα στον άνθρωπο, αν αντιληφθεί εγκαίρως τις παρασπονδίες του, να απαλλαγεί από το βάρος των αμαρτημάτων του. Είναι μία καθοριστική και αποτελεσματική διέξοδος, αρκεί να μην είναι προιόν ύπουλης, υπολογιστικής πονηριάς του ανθρώπου, οπότε γίνεται μία τεραστίων διαστάσεων αμαρτία, μη συγχωρητέα βεβαίως και βαρύνουσα υπερμέτρως την ανθρώπινη ψυχή. 


Δεν πρέπει, δηλαδή να σκεφθεί ο άνθρωπος «….ας αμαρτήσω τώρα και αργότερα με την εξομολόγηση θα συγχωρεθώ….!», διότι τότε, όχι μόνον δεν συγχωρείται, αλλά αντιθέτως, βαρύνεται κατά τρόπο που οδηγεί σε βέβαια καταδίκη….!. Αυτό το «όπλο», είναι, θα μπορούσαμε να πούμε… «θεραπευτικό», χρησιμοποιείται δηλαδή, μετά την τέλεση κάποιου αμαρτήματος. Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο «όπλο», στο οποίο δεν δίδομε την δέουσα σημασία, αν και είναι το ιδίας, τουλάχιστον, αποτελεσματικότητος! Και αυτό είναι η παραχώρησις σε όλους που λαμβάνουν το Θείον Βάπτισμα, του καλού φύλακος αγγέλου, ο οποίος ίσταται μονίμως στο πλευρό εκάστου εξ ημών και με πραγματική μεγαθυμία και συγκατάβαση, καθοδηγεί με διάκριση τα βήματά μας, τόσο για την σωτηρία μας από φυσικούς κινδύνους, όσο και από την παροχή μηνυμάτων προς όλους μας, προκειμένου να αποφύγωμε την τέλεση των Φρικτών αμαρτημάτων των οποίων γίνεται αθελήτως μάρτυς…..! 


Και αυτό το όπλο, σε αντίθεση με το «θεραπευτικό» που είδαμε (Θεία Εξωμολόγησις), θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟ»……! Άπειρες φορές στην ζωή μας, μας συμβαίνουν κάποια «πράγματα» τα οποία ως κοντόφθαλμοι και επιπόλαιοι που είμαστε τα ονομάζομε «συμπτώσεις»…..!, και τα οποία, αν τα καλοεξετάσομε, είναι ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ για κάποιους κινδύνους που μας απειλούν και επειδή δεν μπορούμε να τους εντοπίσομε, μας «κρούει το καμπανάκι … του συναγερμού» ο καλός μας φύλακας Άγγελος, με την διαφορά, όπως είπαμε, πως εμείς, δεν αντιλαμβανόμεθα τις προειδοποιήσεις….! Όλοι λέμε την γνωστή παροιμία, «κάθε εμπόδιο για καλό»…, χωρίς να μας περνά από το, πεπερασμένων δυνατοτήτων μυαλό μας, το ό,τι το «εμπόδιο» το οποίο μας προφύλαξε από κάτι το δυσάρεστο, δεν ήταν…. «τυχαίο»…! Βεβαίως, αυτό δεν αποτελεί «παρέμβαση» στις αποφάσεις μας, αλλά μας δίδει την δυνατότητα να ενεργήσομε κινούμενοι σε έναν «δρόμο» που είναι προς βοήθειά μας….! Εάν λοιπόν, με ΕΛΕΥΘΕΡΑΝ ΒΟΥΛΗΣΙΝ δηλώσομε προς Τον Κύριό μας, πώς «ζητούμε όπως όλες μας οι δραστηριότητες, σε όλες τις στιγμές της ζωής μας, ευρίσκονται κάτω από την προστασία του Καλού μας Αγγέλου Φύλακος», τότε αποκτούμε και ένα προληπτικό όπλο προστασίας μας….! 


Όπως είναι σε όλους μας γνωστό (τουλάχιστον πρέπει να είναι γνωστό), σε κάθε άνθρωπο, όταν αυτός μετέχει του Θείου Μυστηρίου του Αγίου Βαπτίσματος, κατά Θείαν μεγαλοθυμίαν, παραχωρείται ένας Φύλακας Άγγελος, ο οποίος και τον προστατεύει από κάθε κακό. Εάν όλοι μας, αυτό το είχαμε συνειδητοποιήσει, εάν το είχαμε πιστέψει, σκεφθείτε το πόσο θα προσέχαμε την κάθε μας ενέργεια την κάθε μας δραστηριότητα….! Επίσης, πρέπει να αναλογιστούμε, το ό,τι, σε άπειρες στιγμές της ζωής μας, που η αμαρτία μας κυριεύει, εάν σκεφθούμε πως κάποια «μάτια» μας παρακολουθούν με πραγματικό πόνο, ίσως από …ντροπή, αποφεύγαμε να αμαρτήσομε….! Όσοι Γονείς, ενδιαφερόμενοι πραγματικά για τα παιδιά τους, τα διδάσκουν από πολύ μικρά, πως «Βοηθός τους είναι ο καλός Φύλακας Άγγελος, που τα προστατεύει στα σκοτάδια, και τα προφυλάττει από κάθε κακό», τους κάνουν ένα τεράστιο, ένα ανυπολογίστου αξίας δώρο, τα «εξοπλίζουν» με μία τεράστια δύναμη, η οποία, όσο και αν με τα χρόνια, φαίνεται πως «ξεθωριάζει», ουδέποτε παύει να υπάρχει στις δύσκολες στιγμές, ξεπηδά στην ψυχή τους και τους δίδει την δύναμη να αντιμετωπίσουν τα πάντα….! 


Πρέπει να καταλάβομε όλοι, πως η ύπαρξις του Φύλακος Αγγέλου, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ, αλλά μία ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ….! Η έννοια «τύχη» ή «σύμπτωση», δεν είναι κάτι στο οποίο πρέπει να πιστεύομε. Εκεί στηρίζονται οι πάσης φύσεως καφετζούδες, χαρτορίχτρες, «μέντιουμ» κ.λ.π. και εκμεταλλεύονται την ανθρώπινη ανοησία, με αποτέλεσμα να θησαυρίζουν, δουλεύοντας με τους «νόμους» του σκότους….! 


Και με ΠΛΗΡΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΒΟΥΛΗΣΙΝ μας, την οποίαν μας έχει χαρίσει Ο Κύριός μας, να μη θίγεται κατ’ελάχιστον, πρέπει να στρέψομε τα μάτια της ψυχής μας είς αναζήτησιν της άνωθεν βοηθείας, της οποίας, μία έκφανσις είναι και η τεράστια βοήθεια την οποία μας χαρίζει ο Φύλακας Άγγελός μας. Ας φροντίσομε, να μην τον πικραίνομε με πράξεις ανάρμοστες και ας μην διστάζομε να ζητάμε την βοήθειά του, όπως κάναμε όταν είμαστε μικρά παιδιά……!



Και είναι ευτυχείς όσοι αισθάνονται πως τα χρόνια που βαραίνουν τις πλάτες τους, 

άφησαν σε κάποια γωνιά της ψυχής τους, 

να υπάρχει κάτι από τα μικρά, αθώα, παιδικά χρόνια που κάποτε υπήρξαν….!


Αγιογραφία Olga Karepova


Αρχιμανδρίτης π. Ευθύμιος Μπαρδάκας


Η ΣΑΡΡΑΚΟΣΤΗ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΑΝΝΙΝΟΥ





Η καημένη η θεια-Μαργαρώ κάπου θα βρίσκεται εκεί ψηλά τώρα στον παράδεισο, 

που τόσο πολύ πίστευε, παρέα με τ΄ αγγελάκια, στα «χρυσά τα σύννεφα», κοντά στήν κυρά την Παναγία 

και όλους τους Αγίους, που θυμιάτιζε και μνημόνευε με τόσες μετάνοιες, κάθε απόβραδο

 μπροστά στο εικονοστάσι και προσκυνούσε με τρίδιπλες μετάνοιες στη μικρή ενοριακή της εκκλησιά



Κι όμως, δεν το ‘λπιζε να πάει κι έλεγε: - Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! 



του Μπάμπη Άννινου


Γι΄ αυτό, δεν πρέπει κανένας να ολιγωρεί και να κάνει τα πρεπούμενα. Εκείνα που μας έχουνε μάθει οι πατεράδες μας και που ξέρανε οι παλιοί… Κι ανάμεσα σ΄ αυτά τα «πρεπούμενα», που ενέπνεε μιαν αληθινή και αφελής ευλάβεια και πίστη, τις μετάνοιες, τα θυμιάματα, τα σταυροκοπήματα, τ΄ αγιοκέρια που φώτιζαν με την ψιλή τους φλόγα, το εικονοστάσι της γωνιάς με τ΄ άσπρα νταντελωτά μπερντεδάκια, ολονυκτίες στα πανηγύρια, τους όρθρους στις μεγάλες δεσποτικές γιορτές, την ταχτική παρακολούθηση της λειτουργίας και την αυστηρή τήρηση όλων των θρησκευτικών καθηκόντων, η μεγάλη δουλειά ήτανε η Σαρακοστή κι η νηστεία… 


Νήστευε τα Τετραδοπαράσκευα, νήστευε τις προηγιασμένες, νήστευε των Αγίων Αποστόλων, το Δεκαπενταύγουστο, της Σταυροπροσκύνησης, κάθε φορά που το έγραφαν τα «χαρτιά» και που το νόμιζε αναγκαίο η ψυχούλα της. Μα η μεγάλη νηστεία ήταν η «Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή». - Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! έλεγε η καημένη η θεια-Μαργαρώ, κι εμείς οι πειρασμοί, εκπρόσωποι του Πονηρού και του Παγκακίστου, μέσα στο ήρεμο αναχωρητήρι της καλής γερόντισσας, εβάλαμε σκοπό να την κολάσουμε!… 


Μιαν εβδομάδα ολόκληρη, ύστερα από την Καθαρή Δευτέρα, ενήστευε παραδειγματικά, με μαρουλάκια, ελίτσες, βρεχτοκούκια, και κάπου κάπου λιγάκι χαλβά, που ήταν τα μόνα επιτρεπόμενα εδέσματα του νηστίσιμου «οψολογίου» της και μονάχα την πρώτη Κυριακή εμετρίαζε λίγο τη νηστεία κι εμαγείρευε κανένα λαδερό, αγκιναροκούκι, κανένα λαδοπίλαφο με ξερό χταπόδι… Κι έπειτα, λιγάκι ρετσινάτο, «για να στυλωθεί κανενός η καρδιά του, γιε μου!» επισφράγιζε πραγματικά την «κατάλυση οίνου και ελαίου». Όσο για τα καρύδια και τα σύκα, που εφίλευε εμάς, τα παιδόπουλα, ήταν για τη θεια-Μαργαρώ πράγματα απαγορευμένα… Όχι από τα περίφημα «πρεπούμενα», μα γιατί δεν είχε πια κανένα δόντι. Όμως, για μας, τα πάστρευε με προσοχή και δεν μας τα ΄δινε ποτέ ατσάκιστα, κι είχε πολλούς λόγους, εκτός από την καλοσύνη της, για τούτο. 


Φρόντιζε πρώτα πρώτα για την ακεραιότητα της κόψης της πόρτας, που τα μαγκώναμε ανάμεσα και την εκάναμε καρυδοσπάστη, αφήνοντας σημαντικά σημάδια της χρησιμοποίησης αυτής, μα και για την ασπράδα των ασβεστωμένων πεζουλιών της αυλής, που ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να τσακίσουμε τα καρύδια, χτυπώντας τα με λιθάρια!… - Μπρε Ιούδες!… Μπρε Ιούδες! εξεφώνιζε, σαν εκαταλάβαινε κατιτί τέτοιο… Ελάτε εδώ, μπρε, να σας τα τσακίσω εγώ!… Και δεν ήξερε κανένας τι την επονούσε πιο πολύ απ΄ τα τρία: τα δόντια μας, το μάγκωμα της πόρτας ή το λέρωμα των πεζουλιών; Κι όμως εμείς, οι «Ιούδες», εβαλθήκαμε να τη λερώσουμε!… Έξω, στο παράσπιτο, στην άκρη της αυλής, για να μη λερώσει την κουζίνα που άστραφτε από πάστρα και γυαλοκοπούσαν τα μπακιρικά, είχε βάλει να μαγειρέψει το περίφημο λαδοπίλαφό της με το χταπόδι, ενώ για μας, σ΄ άλλο τσουκάλι, έβραζε αληθινό πιλάφι με το κρέας, ένα «ατζέμ πιλάφι» από κείνα που μονάχα η θεια-Μαργαρώ ήξερε να φτιάνει αλτρουιστικά για την τέρψη των άλλων!… 


Κι ο Πειρασμός ξελαμπάδιασε μονομιάς μέσα στο μυαλό μας, εκεί που παίζαμε «καλόγερο» στα άσπρα καί μαύρα πλακάκια της αυλής… Κι ούτε καιρό δεν χάσαμε σε μάταιη συνεννόηση… Με μια ματιά, συνεννοηθήκαμε και το κακό έγινε. ΄Ενα κομμάτι κρέας, παχύ και όλο ψαχνό, έσμιξε μέσα στο λαδοπίλαφο με τα ισχνά κομμάτια του ξερού χταποδιού… Με τι καρδιοχτύπι περιμέναμε το μεσημέρι, με τι ανυπομονησία προσμέναμε ν΄ αρχίσει το φαγητό της, ξεχνώντας μες στα πιάτα το νόστιμο δικό μας πιλάφι και κοιτάζοντας το λαδοπίλαφό της… Και να… Εκεί που δεν το προσμέναμε πια, ύστερα από την πρώτη-δεύτερη μπουκιά, το πιρούνι της ανάσυρε το σώμα του εγκλήματος. Το γύρισε από δω, το γύρισε από κει, με ιερή φρίκη. Το γεροντικό της, μα τόσο συμπαθητικό, πρόσωπο πήρε μια έκφραση συντριβής, και μας κοίταξε ύστερα, ενώ εμείς σκύβαμε τα μάτια στα πιάτα μας, έτοιμοι να γελάσουμε, μα χωρίς να μπορούμε… Περιμέναμε τη δίκαιη τιμωρία μας. 


Μα εκείνη είπε μονάχα με σπαραγμό, σπρώχνοντας το πιάτο: - Η αμαρτία στο λαιμό σας!… Κι αλήθεια, θαρρείς σαν η Αμαρτία να ήταν κάτι το ψηλαφητό, κάποιο πράγμα ήρθε κι έκατσε πραγματικά στο λαιμό μας!… Κομπιάσαμε, ξεροκατάπιαμε, αφήσαμε το φαΐ μας και, μπρουμιτίζοντας στο τραπέζι, αρχίσαμε τα κλάματα. Τότε η καλή γερόντισσα, που ο θρήνος μας κι η μεταμέλειά μας την είχε συγκινήσει, κατανικώντας κάθε της απέχθεια, κάθε της ευλάβεια και κάθε πεποίθηση, προσπάθησε να μας παρηγορήσει. 



Και παίρνοντας το κρέας του Πειρασμού, άρχισε να τρώει κι αυτή, μπροστά στα κατάπληκτα 

και κλαμένα μάτια μας, λέγοντας: 

- Να, μπρε σεις!… 

Φάτε!… 

Κι άστε τα κλάματα!… 

Να! Φάτε!… ο Θεός δεν ξεσυνερίζει!…




Ο Χαράλαμπος ή Μπάμπης Άννινος 
(Αργοστόλι 1852 - Αθήνα 1934) 
υπήρξε δημοσιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. 
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς,
 όπου και εργάστηκε αρχικά ως γραφέας στο τελωνείο μέχρι το 1870,
 όπου μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να εργαστεί ως υπογραμματέας στην Εισαγγελία Αθηνών 
και για να επιδοθεί στη λογοτεχνία. 
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ ΑΝΘΙΖΟΥΝ




Πρώτη - πρώτη ἔχει ἀνοίξει τὰ λουλούδια της ἡ ἀμυγδαλιά. 

Νυφούλα σωστὴ στὰ ἀσπρορρόδινα πέπλα της, στέκεται στὸν κῆπο, σὰν νὰ εἶναι ἕτοιμη ν’ ἀρχίσῃ τὸ χορὸ τῆς ἀνοίξεως.



Τὰ ἄλλα δένδρα δὲν βιάζονται. Μὲ τὰ γυμνὰ κλαδιά των κοιτάζουν τὸν οὐρανό, σὰν νὰ λέγουν: 

— Ἄς ζεστάνῃ ὁ ἥλιος καλά, ν’ ἀνοίξωμε καὶ μεῖς. 



ἀχλαδιὰ κινεῖ λίγο τὴν κορυφή της καὶ λέγει στὴ μικρὴ κερασιά ποὺ στέκει δίπλα της: — Τὴ βλέπεις τὴν ἄμυαλη τὴν ἀμυγδαλιά; Ἐλησμόνησε τὸ τί ἔπαθε πέρυσι μὲ τὰ χιόνια, ποὺ ἐκάηκαν ὅλα τὰ πρώϊμα λουλούδια της. Νά την τώρα πάλι. Πρώτη καὶ καλύτερη ἐστολίσθηκε. — Ἐγώ, εἶπε ἡ κερασιά, δὲν βιάζομαι καθόλου. Τελευταία ἀνοίγω τὰ λουλούδια μου, μὰ πρώτη κοκκινίζω τὰ κεράσια μου. Ἔτσι ὡμιλοῦσαν τὰ δένδρα τότε. Μὰ ὅταν ἦλθε ὁ Ἀπρίλιος, νά τα ὅλα ἀλλαγμένα. Ὁ κῆπος στὶς δόξες του. Ἡ ἀχλαδιὰ φορεῖ κάτασπρα, ἡ μηλιὰ ἀσπρορρόδινα, ἡ βερυκοκκιὰ τριανταφυλλιά. Ἰδὲς τὴ μικρούλα τὴν κερασιά! Σὰν κουκλίτσα γεμάτη στολίδια. 


Κάθε κλαδάκι της θὰ ἔχῃ ἐπάνω ἀπὸ ἑκατὸ λουλούδια. — Γιὰ νὰ ἰδοῦμε, θὰ τὰ κρατήσῃ ὅλα, νὰ τὰ κάμῃ κεράσια; Εἶναι πολὺ μικρὴ ἀκόμη, λέγει ὁ παπποῦς. Τὰ παιδιὰ δὲν χορταίνουν κάθε μέρα τὸ λαμπρό αὐτὸ πανηγύρι τοῦ κήπου. Ὅλο ἐκεῖ εὐρίσκονται. Κάθονται κάτω ἀπό τὴ μεγάλη τὴν κερασιά και ἀκούουν τὶς μέλισσες, ποὺ ζουζουνίζουν γυρίζοντας ἀπὸ λουλούδι σὲ λουλούδι. — Γιὰ θυμήσου πέρυσι πόσα κεράσια ἐμαζέψαμε. Ἑλενίτσα; εἶπε ὁ Κωστάκης. — Ναί, Κωστάκη, ἀπαντᾷ ἡ Ἑλενίτσα. Θυμᾶσαι δυὸ μικρὰ καλαθάκια, τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἀνήμερα. 


το ἕνα ἀπὸ τὰ δῶρα στὴν ἑορτή μας. Τὰ παιδιὰ προτιμοῦν τὰ κεράσια ἀπὸ τὰ ἄλλα φροῦτα. Καὶ δὲν ἔχουν ἄδικο, γιατὶ καὶ νόστιμα πολὺ εἶναι καὶ τὰ καλύτερα στολίδια τοῦ κήπου, ὅταν ὡριμάζουν. Νὰ τὰ βλέπῃς στὴν κερασιὰ ἀνάμεσα στὰ φύλλα της, νὰ κρέμωνται ἀπὸ τὸ μακρὺ πράσινο κοτσάνι των σὰν φουντίτσες, σὰν κόκκινα κουδουνάκια! Μὰ ἐκεῖνο, ποὺ κάνει τὰ παιδιὰ νὰ ἐνθουσιάζωνται γιὰ τὴν καρασιά, εἶναι ποὺ μποροῦν μ’ αὐτὰ νὰ στολισθοῦν καὶ τὰ ἴδια. 



Τὰ κρεμοῦν στ’ αὐτιά των σὰν δυὸ λαμπερὰ κόκκινα σκουλαρίκια.


Αναγνωστικό Γ΄Δημοτικού 1955

  

Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου ''Kapodistrias. info.''
 Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Η ΑΣΤΡΑΠΗ ΧΩΡΙΣΕ ΣΤΑ ΔΥΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ



Κάποτε ένας θεοσεβής ιερεύς, λειτουργούσε του Αγίου Δημητρίου, τον οποίον ευλαβείτο πολύ, 

και λόγω του ότι ήτο μεσοβδόμαδα, οι χριστιανοί στο ναό ήσαν λίγοι. 


Η λειτουργία προχώρησε και έφθασε η στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. «Τα σά εκ των Σών», έσκυψε βαθιά βαθιά και διάβασε την ευχή, «έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν». Ανορθώθηκε και είπε «και ποίησον τον μεν άρτον τούτον», «τω δε εν τω ποτηρίω τούτο μεταβαλλών» και τα λοιπά, αμήν, αμήν, αμήν, για να μην λέμε όλες τις λέξεις ... Και μια φοβερή άστραπή ήλθε απ' το πουθενά, απ' τον ουρανό ... δεν ξέρει. Απ' την κόχη του Αγίου Βήματος ... δεν ξέρει. Απ' τον τρούλο του ναού; .. τον Παντοκράτορα, τον Κύριο.. δεν ξέρει, δεν κατάλαβε.


Εκείνο που είδε και ένοιωσε είναι ότι η αστραπή ήλθε και κτύπησε πάνω στην Αγία Τράπεζα, χράπ.. και την χώρισε στα δύο, χωρίς να αγγίξει τα Τίμια Δώρα. Και κείνος έμεινε βουβός και άφωνος. Γεμάτος έκπληξη και δέος και φόβο, ιερό φόβο, και τότε τα πάντα περιελούσθησαν από τον ανέσπερον, τον άδυτον ήλιον της Τρισηλίου Θεότητος. Πρωτόγνωρα αισθήματα τον κατέλαβαν, δεν μπορούσε ο καημένος να μου τα περιγράψει. Ήτο εκστατικός για αρκετά λεπτά και άφωνος και ακίνητος. Τι είδους ουράνια αστραπή ήταν αυτή; Και τι ήθελε να δηλώσει, τι να σφραγίσει, τι να επιβεβαιώσει; 


Και τότε αυθόρμητα, παρά τη βουβαμάρα του, φώναξε από μέσα του, από μέσα του, όμως, από μέσα του βγήκε η δυνατή κραυγή χωρίς να ακουστεί προς τα έξω. «Κύριε είσαι ο αληθινός Θεός, ο Σωτήρας του κόσμου». «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν», ξανάλεγε και ξανάλεγε ο ιεροψάλτης αλλά, που να συνέλθει ο ευλογημένος εκείνος παππούλης. Τελικά ο μπάρμπα Γιώργος ο ψάλτης μπήκε στο ιερό να δει τι γίνεται. Και με το «έ παπά», που του είπε, «τι θα γίνει με σένα, ακόμα να συνέλθεις», «τι έπαθες, είσαι καλά;» όλα επανήλθαν στη φυσικότητά τους. 


Με τις φωνές του ψάλτου συνήλθε ο ιερεύς, σηκώθηκε, πήρε το θυμιατό μόνος του, έβαλε θυμίαμα και, τρεμάμενος, είπε «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, Υπερευλογημένης» και τα λοιπά. Μετά απ' αυτό το συνταρακτικό γεγονός για λίγον καιρό, πριν απ' τον καθαγιασμόν των Τιμίων Δώρων, αν δεν είχε κάποιο παιδάκι μέσ' στο Άγιον Βήμα, έβγαινε στην Ωραία Πύλη και φώναζε «Ε, μπάρμπα Γιώργο, έλα δω, έλα μεσ' στο Ιερό, κάτσε εδώ στην Αγία Τράπεζα, δίπλα και γονάτισε». «Μπάρμπα Νίκο, μπάρμπα Κώστα, μπάρμπα Γιάννη...», τους φώναζε λοιπόν έναν έναν. 


Του είχε δημιουργηθεί, τρόπον τινά, όπως το διεπίστωσε και ο ίδιος, ένας ιερό φόβος, 

μη τυχόν ξανασυμβούν τα ίδια φοβερά πράγματα τα οποία, ως άνθρωπος χωμάτινος και αμαρτωλός,

 δεν μπορούσε πλέον να αντέξει.


Απόσπασμα από απομαγνητοφωνημένα κηρύγματα 
του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου. 
Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΘΕΙΟΝ ΦΩΣ




Πράγματι, ἄν καὶ ἔχη τὴν ἐπωνυμία φῶς, ἀλλὰ καλεῖται φῶς ἀληθινόν, μᾶλλον δὲ τὸ ἴδιο τὸ ἀληθινὸ φῶς,

τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἐνδύεται σὰν ἱμάτιο· 

Φῶς τοῦ ὁποίου τὴν ὑπερβολικὴ λαμπρότητα δὲν χωρεῖ κανένα κτιστό, φῶς ποὺ νικᾶ ὁποιαδήποτε φύσι, 

φῶς ποὺ ὀφθαλμὸς δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε καὶ σὲ καρδία ἀνθρώπου δὲν ἀνέβηκε ποτέ, φῶς

 ποὺ βλέπεται μόνο ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς μόνο ἐν Πνεύματι. 



Φῶς ποὺ κάμει τοὺς ὁρῶντας φῶς καὶ μάλιστα φῶς τέλειο, τελείου φωτὸς γεννήματα· φῶς ποὺ οἱ ῎Αγγελοι δὲν μποροῦν νὰ κοιτάξουν, φῶς ποὺ δοξάζουν ῎Αγγελοι, ποὺ δοξολογοῦν ᾿Αρχάγγελοι, ὅπου ἑστιάζεται ἀΰλως ὅλη ἡ νοητὴ διακόσμησις τῶν ὑπερκοσμίων καὶ μαρτυρεῖ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Λόγου γιὰ μᾶς· φῶς ἁπλό, ὑπερφυές, ἀσχημάτιστο, καθόλου παρόμοιο μὲ τὰ μεριστὰ σύμβολα, φῶς ἀνέσπερο, ἀκατάληκτο, ἄϋλο, ἀφόρητο, ἀπρόσιτο, ἀσύγκριτο, ἄκτιστο,


φῶς διὰ τοῦ ὁποίου βλέπεται ἀληθινὰ ὁ Θεός, φῶς διὰ τοῦ ὁποίου ἀποκαλύπτεται κάθε γνῶσις καὶ ὁ Θεὸς γνωρίζεται ἀληθινὰ ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη ψυχή, φῶς ποὺ φανερώνει ἀπὸ πρὶν τὴν μελλοντικὴ ἀποκατάστασι, φῶς ποὺ οἱ ᾿Απόστολοι εἶδαν σὲ ἔκστασι ἀπὸ κάθε αἰσθητικὴ καὶ νοερὰ ἀντίληψι, διότι μὴ βλέποντες κατ᾿ αὐτὲς εἰσδέχθηκαν τὴν ἀληθινὴ ὅρασι, καὶ πάσχοντες τὰ θεῖα προσέλαβαν τὴν αἴσθησι τῶν ὑπὲρ φύσι, φῶς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν,


φῶς ὑψηλότερο καὶ πολυτιμότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ποθητά, φῶς πρόξενο ἀκατάλυτης εὐφροσύνης σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸ βλέπουν, φῶς ἀπόκρυφο ποὺ φανερώνεται, ὑπέρφωτος γνόφος, ἀόρατος ὅρασις, πάθος μακάριο καὶ πολυΰμνητο, φῶς θεότητος, ἀστραπὴ θεότητος, ἀκτῖνα ἄναρχη θεότητος, φωτὸς ἀπροσίτου ἄβυσσος, θείας αἴγλης ἀπεριόριστος ἔκχυσις. ῞Ετερος ὕμνος εἰς αὐτὸ τὸ Φῶς. 


῎Αν καὶ καλῆται φῶς ἐκεῖνο τὸ ἄφραστο φῶς, ἡ κοινὴ ἐλπίδα τῆς κλήσεώς μας, ἀλλὰ καλεῖται ἐπίσης καὶ θεότης τοῦ Θεοῦ καὶ δόξα τῆς φύσεώς Του. Δόξα Πατρός, δόξα Υἱοῦ, δόξα Πνεύματος, δόξα τοῦ φωτὸς τοῦ Υἱοῦ, φυσικὴ καὶ ἄναρχη, ἀθέατη θεϊκὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου δόξα, τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς παρουσίασε στὸ ὄρος μικρὸ μέρος, καὶ ἔδειξε τὸν ἔνοικο στὴν σάρκα Θεὸ καὶ τὴν θεία καὶ οὐσιώδη ὡραιότητά Του· δόξα τῆς θεϊκῆς βασιλείας ἀτελεύτητη καὶ αἰώνια, δόξα προτέλεια καὶ ὑπερτέλεια καὶ ἐπέκεινα ὅλων·


βασιλεία τῶν οὐρανῶν, Θεοῦ βασιλεία ποὺ βλέπεται καὶ φθάνει μὲ δυναμικὴ ἀποκάλυψι· ὀμορφιὰ τοῦ ἀληθινὰ δυνατοῦ ποὺ εἶναι θεωρητὸ μόνο ἀπὸ τοὺς καθαρισμένους ἀπὸ κάθε κακία· εἶδος τῆς θεϊκῆς ὡραιότητος ποὺ μετέχεται μόνο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐφόρεσαν τὴν εἰκόνα τοῦ ᾿Επου- ρανίου· δῶρο θεώσεως, ἀνεκλάλητη ἀγένητος θέωσις, ποὺ δὲν ἔχει γένεσι, ἀλλὰ ἀνεπινόητη στοὺς ἀξίους φανέρωσι· Χάρις Πνεύματος ῾Αγίου, διὰ τῆς ὁποίας μόνο φαίνεται ὁ Θεὸς στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα τῶν ἀληθινὰ ἀξιωμένων, ἀφοῦ ἐνικήθηκαν μὲ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξης τὰ φυσικὰ γνωρίσματα, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται κυριολεκτικῶς βασιλεία· 


Aπειρόδωρος ἔκχυσις, διὰ τῆς ὁποίας ὁ καθένας μας θεοῦται ἀνάλογα μὲ τὴν κάθαρσι, καθὼς λαμπρύνει τὴν φύσι μὲ τὸ ὑπὲρ φύσιν φῶς καὶ κατὰ τὴν ὑπερβολικὴ δόξα φέρει ἐπάνω ἀπὸ τοὺς οἰκείους ὅρους· λαμπρότης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἴδιας τῆς Θείας Φύσεως, ποὺ δὲν βλέπεται μόνον, ἀλλὰ καὶ ἔρχεται μέσα στοὺς ἀξίους· ἔλλαμψις δυνάμεως τοῦ Πνεύματος θεία δύναμις, ἐνέργεια ἄρρητη· προοίμιο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ φῶς,


κοινὸ βραβεῖο ὅλων ὅσοι ζοῦν κατὰ Θεόν, ἆθλο τῆς ἀρετῆς, ἀρραβὼν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, καρπὸς τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας ποὺ γεννᾶται στὴν καρδία ποὺ ἔγινε ἀσχημάτιστη καὶ ἀνείδεη, μὲ τὴν στέρησι ὅλων τῶν νοημάτων· ἀληθινῆς προσευχῆς ἀτελείωτο τέλος λόγῳ τῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἱεροῦ ἔρωτος σὲ αὐτὴν ποὺ ἐπιφαίνεται μὲ δύναμι Πνεύματος καὶ κατεργάζεται τὴν ἀνώτερη καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὴν κατανόησι ἔκστασι καὶ ἀλλοίωσι, ἤ μᾶλλον ποὺ ἀπομακρύνει καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀνώτερα· διότι ἀνεβάζει ἐπάνω καὶ ἀπὸ τὴν καθαρὰ προσευχή.




῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, 
''Πρός ᾿Ακίνδυνον Λόγος ᾿Αντιρρητικός Τέταρτος''
Κεφ. ΚΑ´, § 54 καί Κεφ. ΚΒ´, 
Πατερικαὶ ᾿Εκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»
   Περιοδικό <<ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ>>
τεύχος 315, Ιούλιος - Αύγουστος 2003
 Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Η ΝΕΟΚΟΥΡΗ ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΔΟΤΗ




Η Θεοδότη ἦταν μητέρα τοῦ μεγάλου βυζαντινοῦ σοφοῦ Μιχαὴλ Ψελλοῦ (1018-1078). 

῾Υπῆρξε πολὺ εὐσπλαγχνικὴ καὶ εὐσεβής.

 Τῆς ἄρεσε νὰ προσκαλῆ στὸ τραπέζι της φτωχούς, μὰ ὄχι γιὰ νὰ καμαρώνη σὰν γενναιόδωρη ἤ νὰ ταπεινώνη αὐτοὺς ποὺ ἐλεοῦσε. 



῾Η Θεοδότη ἤξερε νὰ δίνη. ῾Υποδεχόταν ἡ ἴδια τοὺς φτωχοὺς ξένους της, τοὺς ἔπλενε τὰ πόδια καὶ ἤθελε 

νὰ τοὺς περιποιῆται μόνη της, σὰν νὰ ἦταν μεγάλοι ἄρχοντες!

 Διάβαζε ἀδιάκοπα τὴν ῾Αγία Γραφή. 

Καταγινόταν πρωῒ καὶ βράδυ μὲ πνευματικὲς ἀσκήσεις καὶ φλογερὲς προσευχές.


῾Η ψυχή της ἀνέβαινε πρὸς τὸν Θεὸ μέσα σὲ θεῖες ἐκστάσεις. ᾿Ιδιαίτερα μερίμνησε γιὰ τὴ χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησι τοῦ μικροῦ Μιχαήλ. Πάσχισε ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια νὰ τὸν κάνη ἕνα παιδὶ τίμιο, εὐλαβικὸ καὶ λογικό. Γι᾿ αὐτὸ δὲν παραδέχθηκε ποτὲ τὰ βράδια νὰ τοῦ λένε παραμύθια, ἤ νὰ τοῦ γεμίζουν τὸ κεφάλι μὲ κοσμικὲς ἀνόητες ἱστορίες. ᾿Απεναντίας τοῦ διηγόταν εὐλαβικὲς καὶ μορφωτικὲς ἱστορίες, τοῦ μιλοῦσε γιὰ τὸν ᾿Ισαάκ, ποὺ τὸν ὡδηγοῦσε ὁ πατέρας του στὸν τόπο τῆς θυσίας καὶ ὑποτάχθηκε ἀδιαμαρτύρητα στὴν πατρικὴ θέλησι, γιὰ τὸν ᾿Ιακώβ, ποὺ τὸν εὐλόγησε ὁ πατέρας του γιὰ τὴν ὑπακοὴ ποὺ ἔδειχνε στὴ μητέρα του, καὶ ἀκόμη γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ μικρὸς ἦταν τόσο ὑπάκουος στοὺς γονεῖς του... Καὶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἔβγαζε ἠθικὰ συμπεράσματα, κατάλληλα γιὰ τὴν ἡλικία τοῦ παιδιοῦ της. 


῞Οταν τὸ εὐτυχισμένο ἀγοράκι μεγάλωσε, ἡ φιλόστοργη μητέρα ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἐπιστημονική του μόρφωσι παρὰ τὴν ἀντίθετη γνώμη τῶν ἄλλων συγγενῶν. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ὁ ζῆλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἔγινε ἀκόμη πιὸ φλογερὸς σ᾿ αὐτὴ τὴ θερμὴ ψυχή. Στὸν πόθο της ν᾿ ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴ ζωή της κάθε τί περιττό, ἔφθανε στὸ σημεῖο νὰ στερῆται ἀκόμη καὶ τ᾿ ἀπαραίτητα. Μάταια οἱ δικοί της τὴν παρατηροῦσαν γιὰ τὴν αὐστηρὴ νηστεἰα της. Μάταια ὁ πατέρας της τὴ μάλωνε καὶ τὴν πίεζε ν᾿ ἀλλάξη ζωή. ῎Αν κάποτε, γιὰ νὰ εὐχαριστήση τοὺς δικούς της, δεχόταν νὰ τῆς φέρουν κάπως ἀφθονώτερο φαγητό, τὴ στιγμὴ ποὺ καθόταν στὸ τραπέζι, ἄλλαζε γνώμη! Πρόσταζε νὰ φωνάξουν κάποια φτωχὴ ἀπὸ τὸν δρόμο, γιὰ νὰ φάη ἐκείνη τὸ φαγητό της. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς ἀδυνάτιζε μέρα μὲ τὴ μέρα. Τώρα γιὰ νὰ πάη στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ σταθῆ ὄρθια τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἔπρεπε νὰ τὴν κρατοῦν δύο. ῾Ωστόσο δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη Μοναχή, κρίνοντας ἀπὸ μετριοφροσύνη πὼς δὲν ἦταν ἄξια γιὰ μιὰ τέτοια τιμή, ἄν καὶ ὅσο ἔνιωθε πὼς πλησίαζε στὸν θάνατο, λαχταροῦσε μὲ θέρμη τὸ ᾿Αγγελικὸ Σχῆμα. 


῞Ομως ἕνα ὄνειρο συντόμεψε τὴν ἀπόφασί της. Κάποια ἀπὸ τὶς φίλες της ὀνειρεύθηκε μιὰ νύχτα πὼς βρέθηκε στὸν ῾Ιππόδρομο, μέσα στὸ αὐτοκρατορικὸ θεωρεῖο, καὶ πὼς ἔβλεπε ἐκεῖ μέσα, γύρω ἀπὸ ἕνα μυστηριώδη ὁλόχρυσο λαμπρὸ θρόνο, ἄλλους θρόνους ἀπὸ χρυσάφι ἤ ἐλεφαντόδοντο τοποθετημένους σὲ ἡμικύκλιο. Κοντά τους ἦταν κι ἕνας θρόνος φτιαγμένος ἀπὸ κάποιο διαφορετικό, ἄγνωστο ὑλικό, σκοτεινὸ καὶ ἀστραφτερὸ ταυτόχρονα. Καὶ καθὼς ρωτοῦσε γιὰ ποιόν ἦταν προορισμένο αὐτὸ τὸ ὡραῖο κάθισμα, μιὰ φωνὴ τῆς ἀποκρίθηκε πὼς ἦταν ὁ θρόνος τῆς Θεοδότης: – ῾Ο Αὐτοκράτορας –δηλαδὴ ὁ Βασιλεὺς τῶν Οὐρανῶν– πρόσταξε νὰ εἶναι ἕτοιμος, γιατί σὲ λίγο ἡ Θεοδότη θὰ ἔρθη νὰ καθίση. ῏Ηταν ἡ προειδοποίησις τοῦ συντόμου θανάτου της! ῾Η Θεοδότη τότε πῆρε τὴν ἀπόφασι νὰ φορέση τὸ Σχῆμα, νὰ γίνη Μοναχή. ῾Η τελετὴ τοῦ πνευματικοῦ γάμου ἦταν συγκινητικὴ καὶ ἐπίσημη! ῾Η ᾿Εκκλησία τῆς Μονῆς ἦταν στολισμένη ἑορταστικά. Οἱ Μοναχὲς γέμιζαν τοὺς Χοροὺς τῶν ψαλτῶν. 


῾Ο Μιχαὴλ Ψελλός, καταξιωμένη μορφὴ στὸν πολιτικὸ καὶ ἐκπαιδευτικὸ κόσμο, ἦταν κι αὐτὸς μπροστά, στὴν πρώτη σειρὰ τοῦ συναγμένου πλήθους. ῞Ολοι ξαφνιάσθηκαν ὅταν εἶδαν τὴ Θεοδότη, ποὺ τὴν ἤξεραν ὑπερβολικὰ ἐξαντλημένη, νὰ στέκεται ὄρθια γιὰ κείνη τὴ μεγάλη μέρα. Φωτισμένη ἀπὸ μιὰ ὑπερφυσικὴ ὀμορφιά, παρουσιάσθηκε χωρὶς νὰ τὴν ὑποστηρίζη κανείς, προχώρησε μὲ σταθερὸ βῆμα ὥς τὸ ῾Ιερὸ καὶ σ᾿ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ᾿Ακολουθίας τῆς Κουρᾶς στάθηκε ὄρθια καὶ ἀλύγιστη. ῾Ο διαπρεπὴς γιός της, ποὺ σ᾿ αὐτὴν ὤφειλε τὴν πνευματική του ἐξέλιξι, πολὺ συγκινημένος ἔπεσε μετὰ τὴν τελετὴ στὰ πόδια της, ζητώντας τὴν εὐλογία τῆς νεόκουρης. Τότε ἐκείνη τοῦ εἶπε: – Μακάρι νὰ μπορέσης κι ἐσύ, γιέ μου, νὰ γνωρίσης αὐτὴ τὴ χαρὰ καὶ τὴ χάρι. Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ πρόσωπό της ἄλλαξε ὄψι καὶ μιὰ θεία λάμψι ἄναψε στὴ ματιά της.


῏Ηταν τὸ τέλος!
 Θέλησε ν᾿ ἀναπαυθῆ λίγο καὶ κάθησε σ᾿ ἕνα χαμηλὸ στασίδι. 
᾿Εκεῖ ἐκοιμήθη εἰρηνικά!...
῾Ολόκληρη ἡ Κωνσταντινούπολις συγκεντρώθηκε στὴν κηδεία της. 
῞Ολοι προσπάθησαν ν᾿ ἀσπασθοῦν τὸ ἀσκητικὸ σῶμα, τὰ χέρια, τὸ πρόσωπο τῆς Μοναχῆς Θεοδότης... 




''Χαρίσματα καί Χαρισματοῦχοι''
 τόμος Δεύτερος, σελ. 216-219,
 ἔκδοσις ἕκτη, 
῾Ιερά Μονή Παρακλήτου, ᾿Ωρωπός ᾿Αττικῆς 1994
 Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
τεύχος 316, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2003
Επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΝΑΣΛΙΜΗ: ΦΡΙΚΤΟΝ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ




Και ἄλλοτε ἐδόθη ἀφορμή νά ἀσχοληθῶμεν μέ τήν δημιουργηθεῖσαν οἰκτράν ἐκκλησιαστικήν διαίρεσιν τῶν Ἀντιοχέων,

 ὑπερμεσοῦντος τοῦ τετάρτου αἰῶνος,

 διά τῆς ὑπάρξεως ἐν τῇ αὐτῇ πόλει δύο ἀλληλοεγκαλουμένων ἐπισκόπων ὀρθοδόξων.



+ Ἐπισκόπου Μαγνησίας Χρυσοστόμου (+1973)




Μετὰ τὴν ὑπὸ τῶν Ἀρειανῶν ἄδικον καθαίρεσιν καὶ ἐξορίαν τοῦ Ἀντιοχείας Εὐσταθίου, τὸν θρόνον αὐτοῦ

 ἀνεπλήρωσεν ὁ ἀπὸ Σεβαστείας Μελέτιος. 

Οἱ ὀπαδοὶ ὅμως τοῦ Εὐσταθίου ὑποψιαζόμενοι κακῶς τὸν Μελέτιον, ὡς δῆθεν ἀρειανίζοντα, δὲν ἤθελον 

νὰ ἀναγνωρίσωσιν αὐτὸν ὡς ἐπίσκοπόν των· ἔχοντες δὲ καὶ ἱερεῖς τινὰς ὁμόφρονας, ἐτέλουν δι’ αὐτῶν

 τὰ θρησκευτικά των καθήκοντα ἔξω τῆς Ἀντιοχείας.


Μολονότι ὁ Ἅγιος Μελέτιος ἀπέδειξε διὰ πολλῶν τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά του, καὶ μολονότι πολλοὶ ἐπίσημοι ἅγιοι ἄνδρες ἐμεσολάβησαν διὰ νὰ ἐπέλθῃ ἡ συμφιλίωσις τῶν διϊσταμένων, τὸ κακὸν ἐξηκολούθει· κατέστη δὲ ἔτι μᾶλλον χειρότερον, ὅταν ὁ δυτικὸς Ἐπίσκοπος Καλάρεων Λουκίφερ ἐλθὼν εἰς Ἀντιόχειαν, ἀντὶ νὰ συντελέσῃ εἰς τὴν γεφύρωσιν τοῦ σχίσματος, διηύρυνε τὸ χάσμα αὐτοῦ, μὲ τὸ νὰ χειροτονήσῃ κἄποιον Παυλῖνον Ἐπίσκοπον τῶν ἀπεσχισμένων ἐκ τῆς κανονικῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τῆς ὑπὸ τὸν Μελέτιον διατελούσης. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ἔχουσα δύο παρατάξεις ὀρθοδόξους μὲ ἐπικεφαλῆς δύο ἀντιπάλους ἐπισκόπους, διῆλθε τότε ἀπαισίας μνήμης περιστάσεις. 


κατάστασις πρὸς καιρὸν δι’ ἀμοιβαίας συμφωνίας ἐφάνη ὀλίγον βελτιουμένη, καθότι ὁ Παυλῖνος ἐδέχθη νὰ διαδεχθῇ εἰς τὸν θρόνον τὸν Μελέτιον μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ, μὴ χειροτονουμένου ἑτέρου τινός· ἀλλ’ ὅταν μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μελετίου ἐν Κων)πόλει, ἔνθα οὗτος μετέβη μετασχὼν τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δὲν ἐκλήθη εἰς τὸν θρόνον, καθ’ ἅ συνεφωνήθη, ὁ Παυλῖνος, ἀλλ’ ἐχειροτονήθη ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ὁ συνοδεύσας τὸν Μελέτιον πρεσβύτερος Φλαβιανός, ὁ μετ’ ἄλλων πρεσβυτέρων μεθ’ ὅρκου ὑποσχεθεὶς ὅτι ζῶντος τοῦ Παυλίνου δὲν θὰ δεχθῇ προαγωγὴν διὰ τὸν θρόνον τῆς Ἀντιοχείας, ἡ κατάστασις ἀπέβη οἰκτροτέρα. Καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ κακὸν ἐπεδεινώθη, ὅταν ἀποθνήσκων ὁ γέρων ἤδη Παυλῖνος, μόνος, παρὰ πάντα θεῖον καὶ ἀνθρώπινον νόμον, ἐχειροτόνησε διάδοχόν του ἐπίσκοπον τὸν ὁμόφρονα αὐτῷ Εὐάγριον. Δυστυχῶς, τὰ μίση εἶχον κορυφωθῆ εἰς τοσοῦτον, ὥστε σκοτασμὸς πλήρης ἐχαρακτήριζε τὰς σκέψεις τῶν σχισματικῶν. 


Αἱ συκοφαντίαι καὶ αἱ διαβολαὶ ἦσαν εἰς χρῆσιν ἄμεσον προκειμένου νὰ δυσφημισθῶσι πρόσωπα καὶ πράξεις ἀντιθέτου φρονήματος. Τότε, δυστυχῶς, καὶ ἄνδρες ἐπ’ ἀρετῇ περιώνυμοι συναπήχθησαν ἀπερισκέπτως εἰς τὴν πλάνην καὶ παρεσύρθησαν εἰς πολλὰ ἄτοπα. Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Δάμασος κακῶς πληροφορηθεὶς τὰ πράγματα ἐστράφη ἐναντίον τῶν κανονικῶν Ἐπισκόπων Ἀντιοχείας Μελετίου καὶ Φλαβιανοῦ. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος παρασυρθεὶς καὶ αὐτὸς ἐτάχθη μὲ τὸ μέρος τῶν σχισματικῶν καὶ ὑπεστήριζε τὸν ἀντικανονικὸν Παυλῖνον, θεωρῶν ὡς ἀρειανίζοντα τὸν Ἅγιον Μελέτιον. Τόσον δὲ ἀπρόσεκτος ἐφάνη, ὥστε ἐδέχθη ἀπὸ τὸν ἀντικανονικὸν Παυλῖνον καὶ χειροτονίαν πρεσβυτέρου. Ἀλλ’ ὅμως, τὶς οἶδε διὰ ποῖον λόγον, ἤ συναισθανθεὶς τὸ σφάλμα του, ἤ δι’ ἄλλο τι, οὐδέποτε ἐτέλεσεν ὡς ἱερεὺς καθήκοντα ἱερατικά, οὔτε ποτὲ προσέφερε τὴν θείαν Μυσταγωγίαν, εὐθὺς ἅμα χειροτονηθεὶς καὶ ἅμα παραιτηθεὶς τῆς ἱερωσύνης. 


Καὶ ἄν οὕτω ὁ θεῖος Ἱερώνυμος σκεφθεὶς ἔπραξε, μὴ ἐπιχειρήσας νὰ τελέσῃ ἱεροπραξίαν τινά, ὡς μὴ λαβὼν χειροτονίαν παρὰ κανονικοῦ Ἐπισκόπου, τοῦτο ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν τρανὴν τῆς εὐσυνειδησίας τοῦ ἀνδρός, μὴ τολμῶντος νὰ ἀσεβήσῃ παίζων ἐν οὐ παικτοῖς, θέτων ἑαυτὸν εἰς μεῖζον κρῖμα καὶ κατάκριμα ἔναντι τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ὁ θεῖος Χρυσόστομος, γέννημα καὶ θρέμμα τῆς Ἀντιοχείας καὶ κληρικὸς ὤν, ὑπὸ τὸν Μελέτιον κατ’ ἀρχάς, καὶ ὑπὸ τὸν Φλαβιανὸν κατόπιν, ἐπὶ δωδεκαετίαν, 386-397, εἰργάσθη πρὸς διόρθωσιν τῆς καταστάσεως διὰ παντὸς τρόπου. Πρεσβύτερος ὑπὸ τὸν Φλαβιανὸν διατελῶν μεγάλας προσπαθείας διὰ κηρυγμάτων κατέβαλε πρὸς ἄρσιν τοῦ σχίσματος. Τὴν αἰτίαν τῆς διαιρέσεως ἀπέδιδεν εἰς τὴν φιλαρχίαν, διότι διαφορὰ πίστεως μεταξὺ τῶν διισταμένων μερίδων δὲν ὑπῆρχε, διότι εἶχον τὰ αὐτὰ δόγματα καὶ τὰ αὐτὰ μυστήρια. Τὸν ἐστενοχώρει ὅμως ἡ διαίρεσις τῶν ὀρθοδόξων, διότι ἐδίδετο ἀφορμὴ κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας. 


δὲ ἐπίσημος Ἐκκλησία πολλάκις ἐδίσταζε νὰ ἐπιβάλῃ ἐπιτίμια εἰς τοὺς πταίοντας, φοβουμένη μὴ οὗτοι σκληρυνόμενοι ἔτι μᾶλλον, μεταπηδήσωσιν ὁριστικῶς εἰς τὴν παράταξιν τοῦ Παυλίνου. Τὸν διχασμὸν τῆς Ἐκκλησίας καυτηριάζων ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἐπεκαλεῖτο γνώμην ἁγίου τινός, καθ’ ἥν «οὐδὲ αἷμα μαρτυρίου δύναται τὴν ἁμαρτίαν τοῦ σχίσματος ἐξαλείφειν», καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγε, «διὰ τοῦτο λέγω καὶ διαμαρτύρομαι, ὅτι τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν». Τοὺς περὶ τὸν Παυλῖνον ἐθεώρει μὲν ὀρθοδόξους τὴν πίστιν, ἀλλὰ μὴ ἔχοντας κανονικὰς τὰς χειροτονίας καὶ ἑπομένως ἀπεσχισμένους τῆς Ἐκκλησίας. 


δυσφόρει δὲ πολὺ πληροφορούμενος, ὅτι τινὲς ἀδιαφόρως προσήρχοντο καὶ πρὸς τὴν μίαν καὶ πρὸς τὴν ἄλλην παράταξιν, μὴ διακρίνοντες τοὺς κανονικήν, ἀπὸ τοὺς ἀντικανονικὴν ἔχοντας τὴν χειροτονίαν, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι ἀμφότεραι αἱ παρατάξεις ἐξ ἐπόψεως πίστεως ὀρθοδοξοῦσιν. Ἰδοὺ πῶς ὁ θεῖος Πατὴρ σχετικῶς πρὸς τὰ ἀνωτέρω ἀποφαίνεται: «Δύο τρόποι ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν· ὁ ἕνας, ὅταν ψυχράνωμεν τὴν ἀγάπην, ὁ δεύτερος δέ, ὅταν τολμήσωμεν πράγματα ποὺ εἶναι ἀνάξια νὰ γίνωνται εἰς ἐκεῖνο τὸ σῶμα· διότι καὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους χωρίζομεν τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ ἐμεῖς, ποὺ ἔχομεν ταχθῆ νὰ οἰκοδομῶμεν καὶ ἄλλους εἰς αὐτό, πρῶτοι γινώμεθα ἐμεῖς αἴτιοι διὰ ν’ ἀποσχίζωνται ἀπὸ αὐτήν, τί δὲν θὰ πάθωμεν; Τίποτε δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ διαιρέσῃ τόσον εὔκολα τὴν Ἐκκλησίαν, ὅσον ἡ φιλαρχία· τίποτε δὲν παροξύνει τόσον τὸν Θεόν, ὅσον τὸ νὰ διαιρεθῇ ἡ Ἐκκλησία. 


Καὶ ἄν ἀκόμη ἔχωμεν πράξει ἄπειρα καλά, δὲν θὰ καταδικασθῶμεν ὀλιγώτερον ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι διεμέλισαν τὸ σῶμα του, ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι διαιροῦμεν τὸ ἐκκλησιαστικὸν πλήρωμα. Διότι ἐκεῖνο μὲν ἔγινε πρὸς ὄφελος τῆς οἰκουμένης, ἄν καὶ δὲν τὸ ἔκαναν ἀπὸ αὐτὸν τὸν σκοπόν· αὐτὸ ὅμως εἰς τίποτε πουθενὰ δὲν χρησιμεύει, ἀλλ’ εἶναι μεγάλη ἡ βλάβη. Αὐτὰ δὲν λέγονται μόνον πρὸς τοὺς ἄρχοντας, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἀρχομένους. Κάποιος δὲ ἅγιος ἄνδρας εἶπε κάτι τὸ ὁποῖον φαίνεται ὅτι εἶναι τολμηρόν, πλὴν ὅμως τὸ εἶπε. Ποῖον εἶναι δὲ αὐτό; Οὔτε τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου ἠμπορεῖ νὰ ἐξαλείψῃ αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν. Διότι, εἰπέ μου, διατί μαρτυρεῖς; δὲν τὸ κάνεις αὐτὸ διὰ τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ; Σὺ λοιπὸν ὁ ὁποῖος θυσιάζεις τὴν ζωήν σου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, πῶς ἐξολοθρεύεις τὴν Ἐκκλησίαν, ὑπὲρ τῆς ὁποίας πρῶτος ἐθυσιάσθη ὁ Χριστός; Ἄκουσε τὸν Παῦλον ὁ ὁποῖος λέγει· “Οὐκ εἰμὶ ἄξιος καλεῖσθαι ἀπόστολος, ὅτι ἐδίωξα τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπόρθουν αὐτήν”. Δὲν εἶναι μικρὰ αὐτὴ ἡ βλάβη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ πολὺ μεγάλη. Διότι ἐκείνη μὲν ἀναδεικνύει αὐτὴν καὶ λαμπροτέραν, ἐνῷ αὐτὴ καταισχύνει αὐτὴν καὶ ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν της, ὅταν δηλαδὴ πολεμῆται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ τέκνα της. 


Διότι εἶναι μεγάλη ἀπόδειξις ἀπάτης τὸ νὰ μεταβάλλωνται ἔξαφνα καὶ νὰ διάκεινται ὡς ἐχθροὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐγεννήθησαν καὶ ἀνετράφησαν μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἔχουν γνωρίσει μὲ ἀκρίβειαν τὰ ἀπόρρητα τῆς πίστεως. Αὐτὰ δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ ἀδιαφορίαν ἀκολουθοῦν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαιροῦν τὴν Ἐκκλησίαν. Διότι καὶ ἄν ἀκόμη ἔχουν ἀντίθετον πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν πίστιν, καὶ δι’ αὐτὸν τὸν λόγον δὲν ἁρμόζει εἰς ἐκείνους ν’ ἀναμιγνύωνται· ἐὰν ὅμως ἔχουν τὴν ἰδίαν πίστιν, τότε πολὺ περισσότερον δὲν πρέπει νὰ ἀναμιγνύωνται. Διατί ἆρά γε; Διότι ἡ νόσος προέρχεται ἀπὸ φιλαρχίαν. Δὲν γνωρίζετε τί ἔπαθον οἱ περὶ τοὺς Κορὲ καὶ Δαθὰν καὶ Ἀβειρών; Καὶ μήπως μόνον αὐτοὶ καὶ ὄχι καὶ οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτούς; Τί λέγεις; Ἡ ἰδία πίστις εἶναι, ὀρθόδοξοι εἶναι καὶ ἐκεῖνοι. Διατί λοιπὸν δὲν εἶναι μαζὶ μὲ ἐμᾶς; “Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα”. Ἐὰν δὲ αὐτὰ ποὺ κάνουν αὐτοὶ εἶναι ὀρθά, τότε τὰ ἰδικά μας εἶναι λανθασμένα· ἐὰν δὲ τὰ ἰδικά μας εἶναι ὀρθά, τότε τὰ ἰδικά των εἶναι λανθασμένα. “Μηκέτι ὦμεν νήπιοι”, λέγει, “κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας”. 


Εἰπέ μου, νομίζεις ὅτι ἀρκεῖ αὐτό, τὸ νὰ λέγῃς δηλαδὴ ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι; Τὰ δὲ τῆς χειροτονίας ἔφυγαν καὶ ἐχάθησαν; Καὶ ποῖον τὸ ὄφελος ἐὰν αὐτὴ δὲν ἔγινε κατὰ τρόπον κανονικόν; Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν διὰ τὴν πίστιν, ἔτσι πρέπει νὰ ἀγωνιζώμεθα καὶ δι’ αὐτήν. Διότι, ἐὰν εἰς τὸν καθένα εἶναι δυνατὸν νὰ χειροτονῇ, ὅπως οἱ παλαιοί, καὶ ἔτσι νὰ γίνωνται ἱερεῖς, ἄς γνωρίζουν ὅλοι, ὅτι εἰς μάτην ἔχει οἰκοδομηθῆ αὐτὸ τὸ θυσιαστήριον, εἰς μάτην τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἱερέων· ἄς τὰ καταργήσωμεν αὐτὰ καὶ ἄς τὰ καταστρέψωμεν. Μὴ γένοιτο, λέγει. Σεῖς τὰ κάνετε αὐτὰ καὶ λέγετε μὴ γένοιτο; 


Πῶς λέγεις, μὴ γένοιτο, τὴν στιγμὴν ποὺ ἔχουν ἤδη γίνει; Ἐγὼ τὸ λέγω καὶ τὸ ἐπιβεβαιώνω ἀποσκοπῶν ὄχι εἰς ἰδικόν μου συμφέρον, ἀλλ’ εἰς τὴν ἰδικήν σας σωτηρίαν· ἐὰν δὲ κάποιος ἀδιαφορῇ, αὐτὸς θὰ κριθῇ· ἐὰν δὲ αὐτὰ δὲν ἐνδιαφέρουν εἰς κάποιον, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρουν». [Ὁ συγγραφεὺς τοῦ παρόντος ἄρθρου παρέθεσε τὸ πρωτότυπο Χρυσοστομικὸ κείμενο (βλ. PG τ. 62, σ. 85, 86: «Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους», Ὁμιλία ΙΑ’, §§ δ’, ε’), ἀλλὰ προτιμήθηκε στὴν παροῦσα ἀναδημοσίευσι ἡ ἀπόδοσις τοῦ κειμένου στὴν ἁπλῆ καθαρεύουσα γιὰ τὴν διευκόλυνσι τῶν ἀναγνωστῶν].


Ἐκ τῶν λόγων τούτων τοῦ Χρυσορρήμονος θείου Πατρὸς πληροφορούμεθα τὸ μέγεθος τῆς ἐνοχῆς παντός, 

οὐ μόνον ἀμέσως ἀλλὰ καὶ ἐμμέσως δημιουργοῦντος σχίσμα εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ παντὸς 

ὁπωσδήποτε ἐνισχύοντος τὰς τάξεις τῶν σχισματικῶν, συνεκκλησιαζομένου ἀδιαφόρως ἄλλοτε μετὰ κανονικῶς 

καὶ ἄλλοτε μετ’ ἀντικανονικῶς χειροτονηθέντων κληρικῶν, ἐπὶ τῇ προφάσει, ὅτι δὲν ὑπάρχουσι διαφοραὶ

 δογματικαὶ μεταξὺ τῶν διισταμένων, οὐδεμίαν δὲ ἐξέτασιν, ὡς ἔδει, ποιοῦντος, περὶ κανονικῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τὼν προσεδρευόντων τῷ ἱερῷ θυσιαστηρίῳ.



«Ἡ Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας»
 ἀρ.φ. 409-410 / 14.1.1963, σελ. 2-4
 Εκ του Ιστολογίου της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Print Friendly and PDF