ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΑΓΑΠΗΤΟΣ Ο ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ




Ο Θεομακάριστος Αγαπητός ήταν από την πόλη του Κιέβου και ήρθε στα Σπήλαια στα χρόνια του οσίου Αντωνίου. 

Με πόθο πολύ ζητούσε από τον όσιο να τον δεχτή και να τον τιμήσει με το πανίερο μοναχικό σχήμα. 



Κι εκείνος, μετά την κανονική δοκιμασία, τον έκειρε και τον κράτησε κοντά του. Βλέποντας

 ο θεσπέσιος Αγαπητός τον όσιο Αντώνιο να υπηρετεί με αγάπη τους ασθενείς και να τους 

θεραπεύει με τα βότανα και την προσευχή του, θέλησε να γίνει μιμητής του. Αν κάποιος αδελφός αρρώσταινε,

 ο σπλαχνικός Αγαπητός άφηνε το κελί του και την ησυχία του κι έτρεχε στον άρρωστο.

 Καθόταν δίπλα του και ικανοποιούσε αγόγγυστα όλες του τις ανάγκες μέχρι ν' αναρρώσει.

 Συνάμα έκανε αδιάλειπτη θερμή προσευχή στον ιατρό των ψυχών και των σωμάτων Ιησού Χριστό

 υπέρ της υγείας του ασθενούς αδελφού. 



Κι αν η αρρώστια συνεχιζόταν για πολύν καιρό και ο αδελφός έχανε την υπομονή του και μεμψιμοιρούσε, ο όσιος τον ενίσχυε και τον παρηγορούσε με λόγους αγάπης και παρακλήσεως. Ακολουθώντας έτσι ταπεινά το παράδειγμα του γέροντα του οσίου Αντωνίου, ο φιλόθεος Αγαπητός αξιώθηκε από το Θεό της ίδιας θαυματουργικής χάριτος: Με τη δύναμη του Χριστού θεράπευε όλες τις παθήσεις, κάνοντας προσευχή και δίνοντας στους αρρώστους να φάνε λίγα χόρτα, από κείνα που έτρωγε ό ίδιος. Η φήμη του δεν άργησε να διαδοθεί στην πόλη του Κιέβου. Πλήθη χριστιανών που βασανίζονταν από ποικίλες ασθένειες άρχισαν να συρρέουν στη μονή και να θεραπεύονται από τον ιαματικό Αγαπητό. Την εποχή εκείνη υπήρχε στο Κίεβο ένας γιατρός, Αρμένιος κατά την πίστη και το γένος, διάσημος για τις διαγνωστικές και θεραπευτικές του ικανότητες. Με μια σύντομη εξέταση μπορούσε να καταλάβει από τι έπασχε ο άρρωστος, αν θα γινόταν καλά ή αν θα πέθαινε και πότε. Αν αντιλαμβανόταν ότι η κατάσταση του ήταν κρίσιμη, δεν τον αναλάμβανε. Κάποτε έφεραν στη μονή των Σπηλαίων έναν άρρωστο βογιάρο, αυλικό του ηγεμόνα Βσέβολοντ. 


Ο Αρμένιος γιατρός τον είχε απελπίσει, λέγοντας του απερίφραστα πως θα πέθαινε σε οκτώ μέρες. Ο όσιος Αγαπητός προσευχήθηκε πάνω από τον ασθενή και κατόπιν του έδωσε να φάει λίγα χόρτα από το πιάτο του. Ο άρρωστος θεραπεύτηκε αμέσως! Μετά απ' αυτό το θαύμα η δόξα του ιαματικού Αγαπητού έφτασε στο αποκορύφωμά της. Ο Αρμένιος έλιωνε από ζήλια και κατηγορούσε το μακάριο σαν κομπογιαννίτη και ψευτοθαυματοποιό. Θέλησε μάλιστα να τον ρεζιλέψει στους ανθρώπους. Με έμπιστους υπηρέτες του, όμοιους μ' αυτόν στην κακία, έστειλε στη μονή έναν ετοιμοθάνατο. Τους είχε δασκαλέψει να του δώσουν με τρόπο να πιει ένα φαρμακερό υγρό. Έτσι θα ήταν βέβαιος ό θάνατος του. Όλα έγιναν όπως τα είχε προετοιμάσει ο μυσαρός Αρμένιος. Μόλις ήπιε το δηλητήριο ο άρρωστος,, άρχισε να σπαρταράει σαν ψάρι και να βγάζει αφρούς από το στόμα. Ο θάνατος τον είχε κιόλας αγγίξει. Ο όσιος, βλέποντάς τον να πεθαίνει, έφερε λίγα χόρτα από το τραπέζι του και τα έβαλε με δυσκολία στο στόμα του ετοιμοθάνατου. 


Ύστερα γονάτισε μπροστά του και παραδόθηκε σε θερμή ικεσία προς το Θεό. Πριν πέραση πολλή ώρα, ο ετοιμοθάνατος συνήλθε, γέμισε ζωή και σφρίγος και σηκώθηκε όρθιος!!!!!! Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο Αρμένιος, λύσσαξε από το κακό του. Διέταξε τους ανθρώπους του να βρουν τρόπο και να ποτίσουν με το φαρμάκι τον ίδιο τον όσιο. Εκείνοι πήγαν σαν ευλάβεια τάχα προσκυνητές και με πολλή πονηρία του πρόσφεραν το δηλητήριο σαν ωφέλιμο ποτό, παρακαλώντας τον να το πιει και να τους ευλογήσει. Ο όσιος το ήπιε, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Ο Κύριος, που υποσχέθηκε στους δούλους Του ότι «καν θανάσιμο τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει», λύτρωσε και τώρα το μακάριο Αγαπητό από τη θανατηφόρα δράση του δηλητηρίου. Δεν πέρασε πολύς καιρός και αρρώστησε ο ηγεμόνας Βλαδίμηρος Βσεβολόντοβιτς ο Μονομάχος. Βρισκόταν τότε στο Τσερνιγώφ. Ο Αρμένιος γιατρός πάσχιζε μ' όλα τα μέσα που διέθετε να τον βοηθήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο ηγεμόνας έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου. Απελπισμένος τότε ειδοποίησε τον ηγούμενο της Λαύρας Ιωάννη, παρακαλώντας τον να στείλει στο Τσερνιγώφ τον ιαματικό Αγαπητό για να τον θεραπεύσει με τη χάρη που είχε από το Θεό. 


Ο ηγούμενος Ιωάννης κάλεσε τον όσιο και του μετέφερε την παράκληση του άρρωστου ηγεμόνα. Αλλά ο μακάριος, που ποτέ δεν είχε βγει από το μοναστήρι, είπε ταπεινά: — Τίμιε Γέροντα, αν πάω στον ηγεμόνα για τη θεραπεία του, τότε πρέπει να πηγαίνω και στους άλλους που έχουν παρόμοια ανάγκη. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του Θεού. Ζητώ λοιπόν την ευλογία σου να μην αναχωρήσω για το μέρος όπου με περιμένει ανθρώπινη δόξα, γιατί υποσχέθηκα στο Θεό να την αποφεύγω μέχρι την τελευταία μου αναπνοή. Δώσ' μου την ευχή σου να φύγω σε άλλο μέρος και να κρυφτώ προσωρινά, μέχρι να περάσει αυτή η δυσκολία. Αν όμως θελήσεις να με στείλεις εσύ στο Τσερνιγώφ, θα κάνω υπακοή. «Ουχ ως εγώ θέλω, αλλ' ως συ». Ο ηγούμενος Ιωάννης θαύμασε την αρετή και την ταπείνωση του υποτακτικού του και δεν επέμεινε. Είπε στους απεσταλμένους του ηγεμόνα πως δεν μπορεί να τον πιέσει. Αν μπορούσαν εκείνοι ας τον έπειθαν. Άλλα όπως ήταν φυσικό και των απεσταλμένων οι προσπάθειες έμειναν άκαρπες. Ο όσιος ήταν ανένδοτος. Όταν είδαν κι απόειδαν, ζήτησαν τουλάχιστον λίγα χόρτα από το πιάτο του Αγαπητού. Το αίτημά τους αυτό το συμμερίστηκε και ο ηγούμενος Ιωάννης, που έδωσε εντολή στον όσιο να υπακούσει. Έτσι κι έγινε. Ο πρίγκιπας γεύτηκε τα χόρτα που του έφεραν. 


Αμέσως έγινε καλά!!! Τρελός από χαρά για τη σωτηρία του ο Βλαδίμηρος, πήρε μπόλικο χρυσάφι και ξεκίνησε με μεγάλη συνοδεία για τη μονή των Σπηλαίων, θέλοντας ν' αμείψει και να τιμήσει το σωτήρα του. Μόλις όμως ο ταπεινός Αγαπητός πληροφορήθηκε την άφιξή του, έτρεξε και κρύφτηκε. Όσο κι αν έψαξαν ο ηγούμενος και οι αδελφοί, δεν μπόρεσαν να τον βρουν. Στενοχωρημένος ο ηγεμόνας έδωσε το χρυσάφι στον ηγούμενο, προσκύνησε στην εκκλησία κι έφυγε. Άλλα σε λίγες ημέρες έστειλε ένα βογιάρο του με πολλά δώρα για τον όσιο. Ο βογιάρος βρήκε τον Αγαπητό στο κελί του κι απόθεσε τα δώρα μπροστά στα πόδια του. Ο όσιος τότε του είπε: — Παιδί μου, ποτέ δεν παίρνω αμοιβή νια τις θεραπείες, γιατί αυτές γίνονται όχι με τη δική μου δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Χριστού. Γι' αυτό και τώρα δεν μπορώ να δεχτώ αυτή την προσφορά του κυρίου σου. - Το γνωρίζει πάτερ κι εκείνος που μ' έστειλε πως δεν παίρνεις αμοιβή, αποκρίθηκε ο βογιάρος. Αλλά σε παρακαλώ, για να μη λυπήσεις τον άνθρωπο που έκανε υγιή Ο Θεός με τη δική σου μεσολάβηση, δέξου αυτά τα δώρα και χρησιμοποίησέ τα όπως εσύ νομίζεις. 


Μοίρασε τα αν θέλεις, στους φτωχούς. - Να 'ναι ευλογημένο τότε, είπε ο όσιος. Πες όμως σ' αυτόν που σ' έστειλε ότι, αν θέλει να είναι ευάρεστος σ' Εκείνον που τον γλίτωσε από το θάνατο, να μοιράζει στους φτωχούς και από την υπόλοιπη περιουσία του. Γιατί δεν θα μπορέσω να τον βοηθήσω άλλη φορά. Τον παρακαλώ με την καρδιά μου να υπακούσει, για να μην τον βρουν χειρότερα. Και λέγοντας αυτά ο Ανάργυρος Αγαπητός, πήρε τα δώρα και βγαίνοντας βιαστικά από το κελί του τα πέταξε έξω, δίπλα στην πόρτα. Ο ίδιος εξαφανίστηκε και κρύφτηκε σε άγνωστο μέρος. Βγαίνοντας και ο βογιάρος έξω, είδε τα δώρα πεταμένα χάμω και τον όσιο πουθενά. Λες και τον είχε καταπιεί η γη. Τα μάζεψε τότε και τα έφερε στον ηγούμενο. Όταν επέστρεψε στον ηγεμόνα, διηγήθηκε σ' εκείνον και τους αυλικούς του ό,τι είχε συμβεί και όλοι δόξασαν το Θεό και το γνήσιο δούλο Του Αγαπητό, που στήριζε την ελπίδα της αμοιβής του στον ουρανό, «όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν» τους αιώνιους θησαυρούς του Κυρίου, τους ετοιμασμένους για τους πιστούς οικονόμους των χαρισμάτων Του. Από τότε ο ηγεμόνας Βλαδίμηρος άρχισε, κατά την εντολή του οσίου, να μοιράζει απλόχερα τα πλούτη του στους φτωχούς. Κάποτε όμως παραχώρησε ό Θεός ν' αρρωστήσει και ο ιαματικός Αγαπητός. Βρήκε τότε ευκαιρία και τον επισκέφθηκε ο Αρμένιος γιατρός, ενδιαφερόμενος δήθεν για την υγεία του. — Δε μου λες, γέροντα, ρώτησε ειρωνικά τον όσιο. 


Με τι χόρτο θεραπεύεται η δική σου αρρώστια; — Μ' εκείνο που θα υποδείξει ό Κύριος, ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, αποκρίθηκε με ακακία ο μακάριος. — Χμ! Ιδέα δεν έχει αυτός εδώ από ιατρική. Είναι τελείως άσχετος! αποφάνθηκε με υπεροψία ο γιατρός, κοιτάζοντας με νόημα τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί. Ύστερα έπιασε το χέρι του οσίου και είπε μ' επισημότητα: —Σου λέω στ' αλήθεια ότι δεν έχεις πάνω από τρεις ήμερες ζωής. Σου δίνω το λόγο μου, αν σε τρεις ήμερες δεν πεθάνεις, εγώ αλλάζω ζωή και γίνομαι μοναχός σαν εσένα! Στα λόγια αυτά ο όσιος Αγαπητός αγανάκτησε. — Αυτή είναι η τέχνη σου; είπε αυστηρά. Αντί να σώζεις, προλέγεις το θάνατο; Αν είσαι ικανός, θεράπευσε με! Αν όχι, τότε για τι λες πως θα πεθάνω σε τρεις ήμερες; Ο Κύριος με πληροφόρησε ότι θα με πάρει κοντά Του μετά από τρεις μήνες! Αλλά ο Αρμένιος επέμενε: —Μην έχεις τέτοιες μάταιες ελπίδες! Δε βλέπεις τα χάλια σου; Αποκλείεται να ζήσης περισσότερο απ' όσο σου λέω. 


Στο μεταξύ έφεραν στον όσιο κάποιον άρρωστο από το Κίεβο για να τον θεραπεύσει. Εκείνος, με θαυματουργική επέμβαση του Θεού, σηκώθηκε αμέσως από την κλίνη και πήγε στο τραπέζι για να πάρει λίγα χόρτα. — Να το χόρτο της θεραπείας μου! Δες το και συνετίσου! Είπε στο γιατρό, που τον κοίταζε με έκπληξη να στέκεται όρθιος. — Αυτό δεν φαίνεται να είναι από τα δικά μας χόρτα, είπε αμήχανα ο Αρμένιος. Μοιάζει μ' ένα φυτό που φυτρώνει στην περιοχή της Αλεξάνδρειας. Γέλασε ο όσιος με την αμάθειά του κι έδωσε στον ασθενή να φάει, ενώ ο ίδιος γονάτισε σε προσευχή. Σε λίγο ο άνθρωπος είχε θεραπευθεί!!!! Κατόπιν ό θείος Αγαπητός στράφηκε στο γιατρό: — Φάε κι εσύ σε παρακαλώ, από τα χόρτα μου. — Δεν μπορώ πάτερ, γιατί εμείς έχουμε αυτό το μήνα τέσσερις ήμερες νηστεία και η σημερινή μέρα είναι νηστίσιμη. — Μα σε ποια πίστη ανήκεις εσύ; ρώτησε με απορία ο όσιος. — Καλά, δεν έχεις ακούσει για μένα; Είμαι Αρμένιος! -Αρμένιος! φώναξε ο όσιος με ιερή οργή. 


Και πως τόλμησες, προδότη της Ορθοδοξίας, να μπεις εδώ μέσα; Πως τόλμησες να βεβηλώσεις το κελί μου και να πιάσεις στα αιρετικά σου χέρια το δικό μου αμαρτωλό χέρι; Φύγε από δω πλανεμένε, ασεβέστατε! Ντροπιασμένος έφυγε ο γιατρός. Ο θεοφιλής Αγαπητός έζησε, όπως τον είχε πληροφορήσει ό Θεός, τρεις μήνες ακόμη. Και την 1η Ιουνίου εκοιμήθη ειρηνικά κι ενταφιάστηκε από τους αδελφούς στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. 



Μετά από λίγο καιρό, ο γιατρός εμφανίστηκε «συντετριμμένος και τεταπεινωμένος»

 στον ηγούμενο της μονής των Σπηλαίων. — Αφήνω την πλάνη των Αρμενίων, είπε κλαίγοντας μετανιωμένος.

 Ασπάζομαι την αγία Ορθοδοξίας, τη μόνη αληθινή πίστη και ποθώ να υπηρετήσω τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, 

φορώντας το άγιο μοναχικό σχήμα. Μου εμφανίστηκε χθες ο μακαριστός Αγαπητός και μου είπε: 

«Υποσχέθηκες ν' αρνηθείς την πλάνη σου και να γίνεις μοναχός. Αν τώρα υπαναχωρήσεις,

 θα καταστρέψεις την ψυχή σου. 

Ο Θεός ου μυκτηρίζεται!» 

Τώρα πια πιστεύω ότι Ο Αγαπητός είναι άγιος! 

Πράγματι, ο γιατρός ασπάσθηκε την ορθόδοξη πίστη, έμεινε στη μονή κι έγινε μοναχός,

 αφιερώνοντας την υπόλοιπη ζωή του στην ίαση των τραυμάτων της δικής του ψυχής

 και στην ευαρέστηση του μεγάλου Ιατρού,

 Ιησού Χριστού.



Οι βίοι και τα κατορθώματα των πρώτων οσίων οικιστών της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου,
 που με τ' ασκητικά παλαίσματα, τις πύρινες προσευχές, τις εκπληκτικές θαυματουργίες
 και την άγια βιοτή τους στερέωσαν το μήνυμα του Ευαγγελίου στη ρωσική γη. Συνταγμένο στα μέσα του 13ου αι., 
περιέχει διηγήσεις των οσίων Νέστορος του Χρονογράφου (†1114), 
Πολυκάρπου,
 αρχιμανδρίτου της Λαύρας (†1182) και Σίμωνος, επισκόπου Βλαντιμίρ και Σουζντάλ (†1226). 
Ένα βιβλίο που δεν προσφέρει στον αναγνώστη τη σοφία του κόσμου τούτου, του αποκαλύπτει
 όμως την ουράνια σοφία, την αγιοπνευματική χάρη και τη θεία δύναμη, που ενοικούσαν
 στους απλοϊκούς σπηλαιώτες πατέρες του πρώιμου ρωσικού μοναχισμού. Το κείμενο συνοδεύεται
 από παλιές λαϊκές γκραβούρες. 
Έκδοση Ι.Μ.Παρακλήτου. 
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. 


Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF