ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ




''...Εις τα διηγήματα, όσα εδημοσίευσα κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθήματα μου, τα οποία θέλγουσιν και συγκινούσιν εμέ αυτόν - ίσως και ολίγους φιλαναγνώστας [...] 

Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρηται ότι επέζησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. 

Όπου γίνεται λόγος περί ξενιτεμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν απουσία ή στέλλουσι γράμματα μετά υλικής παρηγορίας εις τους οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος [...] 

Αλλά τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων έχουσιν, ας μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν, είναι δηλαδή μάλλον θρησκευτικά...'' 

 

Α. Παπαδιαμάντης 



Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν 〈καὶ〉 δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:


Βαρύτερ᾽ ἀπ᾽ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα, γιατὶ τὰ φόρεσα κ᾽ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ᾽χα. Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾽ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε», καὶ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀποθάνῃ.


πέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίας ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου. Αἴφνης, ἐν μέσῳ δύο γογγυσμῶν, ἔβαλλε μίαν φωνήν, κ᾽ ἔκραζεν ἀπὸ τῆς κλίνης πρὸς τὴν ἐκτὸς τοῦ ἰσογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην καὶ ὑπηρετοῦσαν παιδίσκην. ― Μὴ χύνῃς στὴν αὐλὴ τὰ νερά, χίλιες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα· στὸ νεροχύτη!


Κ᾽ ἐπανελάμβανε τοὺς ἀφορήτους στεναγμούς, ἐπιτείνουσα μάλιστα αὐτοὺς ὁσάκις τυχὸν πτωχὴ γειτόνισσα, μὴ τολμῶσα νὰ εἰσέλθῃ, ἤρχετο δειλῶς μέχρι τῆς θύρας καὶ ἠρώτα πῶς ἦτο ἡ ἀσθενής. Βεβαίως ἡ γρια-Κομνιανάκαινα ἔπασχεν, ἀλλ᾽ ἴσως ἐμεγαλοποίει τὸ πρᾶγμα. Ἔκλαιε «τὰ νιᾶτα της», ἔλεγεν ὅτι δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ κάμῃ ἐφέτος Πάσχα. 


γειτόνισσα ἡ Μηλιὰ ἐβεβαίου ὅτι ἡ γραῖα εἶχε καὶ «κομπόδεμα», ἀλλὰ ποῦ νὰ ἐμβάσῃ μέσα καμμίαν ἐκ τῶν γειτονισσῶν της! 

Ἐλλείψει ἄλλης ἀσθενείας ἦτον ἱκανὴ ν᾽ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν της. 

Δὲν ἐβάστα ἡ ψυχή της νὰ δώσῃ κάτι τι εἰς μίαν πτωχὴν γυναῖκα διὰ νὰ τὴν «κοιτάξῃ», κ᾽ ἐπέβαλλε βαρεῖαν ἀγγαρείαν εἰς τὴν Μόρφω, ὀκταετῆ παιδίσκην. 

Ἐνίοτε παρελήρει ἀληθῶς. 

Εἶτα ἔβαλλεν ἀγρίαν κραυγήν. 

Ἔκραζε τὴν παιδίσκην νὰ τὴν σκεπάσῃ μὲ τὸ σινδόνιον, ἀλλὰ χωρὶς αὕτη νὰ τὴν ἐγγίσῃ κἂν, ἡ γερόντισσα ἔβαλλε τοιαύτην ὠρυγήν, ὥστε ἡ μικρὰ κατετρόμαζε. 

Ὁ καπετὰν Κομνιανὸς ἔλειπε μὲ τὸ γολετί, κ᾽ ἐπεριμένετο νὰ ἔλθῃ. Εἶχε μαζί του, μὲ τὸ γολετί, καὶ τὸν πρωτότοκον υἱόν του, τὸν Γεώργην, δωδεκαετῆ παῖδα. 

Τοῦτο ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς καημοὺς τῆς γραίας, ὅτι ἔμελλε ν᾽ ἀποθάνῃ, ὡς ἔλεγε, χωρὶς νὰ ἐπανίδῃ τὸν υἱόν της, καὶ τὸν ἔγγονόν της τὸν μεγάλον, ὅστις ὡμοίαζε τόσον μὲ τὸν μακαρίτην τὸν πάππον του.

Καὶ ποῖος νὰ τῆς σφαλήσῃ τὰ μάτια; 



Αἱ ἀνεψιαί της, ὑπανδρευμέναι καὶ αἱ δύο, τῆς ἐβαστοῦσαν κακίαν διὰ κάτι κληρονομικὰς διαφοράς, καὶ δὲν ἔσπασαν τὸ πόδι «οἱ λαχταρισμένες, οἱ ἀχρόνιαστες!» νὰ ἔλθουν νὰ τὴν ἰδοῦν. Οὕτω τῆς ἤρχετο καὶ αὐτῆς ν᾽ ἀποθάνῃ εἰς τὸ πεῖσμα των, ν᾽ ἀποθάνῃ χωρὶς νὰ τῆς φιλήσωσι τὴν χεῖρα. Ἰατρός, ποῦ νὰ εὑρεθῇ; Εἶχεν αὐτὴ νὰ πληρώνῃ; Αὐτὴ ὤφειλε νὰ κάμνῃ οἰκονομίαν διὰ τὰ ὀρφανά, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ φθείρῃ τὸ βιὸ τοῦ υἱοῦ της εἰς γιατρικὰ καὶ δὲν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τὴ δουλειά σου! Ἔχουν ἐμπιστοσύνην τώρα αὐταὶ αἱ γυναῖκες;


κόσμος ἐχάλασε, τί τὰ θέλεις; Ἔμβαζε αὐτὴ μὲς στὸ βιό της, μὲς στὰ καλά της, ξένην γυναῖκα; Τῆς ἤρχετο νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς τὰς γειτονίσσας τὴν ἰδίαν κραυγήν, δι᾽ ἧς ἀπεδίωκε τὸ πάλαι παρείσακτον ὄρνιθα ἀπὸ τὸν ὀρνιθῶνά της. Ξού, ξένη! Ὣς τόσον ἐπεθύμει νὰ ἤρχετο ὁ υἱός της διὰ νὰ τὸν νυμφεύσῃ, νὰ τοῦ δώσῃ καὶ τὴν εὐχήν της. Σαράντα χρόνων ἄνθρωπος, κι ὁ κόσμος εἶναι πέλαγο, σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἀρμένιζε τώρα.


Πῶς νὰ περάσῃ τὴ ζωήν του χωρὶς νὰ ἔλθῃ εἰς δεύτερον γάμον; Καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ αὐτὰ θὰ εὕρισκαν μητέρα, μίαν καλὴν οἰκοκυρά, ἥτις ἀπὸ τώρα ἐπροσφέρετο μάλιστα νὰ ἔλθῃ νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ εἰς τὴν ἀσθένειάν της. Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα Κομνιανάκαινα, μὴ θέλουσα νὰ παραβῇ τὴν ἀρχήν της, δὲν ἐδέχθη τὴν ἐκδούλευσιν.


Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐκ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἡ Μόρφω, ἥτις εἶχεν ἤδη αἴσθησιν, ἂν δὲν ἐπεθύμει ν᾽ ἀποκτήσῃ μητέρα, ἐνθυμεῖτο κ᾽ ἐλυπεῖτο τὴν μητέρα της. Ὁ Εὐαγγελινός, νήπιον τριετίζον ἐν καιρῷ τῆς συμφορᾶς, οὔτε ἤξευρε τίποτε οὔτε ἐνθυμεῖτο. Ἔκλαιε μόνον ὅταν ἡ μάμμη τὸν ἐβίαζε νὰ φορέσῃ τὸν κατάμαυρον σάκκον του.


Μόρφω, λευκὴ καὶ ὠχρὰ μὲ τὰ μαῦρα φουστανάκια της, καὶ μὲ τὸ μαῦρον μανδήλιον τὸ σκεπάζον τὰ ξανθά της μαλλιά, ἦτο κατηφής, κ᾽ ἐνθυμεῖτο τὸ περυσινὸν Πάσχα, ὅταν ἔζη ἡ μήτηρ της. Ἡ ἀτυχὴς γυνὴ εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὴν γένναν της, τὸ παρελθὸν θέρος, καὶ τὸ βρέφος μετ᾽ αὐτῆς. 


Τώρα ἡ κορασὶς εἶχεν ἀντὶ τῆς καλῆς καὶ πονετικῆς μητρὸς τὴν μάμμην μὲ τὴν ἀφόρητον παραξενιά της, ἥτις, ἐνῷ ἐβεβαίου ὅτι ὅλα τῆς ἐπόνουν, κεφαλή, λαιμός, χεῖρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση καὶ τὰ λοιπά, πνιγομένη δὲ ἀπὸ τὸν βῆχα καὶ γογγύζουσα δυνατὰ καὶ βάλλουσα κραυγὰς ἀγρίας, ἐφείδετο νὰ δώσῃ εἰς ἰατροὺς καὶ φάρμακα, αἴφνης ἠγείρετο, ὑποβαστάζουσα τὴν κοιλίαν της, ἐξήρχετο μέχρι τῆς θύρας, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὸν ἐκτὸς κόσμον, κ᾽ ἔλεγεν: ― Ἄχ! τί γλυκιὰ πού ᾽ν᾽ ἡ ζωή!



Πέρυσι, ὤ! πέρυσι, τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ, καίτοι ἄγουσα ἤδη τὸν ἕβδομον μῆνα τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἀνεσφουγγώθη καὶ ἤρχισε νὰ βάπτῃ ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά, μὲ ριζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος.
Εἶτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἰς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδία τῆς πολίχνης, μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν στεφανωμένον μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾽ Ὀχτωῆχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα τὸ ᾆσμα:
Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὶ μὲ κόκκινη παντιέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων βασιλέα.
Σύρε μητέρα μ᾽, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,
κ᾽ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ·
ὅταν σημαίνουν ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουνε παπάδες, τότες καὶ σύ, μαννούλα μου, νά ᾽χῃς χαρὲς μεγάλες.



Καὶ τί χαρὲς μεγάλες τῷ ὄντι, τί χαρὲς δι᾽ ὅλα τὰ παιδία! Καὶ ἡ καλὴ ἡ μήτηρ της προθυμότατα ἔδιδεν ἀνὰ δύο ἀρτιβαφῆ αὐγὰ εἰς ὅλα τὰ παιδία· δύο αὐγὰ κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη! ἐνῷ ἡ μάμμη ἐφώναζεν ὅτι ἀρκετὰ παιδία ἦλθαν, καὶ ἀρκετὰ ἐτραγούδησαν, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν καὶ ἀλλοῦ.


Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ ἤρχισε νὰ ζυμώνῃ, καὶ ἔπλασεν ἀρκετὲς κουλοῦρες μετ᾽ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον, ἐπιδημοῦντα τότε, διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾽ ἑαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» διὰ τὴν Μόρφω, διὰ τὸν Εὐαγγελινόν, διὰ τ᾽ ἀναδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.


Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ μικρὸς Εὐαγγελινὸς ἔκλαιε, λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη ἡ κοκώνα του, ἡ μήτηρ τοῦ ἔδιδεν ἄλλην νὰ ἐκλέξῃ, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἡμέρωνεν οὔτε ἤθελε νὰ ταιριασθῇ. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰς ἤθελεν ὅλας διὰ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ τότε ἡ μήτηρ τὸν ἐπαρηγόρει λέγουσα ὅτι «τὸ Σαββάτο τὸ βράδυ θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα (κρά, κρά!), νὰ φέρῃ τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας (τσί, τσί!), καὶ τότε νὰ ἰδῇς χαρὲς ὁ Βαγγελινός, σὰν ἀκούσῃ κρά, κρά! τὴν κουρούνα νὰ χτυπᾷ τὸ παραθύρι.


Πάρε Βαγγελινὲ τὸ τυρί, πάρε καὶ τὸ τσὶ-τσί, νὰ φᾶτε!» Καὶ ὁ μικρὸς ἐψέλλιζε καὶ αὐτός, «θὰ ᾽θῇ κουούνα νὰ φέῃ τοὺ τσὶ-τσί», καὶ συνάπτων τὰς χεῖρας, δακτύλους μεταξὺ δακτύλων, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς μητρός, ἐμιμεῖτο τὴν εἰρεσίαν τῶν πτερῶν τῆς κουρούνας, τὸ δὲ παιδίον τῆς γειτόνισσας τῆς Μηλιᾶς, ἑξαετές, ἄνιπτον, ρακένδυτον, ὀκλάζον εἰς μίαν γωνίαν, κρατοῦν τὴν κοκώνα του, τὴν ὁποίαν ἐσκέπτετο ἂν δὲν ἦτο καλὸν νὰ τὴν φάγῃ τώρα ποὺ εἶναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον καὶ λέγον: «Ναί! θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα! ἀμ᾽ δὲ θὰ ᾽ρθῇ!»


Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δύο παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοῦς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυρόπνουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾽ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾽ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καὶ εἶτα ἐπέρασαν τρὶς ὑπὸ τὸν ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον,


δ᾽ Εὐαγγελινὸς (ὅλα τὰ ἐνθυμεῖτο ἡ μικρὰ Μόρφω) ἀνέτρεψεν ἐξ ἀπροσεξίας πήλινον ἀμφορέα μὲ ὕδωρ, ἐξ ἐκείνων οὓς θέτουσιν ὑπὸ τὸν Ἐπιτάφιον πρὸς ἁγιασμόν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶσι τὸ ὕδωρ εἰς τὸ καματηρό, ἤτοι τοὺς μεταξοσκώληκας, καὶ εἰς ἄλλας χρείας, αἱ νεώτεραι μυροφόροι, γυναῖκες διακαῶς ποθοῦσαι «νὰ ξενυχτίσουν τὸν Χριστὸν» μένουσαι ἄγρυπνοι ἐν τῷ ναῷ πέραν τοῦ μεσονυκτίου, διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλεται ἐκεῖ τὸ Μέγα Σάββατον, περὶ ὄρθρον βαθύν.


ἀμφορεὺς πεσὼν ἐθραύσθη, ἡ δὲ γυνὴ ἧς ἦτο κτῆμα ὠργίσθη, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔχει «σὲ κακό της». Τότε ἡ μήτηρ τοῦ Εὐαγγελινοῦ, ἀφοῦ ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸ παιδίον, πειραχθεῖσα εἶπεν ὅτι «ἂν εἶναι κακό, ἂς εἶναι γιὰ μένα!» Καὶ τὴν πτωχὴν δὲν τὴν ηὗρε ὁ χρόνος! 



Τὸ Μέγα Σάββατον δέ, μικρὸν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἡ μήτηρ ἐξύπνισε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, κ᾽ ἐνῷ ἐσήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες, ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» καὶ ἄλλα ἀκόμη παθητικὰ ᾄσματα.
Εἶτα οἱ πιστοὶ
ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τὸ ὕπαιθρον, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων.
Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!»
Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς, μεγαλοφώνως ἔκραζον:
Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον!
Ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: Κύιε ἔησον! Κύιε ἔησον!
Καὶ ὕστερον, ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τὴν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, (ἥτις καθιστᾷ μελαψὴν μιγάδα τὴν ἡμέραν καὶ παμμέλαιναν ἀράβισσαν τὴν νύκτα), ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον ἡτοιμάζετο νὰ σφάξῃ διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλας, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς.



Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον, τί ἥμερον, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο τὸ ἀρνί! Καὶ πῶς ἐβέλαζε (μπέ! μπέ!) τὸ καημένο. Ἐν τούτοις δὲν ἐφαίνετο πολὺ δυσαρεστημένον, διότι ἔμελλε νὰ σφαγῇ. Καὶ ἄλλος Ἀμνὸς ἄμωμος, Ἀμνὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλος ἀτίμητος Ἀμνὸς ἐσφάγη… Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν οἴκαδε ὁ πατὴρ τὰς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους.


Τί χαρά! τί θρίαμβος! φαντασθῆτε ὡραίας μικρὰς λαμπάδας, μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα. Ὁ Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων, ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. Ἡ μήτηρ τοῦ τὴν ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς τὴν ἔσπασε, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του, καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα.


πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῇ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάσῃ εἰς τὴν χεῖρα, ἕως τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων. Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καί τινες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια,


λλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας, αἵτινες, μεθ᾽ ὅλον τὸν διωγμὸν ὃν ἐκίνουν κατ᾽ αὐτῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατ᾽ ἔτος οἱ ἐπίτροποι, ἀξιοῦντες νὰ περιορίσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν γυναικωνίτην, οὐχ ἧττον ἐπέμενον καὶ παρεισέδυον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἀριστερά, εἰς τὴν μίαν κόγχην.


Εἷς δ᾽ ἐπίτροπος τῆς ἐπάνω ἐνορίας, ἄνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ὅτι ὅλοι οἱ ἐθελονταὶ ψάλται, νεανίαι εἰκοσαετεῖς, ἐφοίτων κατὰ προτίμησιν εἰς τὴν κάτω ἐκκλησίαν, εἰς δὲ τὴν ἐπάνω ἠναγκάζοντο νὰ ψάλλωσιν οἱ ἱερεῖς, τί ἐσοφίσθη; Πιάνει καὶ ἀποσπᾷ ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην τὰ καφάσια, τὰ δικτυωτά, δι᾽ ὧν ἐφράττοντο τέως αἱ γυναικεῖαι μορφαὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀφήνει τὸν γυναικωνίτην ἄφρακτον.


Τότε διὰ μιᾶς ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καὶ μουσόληπτοι νεανίσκοι ἀφῆκαν τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἔρημον ψαλτῶν κ᾽ ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τὴν ἐπάνω. Εἶτα τὰ μικρὰ παιδία καί τινες παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τὰς κομψὰς ποικιλτὰς λαμπάδας, ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δύο ἀναλόγια, καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι, νὰ στάζωσιν εἰς τοὺς λαιμοὺς ἀλλήλων, καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τὰ αὐγά των.


Καὶ ἓν παιδίον ἑξαετές, πονηρότερον τῶν ἄλλων (ἦτο ὁ υἱὸς τῆς Μηλιᾶς τῆς γειτόνισσας) εἶχε πλαστὸν αὐγὸν εἰς τὸν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφῆ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ ἔσπαζε τὰ αὐγὰ ὅλων τῶν παιδιῶν, καὶ τὰ ἔπαιρνε, κατὰ τὴν συμφωνίαν, καὶ τὰ ἔτρωγε.


Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφοτέρα.
―Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.
―Ὄχι, ἡ δική μου.
―Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾽ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾽ εἶναι πλιὸ καλή.
―Ἐμένα ἡ μάννα μ᾽ τὴν ἐστόλισε μοναχή της.
― Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾽;
―Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾽!
― Τέτοια παλιολαμπάδα!
― Ναί, παλιολαμπάδα;… νά!…
― Νά κ᾽ ἐσύ!
― Νά κι ἄλλη μιά!



Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο. Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ Β´ Ἀνάστασις κ᾽ ἔγινεν ἡ Ἀγάπη, ἐξῆλθαν ὅλοι εἰς τὴν πλατεῖαν κ᾽ ἐθεῶντο τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ἑβραίου. Τί ἄσχημος καὶ τί εὐμορφοκαμωμένος ποὺ ἦτον ὁ Ἑβραῖος! Εἶχε μίαν χύτραν ὡς κεφαλήν, εἶχε καὶ λινάρι ὡς γένειον.


φερε καὶ ζεῦγος γυαλιὰ (ἡ Μόρφω τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα), ὅμοια μ᾽ ἐκεῖνα ποὺ φορεῖ ἡ γραῖα μάμμη ὅταν ράπτῃ ἢ ἐμβαλώνῃ τὰ παλαιὰ ροῦχά της. Εἶχε κ᾽ ἕνα σακκούλι ἢ πουγγὶ κρεμασμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν πλευρόν του. Ἐφόρει μακριά, μακριὰ φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκρέμασαν ὑψηλὰ ὑψηλά, ἕως ἑπτὰ ὀργυιὰς ἐπάνω, ἤρχισαν οἱ ἄνδρες νὰ τὸν ματιάζουν, νὰ τὸν τουφεκίζουν ὅλοι, ἑωσότου τὸν ἔκαυσαν.


Καὶ ὕστερον ἡ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρί, ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ψημένο, καὶ τὰ παιδία ἐκάθισαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τὰ αὐγά των. Τί χαρά! τί ἀγαλλίασις! Ἐφέτος, δηλαδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο τῆς δυστυχίας διὰ τὰ δύο ὀρφανά, δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖ οὔτε ὁ πατήρ των, ὅστις ἔλειπεν, οὔτε ἡ μήτηρ των, ἥτις ἐπῆγε μακρύτερα ἀκόμη. Ἀντὶ τῶν δύο ἦτο ἡ γηραιὰ μάμμη, ρογχάζουσα ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ γογγύζουσα.


ντὶ τῶν κοκκίνων αὐγῶν, ἦσαν αἱ φλέγουσαι ἐκ τοῦ πυρετοῦ παρειαί της. Ἀντὶ τῶν ἐπιχρύσων λαμπάδων, ἦσαν οἱ δύο τρεμοσβήνοντες καὶ βλοσυροὶ ὀφθαλμοί της. Ἀντὶ τῆς ἀθῴας χαρᾶς, ἀντὶ τῆς ἀφάτου εὐτυχίας τοῦ παιδικοῦ Πάσχα, ἦτο ἡ λύπη ἡ βαρεῖα, ἡ ἀνεπανόρθωτος συμφορά. Εὐτυχῶς ἡ γρια-Κομνιανάκαινα δὲν ἀπέθανε, καὶ ὁ υἱός της ἔφθασεν ἀπόπασχα μὲ τὸ γολετί, καὶ ἤρχισε νὰ καλλωπίζηται καὶ νὰ στρίβῃ τὸν μύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάμον.


λλά, διὰ τὰ δύο παιδία, τάχα θὰ ἐπανήρχετο πάλιν ἡ χαρὰ ἐκείνη, θ᾽ ἀνέτελλεν ἐκ νέου γλυκεῖα ἡ παιδικὴ Πασχαλιά; Διὰ τὸν Εὐαγγελινὸν ἴσως, διὰ τὴν Μόρφω ὅμως ποτέ. Αὕτη ᾐσθάνετο τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της καὶ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ τὴν ἐπανίδῃ πλέον ἐπὶ τῆς γῆς. Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεῖα μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις! Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλον: «Ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου!» 




Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

ΠΕΡΙ ΑΘΕΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ





ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΙΤΟΥ

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΝΑ ΟΡΟΥΣ

ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ


Ευλόγησον Πάτερ


Μέρος 1ον (εκ των τριών)



Αλλά πολλήν διαφοράν βλέπω των τότε ποιμένων, και των του καιρού τούτου. Εκείνοι ήσαν πολεμισταί,ούτοι δε φυγάδες. Εκείνοι αγωνισταί,και ούτοι φαγάδες. Εκείνοι εκαλλώπιζον βιβλία και δόγματα, και ούτοι καλλωπίζουν φορέματα και γέλια. Ούτοι, ωσάν μισθωτοί αφήνουν τα πρόβατα και φεύγουσιν, εκείνοι δε την ψυχήν έθηκαν υπέρ των προβάτων και εμιμήθηκαν τον ποιμένα τον καλόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. 


Ω των μακαρίων εκείνων ανδρών των οποίων τα ονόματα εγράφησαν εν βίβλω ζωής, τους οποίους έφριξαν οι δαίμονες και ετρόμαξαν οι αιρετικοί.Δια των οποίων εφράγη παν στόμα λαλούντων άδικα. Μου έρχεται λοιπόν να ειπώ και εγώ ομοίως με τον Δαϋίδ, ο οποίος έλεγεν οδυνώμενος, «που εισί τα ελέη σου τα αρχαία Κύριε»; να ειπώ και εγώ δακρύζοντας, που είναι ο μακάριος χορός εκείνος των Επισκόπων και διδασκάλων, οι οποίοι έλαμπον εις τον κόσμον ωσάν φωστήρες, επέχοντες λόγον ζωής; 


Αλλά τι εμποδίζει να φέρωμεν εις το μέσον και αυτούς από τους πολλούς ολίγους, επειδή και η ενθύμησις αυτών είναι αγιασμός της ψυχής; Πού είναι ο Ευώδιος,η ευωδία της Εκκλησίας και των Αγίων Αποστόλων διάδοχος και μιμητής;


Πού είναι ο Ιγνάτιος, το του Θεού οικητήριον;
Πού είναι ο Διονύσιος, το πετεινόν του ουρανού;
Πού ο Ιππόλυτος ο γλυκύτατος και ευνούστατος;
Πού είναι ο μέγας Βασίλειος, ο παρ’ολίγον ισόμετρος των Αποστόλων;
Πού ο Αθανάσιος ο πολεμιστής των αιρετικών;
Πού ο Γρηγόριος ο δεύτερος Θεολόγος, και αήττητος του Χριστού στρατιώτης;
Πού ο άλλος ο Συνώνυμος του;
Πού ο Εφραίμ η παραμυθία των λυπουμένων, η παιδαγωγία των νέων, η χειραγωγία των μετανοούντων, η δίστομος σπάθη κατά των αιρετικών, και το δοχείον του Αγίου Πνεύματος και των αρετών;
Βλέπεις πόσον το μέσον,και πόση διαφορά εκείνων των μακαρίων και αγίων ανδρών, παρά του καιρού τούτου;


Η
ξεύρω και άλλους πολλούς Θεοφόρους διδασκάλους, αλλ’ αρκεί όσους είπαμεν. Εκείνοι έβαλαν την ψυχήν τους, καθώς είπαμεν δια τα πρόβατα, ούτοι δε αφίνουσι τα πρόβατα και φεύγουσιν. Eκείνοι ήσαν δυνατοί και με το έργον και με τον λόγον, ούτοι εις τα χρήματα και κτήματα και άλογα και μουλάρια, και χωράφια και αγέλαις, και μαγείρους και τραπέζας λαμπράς, πολλήν προθυμίαν βάνουν, και πολλαίς φροντίδες περί τούτου καθ’εκάστην ημέραν και νύκτα. Περί δε της λογικής Ποίμνης ουδεμίαν φροντίδα, δια την οποίαν έχουν να δώσουν λόγον εις την μεγάλην και φοβεράν ημέραν της κρίσεως. Έπειτα εάν τους ερωτήση τις περί βιβλίων, αποκρίνονται και λέγουν, είμαι πτωχός και δεν έχω να αποκτήσω βιβλία. 


Είτα περιπατούν ουχ ως πτωχοί, αλλά με φορέματα πολυτελή και έκλαμπρα, και χειρίδια έως των δακτύλων, και τραχήλους ψηλούς, και υπηρέτας πολλούς, μάλιστα μαγείρους. Περί των οποίων είναι αισχρών πράγμα να λέγη τις, διότι εκ του περισσού πλούτου απέκτησαν και σκλάβας γυναίκας. Ω της βαθείας αισχύνης, ω της κακής ευπορίας, ω της πικράς φιλαργυρίας, ω της αχορταγίας της γαστρός! Από ταύτα λοιπόν έρχονται τα σκάνδαλα, οι ψιθυρισμοί, οι ονειδισμοί, αι λοιδορίαι, οι θόρυβοι. Είτα εάν τους εξετάση τις αποκρίνονται, ποίον αδικώ; εξουσίαν έχω εις τα ιδικά μου να κάμω όπως θέλω. Είτα εάν φανή τις από τους αθέους αιρετικούς να λαλή διεστραμμένα, ουδένας ευρίσκεται να αντισταθή, ουδένας αντιπολεμιστής, όλοι πτωχοί, όλοι σιωπηλοί, όλοι φυγάδες. 


Ω της ανοίας, της κακής ρίζης πάντων των κακών της φιλαργυρίας, ότι δια να ήμεθα πλούσιοι, θαρρούμεν να σωθούμεν. Αλλ’ ευκολώτερον είναι να περάση το καραβόσχοινον από την τρύπα της βελόνης, παρά ο πλούσιος να έμβη εις την βασιλείαν των ουρανών. Τρυφώντες και μεθύοντες και μετεωριζόμενοι θέλετε να νικήσετε τας αιρέσεις; Αλλ’ουδέ ημάς ακούουν οι τρυφώντες και μεθύοντες νυν, οι στολιζόμενοι με πολλά φορέματα και πολύ χρυσίον. Πώς ημπορείτε να υποδείξετε εις άλλους την καλήν πτωχίαν του Χριστού του πτωχεύσαντος δι’ημάς, όπου επαράγγειλε τοις μαθηταίς αυτού να μην έχουν ούτε χαλκόν εν ταις ζώναις αυτών; Βέβαια πλανάσθε, μη νοούντες τας Γραφάς. 


Και δεν ακούετε του Κυρίου όπου λέγει. «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι; και μη θησαυρίζετε επί της γης;» Ο πλούτος σας επλήθυνε και ο λόγος σας εχάθη. Τα φορέματά σας τρώγουν οι βότρυδες, δια τα οποία έχετε να δώσετε λόγον τω Αρχιποίμενι Χριστώ και δεν συλλογίζεσθε, ότι καθένας έχει να δώση λόγον τω Θεώ περί αυτού.


Εσείς δε οι ποιμένες θέλετε να δώσετε λόγον και δια τον εαυτόν σας, και δια τα πρόβατα, και Αρχιερείς και Ιερείς και Διάκονοι, έκαστος καθώς επιστεύθη. 

Αλλά βλέπετε να μη λησμονήσετε τα τάλαντα, «προσέχετε εαυτοίς και παντί τω Ποιμνίω». 

Φυλάγεσθε να μη λείψη πρόβατον από την Ποίμνην. 

Διότι να ηξεύρετε καλά, ότι εάν απομείνη ένα πρόβατο εκ της Ποίμνης από την αμέλειάν σας, και το φάγουν τα θηρία, όλην σας την ζωήν αφανίζει, διότι το αίμα αυτού εκ των χειρών σας εκζητήσει ο Κριτής. 

Αλλ’ εξυπνήσατε του λοιπού, και κηρύξατε τον λόγον. 

Αφήσατε πάσαν βιωτικήν μέριμναν. 

Βλέπετε ακριβώς πως περιπατείτε. 

Βλέπετε τους κύνας, βλέπετε λέγω, και δεν παύω λέγοντας, βλέπετε τους λύκους, βλέπετε τους κλέπτας, βλέπετε τους ληστάς. 

Βλέπετε ότι πολλοί πλάνοι εξήλθον εις τον κόσμον. 

Αγρυπνάτε και νήφετε, όσοι ελάβατε επάνω σας το δεσποτικόν σχήμα. 


Γρηγορείτε και στοχάζεσθε την φοβεράν ημέραν της αυτού παρουσίας, όταν έρχεται να κάμη λογαριασμόν με εσάς,όπου έδωκε το τάλαντον. Ταύτα λοιπόν έχοντες εις τον νουν σας, ω αγαπητοί, ποιμαίνετε την Ποίμνην του Θεού ,όπου σας εδόθη, ως λέγει ο Απόστολος, μη αναγκαστικώς, αλλά θεληματικώς. Μη αισχροκερδώς, αλλά προθύμως. Μηδέ ως κατεξουσιάζοντες τον κλήρον. Αλλά να γίνεσθε τύποι του Ποιμνίου, και φανερωθέντος του Αρχιποιμένος,να λάβετε τον αμάραντον της δόξης στέφανον. Πάλιν τα όμοια λέγω. «Ακούσατε ουν Ιερείς Κυρίου,βασιλείς της γης και πάντες λαοί, άρχοντες και πάντες Κριταί γης, νεανίσκοι και παρθένοι,πρεσβύτεροι μετά νεοτέρων. Ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην», οι μικροί και μεγάλοι, οι αρσενικοί και θηλυκοί, επί το αυτό πλούσιος και πένης. 


Παρακαλώ σας όλους, προσέχετε τοις λεγομένοις, διότι θέλων να σας αποδείξω εκ των Αγίων Γραφών, ότι με τον λόγον είναι πολλοί χριστιανοί, αλλά με τον τρόπον πάνυ ολίγοι.Με το σχήμα μεν, ως Χριστού Μαθηταί, και με τον τρόπον προδόται. Με τον λόγον μεν ευσεβείς και εύσπλαγχνοι, με τον τρόπον δε Έλληνες. Με το όνομα δε Χριστιανοί, και με τα έργα Εθνικοί, καθώς είπεν ο Προφήτης: «Ότι εμίγησαν με τα έθνη και έμαθον τα έργα αυτών». Και αληθινά εις ημάς επληρώθη η προφητεία αυτού. 


Ποταποί Χριστιανοί είναι οι τηρούντες μύθους Ιουδαϊκούς, και Ελληνικούς, και γενεαλογίαις, και μαντείαις, και αστρολογίαις και φαρμακείαις, και φυλακτήρια, και παρατηρήσεις ημερών και μηνών,και χρόνων, και κλυδωνισμούς και ονείρατα, και φωνάς των ορνέων, και οι ανάπτοντες λύχνον εν ταις βρύσαις και απολουόμενοι και τηρούντες τα συναπαντήματα, και οι τρώγοντες τα ειδωλόθυτα, και αίμα πνικτόν και θηριάλωτον και ψόφιον, και άλλα πολλά τοιαύτα; Και πώς ημπορούν να είναι Χριστιανοί όσοι τα κάνουν αυτά; Πώς δε τολμούν και μεταλαμβάνουν τα ΘΕΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ, όπου είναι χειρότεροι των Ελλήνων;



Τι Χριστιανοί είναι πάλιν, οι ποιούντες τα των Εθνών σχήματα, και αλλάσσουν τα πρόσωπά τους ή την φωνήν τους, και χορεύουν και κτυπούν τας χείρας,ή και στολισμούς γυναικείους εις τους άνδρας; 

Όσοι τα κάμνουν και τα δέχονται αυτά, δεν τους ωφελεί τίποτε να ονομάζωνται Χριστιανοί. 

Διότι, καθώς μία κόρη έως οπού φυλάσσει την παρθενίαν ευλόγως, και αξίως ονομάζεται και είναι Παρθένος, εάν δε γελασθή υπό τινός και φθαρή, πλέον δεν είναι Παρθένος. 

Ούτω και ο καλούμενος Χριστιανός εάν παραβή τας συνθήκας, και καταπατήσει τας επαγγελίας, και κάμνη τα έργα των Εθνών, δεν πρέπει να λέγεται Χριστιανός. 

Καταλάβατε γούν πάντες, Αγαπητοί, ότι μετ’ εκείνα τα ολίγα εχωρισθήκαμεν απ’αυτά, λέγοντες: 

«Αποτάσσομαι τω Σατανά, και πάσι τοις έργοις αυτού. 

Ήγουν χωρίζομαι από τον Σατανάν και από όλα τα καμώματα αυτού». 

Είπες «Πάσι». 

Βλέπε τι είπες, όλα τα έργα αυτού. 

Όμως αυτά, οπού κάμνεις τίνος είσαι; στοχάσου, παρακαλώ σε, τίνος τάσσεις, όχι Αγγέλου, όχι Βασιλέως επιγείου, όχι Άρχοντος του αιώνος τούτου, αλλ’ αυτού του Βασιλέως των Βασιλέων, και Άρχοντος των Αρχόντων. 

Με αυτόν εσυμβάσθης, και ωμολόγησας, και έταξες έμπροσθεν πολλών μαρτύρων. 



Tο λοιπόν εις το χέρι του είσαι και συ και οι λόγοι σου. Tο λοιπόν καρτέρει τον ερχόμενον εκ των ουρανών βαστάζοντα το γραμματείόν σου και τα λόγια του στόματός σου, δια να αναγνωσθή έμπροσθεν Αγγέλων και ανθρώπων. Βλέπετε ουν, Αδελφοί,και φυλάγεσθε καν του λοιπού από τα εθνικά καμώματα, ακούσατε του Αποστόλου λέγοντος. «Τούτο ουν λέγω και μαρτύρομαι εν Κυρίω, ότι πλέον να μην περιπατήτε, καθώς περιπατούν και τα άλλα Έθνη με την πλάνην του νοός αυτών», οι οποίοι εσκοτισμένοι εις την διάνοιαν, αλλά σεις δεν εμάθετε ούτω από τον Χριστόν. 


Καταλάβατε τα λεγόμενα,αδελφοί, και μην ανακατώνεσθε με εκείνους οπού τα κάμνουν αυτά, διότι πολλοί είναι μαθηταί της απωλείας, και ακόμη αυγατίζουν. Βλέπετε, ότι αι ημέραι πονηραί εισί, και ο καιρός τους ιδίους υπηρέτας προχειρίζεται. Και μη θαυμάσης, εάν οι ποιμένες γίνονται λύκοι διότι και ο Απόστολος Παύλος προς Επισκόπους και Πρεσβυτέρους διαλεγόμενος, έλεγεν, ότι από εσάς θέλουν σηκωθή άνδρες λαλούντες διεστραμμένα. Δια τούτο ας μη σας πλανήση τινάς, όπου έχει απ’ έξω σχήμα αγγελικόν. Δια τούτο έλεγε και ο Κύριος «Βλέπετε μη τις υμάς πλανήση». 



Αλλά και εγώ πάλιν τα όμοια λέγω, μη σας πλανήση τινάς μήτε από των έξωθεν, μήτε από των έσωθεν, μήτε Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, ή Αναγνώστης, ή Άρχοντας, ή πλούσιος, ή πτωχός, ή όστις και αν είναι, οπού λαλεί διεστραμμένα, ανάθεμα έστω, οι οποίοι έρχονται προς εσάς με το ένδυμα των προβάτων, από μέσα δε είναι λύκοι άρπαγες. 

Και έχοι σι μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι. 

Εσείς δε, αγαπητοί, μη πλανηθήτε αλλ’ως παρελάβετε από τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εν αυτώ περιπατείτε. 

Και ο Θεός της ειρήνης έσται μεθ’ υμών. Και περί μεν τούτων έως ώδε, αλλ’ ακόμη ολίγα να ειπώ περί της συντελείας, και να κάμω τέλος. 

Όταν δε αρχίσω να λαλώ περί της Συντελείας, φρίκη μου έρχεται και τρομάζω, ότι όλα του Κυρίου τα θαύματα μεγάλα και φοβερά και ένδοξα είναι, το δε της Συντελείας και της δευτέρας Αυτού Παρουσίας Μυστήριον είναι υπέρ λόγον και νουν και διάνοιαν, και υπερβαίνει πάσαν διήγησιν και καταπλήττη πάσαν ακοήν. 



Μεγάλον δε αγώνα, και πολύν πόθον είχαν οι Μαθηταί να ακούουν παρά του Διδασκάλου περί σημείων, και περί της Συντελείας. Και καθώς πολλάκις ηκούσατε του Ευαγγελίου λέγοντος, ότι «Καθημένου του Ιησού επί το όρος των Ελαιών, προσήλθον αυτώ οι μαθηταί κατά μόνας λέγοντες, ειπέ ημίν, τι το σημείον της σης Παρουσίας, και της Συντελείας του αιώνος»; Βλέπεις το σοφόν και γνωστικόν των Αγίων Μαθητών, οπόταν θέλουν να ερωτήσουν τίποτες μέγα πράγμα, όλοι αντάμα έρχονται, αλλά και κατά μόνας, και λέγουν. 


Ειπέ ημίν, ω Δέσποτα, ειπέ ημίν αγαθέ, ειπέ ημίν καρδιογνώστα, ειπέ ημίν εσύ, όπου ηξεύρεις και τα πρώτα και τα έσχατα, ειπέ ημίν ο ειδώς τα πάντα πριν γενέσεως αυτών, ειπέ ημίν ο Ποιητής των απάντων, ειπέ ημίν ο Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, ειπέ ημίν τι το σημείον της σης Παρουσίας και της Συντελείας του αιώνος; Όταν μέλλης έρχεσθαι κρίναι ζώντας και νεκρούς πάσης της Οικουμένης. Όταν καταργήσης πάσαν αρχήν και εξουσίαν και δύναμιν, όταν σε προσκυνήση παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων. Ειπέ ημίν τι το σημείον της σης Παρουσίας; Ο δε Κύριος είπεν αυτοίς. Βλέπετε μη πλανηθήτε, διότι πολλοί έρχονται με το όνομά μου λέγοντες ότι εγώ ειμί ο Χριστός, και βλέπετε μη σας πλανήση τινάς, ότι ο καιρός είναι κοντά. Εκείνο όπου είπε πότε, είναι τούτο όπου βλέπομεν ημείς με τα ομάτιά μας. 


Τότε είπεν, ότι κοντά είναι ο καιρός, τώρα δε άρχισε καθώς βλέπομεν. 

Βλέπεις πόσοι σπουδή του Δεσπότου περί των Ψευδοπροφητών και Ψευδοδιδασκάλων και αθέων Αιρετικών; 

Δια να ξεσκεπάση και να δείξη εις όλους τον εν αυτοίς κεκρυμμένον δόλον. 

Δια τούτο και πρωτύτερα τους έβαλεν από την ερώτησιν των Μαθητών περί των Σημείων, ωσάν λύκους της ποίμνης και προδρόμους του Αντιχρίστου, και τότε προείπε τα ακόλουθα, πολέμους και ακαταστασίας. 

Έθνος επί Έθνος,και Βασιλεία επί Βασιλείαν, τα οποία βλέπομεν και δεν καταλαμβάνομεν, βλέποντες εις πολλούς τόπους και πείναις και φόβους, και σημεία από του ουρανού, και τα άλλα,όσα είπε,και δεν τα βάνομεν εις τον νουν μας. 

«Τότε, λέγει, σκανδαλισθήσονται πολλοί, και παραδώσουσιν αλλήλους». 

Και πού δεν είναι τώρα Προδότης; 

Πάντες σχεδόν προδόται εγίνηκαν, και μισούσιν αλλήλους, και τούτο επληρώθη, καθώς βλέπομεν.


 Δεν πολεμεί ένας τον άλλον; Έθνος επί Έθνος και Βασιλεία επί Βασιλείαν; Άρχοντες κατά των ομοίων αυτών, και Επίσκοποι κατά των Επισκόπων; Πρεσβύτεροι κατά των Πρεσβυτέρων και Διάκονοι κατά των Διακόνων; Αναγνώσται κατά των Αναγνωστών, και Λαϊκοί κατά των Λαϊκών;  «Δια γαρ το πληθυνθήναι την ανομίαν, ψυγήσεται η αγάπη των πολλών». Δια τούτο προείπεν ο Δεσπότης ότι «Ερευνάτε τας Γραφάς» και δεν θέλετε πλανηθή, είπε δε και έτερον σημείον, ότι «Κηρυχθήσεται Ευαγγέλιον τούτο της Βασιλείας εν όλη τη Οικουμένη, εις μαρτύριον πάσι τοις Έθνεσι και τότε ήξει το τέλος».



Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας


Εκ του ιστολογίου ''Σύναξη Ορθοδοξων Κρητών''. 
Τίτλος, επιμέλεια και παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αγιογραφία by Vyacheslav Tolmachev.

ΑΜΗΝ!

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ




''...Βαδίζοντες προς την μεγάλη και αγία εορτή του Πάσχα, η αγία Εκκλησία μας, μας προετοιμάζει -όσο το δυνατόν καλύτερα- για το Πάθος του Χριστού μας, το οποίο βεβαίως θα προηγηθεί, διότι χωρίς το Πάθος και χωρίς τον Σταυρό  δεν έχουμε Ανάσταση. Η Ανάσταση ήρθε ως καρπός του Πάθους του Χριστού μας, του Σταυρού του Χριστού μας, προηγείται ο Σταυρός και μετά έρχεται η Ανάσταση. Προηγείται δηλαδή η προσπάθεια, προηγείται το Πάθος, προηγείται το Μαρτύριο και μετά έρχεται η Δόξα. Δεν μπορεί κανείς να δοξασθεί απ΄ευθείας, χωρίς να περάσει  -όπως λέει το άγιο Ψαλτήριο-  ''διά πυρός και ύδατος''. 



''Διήλθομεν -πως λέει- διά πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν''. 

Για να οδηγήσει ο Κύριος σε αναψυχή αυτούς οι οποίοι δοκιμάζονται, πρέπει να εξέλθουν νικητές από αυτή την αναψυχή. 

Και μόνο τότε αξιώνονται της δόξης, της χαράς, της ανταποδώσεως, της ανταμοιβής, της σωτηρίας, του Παραδείσου! 

Όλα αυτά έρχονται ως αποτελέσματα νίκης, δηλαδή για να υπάρξει νίκη, υπάρχει πρώτα μάχη, δηλαδή υπάρχει πόλεμος, υπάρχει προσπάθεια, υπάρχει αγώνας. 

Αυτό προσπαθεί να μας εμπνεύσει και σήμερα η ευαγγελική περικοπή -την οποία ακούσαμε- και την οποία είδαμε με τα ''μάτια'' της ψυχής μας: 

δηλαδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός προετοιμάζει τους μαθητάς του και τους προλέγει για μία ακόμα φορά -όπως είχε κάνει και άλλες φορές παλαιότερα- τους προλέγει το Πάθος, το οποίο αναμένει και λέγει πως βαδίζει προς Ιερουσαλήμ και εκεί έχει να συλληφθεί, να εμπαιχθεί, να εμπτυχθεί, να περιυβριστεί, να πάθει, να σταυρωθεί και μετά λέγει ν΄αναστηθεί! 


''Και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται''. Θα αναστηθεί, αφού πάθει όλα τα φοβερά, τα οποία έχει ήδη απαριθμήσει. Και οι μαθηταί -λέει- ''εθαμβούντο και εφοβούντο''!Φοβόντουσαν οι μαθητές -και σαν να λέμε- απεδίωχναν την ιδέα αυτών που τους έλεγε ο Κύριος και Διδάσκαλος, διότι οι μαθηταί δεν είχαν ακόμη την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Οι μαθηταί δεν ήταν ακόμη τελειοποιημένοι, γι΄αυτό και δεν μπορούσαν ακόμη να σκεφθούν καθαρά, πνευματικά, όπως ήθελε ο Κύριος. Και σκεφτόντουσαν, όπως λέμε με ανθρώπινη λογική. Τί λέει η ανθρώπινη λογική; 


Η ανθρώπινη λογική λέει, ότι πρέπει να βρούμε τρόπο ν΄αναδειχθούμε και να δοξασθούμε, χωρίς να πολεμήσουμε ιδιαίτερα... Χωρίς να μας απαιτηθούν τόσο υψηλές και τόσο μεγάλες θυσίες... Και οι μαθηταί νόμιζαν, πως ο Κύριος πάει να εγκαθιδρύσει κοσμική, εγκόσμια Βασιλεία και Δόξα στην Ιερουσαλήμ... γι΄αυτό και πλησίασαν οι δύο από τους εκλεκτούς μαθητές, όχι από τους υπολοίπους. Τρεις ήταν οι εκλεκτοί: Πέτρος, Ιωάννης και Ιάκωβος. 


Ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος πλησίασαν τον Κύριο κατ΄ιδίαν και τον παρεκάλεσαν -άλλος ευαγγελιστής λέει μάλιστα πως έβαλαν και την μητέρα τους μέσον- και παρεκάλεσαν τον Κύριο, όταν ''στήσει'' την Βασιλείαν Του, όταν ενθρονισθεί στον κόσμο τούτο ως υπερεξουσιαστής, να είναι στα δεξιά Του και στα αριστερά Του πρωτοκάθεδροι...! 

Ζήτησαν ''Πρωτοκαθεδρία'', ζήτησαν δηλαδή να ικανοποιήσουν τι; 

Την Φιλοδοξία τους! 

Γιατι, όπως λέει και οι παροιμία: 

τα χρήματα μπορεί να εμίσησαν πολλοί, την δόξα όμως ουδείς!... 

Πάρα πολύ δύσκολο να βρεις άνθρωπο ταπεινό, ο οποίος να αποστραφεί την δόξα, την δόξα μάλιστα όταν του δίνεται. 



Εδώ οι άνθρωποι κυνηγούν την δόξα που δεν τους δίνεται να την καταλάβουν, πόσο μάλλον, όταν σου δίνεται και σου προσφέρεται... Σπάνια οι άνθρωποι είναι αυτοί που εκρυβόντουσαν κυριολεκτικά, που δεν κυνηγούσαν την δόξα, αλλά η δόξα τους κυνηγούσε! Διότι αυτό είναι τώρα το ωραίο: όταν αξίζεις και δεν επιδιώκεις την δόξα, η δόξα σε κυνηγά. Όταν δεν αξίζεις και επιδιώκεις πάση θυσία τη δόξα και τη θέση που έχεις ονειρευθεί και έχεις φαντασθεί και είναι το ιδανικό σου και το ανώτερο για σένα, τότε είσαι ικανός να πατήσεις και επί πτωμάτων -όπως λέμε- προκειμένου να αναρριχηθείς. Αλλά, αν αναρριχηθείς μ΄αυτόν τον τρόπο θα το χαρείς, αλήθεια θα το ευχαριστηθείς; 


Μπορεί να ευχαριστηθεί άνθρωπος την δόξα, όταν προσπαθεί να την καταλάβει και πατεί επί άλλων ανθρώπων για να αναρριχηθεί; Οι άγιοι -του Θεού- άνθρωποι δεν έκαναν αυτό, ούτε ο ίδιος ο Κύριος δεν έκανε αυτό. Έλαβε την δόξα, αφού πρώτα σταυρώθηκε, γι΄αυτό και είναι Βασιλεύς της δόξης και ο σταυρός είναι ο θρόνος της δόξης! Και ο Κύριος λέγει: ''Θέλετε άνθρωποι να καταλάβετε θέσεις, θέλετε να καταλάβετε δόξα; Ε, λοιπόν, να ο Σταυρός!...''




Απόσπασμα ομιλίας του θεοφιλεστάτου Επισκόπου Γαρδικίου κ. Κλήμεντος 
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, 
την Ε΄Κυριακή των Νηστειών στο καθολικό της Ι. Μ. των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης 
Φυλής Αττικής.
Απομαγνητοφώνηση, μεταφορά και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Βίντεο από τον Ραδιοφωνικό - Τηλεοπτικό Σταθμό ''ΛΥΡΑ TV'' ΕΔΩ.



Επίσκοπος Γαρδικίου κ. Κλήμης

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕΝ ΑΤΟΜΟΝ ΑΛΛΑ ΙΔΕΑ




Ο Κολοκοτρώνης ήταν αγράμματος. 

Ήταν όμως ευφυής και διέθετε μοναδικό στρατηγικό νου, κάτι που πολύ γρήγορα αναγνωρίστηκε τόσο από τους συναγωνιστές του και το λαό, όσο και από τον εχθρό που τον είχε από μικρή ηλικία επικηρυγμένο. 

Ο Κολοκοτρώνης δεν ήταν «διπλωμάτης». 

Ήταν αψύς, ατίθασος και δεν συμβιβαζόταν. 

Αλλά, είχε έμφυτα σπουδαία πολιτικά χαρίσματα. 

Ήξερε να ακούει, να μαθαίνει και να αξιολογεί. 

Είχε πολιτική οξυδέρκεια, διαύγεια και διορατικότητα. 

Ούτε σπουδαία ρητορικά χαρίσματα διέθετε, απαίδευτος ων. 

Ήξερε όμως να εμπνέει και να εμψυχώνει, να βγάζει τις λέξεις μέσα από την καρδιά και να τις καρφώνει στις καρδιές των άλλων. 

Ο μεγάλος στρατηγός δεν ήταν εύσωμος και ρωμαλέος, αλλά ήταν ανθεκτικός στις κακουχίες, είχε στήσιμο επιβλητικό και αγέρωχο, και το πρόσταγμά του ήταν βρυχηθμός. 

Ήταν βίαιος και αμείλικτος απέναντι στον εχθρό, όπως και στον Έλληνα, όταν αυτός τολμούσε να κάνει πίσω από τον μεγάλο στόχο, αλλά και μεγαλόψυχος την ίδια στιγμή. 

Ήταν γι’ αυτό τον μεγάλο στόχο, άλλωστε, που συγχώρεσε και ενώθηκε με αυτούς που σκότωσαν τον ίδιο του τον γιο και τον φυλάκισαν για πρώτη φορά στην Ύδρα. 

Όταν αποφυλακίστηκε, ενώπιον της νέας απειλής που αυτή τη φορά άκουγε στο όνομα Ιμπραήμ είπε, φτάνοντας στο Ναύπλιο: 

«Πριν βγω στη στεριά έριξα στη θάλασσα όλα τα περασμένα. 

Κάμετε το ίδιο κι εσείς. 

Θάψετε μέσα σε εκείνο το λάκκο τα μίση σας και τας διαφοράς σας και βοηθήστε να διώξουμε τον καινούργιο εχθρό από τον τόπο μας».


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπήρξε η κορυφαία μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, βγαλμένη από τις ενδοξότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Ατρόμητος και εγωιστής, δαιμόνιος και πανούργος, τραχύς, ωμός και ευθύς, σκληρός με τους εχθρούς και απλόχερος με τους φίλους του, απέκτησε μυθικές διαστάσεις εμπνέοντας τους οπαδούς και σκορπώντας τον τρόμο στους αντιπάλους του. Πολλοί τον παρομοίαζαν με Κύκλωπα, τον φαντάζονταν «τερατόμορφον τινά πιστεύοντες ότι είχε και τρίτον κατά το μέτωπον οφθαλμόν στογγυλόν ως κύκλωψ τις, και χαυλιόδοντας εκ των κάτω προς τα άνω προκύπτοντας ως κάπρου ή συός αγρίου». 


Συνάμα, αν και αγράμματος, διέθετε τη λογική και τη σοφία του απλού λαού. Ο Γέρος του Μοριά αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο λίγοι. Οι ενέργειές του, πραγματικές ή φανταστικές, ήταν αδύνατον να περάσουν απαρατήρητες. Οι Στερεοελλαδίτες και οι Νησιώτες τον εχθρεύονταν, οι φιλέλληνες και οι «φραγκοφορεμένοι» τον μισούσαν, οι Μοραΐτες τον λάτρευαν σαν Μεσσία, οι Ναπαίοι τον αναγνώριζαν ως αρχηγό. Η διαμάχη γύρω από το όνομά του αντανακλάται και στην ιστοριογραφία. Για πολλές δεκαετίες η απομνημονευματογραφία του Αγώνα συνέχισε τις εμφύλιες διαμάχες της Επανάστασης, ενώ ιστορικοί και ιστοριοδίφες διαιώνισαν με την πένα τους τις τοπικές διαμάχες και τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της εποχής. 


Χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες, να καταλαγιάσουν τα πάθη, να σβήσουν οι φωτιές της Επανάστασης για να διατυπωθούν ψύχραιμες αποτιμήσεις της δράσης του. Με την έλευση του Καποδίστρια, ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερμα υπέρ της πολιτικής του, αν και διαφωνούσε με τον «αυταρχικό» τρόπο της εφαρμογής της. Πρωτοστάτησε επίσης στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, αν και με την έλευση του τελευταίου (30 Ιανουαρίου 1832) έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων. Έτσι οι Βαυαροί τον αντιμετώπιζαν με ψυχρότητα, κι αυτό λόγω των φιλοκαποδιστριακών του αισθημάτων. 


Η σκευωρία που εξυφάνθηκε εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί (6 Σεπτεμβρίου 1833), μαζί με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς ηγέτες, με την κατηγορία ότι προετοίμαζαν συνωμοσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά και της κυβέρνησής του. Η διαβόητη δίκη, η οποία άρχισε στο Ναύπλιο στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου, ήταν σκευωρία. Από όλες τις βαρύτατες κατηγορίες καμία δεν αποδείχτηκε· επρόκειτο για αοριστίες που δεν θεμελίωναν νομικά την παραπομπή των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα. Εντούτοις, ο Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά δύο χρόνια αργότερα ο Όθων, μόλις ενηλικιώθηκε και ανέλαβε τα ηνία του κράτους, τον απελευθέρωσε και τον έκανε στρατηγό. 


Ο Κολοκοτρώνης ήταν η προσωποποίηση του Αγώνα. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποτέλεσε τον μοναδικό καταλύτη του — διότι ήταν πολλά και τα επιτεύγματα και των άλλων αγωνιστών (όπως του Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα και του Μιαούλη και του Σαχτούρη στη θάλασσα). Όμως, εκείνο που μπορεί να «μονοπωλήσει» ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είναι ότι κανένας δεν μπορεί να φανταστεί τον Αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία χωρίς τον Γέρο του Μοριά. «Ο Γέρος του Μοριά δεν υπήρξεν άτομον. Υπήρξεν ιδέα … Ο Κολοκοτρώνης ήτο η Ελλάς». 



Το μόνο που φοβόταν ο Κολοκοτρώνης ήταν η διχόνοια, τα δεινά και την πίκρα της οποίας γεύθηκε στη διάρκεια του αγώνα. 

Και στις εμφύλιες διαμάχες αλλά και στο ίδιο του το στράτευμα. 

«Η αρχηγία ενός ελληνικού στρατεύματος ήταν μια τυραννία, γιατί ο καθένας έκαμνε τον αρχηγό, τον δικαστή, τον φροντιστή. 

Κάθε Έλληνας είχε και τα καπρίτσιά του και έπρεπε για να κάνεις δουλειά μ’ αυτούς. 

Άλλον να φοβερίζεις, άλλον να κολακεύεις, άλλον να τιμωρείς, κατά τους ανθρώπους». 

Δεν ήταν καθόλου τυχαίο που στην περίφημη ιστορική του ομιλία στην Πνύκα επέλεξε να τονίσει στους μαθητές την αξία της ενότητας, ζητώντας τους να αποστρέφονται τη διχόνοια, εξαιτίας της οποίας τόσα υπέφερε ο ελληνικός λαός. 

«Η μάθησή σας να μη γίνει σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της κοινότητος. 

Και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας καλό». 



Από το βιβλίο ''Ο Θεόδωρος πίσω από τον Κολοκοτρώνη'' 
εκ της ''Καθημερινής'' της Κυριακής 25 Μαρτίου 2018  ν. η.
Επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Η ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΤΡΟΠΗ




του Δημήτρη Γ. Απόκη


Το τελευταίο διάστημα με αφορμή την έξαρση της έντασης γύρω από σοβαρά εθνικά θέματα, παρατηρείται μια οργανωμένη επίθεση από διάφορους κύκλους, εναντίον βασικών πυλώνων της χώρας, που είναι το έθνος και η θρησκεία. Σε αυτή την επίθεση, δυστυχώς, συμμετέχει και η σημερινή ελληνική κυβέρνηση, η οποία έχει ανοίξει πόλεμο με την Εκκλησία και τα θρησκευτικά πιστεύω των Ελλήνων, αλλά και όσων τολμούν να διακηρύξουν ότι πάνω από όλα είναι Έλληνες, και πάνω από όλα βάζουν την πατρίδα, το εθνικό συμφέρον, και το Ελληνικό έθνος. 


Τελευταίο σοβαρό επεισόδιο, σε αυτή την εκστρατεία εξαφάνισης και σπίλωσης αυτών των βασικών συστατικών του DNA, της Ελλάδας, η σφοδρή επίθεση του Υπουργείου Παιδείας και στελεχών του κυβερνώντος κόμματος εναντίον του Συμβουλίου Επικρατείας, και της απόφασής του, να κηρύξει αντισυνταγματικές τις αλλαγές του νόμου Φίλη, στο μάθημα των Θρησκευτικών. 

Η επίθεση αυτή έρχεται να προστεθεί στους προκλητικά υβριστικούς χαρακτηρισμούς, στο υψηλότερο επίπεδο, από την κυβέρνηση εναντίον, των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων που κατέβηκαν στους δρόμους για τα συλλαλητήρια γύρω από την υποτιθέμενη διαπραγμάτευση για την ονομασία των Σκοπίων, και την άρνησή τους να αποδεχθούν την παραχώρηση του όρου, Μακεδονία, στα Σκόπια. 


Για πάρα πολύ καιρό, στα κείμενά μου, ασχολούμαι και κάνω σφοδρή κριτική στη στρεβλή παγκοσμιοποίηση, που έχει ως αποκλειστικό στόχο, να ισοπεδώσει και να εξαφανίσει, την ιστορία των εθνών, τις παραδόσεις, τη θρησκεία, και οτιδήποτε συνδέεται με τις έννοιες, πατρίδα, έθνος-κράτος, εθνική κυριαρχία, και εθνικό συμφέρον. Και αυτό για να μπορέσει να επικρατήσει μια λογική στρογγυλοποίησης των πάντων, η οποία θα καταστήσει εύκολη την επικράτηση των συμφερόντων αυτών που νοιάζονται μόνο για το κέρδος και τη διατήρηση του συστήματος της στρεβλής παγκοσμιοποίησης. Είναι πλέον ξεκάθαρο, ότι η λογική αυτή, ο ιός αυτός, έχει πλήξει ή τουλάχιστον προσπαθεί να πλήξει και την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να απειλείται η ίδια η επιβίωση του Ελληνικού Έθνους. Και στην Ελλάδα πλέον, έχουμε σύγκρουση, μεταξύ της στρεβλής παγκοσμιοποίησης και του Ελληνικού έθνους-κράτους. 


Σε μια στιγμή που το σύνολο το έθνους θα έπρεπε να είναι ενωμένο σαν γροθιά απέναντι σε αυτούς που αμφισβητούν και απειλούν την εδαφική ακεραιότητα και τα εθνικά συμφέροντα της πατρίδας, η κυβέρνηση της χώρας, επιλέγει την επίθεση, την σπίλωση, και τις απειλές, εναντίον των βασικών πυλώνων της χώρας, του έθνους και της δημοκρατίας, που είναι η Ορθοδοξία, η δικαιοσύνη και το Σύνταγμα, μόνο και μόνο επειδή δεν συμφωνούν με τον πολιτικό σχεδιασμό της και τις ιδεοληψίες της. 

Ουδείς στη μέχρι σήμερα ιστορία, της χώρας και του έθνους δεν είχε αποτολμήσει κάτι τέτοιο, και μάλιστα σε εθνικά κρίσιμη στιγμή. 

Ακόμα και σε στιγμές σφοδρής εσωτερικής σύγκρουσης κανείς δεν είχε τολμήσει να επιτεθεί και να αμφισβητήσει την Ορθοδοξία, την δικαιοσύνη, το έθνος, την ίδια την Ελλάδα. 


Και όμως σήμερα αυτό έγινε και συνεχίζει να γίνεται. Όποιος τολμήσει να πει ότι είναι Έλληνας, Χριστιανός Ορθόδοξος, και υπερασπιστεί τις αξίες και παραδόσεις του έθνους, αυτόματα δέχεται σφοδρή επίθεση ως ακροδεξιός, εθνικιστής, ρατσιστής και πατριδοκάπηλος. Η υπεράσπιση της πατρίδας, η πίστη στις αξίες και τις παραδόσεις της, η περηφάνεια του να είσαι Έλληνας, αντιμετωπίζεται ως ύβρις και κυρίως ως απειλή. Μόνο αυτό δεν είναι. Το αντίθετο. Η υπεράσπιση, των εθνικών αξιών, της Ορθοδοξίας, των παραδόσεων, και της ιστορίας, είναι η μοναδική ασπίδα και ελπίδα για την αντιμετώπιση κάθε είδους απειλής, και ο μόνος δρόμος για την επιβίωση της πατρίδας. 


Δεν είναι δυνατόν χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ρωσία, και τόσες άλλες, να έχουν βασίσει τα Συντάγματα τους και τα συστήματα τους πάνω στις αξίες της Ελληνικής Δημοκρατίας, στον Ελληνικό πολιτισμό, και σήμερα η ηγεσία της χώρας που έδωσε στον κόσμο αυτές τις αξίες και αυτές τις ιδέες, να τις πυροβολεί και να τις απειλεί. 

Υπάρχουν και όρια στο πολιτικό συμφέρον. Είναι καιρός όλοι και κυρίως η αντιπολίτευση, να το ξεκαθαρίσουν αυτό, με απόλυτη σαφήνεια και δυναμικότητα. 

Διότι από ένα σημείο και μετά η παθητικότητα, καθίσταται συνυπευθυνότητα. 

Η Ελλάδα δεν είναι ντροπή. 



Εκ του ιστολογίου ''Hellas Journal''. 
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Ο Δημήτρης Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, μέλος του The International Institute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΧΟΛΙΠΑΡΟΥ




Δεν μας ξενίζει ολωσδιόλου, που ο πρώην υπουργός Παιδείας (;) αντιμάχεται με εωσφορική δυναμική κατά της απόφασης του ΣτΕ για το μάθημα των θρησκευτικών. 

Ούτε για την -υποκριτικά εγνωσμένη- ερωτηματική απορία του περί της αναφοράς του Συντάγματος στο όνομα της Αγίας Τριάδας. 

Αλλά να λέει, πως ''αυτό είναι υποβιβασμός και της έννοιας του Συντάγματος και της Αγίας Τριάδας'' σημαίνει πως ''ευθαρσώς''... αναγνωρίζει την Αγία Τριάδα, αποδέχεται, επαγγέλλεται και ομολογεί... την τρισυπόστατη παρουσία του Θεού μας στα εγκόσμια. 

Ας σοβαρευθούμε όμως... 

Ο μεγαλύτερος εχθρός του σύγχρονου, κοινοβουλευτικού Πολιτικάντη είναι το "πολιτικό κόστος" και για να γίνει κανείς σήμερα ούτος, πρέπει πρώτα να καταντήσει - μετά συγχωρήσεως - βουλευτής του σημερινού ελληνικού κοινοβουλίου! 

Άλλωστε, 

όπως έλεγε και ο Βολταίρος ''για να μπορέσεις να αλυσοδέσεις τον λαό, πρέπει να φαίνεται ότι φοράς τις ίδιες αλυσίδες''... 

αγαπητέ αδελφέ κ. Φίλη!



Από το σημερινό ρεπορτάζ: ''Η απόφαση του ΣτΕ είναι εκτός Συντάγματος, το σχολείο δεν είναι κατηχητικό» δήλωσε στην εκπομπή ''Πρώτη Είδηση'' ο πρώην υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης σχετικά με την απόφαση του Συμβουλίου για το μάθημα των Θρησκευτικών. Ο κ. Φίλης τόνισε, μεταξύ άλλων, πως εκπαιδευτικοί και μαθητές έχουν αγκαλιάσει το νέο μάθημα θρησκευτικών και υπογράμμισε ότι ο πρωθυπουργός ήθελε ηρεμία στις σχέσεις με την εκκλησία. 


Ο πρώην υπουργός πάντως δήλωσε ότι είναι υπέρ του διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας. ''Είναι δυνατόν το Σύνταγμα μας να έχει αναφορά στην Αγία Τριάδα στην επικεφαλίδα του; Αυτό είναι υποβιβασμός και της έννοιας τους Συντάγματος και της Αγίας Τριάδας, είναι κατάλοιπο άλλης εποχής που γινόταν αναφορά στον Βασιλέα'', τόνισε ο Νίκος Φίλης. 


Κληθείς να σχολιάσει τα όσα είχαν συμβεί και οδήγησαν στην αποπομπή του από τη θέση του υπουργού Παιδείας ο κ. Φίλης είπε ότι τότε ''ο πρωθυπουργός έκανε την επιλογή του που υπαγόρευσε δημοσίως ο Αρχιεπίσκοπος. Η κυβέρνηση ήθελε τότε μια ηρεμία σε σχέση με την Εκκλησία. Ήταν επιλογή απάντησης στην επιθετικότητα της κυβέρνησης. Σε άλλες περιπτώσεις έχουμε το άλλοθι της Τρόικας, δεν μπορούμε να έχουμε το άλλοθι του Ιερώνυμου στην Ελλάδα''.



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος


Print Friendly and PDF