Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΧΙΤΩΝΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ



Ο Επιτάφιος του Ι. Ν. Παναγίας Προυσιώτισσας, Αγίας Παρασκευής Αττικής.



Μὲ ρωτᾶς, σεβαστὴ ἀδελφή, γιά τοὺς τρεῖς χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ἦταν ντυμένος καὶ σκεπασμένος ὁ Κύριος κατά τὸ διάστημα ἀρκετῶν ὡρῶν τή Μεγάλη Παρασκευή. Γιατὶ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἔντυσε μὲ πορφυρὸ χρῶμα; Γιατὶ ὁ Ἡρώδης τὸν ἔντυσε μὲ λευκὸ χρῶμα; Καὶ γιατὶ οἱ ἐκτελεστὲς ἐπίσης λίγο πρὶν Τὸν θανατώσουν Τὸν ἔντυσαν πάλι μὲ τὸν δικὸ Του χιτῶνα;


λα ὅσα συνέβησαν κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔχουν μεγάλη σημασία, ὅλα ἀποκαλύπτουν κάποια ἀλήθεια καὶ χρησιμεύουν ὡς δίδαγμα στούς ἀνθρώπους. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ διδάγματα εἶναι ἄμεσα καὶ ἐμφανῶς ἀντιληπτά, ἐνῶ κάποια ἄλλα εἶναι ἔμμεσα καὶ μὲ παραστάσεις πού χρήζουν ἑρμηνείας.


Τὸ σκέπασμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τρεῖς χιτῶνες ἀνήκει σ’ αὐτὴν τή δεύτερη κατηγορία διδαγμάτων. Ὁ Πορφυρὸς χιτῶνας εἶναι ὁ χιτῶνας τοῦ Ῥωμαίου αὐτοκράτορα. Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε στόν Πιλάτο ὅτι τὸ βασίλειό Του «οὔκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωά. 18, 36) αὐτὸ φάνηκε στό ὑλιστικὸ πνεῦμα τοῦ Ῥωμαίου ἀξιωματούχου ὡς ἀνοησία καὶ ὡς ἐμπαιγμὸς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀξιοπρέπειας.


Γι’ αὐτὸ οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου ἔντυσαν τὸν Χριστὸ μὲ πορφυρὸ χιτῶνα ‒δηλαδή μὲ τὸν πιὸ εὐτελῆ πού μποροῦσαν νά βροῦν‒ γιά νά τὸν χλευάσουν ἀποκαλώντας Τον βασιλιά. Ἀλλὰ καὶ μόνον αὐτὸς ὁ χιτῶνας αὐτοκρατορικοῦ χρώματος μαρτυρεῖ γιά τὸν Κύριο, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πράγματι Βασιλιάς.


Οἱ παλικαράδες τοῦ Πιλάτου, λοιπόν, κοροϊδεύοντας στήν πραγματικότητα ἀνακήρυξαν τὸν Κύριο σ’ αὐτό πού πράγματι ἦταν! Κανεὶς ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς δέν μποροῦσε νά διανοηθεῖ ὅτι τὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ θὰ κυριαρχήσει πάνω στή Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ σὲ κάθε ἄλλη αὐτοκρατορία τοῦ κόσμου.


βρώμικος βασιλιὰς Ἡρώδης, περίμενε πώς ὁ Χριστὸς θὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστὰ του. Δέν ἐπιθυμοῦσε, βέβαια, κάποιο χρήσιμο καὶ φιλάνθρωπο θαῦμα, ἀλλὰ ἕνα βάρβαρο θαῦμα τὸ ὁποῖο θὰ χρησίμευε μόνο γιά τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὀφθαλμῶν του.


ν τῷ μεταξύ, μπροστὰ του στεκόταν τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ κόσμου: ἄνθρωπος καθαρὸς καὶ ἀναμάρτητος. Ἡ ἀκριβὴς ἀντίθεση τοῦ βασιλιᾶ τῆς γενοκτονίας καὶ τοῦ δολοφόνου τοῦ Ἰωάννη τοῦ προδρόμου.


γὼ κρατῶ ὅτι αὐτὸς ὁ νέος ἀκάθαρτος ἀπόγονος τοῦ Ἠσαῦ μποροῦσε νά πιστέψει σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τίποτα καί ποτέ στό θαῦμα τῆς ἁγνότητας καὶ τοῦ ἀναμάρτητου ἑνὸς ἀνθρώπου. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ μέγιστο καὶ σπάνιο θαῦμα στάθηκε μπροστὰ του.


λλὰ αὐτὸς βρώμικος στή ψυχὴ δέν μποροῦσε νά τὸ δεῖ. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς προσδοκίες του ὁ Ἡρώδης ἔντυσε μὲ λευκὸ χιτῶνα τὸν Χριστό. Τὸ λευκὸ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἀθωότητας. Θὰ διάβασε, βέβαια, ὅτι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζονται μὲ λευκοὺς χιτῶνες.


Κι ἔτσι λοιπόν, ὁ ἀκάθαρτος Ἡρώδης πού σκέφτηκε ὅτι ὁ Χριστὸς δεν εἶναι καθαρὸς ὅπως καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι, Τοῦ φόρεσε λευκὸ χιτῶνα, σύμβολο τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἁγνότητας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ στίς δύο περιπτώσεις ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς Του, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ἔγινε ἄθελά τους καὶ ἀσυνείδητα.


Τέλος, μόνο πρὶν τή σταύρωση ὁ Κύριος ντύθηκε μὲ τὸν δικὸ Του χιτῶνα. Ἦταν ὁ χιτῶνας πού τοῦ εἶχε ὑφάνει ἡ δικὴ Του Ἁγία Μητέρα, ἡ Θεοτόκος. Εἶναι ὁ ἴδιος χιτῶνας μὲ τὸν ὁποῖο περπάτησε στή γῆ καί πάνω στόν ὁποῖο οἱ στρατιῶτες στόν Γολγοθᾶ ῥίχνουν τὰ ζάρια.


λλὰ δέν βλέπεις σ’ ὅλα αὐτὰ ἕνα μεγάλο δίδαγμα γιά μᾶς; Οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ἀποφαίνονται γιά τὸ ἂν εἴμαστε καλοὶ ἢ κακοί. Ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπόφασή τους μᾶς ἐκτιμοῦν, μᾶς θαυμάζουν ἢ μᾶς κατακρίνουν.


Οἱ διάφορες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων δέν μοιάζουν γιά μᾶς μὲ χιτῶνες; τή μία μᾶς ντύνουν μὲ τὸν χιτῶνα τοῦ σοφοῦ, τὴν ἄλλη μὲ τὸν μαδνύα τοῦ τρελλοῦ. Τή μία μᾶς περιβάλλουν μὲ τὸν μανδύα τῆς ἀνδρείας, τὴν ἄλλη μᾶς σκεπάζουν μὲ τὰ κουρέλια τῆς ἀπαξίωσης.


λλὰ ὅλοι οἱ χιτῶνες γρήγορα βγαίνουν κι ἀλλάζουν, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀσταθεῖς καί συχνὰ ἐναλλασσόμενες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως, ἐν τέλει, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ φανεῖ μὲ τὸ δικὸ του χρῶμα, μὲ τὸν δικὸ του χιτῶνα.


Ειρήνη σε σένα σεβαστή αδερφή και ευλογία Θεού.



Απόσπασμα εκ του βιβλίου: 
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς:
 <<Δρόμος Δίχως Θεό δεν Αντέχεται ( Ιεραποστολικές Επιστολές Α')>>,
 εκδόσεις <<Εν Πλω>>, σελ. 140, Οκτώβριος 2017.

ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ: ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΑ



Ο Εσταυρωμένος Χριστός εκ του Ι. Ν. Παναγίας Προυσιώτισσας, Αγίας Παρασκευής Αττικής

Φοβούμαι να μιλήσω και να αγγίξω με τη γλώσσα μου τη φοβερή αυτή διήγηση που αναφέρεται στον Σωτήρα· διότι πραγματικά είναι φοβερό να διηγηθώ γι’ αυτή. Ο Κύριός μας παραδόθηκε σήμερα στα χέρια των αμαρτωλών!


Για ποιο λόγο λοιπόν παραδόθηκε, αν και ήταν άγιος και αναμάρτητος Δεσπότης; Διότι χωρίς να διαπράξει καμιά αμαρτία παραδόθηκε σήμερα.


Ελάτε, ας προσέξουμε γιατί παραδόθηκε ο Χριστός ο Σωτήρας μας· για μας τους ασεβείς παραδόθηκε ο Δεσπότης. Ποιος λοιπόν δε θα τον θαυμάσει; Ποιος λοιπόν δε θα τον δοξάσει; Αν και αμάρτησαν οι δούλοι, παραδόθηκε ο Δεσπότης, για να ελευθερώσει με τον δικό του θάνατο τους δούλους που αμάρτησαν.


Οι γιοι της απώλειας και τα παιδιά του σκότους βγήκαν, μέσα στο σκοτάδι, να συλλάβουν τον ήλιο που έχει τη δύναμη να κάψει με τη φλόγα του όλους σε μια στιγμή. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Δεσπότης τη θρασύτητά τους και την ορμή της οργής τους, παρέδωσε τον εαυτό του στα χέρια των ασεβών με πραότητα και με δική του απόφαση.


Και αφού έδεσαν οι άνομοι τον άχραντο Δεσπότη, περιγέλασαν αυτόν που έδεσε τον ισχυρό (τον διάβολο) με άλυτα δεσμά και έλυσε εμάς από τα δεσμά της αμαρτίας. Έπλεξαν επίσης στεφάνι από τα δικά τους αγκάθια, αυτά που καρποφόρησε το αμπέλι των Ιουδαίων.


Περιγελώντας τον, τον αποκαλούσαν βασιλιά. Έφτυσαν οι άνομοι στο πρόσωπο του άχραντου, που από το βλέμμα του τρομάζουν συγχρόνως όλες οι δυνάμεις των ουρανών και οι τάξεις των Αγγέλων.


Να, πάλι διακατέχουν την καρδιά μου η λύπη και τα δάκρυα, βλέποντας τον Δεσπότη να ανέχεται τόσο πολύ τον χλευασμό και τις προσβολές, τη μαστίγωση, τους εμπτυσμούς από τους δούλους, τα ραπίσματα. Ελάτε, προσέξτε το μέγεθος της ευσπλαχνίας, την ανεκτικότητα και το έλεος του γλυκού Δεσπότη.


Είχε έναν χρήσιμο δούλο στον παράδεισο της τρυφής, και όταν αυτός αμάρτησε, παραδόθηκε στους βασανιστές. Όταν τον είδε λοιπόν ο αγαθός Δεσπότης να λιποψυχά, σπλαχνίσθηκε τον δούλο, και τον ελέησε, και πρόσφερε τον εαυτό του να μαστιγωθεί για χάρη του.


Θέλησα να σιωπήσω, επειδή η έκπληξη του νου είναι πολύ μεγάλη· αλλά και πάλι φοβήθηκα, μήπως αρνηθώ εξαιτίας της σιωπής μου τη χάρη του Σωτήρα. Όμως με φόβο λέω σ’ εσάς· διότι τρέμουν τα κόκκαλά μου, όταν το σκεφθώ.


Ο Πλάστης των απάντων, ο ίδιος ο Κύριός μας, παρουσιάσθηκε σήμερα μπροστά στον Καϊάφα, σαν ένας από τους κατάδικους, και ένας από τους υπηρέτες έδωσε σ’ αυτόν ράπισμα. Τρέμει η καρδιά μου, όταν τα φέρω στο νου μου όλα αυτά: ο δούλος καθόταν, ο Δεσπότης παρουσιάσθηκε ως κατάδικος, και αυτός που ήταν γεμάτος παραβάσεις έβγαζε καταδικαστική απόφαση εναντίον του αναμάρτητου.


Σκέφτομαι και τρέμω, και πάλι νιώθω συντριβή βλέποντας τη μακροθυμία του καλού Δεσπότη. Διότι, να, τα σπλάχνα μου τρέμουν, καθώς μιλώ, επειδή ο Δημιουργός, που έπλασε με τη χάρη του τον άνθρωπο από το χώμα, ραπίσθηκε.


Μεγάλο θαύμα, αδελφοί, να δούμε την πραότητα του Χριστού, του Βασιλιά! Όταν ραπίσθηκε από δούλο, αποκρίθηκε με φρόνηση, με πραότητα και με κάθε ευλάβεια. Ο δούλος αγανακτεί, ο Δεσπότης ανέχεται· ο δούλος οργίζεται, ο Δεσπότης δείχνει καλοσύνη.


Άλλωστε ποιος θα βαστάξει το θυμό και την ταραχή κατά την ώρα της οργής; Όμως ο Κύριός μας όλα αυτά τα ανέχθηκε με την καλοσύνη του. Ποιος λοιπόν θα μπορέσει να διηγηθεί, ω Δέσποτα, τη δική σου μακροθυμία!
Πλησιάστε, πολυπόθητοι και αγαπημένοι από τον Χριστό, έχοντας κατάνυξη και πόθο για τον Σωτήρα.


Ελάτε, ας διδαχθούμε τι έγινε σήμερα στην Σιών, την πόλη του Δαβίδ. Οι πολυπόθητοι και εκλεκτοί απόγονοι του Αβραάμ τι έπραξαν σήμερα; Παρέδωσαν τη μέρα αυτή στο θάνατο τον άχραντο Δεσπότη. Ο Σωτήρας μας Χριστός κρεμάσθηκε άδικα επάνω στο ξύλο του σταυρού από άνομα χέρια.


Ελάτε, ας λούσουμε όλοι εμείς το σώμα μας με δάκρυα και στεναγμούς, διότι ο Κύριός μας, ο Βασιλιάς της δόξας, παραδόθηκε για μας τους ασεβείς στο θάνατο.



Αποσπάσματα εκ του βιβλίου: 
<<ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΡΓΑ>>, 
τόμος Ζ΄, εκδόσεις <<Το Περιβόλι της Παναγίας>, 
Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 31.
 Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟ ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΟΣ



Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟ ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΟΣ


1. Θεολογική σύγχυση προκάλεσε ἡ συνοδική ἀπόφαση


Συνηθίσαμε πιά στίς καινοτομίες, στίς αἱρέσεις, στά σχίσματα, στίς ἔριδες. Τίποτε σταθερό καί καθολικά ἀποδεκτό. Τό Εὐαγγέλιο καί ἡ Πατερική Παράδοση ἐτέθησαν σέ ἀργία. Ὁ καθένας τά ἑρμηνεύει ὅπως θέλει καί ὅπως τόν εὐνοοῦν ἤ τοῦ ἐπιβάλλουν οἱ ἀνάγκες τῶν καιρῶν, τά συμφέροντα καί οἱ φιλοδοξίες του. Ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, ἡ διαχρονική καί σταθερή πράξη τῆς Ἐκκλησίας ἀνατρέπονται. Τό ἄσπρο γίνεται μαῦρο, τό φῶς σκοτάδι, ἡ αἵρεση γίνεται ἐκκλησία, ὅπως καί τό σχίσμα, ὁ σοδομισμός νόμιμη καί μή ἐφάμαρτη διαφορετικότητα, τό Σάββατο γίνεται Κυριακή, τό ψεῦδος ἀλήθεια.


Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί σέ κάποιες ἀπό τίς ἑλληνόφωνες τοπικές ἐκκλησίες τά ἔχουν χάσει μέ τό θεολογικό κομφούζιο, τήν θεολογική σύγχυση, πού ἔχει προκαλέσει ἡ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου νά ἑορτασθεῖ ἐφέτος τό Πάσχα, ἡ Ἀνάσταση, πρίν ἀπό τά μεσάνυκτα, νά ἀκουσθεῖ τό «Χριστός Ἀνέστη» τρεῖς ὧρες ἐνωρίτερα, γύρω στίς ἐννέα (21 μ.μ.), νά συντομευθεῖ ἡ ἀκολουθία, καί νά γίνει δεύτερη Θεία Λειτουργία μέσα στήν ἴδια ἡμέρα, νά διακοπεῖ ἐνωρίτερα ἡ νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ρυθμίσεις πού ἀντίκεινται στήν εὐαγγελική διδασκαλία, στίς ἀποφάσεις οἰκουμενικῶν συνόδων καί στήν διαχρονικά σταθερή Παράδοση καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας. 


Δικαιολογημένες ἀπόλυτα οἱ ἀντιδράσεις κάποιων, ἐλαχίστων ἐπισκόπων, πολλῶν εὐλαβῶν ἱερέων καί πλήθους πιστῶν, στούς ὤμους τῶν ὁποίων πέφτει νά σηκώσουν τό βάρος τῆς τήρησης τῶν παραδεδομένων, νά σηκώσουν τό βάρος τῆς ἡμέρας, ὅπως ἐπαινεῖ ἡ Ἐκκλησία ὅσους κληρικούς ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν καινοτομιῶν καί τῶν παρεκκλίσεων.


ντί ὅμως οἱ ἀντιδράσεις νά ὁδηγήσουν σέ δεύτερες, ὀρθότερες, σκέψεις καί σέ διόρθωση τῶν ὁλοφάνερα λανθασμένων ἀποφάσεων, ξεσηκώθηκαν θεολογικοί «φωστῆρες», γιά νά ὑποστηρίξουν τήν καινοτομία καί νά ἐνισχύσουν τίς διενέξεις πρός μεγάλη χαρά τοῦ Διαβόλου πού ὑποκινεῖ πάντοτε ἀπό φθόνο τήν ἐναντίωση πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. 


Κείμενα ὑποστηρικτικά καί ἀναιρετικά τῆς καινοτομίας ἔχουν κατακλύσει τό Διαδίκτυο καί ἔχουν φέρει σέ ἀπόγνωση κληρικούς καί λαϊκούς, ὡς πρός τό νά κρίνουν ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, ποιοί ἔχουν δίκαιο, οἱ καινοτόμοι ἤ οἱ παραδοσιακοί. Καί ἐνῶ φάνηκε πώς οἱ συνειδήσεις τῶν πιστῶν ἠρεμοῦν καί εὐαρεστοῦνται μέ ὅσα ἔγραψαν, διεμήνυσαν καί ἀποφάσισαν νά πράξουν ἐλάχιστοι ἐπίσκοποι,


πως ὁ πρώην Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος, ὁ Αἰτωλοακαρνανίας Κοσμᾶς, ὁ Κυθήρων Σεραφείμ, ἀκόμη καί ὁ Φιλίππων Στέφανος, αἰφνιδίως ἄνοιξαν κερκόπορτες στήν κανονική ἀλήθεια ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ καί ἡ Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, προφανῶς μέ ἀπόφαση τοῦ Ποιμενάρχη Ἰωήλ, ὑποστηρίζοντας τήν βλάσφημη καί ἀθεολόγητη καινοτομία.


Δέν θά ἐπιχειρήσουμε τώρα ἀναίρεση τῶν ἡμαρτημένων τῶν δύο ἐπισκόπων, τά ἐπιχειρήματα τῶν ὁποίων ἐκλόνισαν κάποιους ἀσταθεῖς μέ καλαμώδη χαρακτήρα καί εὔκολη στίς ἐπιρροές φύση. Θά σημειώσουμε βασικούς μόνον θεολογικούς λόγους, γιά τούς ὁποίους δέν πρέπει νά γίνει ἀλλαγή τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τῆς Ἀνάστασης.


2. Ἡ τήρηση τῆς Παράδοσης εἶναι δόγμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.


Τό πρῶτο βάθρο, ἡ πρώτη βάση τό πρῶτο θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο μέ σιγουριά καί βεβαιότητα στέκεται ὁ πιστός μετά τό Εὐαγγέλιο, εἶναι ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἀγνοοῦν τήν Παράδοση προτεσταντίζουν. Οἱ Προτεστάντες ἀπορρίπτουν τήν Παράδοση, δέχονται μόνον τήν Ἁγία Γραφή, τήν ὁποία ἑρμηνεύει ὁ καθένας κατά τό δοκοῦν, γι᾽ αὐτό καί διαλύθηκαν σέ χίλια κομμάτια. Εἶναι σαφέστατη καί ὑποχρεωτική ἡ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νά τηροῦν οἱ Χριστιανοί τίς Παραδόσεις· 


«Στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν»[1]. Ὁ ἴδιος μάλιστα αὐστηρότερα ἀναθεματίζει ὅσους παραβαίνουν αὐτά πού παρέλαβαν, ἀκόμη καί ἄν τήν καινοτομία τήν παρουσιάσουν καί τήν διδάξουν ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό, πολύ περισσότερο ἄν τήν ἀποφασίσουν ἄνθρωποι, ὅπως ἡ Διαρκής Σύνοδος τοῦ Ἱερωνύμου, ἤ οἱ μητροπολίτες τοῦ Πειραιᾶ καί τῆς Ἔδεσσας· «Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν ἀνάθεμα ἔστω. Ὡς προειρήκαμεν καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»[2].


σχετα πρός τόν ἀκριβῆ χρόνο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, πού καί αὐτός δέν εὐνοεῖ τούς Σαββατιανούς καί Ἰουδαΐζοντες καινοτόμους τοῦ Ἱερωνύμου, ὅπως θά δοῦμε, τό κήρυγμα τῆς Ἀνάστασης, ἀκούσθηκε τό πρωί τῆς Κυριακῆς· τό ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἀπό τούς Ἀγγέλους, τό μετέφεραν εἰς τούς Ἀποστόλους καί δι᾽ αὐτῶν εἰς ὅλον τόν κόσμο: «Τό φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα, ἐκ τοῦ ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου μαθήτριαι, καί τήν προγονικήν ἀπόφασιν ἀπορρίψασαι τοῖς Ἀποστόλοις καυχώμεναι ἔλεγον. Ἐσκύλευται ὁ θάνατος, ἠγέρθη Χριστός ὁ Θεός, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος» [3].


Θά μνημονεύσουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀναστάσιμων ὕμνων ἕνα ἀκόμη τροπάριο ἀπό τά ἀναστάσιμα Εὐλογητάρια πού μᾶς διδάσκει ὅτι τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἄκουσαν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ἀπό τόν Ἄγγελο τό «Χριστός Ἀνέστη». «Λίαν πρωΐ μυροφόροι ἔδραμον πρός τό μνῆμά σου θρηνολογοῦσαι· ἀλλ᾽ ἐπέστη πρός αὐτάς ὁ Ἄγγελος καί εἶπε· Θρήνου ὁ καιρός, πέπαυται, μή κλαίετε. Τήν Ἀνάστασιν δέ Ἀποστόλοις εἴπατε».


κτοτε μέχρι τήν ἀποφράδα ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια, τό «Χριστός Ἀνέστη» ἀκούγεται πάντοτε τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή, πάλιν καί πολλάκις μετά τό μεσονύκτιο, καί οὐδέποτε πρίν ἀπό τό μεσονύκτιο. Θά ἀκουσθεῖ γιά πρώτη φορά ἐφέτος πρίν ἀπό τό μεσονύκτιο, σέ ἀντίθεση μέ ὅλα τά ἀρχαῖα καί σύγχρονα Τυπικά, τό Σαββαϊτικό, τό Στουδιτικό, τό Ἁγιορειτικό, τό Πατριαρχικό τῆς Κωνσταντινούπολης. Δέν ἔχουν πλέον κανένα φραγμό οἱ καινοτόμοι.


Καί ὅταν ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας ἡ Ἐκκλησία, βρέθηκε σέ παρόμοια σύγχυση μέ τήν σημερινή. Διαιρέθηκαν οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ θεολόγοι σέ ὑποστηρικτές τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καί σέ ἐχθρούς καί εἰκονομάχους. Καί ἀπό τίς δύο πλευρές διατυπώνονταν καί ἀνταλλάσσονταν θεολογικά ἐπιχειρήματα, πού δημιουργοῦσαν σύγχυση στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.


Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα (787) καί καταδίκασε τούς Εἰκονομάχους, δέν ἀπέφυγε νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν διδασκαλία τους καί νά ἀναιρέσει τά ἐπιχειρήματά τους. Τό δυνατώτερο ὅμως ἐπιχείρημα τῆς Συνόδου πού τό προέταξε τῶν θεολογικῶν συζητήσεων ἦταν τό ὀρθόδοξο ἐπιχείρημα νά τηρηθεῖ ἡ Παράδοση. Ἡ τιμή πρός τίς Ἅγιες Εἰκόνες ἦταν αἰωνόβια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτή τήν παράδοση δέν μποροῦσε νά τήν ἀλλάξει ἡ Ἐκκλησία ἤ νά τήν ἀλλοιώσει.


Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔλαβε χώρα καί κηρύχθηκε μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου, γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἡ ἑπόμενη μέρα ὀνομάσθηκε Κυριακή, ὡς σημαίνουσα τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἡ μία λοιπόν τῶν Σαββάτων, ἡ πρώτη μετά τό Σάββατο ἡμέρα, ἡ Κυριακή εἶναι συνώνυμη τῆς Ἀνάστασης· Κυριακή σημαίνει Ἀνάσταση. Πῶς λοιπόν ἐμεῖς θά τήν ἀναμίξουμε μέ τό ἑβραϊκό Σάββατο ἤ μέ τήν Παρασκευή τῶν Μουσουλμάνων;


νας ἀπό τούς λόγους πού ἀνάγκασαν τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο νά ὁρίσει τήν Κυριακή ὡς ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καί μάλιστα κατά τρόπο πού νά μή συμπέσει ποτέ μέ τό ἑβραϊκό Πάσχα, ἦταν τό γεγονός ὅτι κάποιοι Ἰουδαΐζοντες Χριστιανοί γιόρταζαν τήν Ἀνάσταση, ὅταν γιόρταζαν καί οἱ Ἑβραῖοι τό δικό τους Πάσχα, τήν 14η τοῦ μηνός Νισάν, πού συνέπιπτε σέ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος· ἦσαν οἱ γνωστοί Τεσσαρεσκαιδεκατίτες.


πως λοιπόν ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος προέταξε πάνω καί πρίν ἀπό τίς θεολογικές συζητήσεις τό δογματικό Ὀρθόδοξο ἐπιχείρημα τῆς Παράδοσης, ἔτσι καί οἱ ἁπλοϊκοί Ὀρθόδοξοι πιστοί, ἀλλά καί ὅσοι κληρικοί δέν ἔχουν ὑψηλή θεολογική μόρφωση ἀκολουθοῦν ἀναλογικά τόν δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων, τηρώντας τήν σταθερή Παράδοση νά ἑορτάζεται ἡ Ἀνάσταση μετά τά μεσάνυκτα,


στε νά μή γίνουν συμμέτοχοι τῆς βλάσφημης, ἀντιευαγγελκῆς καί ἀντιπατερικῆς καινοτομίας τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἀνάστασης πρίν ἀπό τά μεσάνυχτα καί ἀναμείξουν ἔτσι Σάββατο καί Κυριακή, πρός μεγάλη χαρά τῶν Οἰκουμενιστῶν πού ἐργάζονται συστηματικά γι᾽ αὐτήν τήν ἀνάμειξη. Λέγει ἡ Σύνοδος στίς ἀποφάσεις της:


«Τῇ παραδόσει τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐξηκολουθήσαμεν καί οὔτε ὕφεσιν οὔτε πλεονασμόν ἐποιησάμεθα, ἀλλ᾽ ἀποστολικῶς διδαχθέντες, κρατοῦμεν τάς παραδόσεις ἅς παρελάβομεν πάντα ἀποδεχόμενοι καί ἀσπαζόμενοι, ὅσαπερ ἡ ἁγία καθολική Ἐκκλησία ἀρχῆθεν τῶν χρόνων ἀγράφως καί ἐγγράφως παρέλαβεν... Ἡ γάρ ἀληθινή τῆς Ἐκκλησίας καί εὐθυτάτη κρίσις καινουργεῖσθαι ἐν αὐτῇ συγχωρεῖ οὐδέν, οὔτε ἀφαίρεσιν ποιεῖσθαι»[4]


3. Ὁ λειτουργικός χρόνος δέν καταργεῖ τόν φυσικό χρόνο. Συνυπάρχουν.


Δημιουργός τοῦ χρόνου καί τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Θεός, «ὁ καιρούς καί χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία θέμενος». Ἡ ἀρχή τοῦ χρόνου συμπίπτει μέ τήν ἀρχή τοῦ κόσμου, τοῦ ὁποίου ὁ χρόνος μετρᾶ τήν κίνηση. Ἡ ἱστορία τῆς πορείας τοῦ κόσμου παρακολουθεῖται ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι κύριος τοῦ κόσμου καί τοῦ χρόνου καί, ὅταν χρειασθεῖ, ἐπεμβαίνει στήν πορεία τῆς ἀθρώπινης ἱστορίας.


Δέν ἀδιαφορεῖ γιά τά ἱστορικά γεγονότα καί πρόσωπα ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν συνέχεια τους στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γεμάτη ἀπό ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ μέσῳ ἱστορικῶν γεγονότων καί ἱστορικῶν προσώπων, ἡ μεγαλύτερη καί σπουδαιότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντος.


Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό σημαντικώτερο πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον» κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό. Ὅσα ἐπί τῆς γῆς ἐτέλεσε ἄλλαξαν τήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί τήν ἐχώρισαν εἰς τά δύο, εἰς τήν πρό Χριστοῦ καί τήν μετά Χριστόν ἐποχή. Ἔχουν καταγραφῆ ὡς ἱστορικά γεγονότα, ἡ Γέννηση, ἡ Βάπτιση, ἡ διδασκαλία, τά θαύματα, ἡ Σταύρωση, ἡ Ἀνάσταση καί πλεῖστα ἄλλα, τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει κάθε χρόνο στόν ἐτήσιο ἑορτολογικό της κύκλο, φροντίζουσα χρονικά νά ὁρίζει τίς ἑορτές τους, ὅπως καί τίς ἑορτές στίς μνῆμες Ἁγίων, κατά τίς χρονικές ἡμερομηνίες πού ἐτελέσθησαν.


λες οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου εἶναι κατάφορτες ἀπό μνῆμες ἁγίων καί ἀπό ἱστορικές ἀναφορές στήν ἡμέρα τῆς κοίμησης ἤ τοῦ μαρτυρίου τους. Ἐξαγιάζεται ἔτσι καί ὁ χρόνος, καί ἀποκτᾶ νόημα ἡ πορεία τῆς ἱστορίας. Δίνει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα στόν φυσικό χρόνο ἡ Ἐκκλησία· οὔτε τόν μειώνει, οὔτε τόν καταργεῖ. Γι᾽ αὐτό καί τιμᾶ ἰδιαίτερα τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως, κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἐνίκησε τόν θάνατο καί συνέτριψε τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, πού εἶχαν συνασπισθῆ ἐναντίον Του.


προσπάθεια κάποιων νά μεταφέρουν μέρος τῆς Κυριακῆς τό Σάββατο, ὥστε νά δικαιολογήσουν τήν συνοδική καινοτομία νά ἑορτασθεῖ ἡ Ἀνάσταση τό Σάββατο καί ὄχι τήν Κυριακή, δέν εὐοδοῦται, διότι ὁ λειτουργικός χρόνος δέν καταργεῖ τόν φυσικό χρόνο. Τό ἐπιχείρημα δηλαδή ὅτι λειτουργικά ἡ ἡμέρα ἀρχίζει ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγούμενης εἶναι ἐν μέρει ἀληθινό καί δέν ἰσχύει γιά ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.


Εἶναι ἐν μέρει καί ἐλάχιστα ἰσχυρό, διότι οἱ λειτουργικές ἐκδηλώσεις μετά τόν ἑσπερινό εἶναι ἐλάχιστες, ἐνῶ οἱ τῆς κύριας ἡμέρας εἶναι πολλαπλάσιες, μεταξύ δέ αὐτῶν ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού ἀποτελεῖ τό κέντρο, τήν καρδιά τῆς νυχθήμερης λατρείας. Μετά τόν ἑσπερινό ἔχουμε μόνον τό ἀπόδειπνο, ἐνῶ μετά τήν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ, πού χωρίζει τήν παραμονή ἀπό τήν κύρια ἡμέρα ἔχουμε τίς ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν, τῆς α´, τῆς γ´ καί τῆς στ´ ὥρας, τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, τήν κορυφαία καί κεντρική ἀκολουθία τῆς Θείας Λειτουργίας, καί τήν θ´ ὥρα πρό τοῦ ἑσπερινοῦ, μέ τήν ὁποία κλείνει ὁ νυχθήμερος λειτουργικός κύκλος.


Τελέσαμε λοιπόν ποτέ τήν Θ. Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τίς παραμονές αὐτῶν τῶν ἑορτῶν, ὥστε τώρα νά δικαιολογοῦμε τήν τέλεση τῆς ἀναστάσιμης Θ. Λειτουργίας τήν παραμονή τοῦ Πάσχα, μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ ἡμέρα ἀρχίζει ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης; Ἀρχίζει μέ τόν ἑσπερινό, ἀλλά ὁλοκληρώνεται κατά τό μεγαλύτερο μέρος κατά τόν φυσικό ἀστρονομικό χρόνο, ἀπό τό μεσονύκτιο μέχρι τόν ἑσπερινό τῆς ἑπόμενης ἡμέρας, ἰδιαίτερα μέ τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας.


λλά καί αὐτή ἡ ἀρχή τῆς ἡμέρας ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης δέν ἰσχύει γιά ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. γιά τόν θεσμό τῆς νηστείας. Μποροῦμε π.χ. νά διακόψουμε τήν νηστεία τῆς Τετάρτης ἤ τῆς Παρασκευῆς μετά τόν ἑσπερινό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, ἄν ἀπό τόν ἑσπερινό ἀρχίζουν ἡ Πέμπτη καί τό Σάββατο; Ἤ πρέπει νά ἀρχίσουμε νά νηστεύουμε ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς Τρίτης καί τῆς Πέμπτης, ἄν μετά τόν ἑσπερινό ἀρχίζουν ἡ Τετάρτη καί ἡ Παρασκευή;


4. Ὁ ἀκριβής χρόνος τῆς Ἀνάστασης τίθεται μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή.


ς πρός τόν ἀκριβῆ χρόνο πού ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ποῦμε ὅτι εἶναι θέμα λελυμένο στήν λειτουργική καί κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέχεται ὅτι, μολονότι δέν εἶναι γνωστή ἡ ἀκριβής χρονική στιγμή καί ὥρα τῆς Ἀνάστασης, ἐν τούτοις ἀπό τόν συνδυασμό ὅσων λέγουν καί περιγράφουν οἱ τέσσαρες εὐαγγελισταί προκύπτει


τι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε περί τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή ἤ λίγο μετά τό μεσονύκτιο, δηλαδή μεταφέροντας τόν χρόνο στό σημερινό ὡράριο μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε μεταξύ τῆς 11ης βραδυνῆς (23ης) τοῦ Σαββάτου καί τῆς 2ας πρωϊνῆς τῆς Κυριακῆς, μεταξύ δηλαδή 11 καί 2.


χρονικός αὐτός προσδιορισμός τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως περί τό μεσονύκτιο εἶναι συνοδικά καί κανονικά κατοχυρωμένος, τόν ἀκολουθεῖ δέ καί ἡ λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι ἡ παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως ἄρχεται «περί ὥραν πέμπτην τῆς νυκτός, δηλαδή περί τήν 11ην πρό τοῦ μεσονυκτίου», ρυθμίζεται δέ ἔτσι ἡ ψαλμωδία τοῦ κανόνος καί ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν λοιπῶν, ὥστε τό «Χριστός Ἀνέστη» νά ἀκουσθεῖ ἀκριβῶς τήν 12ην τοῦ μεσονυκτίου, ἡ δέ λοιπή ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί τῆς Θείας Λειτουργίας ἐκτυλίσσονται στίς 2-3 μεταμεσονύκτιες ὧρες.


ναλυτικῶς μέ τό θέμα τοῦ χρόνου τῆς Ἀναστάσεως ἀσχολήθηκε ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (3ος αἰών), ὑποχρεωθείς νά ἀπαντήσει σέ ἐρώτηση ἐπισκόπου γιά τό πότε, ποιά ὥρα ἀκριβῶς, πρέπει νά σταματᾶ ἡ πρό τοῦ Πάσχα νηστεία. Τοῦ ἔγραφε ὁ ἐπίσκοπος ὅτι σέ κάποιες περιοχές βιάζονται καί διακόπτουν τήν νηστεία τό ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, «ἀφ᾽ ἑσπέρας», ἐνῶ ἀλλοῦ τήν διακόπτουν τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς, τά χαράματα, περιμένοντας νά λαλήσει ὁ πετεινός, «περιμένουσι τόν ἀλέκτορα».


Δέν πρέπει ὅμως νά ὁρίσουμε τόν ἀκριβῆ χρόνο, ὥστε ὅλοι νά διακόπτουν τήν ἴδια ὥρα τήν νηστεία; Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἀπαντᾶ ὅτι τό νά ὁρισθεῖ ὁ ἀκριβής χρόνος τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ἀκριβής ὥρα, εἶναι δύσκολο καί λανθασμένο, «δύσκολον καί σφαλερόν», διότι οἱ εὐαγγελισταί δέν μᾶς παραδίδουν μέ ἀκρίβεια τήν ὥρα τῆς ᾽Αναστάσεως· «μηδέν ἀπηκριβωμένον ἐν αὐτοῖς περί τῆς ὥρας, καθ᾽ ἥν ἀνέστη, φαίνεται». Μᾶς ὁμιλοῦν γιά διάφορες ἐπισκέψεις στόν τάφο σέ διαφορετικούς χρόνους, ἀλλά σέ ὅλες αὐτές τίς ἐπισκέψεις τῶν Μυροφόρων καί τῶν Ἀποστόλων λέγεται ὅτι ὁ Κύριος εἶχε ἤδη ἀναστηθῆ·


«Διαφόρως μέν οἱ εὐαγγελισταί τούς ἐπί τό μνημεῖον ἐλθόντας ἀνέγραψαν κατά καιρούς ἐνηλλαγμένους καί πάντες ἀνεστηκότα τόν Κύριον ἔφασαν εὑρηκέναι». Πάντως κανένας εὐαγγελιστής δέν μᾶς εἶπε πότε ἀκριβῶς ἀναστήθηκε ὁ Χριστός· «Καί πότε μέν ἀνέστη, σαφῶς οὐδείς ἀπεφήνατο». Αὐτό στό ὁποῖο συμφωνοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί εἶναι ὅτι ἀπό τό βράδυ ἀργά τοῦ Σαββάτου μέχρι τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς οἱ ἐπισκεφθέντες τόν τάφο τόν βρῆκαν κενό, ἄδειο, διότι ἤδη εἶχε ἀναστηθῆ ὁ Χριστός.


Συμπερασματικά, ὁ Ἅγιος Διονύσιος λέγει ὅτι δέν πρέπει νά ἀκριβολογοῦμε «ποίαν ὥραν ἤ καί ποῖον ἡμιώριον ἤ ὥρας τέταρτον» ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ὥστε νά ἀρχίσουμε τήν χαρά καί τήν πανήγυρη τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτούς πού βιάζονται καί διακόπτουν τήν νηστεία πρό τοῦ μεσονυκτίου τούς μεμφόμεθα ὡς ἀμελεῖς καί ἀκρατεῖς, ἐνῶ ὅσους καθυστεροῦν καί περιμένουν τήν «τετάρτην φυλακήν τῆς νυκτός»[5], δηλαδή τό τέταρτο τρίωρο τῆς νύκτας, τό διάστημα ἀπό 3-6 τό πρωΐ, τούς ἐπαινοῦμε «ὡς γενναίους καί φιλοπόνους».


Τούς ἐνδιαμέσους, αὐτούς δηλαδή πού κατέλυσαν μεταξύ τοῦ μεσονυκτίου καί τῆς αὐγῆς, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, οὔτε τούς μεμφόμεθα οὔτε τούς ἐπαινοῦμε, ἁπλῶς δέν τούς ἐνοχλοῦμε[6]. Μέ τούς ἐνδιαμέσους βέβαια αὐτούς δέν ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος τούς σημερινούς Χριστιανούς οἱ ὁποῖοι, μόλις ἀκούσουν τό «Χριστός Ἀνέστη» στίς 12 τό μεσονύκτιο, χωρίς νά ἔχει τελειώσει ἡ Θ. Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως, φεύγουν ἀπό τόν Ναό καί τό ρίχνουν στό φαγοπότι.


ννοεῖ τό τελείωμα τῆς Θ. Λειτουργίας σύντομα μετά τά μεσάνυκτα. Γιά ὅσους ἀκολουθοῦν τήν κακίστη συνήθεια νά φεύγουν μετά τό «Χριστός Ἀνέστη» πρό τοῦ τέλους τῆς Θ. Λειτουργίας εἶναι πολύ αὐστηρός ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος σέ ὑποσημείωση στόν πθ´ κανόνα τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γράφει: «Βλέπεις ὅτι λέγουσι πρῶτον νά γίνεται ἡ λειτουργία καί ὕστερα νά πασχάζωμεν;


θεν ἀξιοκατάκριτοι εἶναι καί πολλά κοιλιόδουλοι καί λαίμαργοι ἐκεῖνοι ὁποῦ βαστῶντες εἰς τούς κόλπους των αὐγά ἤ τυρί, εὐθύς ὁποῦ ἀκούσουν τό Χριστός ἀνέστη, τά χάπτουσιν εἰς τό στόμα, καί ἄς διορθώσουν τό ἄτοπον αὐτό ἀπό τώρα καί ὕστερα· ἀλλά καί οἱ γονεῖς δέν πρέπει νά ἀφίνουσι τά τέκνα των νά κάμνουν παρόμοιον ἄτακτον πρᾶγμα»[7].


Τήν σπουδαία αὐτή ἀνάλυση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, πού ἀποτελεῖ καί τόν πρῶτο ἀπό τούς τέσσερις κανόνες, στούς ὁποίους ἔχει διαιρεθῆ ἡ Κανονική του Ἐπιστολή πρός τόν ἐπίσκοπο Βασιλείδη, υἱοθέτησε καί ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ γνωστή ἐν Τρούλλω (690), ἡ ὁποία ὁρίζει μέ τόν ΠΘ´ (89ο) κανόνα της ὅτι πρέπει ἡ παύση τῆς νηστείας νά γίνεται μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή, διότι, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στόν ἐν λόγῳ κανόνα, ἀπό τήν εὐαγγελική διήγηση «συνάγεται ὅτι κατά τό μεσονύκτιον ἀνέστη ὁ Κύριος παρελθούσης τῆς στ´ ὥρας καί ἀρχομένης τῆς ζ´»[8].


Θεόδωρος Βαλσαμών ἑρμηνεύοντας ἐπίσης τόν κανόνα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου παραπέμπει καί στόν πθ´ τῆς ἐν Τρούλλῳ συνόδου, λέγοντας ὅτι ἐπειδή, ἐκτός ἀπό τόν κανόνα, ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως ἀποσαφηνίσθηκε παλαιότερα κατά τό δυνατόν καί βάσει ἁγιογραφικῶν χωρίων (μολονότι τόν ἀληθῆ χρόνο γνωρίζει μόνον ὁ ἀναστάς Θεός) ὀφείλουμε νά ποῦμε ὅτι μέχρι τά μεσάνυκτα, μέχρι δηλαδή τήν ἕκτη ὥρα τῆς νύκτας, πρέπει νά νηστεύουμε· ἀπό τήν ἕβδομη ὅμως ὥρα, τήν πρώτη δηλαδή μεταμεσονύκτια, πού ἀρχίζει ἡ Κυριακή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Χριστός (εἶναι δέ εὔλογο ἡ Ἀνάσταση νά ἔγινε ἤ κατά τήν ἑβδόμη ἤ κατά τήν ὀγδόη ὥρα) δέν πρέπει νά νηστεύουμε, γιά νά μή φανοῦμε ἀντίθετοι πρός τούς κανόνες πού ἀπαγορεύουν τήν νηστεία κατά τίς Κυριακές[9].


Καί τό Συναξάρι τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, προφανῶς γραμμένο ἀπό τόν Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, πού ἔγραψε ὅλα τά Συναξάρια τοῦ Πεντηκοσταρίου, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε περί τό μεσονύκτιο, λίγο πρίν ἤ λίγο μετά ἀπό αὐτό: «Ἡ δέ τοῦ Κυρίου ἀνάστασις γέγονεν οὕτω· τῶν στρατιωτῶν φυλασσόντων τόν τάφον περί μέσον νυκτός σεισμός γίνεται· κατελθών γάρ Ἄγγελος τόν λίθον τῆς τοῦ μνημείου θύρας ἀφίστησιν».


Ἐπίλογος.

Αἰσχύνη τῶν ἐπισκόπων καί κληρικῶν ὁ φόβος τοῦ θανάτου


Εἶναι παράδοξο καί δυσεξήγητο γιά τούς πιστούς, τήν ὥρα πού ἡ Ἐκκλησία ψάλλει τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ θανάτου μέ τό «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας», νά βλέπει τήν πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων νά φοβοῦνται τόν θάνατο ἀπό τήν μετάδοση τοῦ Κορωνοϊοῦ καί νά ἀποφεύγουν νά ἑορτάσουν τήν Ἀνάσταση κατά τήν κεκανονισμένη ὥρα, σύμφωνα μέ τήν δισχιλιετῆ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἁρμόζει πράγματι ἐδῶ νά παραθέσουμε ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στό ὁμώνυμο ἔργο του: «Αἰσχύνη ποιμένι θάνατον δεδιέναι· ὅπου γε τοῦτο ὑπακοή ὁρίζεται, ἀδειλία θανάτου»[10].


Καί κατά τήν μετάφραση τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου στήν δική τους ἔκδοση τοῦ ἔργου: «Εἶναι ἐντροπή γιά τόν ποιμένα νά φοβᾶται τόν θάνατο, ἀφοῦ ἡ ὑπακοή χαρακτηρίζεται ἀκριβῶς ὡς ἀφοβία τοῦ θανάτου». Περισσότερο ξεδιάντροπη καί τώρα ἀποκαλυπτική εἶναι ἡ πολιτική ἡγεσία καί οἱ ἐπιλεγμένοι ἐκπρόσωποι τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης,


οἱ ὁποῖοι ἀφήνουν τούς ἀνοήτους νά πιστεύσουν ὅτι ὁ ἰός προσβάλλει τό μεσονύκτιο πού γίνεται ἡ Ἀνάσταση καί ὄχι τρεῖς ὧρες ἐνωρίτερα, ἐνῶ εἶναι κτυπημένοι οἱ ἴδιοι ἀπό τόν ἰό τῆς ἀπιστίας καί στρατευμένοι στόν παγκόσμιο σχεδιασμό ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του. Τήν δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τά ἀνοίγουν ὅλα, καί μόνο οἱ ἀνοικτές ἐκκλησίες καί τό «Χριστός Ἀνέστη» τούς ἐνοχλοῦν.



[1]. Β´ Θεσ. 2, 15.

[2]. Γαλ. 1, 8-9.

[3]. Ἀναστάσιμο ἀπολυτίκιο δ´ ἤχου.

[4] . Mansi 13, 409-412.

[5]. Γιά τό «τετάρτη φυλακή τῆς νυκτός» βλ. Ματθ. 14, 25 καί τά σχετικά ὑπομνήματα.

[6]. Βλ. τό κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς εἰς Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ὑπό Αγαπιου Ἱερομονάχου καί Νικοδημου Μοναχοῦ, Ἐκδοτικός Οἶκος «᾽Αστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 544-545 καί εἰς PG 10, 1272 ἑἑ.

[7]. Πηδάλιον, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 297, ὑποσημ. 2.

[8]. Αὐτόθι.

[9]. Βλ. Γ. Ραλλη-Μ. Ποτλη, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, Ἀθῆναι 1854, τόμ. Δ´, σελ. 6-7: «...τό γάρ ἀληθές μόνος οἶδεν ὁ ἀναστάς Θεός... εἰκός δέ ἐστιν ἤ κατά τήν ἑβδόμην ἤ κατά τήν ὀγδόην ὥραν γενέσθαι τήν Ἀνάστασιν». Ἡ ζ´ καί ἡ η´ ὥρα τῆς νύκτας ἀντιστοιχοῦν στίς ὧρες μία καί δύο (1 καί 2) μετά τά μεσάνυχτα.

[10]. Λόγος εἰς τόν Ποιμένα ξζ´, σελ. 394.



Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου ΑΚΤΙΝΕΣ.


Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης


Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ ΚΑΙ ΕΝΤΟΣ ΜΑΣ




Επίσκοπος Γαρδικίου κ. Κλήμης

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ




Ἀπόστιχα ἰδιόμελα


«Δεῦτε, πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ· νέμει γάρ τοῖς δούλοις τόν πλοῦτον καί ἀναλόγως ἕκαστος, πολυπλασιάσωμεν τό τῆς χάριτος τάλαντον· ὁ μέν σοφίαν κομιείτω δι᾽ ἔργων ἀγαθῶν· ὁ δέ λειτουργίαν λαμπρότητος ἐπιτελείτω· κοινωνείτω δέ τοῦ λόγου πιστός τῷ ἀμυήτῳ καί σκορπιζέτω τόν πλοῦτον πένησιν ἄλλος· οὕτω γάρ τό δάνειον πολυπλασιάσομεν καί ὡς οἰκονόμοι πιστοί τῆς χάριτος δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν· αὐτῆς ἡμᾶς καταξίωσον, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος».


λᾶτε, πιστοί, νά δουλέψουμε πρόθυμα στό Δεσπότη· διότι μοιράζει ἀπό ἀγαθότητα τόν πλοῦτο στούς δούλους, καί ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές του ἄς πολλαπλασιάσουμε τό τάλαντον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἕνας ἄς παρουσιάσει σοφία μέ ἔργα ἀγαθά, ὁ ἄλλος ἄς προσφέρει (στό σύνολο) ὑπηρεσίες λαμπρές· ὁ πιστός ἄς μεταδίδει τό θεῖο λόγο σ᾽ αὐτόν πού τόν ἀγνοεῖ καί ὁ ἄλλος ἄς σκορπίζει τόν ὑλικό πλοῦτο του στούς φτωχούς. Διότι ἔτσι, ὡς πιστοί οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, θ᾽ ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε τή δεσποτική θεία χαρά. Αὐτή ἀξίωσέ μας ν᾽ ἀποκτήσουμε, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος.


καλλιέργεια τῶν ταλάντων πού δίνει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, γίνεται κατά πολλούς τρόπους ἀνάλογα μέ τήν προθυμία, τίς ἰδιαίτερες συνθῆκες καί τίς δυνατότητες πού διαθέτουν οἱ ἄνθρωποι. Ὅλοι δέν εἴμαστε τό ἴδιο. Ὁ καθένας μας φέρει τή δική του ἀτομικότητα, τό δικό του χαρακτήρα, τίς δικές του δεξιοτεχνίες καί τίς ἰδιαίτερες κοινωνικές συνθῆκες, στίς ὁποῖες βρίσκεται καί λειτουργεῖ.


Τό ἰδιόμελο κάνει θαυμάσια τήν ἐξειδίκευση. Τονίζει ποικίλες μορφές τοῦ ἔργου στό ὁποῖο οἱ πιστοί μποροῦν νά ἐκτελέσουν τό χρέος, ὡς οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουν πάντοτε ἐμφανή χαρίσματα καί κλίσεις γιά νά εἶναι διάκονοι τοῦ Χριστοῦ, νά εἶναι λόγου χάρη διάσημοι θεολόγοι καί ἱεράρχες. Καί μέ τό λίγο πού διαθέτουν μποροῦν νά ὑπηρετήσουν τόν Κύριο. Τό λίγο τό ἀποδέχεται ὁ Θεός, τό εὐλογεῖ καί τό πολλαπλασιάζει μέ τήν ἄφατη χρηστότητά του.


Μπορεῖ κάποιος νά ἐκπέμπει σοφία πνευματική, μέ τή συνετή διαγωγή του καί τά ἐνάρετα ἔργα του διδάσκοντας τούς ἀνθρώπους νά δοξάζουν τό Θεό. Ἄλλος πάλι μπορεῖ νά ὑπηρετήσει τό κοινωνικό σύνολο μέ τή φωτεινή δραστηριότητά του. Ἐνῶ ἄλλος μπορεῖ νά μεταδώσει τήν πίστη σ᾽ αὐτούς πού δέν τή γνωρίζουν, νά λέγει λόγια καλά καί ἐποικοδομητικά στό περιβάλλον του. Τέλος διά τῆς ἐλεημοσύνης μπορεῖ ὁ πλούσιος πιστός νά ὑπηρετήσει τόν Κύριο, σκορπίζοντας τόν πλοῦτο του στούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, αὐτούς πού δέν ἔχουν νά φᾶνε.


λοι οἱ δουλευτές τῆς ἀρετῆς εἶναι οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι διαπιστευμένοι στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου. Τό ἀξίωμά τους εἶναι πολύ μεγάλο. Σάν δοῦλοι τῆς χάριτος, ἔχουν ἀμοιβή ἀπό τή χάρη. Ὄχι βέβαια ὅτι δουλεύουν γιά τήν ἀνταμοιβή. Ἐπιτελοῦν ἐλεύθερα τό χρεός καί ἡ Χάρη ἀνταμείβει πλούσια τούς δουλευτές της. Εἶναι δέ ἡ ἀνταμοιβή αὐτή ἡ δεσποτική χαρά, στήν ὁποία θά εἰσέλθουν ὅσοι δούλεψαν παραγωγικά τά τάλαντά τους, ἡ ἄυλη μακαριότητα στούς φωτεινούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἡ αἰώνια εὐφροσύνη στό νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτῆς ἀξιώσέ μας, Χριστέ, ὡς φιλάνθρωπος.


«ταν ἔλθῃς ἐν δόξῃ μετ᾽ ἀγγελικῶν δυνάμεων καί καθίσῃς ἐν θρόνῳ, Ἰησοῦ, διακρίσεως, μή με, Ποιμήν ἀγαθέ, διαχωρίσῃς· ὁδούς δεξιάς γάρ οἶδας, διεστραμμέναι δέ εἰσίν αἱ εὐώνυμοι· μή οὖν ἐρίφοις με τόν τραχύν τῇ ἁμαρτίᾳ συναπολέσῃς, ἀλλά τοῖς ἐκ δεξιῶν συναριθμήσας προβάτοις, σῶσον με, ὡς φιλάνθρωπος».


ταν ἔλθεις ἐνδόξως (κατά τή Δευτέρα Παρουσία) συνοδευόμενος ἀπό ἀγγελικές δυνάμεις καί καθίσεις σέ θρόνο κρίσεως, Ἰησοῦ, μή μέ διαχωρίσεις ἀπό κοντά σου, Ποιμήν ἀγαθέ· διότι γνωρίζες ὅτι εἶναι καλές οἱ δεξιές ὁδοί, ἐνῶ οἱ ἀριστερές εἶναι κακές καί διαστραμμένες. Μή λοιπόν, καταστρέψεις μαζί μέ τά (πονηρά) ἐρίφια ἐμένα, πού ἡ ἁμαρτία μέ ἔχει κάνει σκληρό καί ἄγριο, ἀλλά ἀφοῦ μέ συναριθμήσεις μέ τά πρόβατα, πού βρίσκονται στά δεξιά σου, σῶσε με, ὡς φιλάνθρωπος.


ὑπόθεση τῶν ταλάντων εἶναι συνδεδεμένη μέ τή μέλλουσα κρίση. Τότε θά γίνει ἡ ὁριστική ἀνταπόδοση. Ὁ Χριστός θά ἔλθει στή γῆ μέ δύναμη καί λαμπρότητα, συνοδευόμενος ἀπό τά φωτεινά λειτουργικά του πνεύματα. Θά καθίσει πάνω σέ λαμπρό θρόνο καί θά διαχωρίσει τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους θά κρίνει, σέ δύο ὁμάδες, στά πρόβατα (τούς καλούς) πού θά εἶναι στά δεξιά τοῦ θρόνου, καί τά ἐρίφια, τούς κακούς, πού θά βρίσκονται στ᾽ ἀριστερά. Θά τούς κρίνει μέ βάση τά ἔργα τους.


Οἱ πονετικοί πρός τό συνάνθρωπο, ὅσοι καλλιέργησαν τό τάλαντο τῆς ἀγάπης, θά εἰσέλθουν στή χαρά τῆς θείας Βασιλείας. Ἀντίθετα οἱ σκληροί καί ἀνάλγητοι, ὅσοι ἔχωσαν τό τάλαντο τῆς φιλανθρωπίας στή γῆ καί ἔζησαν ἀδιάφοροι γιά τόν πόνο καί τήν κακοπάθεια τοῦ πλησίον, θά ριχθοῦν στήν αἰώνια κόλαση, στό πὺρ τό ἄσβεστο.


Πολλοί γκρινιάζουν γι᾽ αὐτά τά πράγματα. Εἶναι δυνατόν ὁ ἀγαθός Θεός νά τιμωρήσει αἰώνια τά πλάσματά του; Ναί, εἶναι δυνατόν, γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὄντα ἐλεύθερα καί λογικά, εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καί κανένα πλάσμα δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἀποκομμένο ἀπό τόν Πλάστη του. Μπορεῖ νά σταθεῖ ἕνας καρπός δέντρου, νά ζήσει καί ν᾽ ἀναπτυχθεῖ ἄσχετα ἀπό τή ρίζα του; Ὁ ὅποιος ἄνθρωπος ζεῖ καί κινεῖται στό χῶρο τοῦ Δημιουργοῦ του. Δέ γίνεται νά τόν ἀποφύγει. Ἡ σχέση ὅμως μέ τό Θεό δημιουργεῖ κατάσταση ἔλλογη καί ἠθική. Εἶναι φυσικό.


ποιος ζεῖ στό χῶρο τοῦ ἁγίου Θεοῦ, πρέπει νά μιμεῖται κι αὐτός τήν ἁγιότητα ἐκείνου. Ἀλλιώτικα δέν εἶναι ἄνθρωπος σωστός, εἶναι καρικατούρα ἀνθρώπου. Αὐτό δυστυχῶς συμβαίνει στή βάση τῆς λογικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πεῖ ὄχι στό Θεό, νά φύγει ἀπό τή φυσικότητά του καί νά γίνει ἕνα κινούμενο λάθος. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει ἡ ἁμαρτία. Εἶναι μιά μεγάλη κατάχρηση, μιά διαστροφή, ἕνα ψέμα. Εἶναι κάτι πού φθείρει τή φύση.


ς κακό δέ γίνεται νά μείνει ἀτιμώρητο ἀπό τό Θεό. Νά σκεφτεῖτε ὅτι γιά τήν κατάργησή του καί τόν ἀφανισμό τῆς τιμωρίας πέθανε ὁ Θεός ἐπάνω στό σταυρό. Στή διάσταση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος λυτρώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ποινή τήν ὀφειλόμενη σ᾽ αὐτή, διά τῆς μετανοίας. Ἄν ὅμως καί μετά ταῦτα ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθήσει πεισματικά νά μή θέλει τό Θεό καί ν᾽ ἀγαπᾶ τήν ἁμαρτία, τότε περιέρχεται ὁριστικά στά χέρια τῆς θείας δικαιοσύνης. Καμιά θεραπεία δέν ὑπάρχει πιά.


Μήπως τό ξερόκλαδο πού κόβεται ἀπό τό δέντρο, μπορεῖ νά ζωογονηθεῖ καί νά βλαστήσει; Ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόλυτα δίκαιη, τόσο περισσότερο ὅσο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τίς ἀλήθειες αὐτές. Σέ περίπτωση πού τίς ἀγνοεῖ θά ἔχει ἐλαφρυντικά. Ἄν πάλι μοῦ πεῖτε, γιατί ὁ Θεός δέν ἀφανίζει τούς ἁμαρτωλούς ἤ γιατί ἐπέτρεψε νά γεννηθοῦν, γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων τήν τελική κατάντια τους, δέν μπορῶ νά σᾶς ἀπαντήσω. Δέ γνωρίζω τά μυστικά τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζω μόνο ὅ,τι μᾶς φανέρωσε ὁ Πατήρ μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ του.


« Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρά πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρός ἑστιάσιν πνευματικήν τοῦ νυμφῶνός σου, τήν δυσείμονά μου μορφήν τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου, καί στολήν δόξης κοσμήσας τῆς σῆς ὡραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρόν ἀνάδειξον τῆς Βασιλείας σου ὡς εὔσπλαγχνος».


σύ, Νυμφίε Χριστέ, πού εἶσαι πιό ὄμορφος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὁ ὁποῖος μᾶς κάλεσες ὅλους νά μετάσχουμε στό πνευματικό συμπόσιο τοῦ νυμφώνα σου, ἀφαίρεσέ μου διά τῆς συμμετοχῆς στά παθήματά σου τήν ἄσχημη μορφή τῶν πταισμάτων μου, καί, ἀφοῦ μέ ντύσεις μέ τήν ἔνδοξη στολή τῆς ὡραιότητάς σου, ἀνέδειξέ με χαρούμενο συνδαιτυμόνα τῆς βασιλείας σου, ὡς εὔσπλαχνος.


στροφή τῆς ψυχῆς γίνεται πρός τό Χριστό. Σέ ποιόν τάχα ἄλλον; Εἶναι Νυμφίος ἐράσμιος, πιό ὄμορφος ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Νά ἦταν ἄραγε πιό ὄμορφος καί κατά τήν ἐξωτερική σωματική του ἐμφάνιση; Τίποτε δέν μπορεῖ ν᾽ ἀποκλειστεῖ, ἄν καί δέν ἔχουμε εἰδήσεις γιά τούς σωματικούς χαρακτῆρες του. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ πνευματική ὀμορφιά τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀσύγκριτη καί ἀπαράμιλλη. Εἶχε ἀστραφτερή ψυχή καί σῶμα ὁλοκάθαρο. Καμιά κηλίδα ἁμαρτίας δέν κάθισε στήν ὑπόστασή του.


ταν ὁ ἕνας καί μοναδικός, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἄστραφτε στό πλήρωμά της ἡ ὀμορφιά τοῦ Θεοῦ, ἑνωμένη μέ τήν καθαρότητα τοῦ ἀνθρώπου στήν ὑπέρτατη λαμπρότητά της . Ἦταν τό ἀσπάσιο κάλλος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παρθένου, ἡ συντριπτική ὀμορφιά καί καλλονή τοῦ Θεανθρώπου!


πιστεύουσα ψυχή θέλγεται ἀπό τήν καλλονή τοῦ ἐπουράνιου Νυμφίου της. Σιγοτρέμει μπροστά στή γλυκύτητά του. Θέλγεται, ἀναπολούσα τήν μετ᾽ Ἐκείνου ἕνωση! Τόν ἐρωτεύεται παράφορα καί μυστικά. Σκέφτεται τό συμπόσιο, τίς ἡδύτητες καί τούς γλυκασμούς, στούς ὁποίους τήν προσκαλεῖ Ἐκεῖνος στήν ἐπουράνια χαρά του, καί ἐκστασιάζεται. Ἐντούτοις σκέφτεται τό δικό της πνευματικό κατάντημα, τή δική της ἀσχήμια. Βλέπει ὅτι δέν εἶναι καθαρή. Ὅτι ἡ στολή της εἶναι κακόμορφη καί μελανή, βουτηγμένη στούς ρύπους καί τίς σπιλάδες τῆς ἀκαθαρσίας.


λήθεια, πῶς εἶναι δυνατόν αὐτή, ἡ ἐναγής καί ἄσχημη, νά ἑνωθεῖ μέ τόν καθαρότατο καί ἄσπιλο; Ἡ μόνη της δυνατότητα εἶναι νά πέσει στά πόδια τοῦ Κυρίου της, νά τόν παρακαλέσει νά τῆς ἀφαιρέσει τήν ἀκάθαρτη στολή της, νά τήν ντύσει μέ μιά ἄλλη ἀστραφτερή καί ἔνδοξη, κι ἔτσι νά τήν καταστήσει ἄξια τῆς θείας εὐωχίας τοῦ νυμφώνα, ἄξια τῆς ἑστιάσεως τῆς πνευματικῆς, τῆς θείας Βασιλείας!


«δού σοι τό τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει, ψυχή μου· φόβῳ δέξαι τό χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς καί κτῆσαι φίλον τόν Κύριον· ἵνα στῇς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ ὅταν ἔλθῃ ἐν δόξη, καί ἀκούσῃς μακαρίας φωνῆς· Εἴσελθε, δοῦλε, εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσόν με, Σωτήρ, τόν πλανηθέντα, διά τό μέγα σου ἔλεος».


δού, ψυχή μου, ὁ Δεσπότης σοῦ ἐμπιστεύεται τό τάλαντο· μέ φόβο δέξε τό χάρισμα δάνεισε αὐτόν πού σοῦ τό ἔδωσε· δῶσε στούς φτωχούς (ἀπό τά ἀγαθά σου) καί κάνε φίλο σου τόν Κύριο, γιά νά σταθεῖς στά δεξιά του, ὅταν ἔλθει (στή γῆ) μέ δόξα καί ἀκούσεις τή μακαρία του φωνή: Εἴσελθε, δοῦλε, στή χάρη τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσε κι ἐμένα, Σωτήρα μου, τόν πλανηθέντα, διά τό μέγα σου ἔλεος.


πό τό νυμφώνα ὁ ὑμνωδός περνᾶ στά τάλαντα. Αὐτά τά δύο εἶναι ἀλληλένδετα. Ἡ αὔξηση καί ὁ πολλαπλασιασμός τῶν ταλάντων εἶναι ἡ βασική προϋπόθεση εἰσόδου στό νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ράθυμες καί ἀμελεῖς ψυχές δέν ἔχουν πρόσβαση στή μυστική θεία εὐχωχία. Γιαυτό ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἀπό τόν Θεό τό τάλαντο, πρέπει νά φοβᾶται. Πρέπει νά ἔχει αἴσθηση τῆς σπουδαιότητας τῆς ὑποθέσεως καί ἀπόφαση νά δουλέψει γιά τή σωτηρία του, νά φανεῖ ἄξιος τῆς μεγάλης δωρεᾶς, ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στήν ἐμπιστοσύνη καί τήν προσδοκία τοῦ Κυρίου του.


Πρέπει νά δώσει στούς φτωχούς ἀπό τά ἀγαθά του, γιά νά ἔχει φίλο του τόν Κύριο. Νά δανείσει αὐτόν (τό Θεό) πού τοῦ ἔδωσε τά πάντα, τή ζωή, τίς δεξιότητες καί τά χαρίσματα. Γιατί οἱ φτωχοί καί καταφρονεμένοι εἶναι πολύ τιμημένοι –ἔστω κι ἄν δέν τό γνωρίζουν–, εἶναι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐκεῖνος πού βοηθεῖ τό φτωχό, δανείζει τόν ἴδιο τό Θεό. Ἔτσι θά κάνει φίλο του τό Χριστό.


Κι ὅταν Ἐκεῖνος ἐπιστρέψει ἔνδοξος στή γῆ γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ὁ πιστός δοῦλος δέ θ᾽ ἀντικρίσει πρόσωπο ἀπότομο καί αὐστηρό, ἀλλά φιλική φωνή τοῦ Κυρίου, πού θά τοῦ λέγει: Φίλε, πιστέ καί καλέ, εἴσελθε στή χαρά τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς εἴθε ν᾽ ἀξιώσει ὁ Σωτήρας ὅλους τούς πλανηθέντας ἁμαρτωλούς. Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας!



Εκ του βιβλίου του Ανδρέα Θεοδώρου
<<Προς τό εκούσιον Πάθος>>
Ερμηνευτικό σχόλιο στην Υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδος,
έκδοση <<Αποστολικής Διακονίας>>, Δεκέμβριος 1988
Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέα>>.

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ: ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)

 



Ο αοίδιμος Αγιορείτης Γέροντας π. Αββακούμ (1894-1978) υπήρξε ένα σκεύος εκλογής της Θείας Χάριτος, που λάμπρυνε την Ορθοδοξία στο <<Περιβόλι της Παναγίας μας>>, χάριν της επίμονης και αδιάλειπτης ασκήσεώς του, αλλά και της ορθοτομημένης πνευματικής του στάσης έναντι των Καινοτόμων του εορτολογικού <<πραξικοπήματος>>. Πράος, πρόσχαρης, ταπεινός, προσευχητικός, ασκητικότατος, με μία γνήσια και ανόθευτη κατά Θεόν ευγένεια προς όλους, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό αυτοσχέδιο κελλάκι του Αγίου Φανουρίου στη Βίγλα. Εκεί με άλλους ζηλωτές της εποχής του επιδίδετο σε μεγάλες προσευχητικές ασκήσεις, ώστε το αγαπημένο του, χοντρό και μάλλινο κομποσκοίνι του να βρίσκεται συνεχώς επάνω του. Ο π. Αββακούμ είχε αποστηθίσει εντός του εξ' ολοκλήρου την Αγία Γραφή με ένα θαυμαστό και υπερκόσμιο τρόπο, ώστε ν' αναγκάσει κάποτε και αυτόν τον Νικόλαο Λούβαρη (γνωστό Οικουμενιστή θεολόγο) να υποκλιθεί στην ακατάληπτη πνευματική του κατάσταση. Ο π. Αββακούμ είχε εξορισθεί (τρις) από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας λόγω του ιερού ζήλου του προς τις ιερές Παραδόσεις, μέχρι να κατασκευάσει το ταπεινό ησυχαστήριό του στη Βίγλα, αλλά και κάποιες φορές είχε παρεξηγηθεί από πολλούς συνασκητές του, επειδή από ευγένεια ανταπέδιδε τους ασπασμούς που του έκαναν Μοναχοί της Καινοτομίας. Ο π. Αββακούμ ανήκε σε αυτήν την κάστα των διακριτικών Μοναχών, που δεν ταύτιζε επ' ουδενί την Αποτείχιση με την Απομόνωση, την αγάπη προς τα Παραδεδομένα με τον Φανατισμό και την Οίηση. Με τα χρόνια έγινε γνωστή  η εξαϋλωμένη και αποστεωμένη εμφάνισή του, η άνευ ορίων ταπεινότητά του και η γνήσια αγαπητική του προσέγγιση προς τους πάσχοντες αδελφούς του -λαϊκούς και κληρικούς- τους οποίους θεωρούσε Όλους αμέτρως ανωτέρους απ' αυτόν! Στο θαυμάσιο βιβλίο του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+2007) που αναφερόμαστε, υπό τον τίτλο <<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>, καταγράφουμε ενδεικτικά την κατάθεση ψυχής ενός ανωτέρου δικαστικού, που τον γνώρισε από κοντά, και γεύθηκε σιμά του τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος! Σημειώνει: <<Ήτο, (ο π. Αββακούμ) όσα ερχότανε τότε με τόση χάρι, αφέλεια και βαθυτάτη ταπείνωση να μου εμπιστευθή, ανεπιτήδευτα, φυσικά, με τα γλυκά φωτεινά του μάτια, τα εξαϋλωμένα από τη νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη ευχή, για να με στηρίξη και μένα, εικοσάχρονο παιδόπουλο τότε, και αφού πάντα μού' βαζε <<μετάνοια>>, μ' αγκάλιαζε με άψογη οικειότητα, μ' αποκαλούσε <<πατέρα του>>. Πράγματι με καθήλωνε! [...] Άκακος, αμόλυντος, παιδικός, αρνησίκοσμος, ακτήμων με συναίσθηση μελλοθανάτου, με δίαιτα συνήθως  <<κουκίων βρεγμένων και αγρίου μέλιτος>> μαγνήτευε κόσμο παρά το ψυχρό, πενιχρό ξυλοκρέββατό του, με σανίδια κι ένα σκαμνί κι ένα φτωχό πάγκο για διάβασμα - γράψιμο, γιατί ήτανε σοφός κι είχε μάθει, ότι καταχώνεται σε βάραθρο ή βόθρο η ψυχή που ποθάει υλικά, γήινα, φθαρτά. Ιδού το απαστράπτον ιδανικόν του, η παραδεισιακή του τέρψη, τρυφή, μακαριότητα>>! Μέσα σε λίγα λόγια, μια ενδεικτικά αδρή <<προσωπογραφία>> του αειμνήστου Γέροντος, που μέσα από τις σελίδες του εν λόγω βιβλίου θα οσμιστούμε το αυθεντικό άρωμα της Ορθοπραξίας και θα γευθούμε τα κεχαριτωμένα εκχυλίσματα της Αγιοπνευματικής Χάριτος. Δόξω τω Θεώ πάντων ένεκεν!




Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος






Α'. Ιερά νεότης


Ο πατήρ Αββακούμ, ο κατά κόσμον Αντώνιος Γαϊτάνος 1 εγεννήθη το 1894 εις την Σύμην της Δωδεκανήσου από γονείς με φόβον Θεού, Γεώργιον και Ειρήνην. Ήτο ο πρωτόκοκος του ευσεβούς ζεύγους με τα εξής αδέλφια: 


Χαριτωμένην, Παναγιώτην, Χρήστον, Σπύρον, και Βασίλειον. Ο πατήρ του ήτο σφουγγαράς, κατά την τότε συνήθειαν του τόπου. Το καλοκαίρι τον απασχολούσε η θάλασσα, όπως και όλους σχεδόν τους άνδρες του νησιού, τον δε χειμώνα <<δούλευε>> δυο μαγαζιά, κατά την μαρτυρίαν του ιδίου π. Αββακούμ.


<<Δυο μαγαζιά είχε ο πατέρας μου. Μετά την θάλασσα, τον χειμώνα, τα δούλευε. Πήγαινε κάτω στα σφουγγάρια με την πέτρα, όχι με την μηχανή που είναι τώρα. Σαράντα οργυιές πήγαινε κάτω. Άγιος άνθρωπος>>.


Το <<Αντωνάκη>>, όπως τον αποκαλούσαν, μεγάλωσε στην γειτονιά της Λεμονίτισσας (εκ του Παναγία Ελεημονήτρια, Ναός των Εισοδίων), μια αραιοκατοικημένη, αλλά όμορφη συνοικία της τότε ανθούσης Σύμης με τους 18.000 κατοίκους.


Από μικρός <<εζωγρήθη>> από την ενοριακή ζωή του Ναού της γειτονιάς του που ευρίσκετο λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι του. Καθημερινώς αισθανότανε την ανάγκη να παρευρίσκεται στην <<Παναγία>>. 


Μεγαλώνοντας άρχισε να κάνη τον ιεροψάλτη, ψάλλων δηλαδή στους εσπερινούς και στους όρθρους των καθημερινών, διότι τις εορτές και τις Κυριακές έψαλαν έμπειροι ιεροψάλται εις τους ναούς του νησιού.


Τις ημέρες εκείνες που δεν έψαλε, βοηθούσε στο ιερό τον λειτουργόν και καθοδηγούσε και τα παιδιά που ήρχοντο να ντυθούν <<διακάκια>>, επιβάλλοντας απόλυτον τάξιν και ιεροπρέπειαν κατά την ώραν της Θείας Λειτουργίας.


Διηγούνται χαρακτηριστικώς, ότι όταν κάποτε ένα από τα παιδιά του ιερού έκανε μια αταξία, το μικρό Αντωνάκη το υποχρέωσε να παραμείνη καθ' όλην την διάρκεια της Λειτουργίας γονατιστό κάτωθεν του <<χωνευτηρίου>> του ιερού!


Το άτακτο διακάκι μεγαλώνοντας έγινε φιλόλογος και το διηγείτο μετά πολλής νοσταλγίας το γεγονός αυτό σε πατριώτες του, οι οποίοι μας το μετέφεραν.


Ντυμένος μ' ένα μεγάλο σακκάκι, είδος παλτού - κάτι δηλαδή μεταξύ λαϊκής και μοναχικής ενδυμασίας - διέφερε στην περιβολή από τους ομηλίκους του. 


Συχνά έκανε το Σταυρό του και σφίγγοντας τους δύο βραχίονές του και σκύβοντας την κεφαλή, έλεγε: <<Το Χριστουδάκι μου, το Χριστουδάκι μου>>, που στην Συμιακή διάλεκτο θέλει να πη: <<Ο Κύριός μου και ο Θεός μου>>!


Ο ίδιος επίσης διηγείτο, ότι όταν έβλεπε το λάβαρο με την ανάστασι του Χριστού, εφλέγετο η παιδική του καρδία ν' αγκαλιάση τον Χριστόν. Σημεία δηλαδή που εφανέρωναν τον μελλοντικόν μοναχόν, τον εραστήν της βασιλείας του Θεού.


Πολύ του άρεσε να πηγαίνη εκδρομές στα εξωκκλήσια του νησιού του, τα οποία υπερέβαιναν τις δύο εκατοντάδες! Η μητέρα του, του έβαζε σε μια σακούλα λίγες ελιές, ψωμί και ό,τι άλλο υπήρχε της εποχής για το γεύμα του.


Στο δρόμο όμως περνούσε από λαγκάδια και βουναλάκια και συναντούσε αρκετούς χωρικούς, και όποιος του ζητούσε λίγο ψωμί το έδινε ευχαρίστως. 


Μια μέρα είχε πάει πολύ μακρυά, στον <<Άγιο Θεολόγο>>, δύο και πλέον ώρες από το σπίτι του. Αφού, μετά το άναμα των κανδυλιών, προσευχήθηκε αρκετή ώρα, ύστερα ένιωσε να πεινάη και αυθόρμητα


πήγε προς την σακούλα του, λησμονώντας ότι στον δρόμο την είχε αδειάσει μοιράζοντας το περιεχόμενό της στους διαφόρους χωρικούς που συνήντησε.


Γυρίζοντας τότε στην θέσι του, το μάτι του έπεσε προς το παραθύρι του ναϊσκου, όπου βλέπει ένα κομμάτι ψωμί που άχνιζε, σαν να είχε βγη πριν λίγη ώρα από το φούρνο! Το έφαγε ευχαριστώντας τον Θεόν, από την καρδιά του. 


Η Συμιώτισα οικοδέσποινα κ. Κυρά Νικολή διηγείται ως εξής, πώς η μητέρα της Ειρήνη απέκτησε το πρώτο της παιδί. <<Η μητέρα μου όταν παντρεύτηκε δεν απέκτησε παιδί. Και πήρε πια την απόφαση ότι δεν θ' αποκτούσε.


Το Αντωνάκη τότε ήταν 10-11 περίπου χρόνων και πήγαινε συχνά στο σπίτι της μητέρας μου και της έλεγε: <<Ρηνάκι πάρε μια εικόνα του Άι Φανούρη>>. Και εκείνη του απαντούσε: <<Φύγε Αντωνάκη, δεν θέλω εικόνα>>.


Το Αντωνάκη όμως επέμενε. Μια μέρα της λέει: <<Πάρε την εικόνα του Άι Φανούρη και θα δης, θ' αποκτήσης γυιο και θα τον ονομάσης Φανούρη>>. Έτσι και έγινε!


Πήρε μια εικονίτσα και μετά από λίγο χρονικό διάστημα διεπίστωσε ότι ήτο έγκυος και εγέννησε γυιο που τον ωνόμασε Φανούρη, για να ακολουθήσουν: εγώ (η Κυρά), η Ευαγγελία, ο Γιάννης και ο Βασίλης>>.


Μεγαλώνοντας έγινε βοηθός αγιογράφου. Το μόνο που του επέτρεπε να κάνη ο πρώτος του μάστορας ήταν να τρίβη τα χρώματα. Αυτός όμως στο σπίτι του <<δούλευε τα χρώματα και έφτιανε σχέδια>>.


Αργότερα θα τον βοηθήση πολύ η τέχνη του αυτή να πραγματοποιήση τους ιερούς του πόθους. Όταν κάποτε ο μάστοράς του πήγε στην Ρόδο για εργασία, ο Αντώνιος συνέχισε την τέχνη κοντά στον παπα-Νικόλα τον Δρομέον,


ο οποίος ήτο ικανός τεχνίτης και ζητούσε κάποιον να του παραδώση τα μυστικά της αγιογραφίας, μια και έβλεπε ότι το τέλος του πλησίαζε.


<<Πράγματι, αυτός μου παρέδωκε την τέχνη>>, διηγείται ο π. Αββακούμ. <<Όλα τα σώματα τα έκανα εγώ, όχι όμως το πρόσωπον>>. Μετά από τρεις σχεδόν μήνες ο παπα-Νικόλας εκοιμήθη.


Ο Αντώνιος συνέχισε μόνος του να ασκήται, και σύντομα άρχισε να πωλή τα έργα του προς 25 δραχμές το <<κομμάτι>>. Και έλεγε με καμάρι: <<Απ' εκεί έβγαλα 25 μετζίτια. Τέσσερα μετζίτια κάνουν μια λίρα Τουρκίας>>.


Το εργαστήρι του ήτο στον <<οντά>> που υπήρχε στον περίβολο της Λεμονίτισσας. Εκεί τον εύρισκαν τα παιδιά της γειτονιάς που πήγαιναν να τον θαυμάσουν εργαζόμενον.


Αυτός μαζί με την καλή συζήτησι τους έδινε και χρώματα για ν' ασχολούνται και αυτά με την αγιογραφία. Σαν αγιογράφος, φυσικά πολύ νέος, δεν άφησε έργα τέχνης, αλλά πίστεως.


Με απλότητα που εμπνέει είναι ζωγραφισμένες οι πιο πολλές του εικόνες, οι οποίες σχεδόν όλες ιστορούν τον νεοφανή Άγιον Φανούριον τον θαυματουργόν, τον προστάτην του άγιον.




1. Υπάρχει και η γραφή Γαϊτανιός, αλλ' ως μας επληροφόρησε η ανεψιά του Γέροντος κ. Ειρήνη Παντελιού, αύτη αποτελεί παραλλαγή του ανωτέρω αληθούς επωνύμου του. 


( Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου

ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Σειρά αναρτήσεων εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+ 2007),
<<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>,
εκτύπωση - βιβλιοδεσία ΑΘΗΝΑ Α.Ε., έκδοσις δ', σελ. 9-12, Αθήναι 2002.