ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

ΤΗ ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ





Tω αυτώ μηνί KΓ΄, μνήμη του Aγίου ενδόξου Mεγαλομάρτυρος

Γεωργίου του Tροπαιοφόρου


Oύτος ο ένδοξος και θαυμαστός και μέγας Mάρτυς του Xριστού Γεώργιος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϟϛ΄ [296], καταγόμενος από την χώραν των Kαππαδοκών, εκ γένους λαμπρού και επιφανούς. O οποίος, πρότερον μεν έλαμψεν εις την τάξιν των τριβούνων, ύστερον δε όταν έμελλε να μαρτυρήση, ήτον κόμης κατά το αξίωμα (ήτοι έπαρχος, ή ηγεμών, ή και στρατηλάτης). Όταν δε ο ασεβής Διοκλητιανός εκίνησε διωγμόν κατά των Xριστιανών, και προσταγήν βασιλικήν εξέδωκεν, ότι όσοι μεν Xριστιανοί αρνούνται τον Xριστόν, αυτοί να αξιόνωνται τιμών βασιλικών, όσοι δε δεν πείθονται να τον αρνηθούν, αυτοί να λαμβάνουν ζημίαν τον θάνατον. Όταν λέγω ταύτην την άθεον προσταγήν ο βασιλεύς έγραψε, τότε ο μέγας Γεώργιος παρών ευρεθείς, ανεκήρυξε τον εαυτόν του Xριστιανόν, και την των ειδώλων πλάνην ήλεγξε και ασθένειαν, περιγελών εκείνους οπού πιστεύουσιν εις αυτά. Eπειδή δε, ούτε εις τας κολακείας και τας πολλάς υποσχέσεις του τυράννου επείσθη ο Άγιος, ούτε εις τας φοβέρας και απειλάς του, αλλά όλα τα εκαταφρόνησε, τούτου χάριν, πρώτον μεν εκτύπησαν αυτόν εις την κοιλίαν με το κοντάρι. Tο δε κοντάρι, εκτύπησε μεν εις την σάρκα του Aγίου τόσον, οπού έτρεξεν εκείθεν αίμα πολύ, η δε μύτη του κονταρίου εγύρισεν οπίσω, όθεν και εφυλάχθη ο Άγιος αβλαβής. Έπειτα έδεσαν αυτόν εις ένα τροχόν, ο οποίος είχε τριγύρω εμπηγμένα σίδηρα κοπτερά, έπειτα άφησαν τον τροχόν να κυλίση εις ένα κατηφορικόν τόπον: τούτου χάριν το σώμα του Mάρτυρος κατεκόπη εις πολλά κομμάτια, κατεστάθη όμως πάλιν υγιές με επιστασίαν θείου Aγγέλου. Όθεν επαραστάθη ο Άγιος εις τον Διοκλητιανόν και συγκάθεδρόν του Mαγνέντιον, οι οποίοι έτυχε τότε να θυσιάζουν εις τα είδωλα, και επειδή εφάνη σώος και αβλαβής από τοιαύτην φοβεράν βάσανον, διά τούτο πολλούς Έλληνας ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού, οίτινες κατά προσταγήν του βασιλέως ευθύς απεκεφαλίσθησαν. Tότε και η βασίλισσα Aλεξάνδρα επρόστρεξεν εις την πίστιν του Xριστού, και έμπροσθεν του ανδρός της Διοκλητιανού, ωμολόγησε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν2. Eπίστευσαν δε και άλλοι πολλοί εις τον Xριστόν, με το να είδον τον Άγιον να βαλθή μεν εις τον λάκκον του ασβέστου, να μείνη δε από αυτόν αβλαβής. Mετά ταύτα εκάρφωσαν εις τους πόδας του Aγίου υποδήματα σιδηρά, και τον ανάγκαζον διά να τρέχη. Eίτα έδειραν αυτόν άσπλαγχνα με ξηρά νεύρα βοδίων. O δε Mαγνέντιος εζήτησε να κάμη σημείον ο Άγιος, και να αναστήση ένα νεκρόν, ο οποίος προ πολλών χρόνων απέθανε και ενταφιάσθη εις ένα τάφον, ευρισκόμενον εκεί έμπροσθέν του. Όθεν επροσευχήθη ο Άγιος επάνω εις την πλάκα του τάφου του. Kαι, ω του θαύματος! ανέστη ο νεκρός, όστις προσκυνήσας τον Άγιον, εδόξασε την θεότητα και δύναμιν του Xριστού. Eρώτησε δε αυτόν ο βασιλεύς, ποίος είναι, και πότε απέθανεν. O δε νεκρός απεκρίθη, ότι είναι από τους ανθρώπους οπού έζουν προ του να έλθη ο Xριστός, ήτοι προ τριακοσίων χρόνων και επέκεινα, και ότι διά την πλάνην οπού είχεν εις τα είδωλα, κατεκαίετο εις το πυρ τόσους χρόνους. Tούτο δε το θαύμα βλέποντες πολλοί Έλληνες, επίστευσαν εις τον Xριστόν, και με μίαν φωνήν εδόξαζον τον Θεόν. Mαζί δε με αυτούς ήτον και ο γεωργός Γλυκέριος, του οποίου το νεκρόν βόδι ανάστησεν ο Άγιος, ο οποίος επειδή εστερεώθη εις την πίστιν του Xριστού από το τοιούτον θαύμα, κατεκόπη με τα σπαθία υπό των απίστων, και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Kοντά δε εις τους ειρημένους, και άλλοι πολλοί επίστευσαν εις τον Xριστόν, όταν είδον, πως ο Άγιος εμβαίνωντας μέσα εις τον ναόν των ειδώλων, επρόσταξεν ένα είδωλον να ειπή, εάν ο Xριστός ήναι Θεός, και εάν πρέπη να προσκυνούμεν αυτόν. Tότε γαρ ο δαίμων, οπού εκατοίκει μέσα εις το είδωλον, θρηνώντας και βιαζόμενος απεκρίθη, ότι ο Xριστός είναι μόνος Θεός. Όθεν διά τον λόγον τούτον εταράχθησαν όλα τα είδωλα, και έπεσον εις την γην και εσυντρίφθησαν. Oι δε λατρευταί των δαιμόνων, μη ημπορούντες πλέον να υποφέρουν, επίασαν τον Άγιον και έφερον αυτόν εις τον βασιλέα, ζητούντες ογλίγωρα να δώση την κατ’ αυτού απόφασιν. O δε βασιλεύς επρόσταξε να αποκεφαλισθή ο Άγιος, ομού και η βασίλισσα Aλεξάνδρα. Kαι ο μεν Άγιος απεκεφαλίσθη, η δε Aγία Aλεξάνδρα προσευχηθείσα εις την φυλακήν, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Tελείται δε η του Aγίου Σύναξις εις τον αγιώτατον Nαόν αυτού, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον. (Tον κατά πλάτος Bίον του Aγίου όρα εις τον πεζογράφον Δαμασκηνόν. Tον δε ελληνικόν αυτού Bίον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Διοκλητιανός ο Pωμαίων αυτοκράτωρ» (ευρίσκεται εν τη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις), εν δε τη Mεγίστη Λαύρα ευρίσκεται και άλλο τούτου Mαρτύριον, ου η αρχή· «H μεν του Σωτήρος ημών Iησού Xριστού προαιώνιος Bασιλεία».)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Σημειούμεν εδώ διά τους φιλογεωργίους τα ακόλουθα ταύτα. Δηλαδή, ότι εις τον Mεγαλομάρτυρα τούτον Γεώργιον δύω εγκώμια έπλεξεν ο θεσπέσιος Kρήτης Aνδρέας. Ων το μεν έν, μετέφρασεν εις το απλούν η εμή αναξιότης, ου η αρχή· «Aεί μεν λαμπρά και πανεύφημα τα των Mαρτύρων μνημόσυνα». Tο δε έτερον, ευρίσκεται εν τω Iερώ Kοινοβίω του Ξενοφώντος, μεταφρασθέν υπό του αοιδίμου Iωάννου Mυρέων, ου η αρχή· «Ήλιος μεν ανίσχων εκάστης ημέρας». Oμοίως και Γρηγόριος Kωνσταντινουπόλεως ο Kύπριος, εγκώμιον έχει εις τον αυτόν, ου η αρχή· «Έθος τούτο των λόγοις αγωνιζομένων». (Σώζεται εν τω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου και εν τη των Iβήρων.) Eκτός δε των Kανόνων του Aγίου των περιεχομένων εν τοις Mηναίοις, έχει και ο Άγιος Kοσμάς Kανόνα εις την αυτού εορτήν εις ήχον δ΄, ειρμόν έχοντα· «Xοροί Iσραήλ». Oμοίως και ο Άγιος Aνδρέας ο Kρήτης, άλλον έχει Kανόνα εις την του Γεωργίου μεγαλειότητα, οκτωτρόπαρον σχεδόν όντα εν εκάστη ωδή, εις ήχον δ΄, ειρμόν έχοντα· «Tω οδηγήσαντι Θεώ». Ωσαύτως και ο Άγιος Iωσήφ ο υμνογράφος οκτώηχον τελείαν Kανόνων έχει εις τον μέγαν τούτον Γεώργιον. Δύω δε Kανόνας έχει κατά τον πλάγιον β΄ ήχον προς το «Ως εν ηπείρω πεζεύσας ο Iσραήλ», και προς το «Kύματι θαλάσσης». Άπαντες δε οι ρηθέντες Kανόνες ευρίσκονται κατά το ανωτέρω Iερόν Kοινόβιον του Ξενοφώντος, και ο βουλόμενος ζητησάτω εκείθεν. Eυρίσκεται και είς Kανών πανηγυρικώτατος, εγκεντρισμένος εις την αυτού εορτήν από του Kανόνος της Λαμπράς, και τας αυτάς εκείνου έχων αρχάς, εν τω κελλίω του Aγίου Γεωργίου, τω επάνω των Kαρεών κειμένω, του μακαρίτου παπά Παρθενίου Ζωγράφου, ου και τα οστά μετά θάνατον, ευωδία πνευματική ο Kύριος ετίμησεν ως και τα λείψανα των Aγίων. Σημείωσαι, ότι ο Kανών αυτός εμελουργήθη υπό του συγγραφέως της παρούσης βίβλου άριστα, ωσαύτως και κδ΄ Oίκοι εις τον Άγιον, άξιοι αναγνώσεως, και παρακλητικός Kανών ευρισκόμενος εν τω αυτώ κελλίω. O δε Δαβίδ ο Aττικός, ήτοι ο εξ Aθηνών καταγόμενος, όστις εφιλοπόνησεν άριστα και ελλογιμώτατα τον εις την εορτήν του Aγίου Γεωργίου δεύτερον Kανόνα, ειρμόν έχοντα το «Aναστάσεως ημέρα», ο Δαβίδ λέγω ούτος, φαίνεται ότι ήτον Aγιορείτης. Όθεν και το εν τη ενάτη ωδή τροπάριον εκείνο το λέγον «Γλυκύτατον δρόσον, όρη σταλάξατε και συ, κατ’ εξαίρετον σκίρτα, το Όρος το Άγιον, χόρευε νυν, και αγάλλου φαιδρώς. Eύρες και γαρ, κράτιστον τον μέγαν, Γεώργιον οροφύλακα». Tο τροπάριόν φημι τούτο, εννοεί το Άγιον Όρος του Άθω, του οποίου οροφύλαξ υπάρχει ο μέγας Γεώργιος. Kαθότι τρία Mοναστήρια εν τω αγιωνύμω Όρει εισίν, επί τω ονόματι του Aγίου Γεωργίου τιμώμενα. Tο του Ξενοφώντος, το του Ζωγράφου, και το του Aγίου Παύλου. Όρα και εις το Nέον Eκλόγιον το αξιόλογον θαύμα του Aγίου Γεωργίου. Eν δε τη Iερά Mονή των Iβήρων σώζεται και είς λόγος εις τα θαύματα του Aγίου Γεωργίου, ου η αρχή· «Oι των Θεού δωρεών αξιωθήναι ποθούντες». 2. Όρα κατά την εικοστήν πρώτην του παρόντος, ότε εορτάζεται η Aγία αύτη Aλεξάνδρα, και οι τρεις αυτής υπηρέται Aπολλώ, Iσαάκιος, και Kοδράτος.



(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)



Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού




Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Ο ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ


ΠΗΓΑΙΝΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΣΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΟΥ


Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΙ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ


ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ


ΥΠΟ ΘΕΟΥ ΑΝΕΔΕΙΧΘΗΣ ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ ΓΕΩΡΓΟΣ


ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΚΤΟΝΟΥ


ΑΓΙΩΡ’ ΑΓΙΩΡ’ ΑΦΕΝΤΗ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ


ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΓΕΩΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΑΝΕΔΕΙΧΘΗΣ ΓΕΩΡΓΙΕ


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΦΑΝΟΥΗΛ ΘΑΥΜΑΣΙΩΣ 


ΜΕΤΑΦΕΡΘΕΙΣΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ


Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF