ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ ''ΕΣΤΑΥΡΩΘΗΣ ΔΙ' ΕΜΕ''




Χάριτι Θεού, προβαίνουμε στη μεταφορά στο διαδίκτυο δύο Λόγων του ιεροτάτου Επισκόπου Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλία Μηνιάτη (1669-1714) στην Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Τατάρνας Ευρυτανίας ''Εσταυρώθης δι' εμέ''. Ο Επίσκοπος Ηλίας Μηνιάτης δίκαια θεωρήθηκε ο μεγαλύτερος και δεινός ρήτορας κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και γι΄αυτό τον αποκάλεσαν ''Χρυσόστομο της Τουρκοκρατίας''. Κατά τον μακαριστό Μητροπολίτη π. Αυγουστίνο Καντιώτη, ''ήτο... ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός ρήτωρ της υποδούλου Ελλάδος΄ με δημοσθένειαν ρητορείαν εκήρυξε τα μεγαλεία του Θεού''. Ο λόγος του απλός, λιτός, θερμά καρδιακός και επί ζήλω οθοδοξότατος ''ακουμούσε'' ησύχως στη καρδιά του συμπασχόντος καταπιεσμένου από την Ενετοκρατία ποιμνίου του. Ένα μικρό δείγμα αυτού, που επιλέξαμε: ''Ψυχή του καλού μας Πατρός, του θείου Εσταυρωμένου μας Ιησού, τι λες; "Άφες αυτοίς' ου γαρ οίδασι τι ποιούσι". Πώς; "Άφες αυτοίς". Ναι, γλυκύτατέ μου Ιησού, "άφες αυτοίς" αυτήν την ώρα. Ας δοθή εις όλους συγχώρησις. Ίσως δουν τώρα το σφάλμα τους και διορθωθούν. "Άφες αυτοίς"! Ας έλθη συγχώρησις, λοιπόν, συγχώρησις! Μα ωστόσο ας παύσουν τα βέλη, ας τελειώσουν οι αμαρτίες, ας φανή ένα σημάδι μετανοίας΄ ένας αναστεναγμός΄ ένα δάκρυ! Καρδιά του Ιησού μου, τι λες; "Άφες αυτοίς, Πάτερ". Καρδιά του αμαρτωλού τι αποκρίνεσαι; "Μνήσθητί μου, Κύριε! Μνήσθητί μου όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου"! Αμήν''. Ευχόμαστε την ''Καλή Ανάγνωση'' στους αναγνώστες μας, με την προτροπή της εκκίνησης της μετανοίας, της επιδαψίλευσης του Θείου Έρωτος, της αφετηρίας της γλυκητάτης άθλησης στο πνευματικό στίβο της εγκοσμίου ζωής. Σ' αυτό, που όλοι πρέπει να αγωνιζόμαστε, ώστε να λάβουμε ''απολυτήριο'' με ''Διαγωγή -κατά Χριστόν- Κοσμιωτάτη''! Εύχεσθε!



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ




Λόγος Α'
Εις το Σωτήριον Πάθος
τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή



Μέρος 6ον


Χριστιανοί! Εγώ δεν γνωρίζω αν υπήρξεν άλλο πάθος μεγαλύτερο απ' αυτό! Ο θειότατος Ιησούς, χωρίς κανένα έγκλημα, καταδικάζεται σε θάνατο. Εδώ έχουμε μίαν άκραν ατίμωσι, μίαν άκραν αχαριστία και μίαν άκρα συμφορά. Τρία μυτερά κοντάρια στην ψυχή του Ιησού, που αληθινά τον κάνουν ''περίλυπον έως θανάτου''. Και όμως έως εδώ είναι μόνον των παθών τα προοίμια. Το τέλος αυτής της φρικτής τραγωδίας, εξίσταται ο νους μόνον και να το σκεφθή και η γλώσσα μου δεν τολμά να το εξηγήση.

Εδώ χρειάζονται περισσότερα δάκρυα παρά λόγια (αν υπήρχε βεβαίως κανένα μέτρο δακρύων αρκετό), για να κλάψη κανείς ένα θέαμα ελεεινό, του οποίου όμοιο δεν είδε ποτέ ο ήλιος! Τέλος, ο Πιλάτος ο οποίος ομολογεί ενώπιον πάντων, πως δεν βρίσκει κανένα φταίξιμο στον Ιησού΄ ''ουδεμίαν εν αυτώ ευρίσκω αιτίαν'', για συμφέροντα δικά του, για μάταιο δε φόβο μήπως και χάση την φιλία του Καίσαρος, κλείνει τα μάτια και δεν βλέπει ούτε δικαιοσύνη, ούτε αλήθεια. Γνωρίζει καλώς ότι ''διά φθόνον παρέδωκαν αυτόν'' και συντρέχει να ευχαριστήση αυτόν τον φθόνο.
Οπότε τον παραδίσει στα χέρια των Ιουδαίων με την απόφαση του θανάτου΄ ''παρέδωκαν αυτόν αυτοίς, ίνα σταυρωθή''. Τί χαρά! Τί θρίαμβος των αρχιερέων, των πρεσβυτέρων, των Φαρισαίων! Τί συμμετοχή του λαού! Τί φωνές! Τί αλαλαγμοί! Τί βρισιές ανδρών, γυναικών, γερόντων, νέων, δούλων και στρατιωτών, όταν τον βλέπουν φορτωμένο με ένα μεγάλο και βαρύ Σταυρό, να σέρνεται σ' όλους τους δρόμους της Ιερουσαλήμ, γεμάτον ιδρώτα στο πρόσωπο, γεμάτον αίμα στο κορμί, να ανεβαίνη στον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης! Εδώ δεν έχει πια άλλη παρηγοριά μέσα στην λύπη του! 

Έχει μόνον τους εμπαιγμούς και θεραπεία στην αγωνία του μόνο ξύδι. Εδώ οι στρατιώτες είναι έτοιμοι. Ο ένας τον γδύνει, ο άλλος τον ρίχνει επάνω στον Σταυρό, άλλος καρφώνει τα χέρια, άλλος τα πόδια. Όλοι μαζί σηκώνουν τον Σταυρό μαζί με τον Εσταυρωμένο! Την ίδια ώρα σταυρώνουν και δύο ληστές, τον ένα εκ δεξιών, των άλλον εξ ευωνύμων. Και αφού έστησαν το βασανιστικό ξύλο στην γη, τότε διπλασιάζουν τις φωνές και τις βλαστήμιες΄ ''άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι΄ ει συ ο βασιλεύς του Ισραήλ, σώσον σεαυτόν''. 


Χριστιανοί, εσείς που με ακούτε με μάτια λυπημένα, αν εγώ σας διηγούμαι τόσο σύντομα μια τέτοια ιστορία άξια θρήνων, συγχωρείστε με! Γιατι τους πόνους που εδοκίμασε το σώμα του Χριστού κατ' εκείνην την σκληρή σταύρωσι, την λύπη που εδοκίμασεν η ψυχή του Χριστού για εκείνη την φοβερή ατίμωσι, είναι αδύνατον να διηγηθή λεπτομερώς γλώσσα ανθρώπου. Εμείς ακούμε από την Αγία Γραφή, πως ο Σαμψών, όταν έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων, τον ετύφλωσαν και από τα δύο μάτια!

Έστειλαν και τον έβγαλαν από την φυλακή για να τον περιπαίξουν και να γελάσουν μαζί του. Όμως δεν μπόρεσε να αντέξη τόση ντροπή. Οπότε πιάνοντας τις δύο κολώνες τις κατέρριψε με όλη του την δύναμι και πλακώνοντας τους Φιλισταίους και αυτόν τον ίδιο ανεφώνισε΄ ''αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων''. Τόσον ανυπόφορο είναι για έναν άνθρωπο το να κατασταθή παίγνιο των εχθρών του!

Και ένας θεάνθρωπος, ο Ιησούς, καρφωμένος σ' έναν Σταυρό, εδοκίμασε τόσους πόνους, όσους, λέγουν οι θεολόγοι, δεν εδοκίμασαν όλοι μαζί οι άγιοι μάρτυρες, μπροστά στα μάτια ενός πολυάριθμου λαού, ο οποίος στους πόνους του αποκρίνεται με εμπαιγμούς και καταφρονήσεις, ενός λαού που στην δίψα του τον ποτίζει με ξύδι και χολή, τι πρέπει να υπολογίσουμε; Πως ο Ιησούς είχε μια πικρή λύπη, σαν τον ίδιο τον θάνατο.

Και αυτό προβλέποντας χωρίς άλλο έλεγε΄ ''περίλυπός έστιν η ψυχή μου έως θανάτου''. Όμως υπομένει και δεν επιτρέπει να σεισθή εκ θεμελίων η οικουμένη για να θάψη ζωντανόν αυτόν τον παράνομο λαό. Μάλιστα παρακαλεί: ''Πάτερ, άφες αυτοίς΄ ου γαρ οίδασι τι πιοούσι''. Ω, και πως μπορεί ο νους μου να μετρήση το μέγεθος αυτής της υπομονής, που κράτησε από την έκτη ώρα έως την ενάτη; Τότε, αφού ήπιε όλο το πικρότατο ποτήριο των παθών είπε΄ ''Τετέλεσται'' και κλίνας την κεφαλήν, ίσως για να προσκαλέση τον θάνατο, που δεν τολμούσε να πλησιάση τον αρχηγό της ζωής ''παρέδωκε το πνεύμα''.

Έκραξε δε ''μεγάλη τη φωνή'' ίσως για να δώση το χαροποιό μήνυμα εκεί κάτω, στον άδη και στους προπάτορες για την επικείμενη εις άδου κάθοδόν του. Τον ίδιο ακριβώς, ο ουρανός σκεπάσθηκε άνωθεν και για τρεις ώρες με ένα βαθύτατο σκοτάδι, τόσο που έχασε όλο το φως του ο ήλιος. Κάτω η γη εσείσθη εκ θεμελίων, τόσον ώστε το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη από πάνω έως κάτω. Εσχίσθησαν οι πέτρες, ανοίχθηκαν μνημεία, εσηκώθηκαν νεκροί από τους τάφους.

Βλέποντας ο εκατόνταρχος τόσα παράδοξα ανεφώνησε δοξάζων τον Θεό΄ ''όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ην΄ αληθώς Θεού υιός ην ούτος''. Ομοίως και οι παριστάμενοι, εκστατικά και συντετριμμένα ''τύπτοντες εαυτών τα στήθη υπέστρεφον''. Αυτό είναι το πάθος, αυτός είναι ο θάνατος αυτού του Ιησού Χριστού, στο όνομα του οποίου βαπτισθήκαμε, στου οποίου το Ευαγγέλιο πιστεύουμε, του οποίου τον νόμο κρατούμε. Πάθος και θάνατος, για τον οποίον εξίσταται κάθε νους.

Και αν ο σαρκωμένος Υιός του Θεού θέλησε να αποθάνη, γιατι αλλιώς δεν ήτο δυνατόν να πληρωθή η θεία δικαιοσύνη, ας είναι. Κι αν θέλησε να αποθάνη με ένα πάθος κατά το οποίον εδοκίμασε έναν άπειρο πόνο, το καταλαβαίνω, διότι και το χρέος μας που επρόκειτο να πληρώση ήταν άπειρο. Μα να θελήση να πεθάνη με ένα θάνατο τόσον άσχημο, τόσον άτιμο, ενώ θα μπορούσε να τελειώση το μεγάλο έργο της παγκοσμίου σωτηρίας με κάποιον άλλο θάνατο, αυτό είναι που με κάνει και απορώ!

Ο σταυρός ήταν, ανάμεσα σε όλα τα είδη θανατώσεων, το πιο επονείδιστο. Στον σταυρό εκρέμοντο οι ληστές, οι κλέφτες, οι φονιάδες, οι πιο κακοποιοί άνθρωποι, οι οποίοι γι' αυτό στο Δευτερονόμιο ωνομάζοντο καταραμένοι΄ ''επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου''. Απέθανε και ο Ιωάννης, αλλ' όχι στον σταυρό. Εκείνος αποκεφαλίσθη, που είναι θάνατος τιμημένος και ένδοξος΄και ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος επάνω σ΄ένα Σταυρό σαν ληστής, ανάμεσα σε δύο κακούργους;

Αυτός επρόκειτο να γίνη αρχηγός μιας νέας πίστεως, η οποία θα εκηρύτετο σε όλο τον κόσμο. Ποιάν λοιπόν, υπόληψι θα είχαν οι άνθρωποι για έναν τέτοιον Διδάσκαλο, που πέθανε σαν να ήταν ληστής; Πώς θα μπορούσαν να δεχθούν μία πίστι που είχε για βάσι έναν Σταυρό, όργανο ατιμωτάτου θανάτου; Αλλά τούτο είναι το θαύμα, Χριστιανοί! Όλος ο κόσμος έμαθε πως η πίστι στον Χριστό ήταν η διδασκαλία ενός Εσταυρωμένου.

Ο Απόστολος Παύλος δεν ντρέπεται να το κηρύττη φανερά΄ ''ημείς κηρύσσομεν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον'', ''ου γαρ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν ει μη Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον''. Και μ' όλα τούτα ο κόσμος απεδέχθη μία τέτοια πίστι! Όλος ο κόσμος επείσθη πως αυτός που πέθανε σαν ληστής, σαν καταραμένος σ' ένα Σταυρό, είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος. Τούτο ήτο αδύνατον να συμβή με ανθρώπινη δύναμι.

Έγινε με δύναμι θεία. Και θεία είναι μόνον η πίστις του Εσταυρωμένου Χριστού! Άρα έπρεπε να πεθάνη με τέτοιον άτιμο θάνατο για να βεβαιώση κάλλιστα την αλήθεια της διδασκαλίας του. Έπρεπε να πεθάνη σαν καταραμένος, προσθέτει ο Απόστολος Παύλος, για να μας ελευθερώση από την κατάρα΄ ''Χριστός εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του νόμου, γενόμενος υπέρ ημών κατάρα''.

Έπρεπε να πεθάνη, όχι όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αποκεφαλισμένος, λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, αλλά σταυρωμένος, χωρίς δηλαδή διαίρεσι των αγιοτάτων του μελών, αλλά με το σώμα αδιαίρετο και ολόκληρο, για να μας διδάξη ποσον επιθυμεί την ενότητα της Εκκλησίας΄ ''διό ουδέ τον Ιωάννου θάνατον υπέμεινε, διαιρουμένης της κεφαλής, ουδέ ως Ησαίας επρίσθη, ίνα και τω θανάτω αδιαίρετον και ολόκληρον το σώμα φυλάξη και μη πρόφασις τοις βουλομένοις διαιρείν την Εκκλησίαν γένηται''.

Εσταυρωμένε μου Ιησού! Όταν εγώ αναλογίζομαι τα πάθη σου, τους κόπους σου, την υπομονή σου, από το ένα μέρος κλαίω πικρά, σαν τον Πέτρο. Ακούω και σχίζεται από συντριβή η καρδιά μου, όπως εσχίσθησαν οι πέτρες, στον θάνατό σου. Από το άλλο μέρος υπερχαίρω, ευφραίνομαι, παρηγορούμαι και δοξάζω την άκρα σου συγκατάβασι. Τότε πείθομαι πως αυτός που πιστεύω, είναι αληθινά Θεός. ''Αληθώς, ομολογώ μαζί με τον εκατόνταρχο, ''αληθώς Υιός Θεού ην ούτος''.

Να σε βλέπω καρφωμένο σ' ένα Σταυρό, και να σε πιστεύω ότι είσαι ''ο Υιός του Θεού του ζώντος'', αυτή είναι η μεγαλύτερη απόδειξις πως είναι εντελώς αληθινή, εντελώς θεία η πίστις μου! Πληγωμένος, ματωμένος, καταφρονεμένος, εσύ είσαι ο Θεός μου! Η καταφρόνησίς σου με εδόξασε, το Αίμα σου με εξηγόρασε, οι πληγές σου με γιάτρεψαν, ο ακάνθινός σου στέφανος, είναι για μένα στεφάνι δόξας για τον Παράδεισο!

Ο Σταυρός που σε βαστάζει, είναι ξύλο τιμωρίας και ατιμίας για εκείνους που δεν τον προσκυνούν. Για μένα είναι καθέδρα της αλήθειας, είναι τρόπαιο κατά των εχθρών μου, είναι κλίμακα για να ανέβω στον ουρανό. Βέβαια από τα τόσα που έπαθες δεν έχεις ''είδος ούτε κάλλος''. Έγινε αγνώριστος. Μα γι' αυτό ακριβώς σε αναγνωρίζω για Θεό μου. Όχι!

Εγώ δεν κλαίω, προσκυνώ τα πάθη σου! Δεν ντρέπομαι ν' ασπάζωμαι τον Σταυρόν σου! Και όντως, όταν σε βλέπω καρφωμένο στον Σταυρό σαν ένα κατάδικο, σκέπτομαι πως κάθεσαι σαν Βασιλεύς της δόξης σε θρόνο μεγαλειότητος! Και παρακαλώ τον Πιλάτο να βγάλη αυτή την επιγραφή που ''Ιησούς ο Ναζωραίος, βασιλεύς των Ιουδαίων'' και να βάλη αυτή την άλλη: ''Ιησούς ο Ναζωραίος, Βασιλεύς των Χριστιανών''!



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου ''Εσταυρώθης δι' εμέ'', 
περιέχον ''Δύο Λόγους του Ηλία Μηνιάτη +1717 εις την Αγίαν και Μεγάλην Παρασκευήν'', 
υπό αρχιμανδρίτου Δοσιθέου.
Έκδοση της ''Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης'' Ευρυτανίας, 2013, σελ. 52-56.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF