Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ: «ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»



Είμαι μυθιστοριογράφος, και μου φαίνεται ότι μια «ιστορία» από αυτές την επινόησα μόνος μου. Αλλά γιατί γράφω «μου φαίνεται», αφού ξέρω ότι την επινόησα. Γιατί έχω την εντύπωση ότι κάπου, κάποτε, ἀκριβῶς παραμονές Χριστουγέννων, συνέβη σέ μία τεράστια πόλη καί μέ τρομερή παγωνιά. Ἔχω τήν ἐντύπωση, λοιπόν, ὅτι ὑπῆρχε στό ὑπόγειο ἕνα ἀγόρι, ὅμως πολύ μικρό ἀκόμα, ἔξι χρονῶν ἤ μπορεῖ καί μικρότερο.


Αὐτό τό ἀγόρι ξύπνησε τό πρωί μέσα σέ ἕνα ὑγρό, κρύο ὑπόγειο. Φοροῦσε κάτι σάν ρομπάκι καί τουρτούριζε. Ἡ ἀνάσα του ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του σάν ἄσπρος ἀχνός, κι ἐκεῖνο, καθισμένο πάνω σέ ἕνα σεντούκι στή γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας την νά πετάει καί νά χάνεται.


μως, ἤθελε τόσο πολύ νά φάει κάτι. Εἶχε πλησιάσει κάμποσες φορές ἀπό τό πρωί τό σανιδένιο κρεβάτι, ὅπου πάνω σέ ἕνα λεπτό σάν φύλλο στρῶμα καί μέ ἕναν μπόγο γιά μαξιλάρι κειτόταν ἡ ἄρρωστη μητέρα του.


Πῶς βρέθηκε ἄραγε ἐδῶ; Θά πρέπει νά ἦρθε μέ τό ἀγοράκι της ἀπό κάποια ἄλλη πόλη καί ἀρρώστησε ξαφνικά. Τήν ἰδιοκτήτρια τῶν κρεβατιῶν τήν εἶχαν συλλάβει δύο μέρες πρίν. Οἱ ἔνοικοι σκόρπισαν στά πόστα τους, λόγω γιορτῶν, κι ἕνας ἀκαμάτης πού ἔμεινε κειτόταν ἤδη μεθυσμένος τοῦ θανατά ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα, χωρίς νά περιμένει κἄν τή γιορτή.


Στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου βογκοῦσε μία ὀγδοντάχρονη γριούλα, πού ἔζησε κάποτε, κάπου, σάν γκουβερνάντα, καί τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας καί γκρινιάζοντας στό ἀγόρι, πού ἄρχισε νά φοβᾶται πιά νά πλησιάσει πρός τή γωνιά της.


Κάπου σέ μία πεζούλα ἀνακάλυψε κάτι γιά νά πιεῖ, ἀλλά δέ βρῆκε οὔτε μία κόρα ψωμί γιά νά φάει, καί πήγαινε τώρα γιά δέκατη φορά νά ξυπνήσει τή μητέρα του. Τελικά, μέσα στό σκοτάδι ἐνίωσε νά φοβᾶται: εἶχε βραδιάσει ἐδῶ καί ὥρα, ἀλλά κανείς δέν ἄναψε φῶς.


Ψηλαφώντας τό πρόσωπο τῆς μαμᾶς του, παραξενεύτηκε πού ἐκείνη δέν κουνήθηκε καθόλου καί ἦταν τόσο παγωμένη ὅσο κι ὁ τοῖχος. «Πολύ κρύο κάνει ἐδῶ μέσα», σκέφτηκε, στάθηκε λίγο ἀκόμα, ξεχνώντας ἀσυναίσθητα τό χέρι του στόν ὦμο τῆς μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τά δαχτυλάκια του, γιά νά τά ζεστάνει, καί ξαφνικά, ξετρυπώνοντας ἀπό τό κρεβάτι τό κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγῆκε ἀπό τό ὑπόγειο.


Θά εἶχε φύγει νωρίτερα, ἀλλά φοβόταν ἐκεῖ πάνω στή σκάλα τό μεγάλο σκυλί πού στεκόταν ὁλημερίς ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῶν γειτόνων. Ὅμως, τώρα πιά τό σκυλί δέν ἦταν ἐκεῖ, κι αὐτός βγῆκε γρήγορα στό δρόμο.


Θεέ μου, τί πόλη ἦταν αὐτή! Ποτέ ἄλλοτε δέν εἶχε δεῖ κάτι παρόμοιο. Ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἐρχόταν, τίς νύχτες πέφτει μαῦρο σκοτάδι, ἕνας φανοστάτης φωτίζει ὅλο τό δρόμο. Τά ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται μέ παντζούρια.


ξω, μέ τό πού θά πάρει νά σουρουπώνει, δέ θά δεῖς κανέναν —κλείνονται ὅλοι στά σπίτια τους, καί τό μόνο πού ἀκοῦς εἶναι τό οὐρλιαχτό ἀπό ὁλόκληρα κοπάδια σκυλιῶν, ἑκατοντάδες καί χιλιάδες ἀπό αὐτά ἀλυκτοῦν καί γαβγίζουν ὅλη τή νύχτα.


στόσο, ἐκεῖ κάτω ἦταν τόσο ζεστά καί τοῦ ἔδιναν νά φάει, ἐνῶ ἐδῶ, ὤ Θεέ μου, ἄς ἔτρωγε μία στάλα! Καί τί θόρυβος καί φασαρία εἶναι αὐτή, πόσο φῶς καί πόσοι ἄνθρωποι, ἄλογα καί ἅμαξες, καί παγωνιά, παγωνιά!


Παγωμένος ἀχνός βγαίνει ἀπό τά καταπονημένα ἄλογα, ἀπό τίς καυτές ἀνάσες τους. Κάτω ἀπό τό λιωμένο χιόνι βροντοκοποῦν πάνω στήν πέτρα τά πέταλά τους, κι ὅλοι σπρώχνονται τόσο καί, ὤ Θεέ μου, πόσο θέλει νά φάει, ἕνα κομματάκι ὁτιδήποτε ἔστω, καί τά δάχτυλα ἄρχισαν ξαφνικά νά πονᾶνε τόσο.


Δίπλα του πέρασε τό ὄργανο τῆς τάξης πού ἔστρεψε ἀλλοῦ τό πρόσωπό του, γιά νά μή δεῖ τό μικρό. Νά κι ἄλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Ἐδῶ σίγουρα μποροῦν νά σέ ποδοπατήσουν. Πῶς φωνάζουν ὅλοι, πῶς τρέχουν καί τί φῶτα, τί φῶτα! Ὤ, αὐτό τί εἶναι;


Ά, ἕνα μεγάλο τζάμι, καί πίσω ἀπό τό τζάμι ἕνα δωμάτιο, καί στό δωμάτιο ἕνα δέντρο ἴσαμε τό ταβάνι. Εἶναι ἕνα ἔλατο, καί πάνω στό ἔλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια καί μῆλα καί κουκλάκια καί μικρά ἀλογάκια.


Πέρα δώθε στό δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα καί καθαρά, γελοῦν καί παίζουν καί κάτι τρῶνε καί πίνουν. Νά, τό κοριτσάκι ἐκεῖνο ἄρχισε νά χορεύει μέ τό ἀγοράκι, τί ὄμορφη κοπελίτσα! Ὁρίστε κι ἡ μουσική πού ἀκούγεται πίσω ἀπό τό τζάμι.


Κοιτάζει ὁ μικρός καί θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα τοῦ πονᾶνε ἤδη καί τά δαχτυλάκια τῶν ποδιῶν, ἐνῶ τῶν χεριῶν ἔγιναν πιά κατακόκκινα, δέν κλείνουν καί πονᾶνε ὅταν τά κουνάει.


Ξάφνου τό ἀγόρι θυμήθηκε ὅτι τοῦ πονᾶνε τόσο πολύ τά δάχτυλα, ἔβαλε τά κλάματα καί συνέχισε τό δρόμο του, ἀλλά νά πού πάλι βλέπει, μέσα ἀπό ἕνα ἄλλο τζάμι, ἕνα ἄλλο δωμάτιο κι ἕνα δέντρο, καί στά τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε εἴδους


μυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, καί κάθονται ἐκεῖ τέσσερις πλούσιες κυρίες, πού δίνουν σέ ὅσους μπαίνουν γλυκά, κι ἀνοίγει γιά μία στιγμή ἡ πόρτα καί μπαίνουν ἀπ’ ἔξω κάμποσοι κύριοι.


Πλησίασε στά κλεφτά ὁ μικρός, ἄνοιξε τήν πόρτα καί μπῆκε. Ὄχ, τί φωνές ἦταν αὐτές καί τί χειρονομίες!


Μία κυρία ἔτρεξε γρήγορα, τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἕνα καπίκι καί τοῦ ἄνοιξε τήν πόρτα γιά νά βγεῖ. Πόσο φοβήθηκε ὁ μικρός! Τό καπίκι τοῦ ἔπεσε τήν ἴδια στιγμή καί κύλησε πάνω στά σκαλοπάτια, γιατί δέν μποροῦσε, βλέπετε, νά κλείσει τά κόκκινα δάχτυλά του καί νά τό σφίξει.


Τό ἔβαλε στά πόδια ὁ μικρός κι ἔτρεξε, ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσε, χωρίς νά ξέρει πρός τά ποῦ. Πάλι θέλει νά κλάψει, ἀλλά φοβᾶται, καί τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τά χεράκια του. Τότε τόν πιάνει μία θλίψη, γιατί ξαφνικά ἔνιωσε τόσο μόνος καί τόσο ἀπαίσια. Ὅμως, ξάφνου, Θεέ καί Κύριε!


Τί εἶναι αὐτό πάλι; Ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων στέκεται καί κάτι κοιτάζει: σέ ἕνα παράθυρο, πίσω ἀπό τό τζάμι, τρεῖς κοῦκλες, μικρές, μέ κόκκινα καί πράσινα ρουχαλάκια, καί ἐντελῶς σάν ζωντανές!


να γεροντάκι κάθεται καί σάν νά παίζει ἕνα μεγάλο βιολί, δύο ἄλλοι στέκονται ὄρθιοι καί παίζουν μικρότερα βιολιά, καί κουνᾶνε τά κεφάλια τους μέ ρυθμό, κι ἔπειτα κοιτᾶνε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί τά χείλη τούς κουνιοῦνται, μιλᾶνε, πραγματικά μιλᾶνε, μόνο πού λόγω τοῦ τζαμιοῦ δέν ἀκούγονται.


Στήν ἀρχή ὁ μικρός σκέφτηκε ὅτι εἶναι ζωντανοί, ἀλλά, μόλις κατάλαβε ὅτι εἶναι κοῦκλες, ἔβαλε τά γέλια. Δέν εἶχε δεῖ ποτέ τέτοιες κοῦκλες καί δέν ἤξερε κἄν ὅτι ὑπάρχουν τέτοιες! Τοῦ ἔρχεται νά κλάψει, ἀλλά εἶναι τόσο ἀστεῖες αὐτές οἱ κοῦκλες.


Ξάφνου τοῦ φάνηκε ὅτι κάποιος πίσω του τόν ἅρπαξε ἀπό τό ρομπάκι του: ἕνα ψηλό κακιωμένο ἀγόρι στάθηκε δίπλα του, τοῦ ἔδωσε μία καρπαζιά, τοῦ πέταξε τό κασκέτο καί τοῦ ἔχωσε μία κλοτσιά.


Κυλίστηκε ὁ μικρός στό ἔδαφος, κάποιοι ἔβαλαν τίς φωνές, τά ἔχασε τότε, πετάχτηκε πάνω καί ὅπου φύγει φύγει, μέχρι πού ἔφτασε κάπου, ἄγνωστο ποῦ, σέ μία αὐλή, μία ἄγνωστη αὐλή. Στάθηκε νά πάρει ἀνάσα πίσω ἀπό ἕνα σωρό ξύλων. «Ἐδῶ δέ θά μέ βροῦν, εἶναι κατασκότεινα».


Κάθισε μαζεμένος, χωρίς νά μπορεῖ νά συνέλθει ἀπό τό φόβο, καί τότε ἀπρόσμενα, ἐντελῶς ἀπρόσμενα, ἐνίωσε τόσο εὐχάριστα: τά χεράκια καί τά ποδαράκια τοῦ σταμάτησαν νά πονᾶνε κι αἰσθάνθηκε μία τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σάν νά βρισκόταν δίπλα στή σόμπα. Νάτος, τρεμουλιάζει ὁλόκληρος, ἄχ, μά ναί, μοιάζει νά ἀποκοιμιέται!


Τί ὡραῖα νά κοιμόταν ἐδῶ: «Θά κάτσω λίγο καί θά πάω νά δῶ πάλι τίς κοῦκλες», σκέφτηκε ὁ μικρός καί χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στό μυαλό του, ἐντελῶς σάν ἀληθινές!… Ἀλλά τότε ἄκουσε τή μητέρα του νά τοῦ τραγουδάει ἕνα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμᾶμαι, ἄχ, τί ὡραία κοιμᾶμαι ἐδῶ πέρα!»


«Πᾶμε σπίτι μου, στό χριστουγεννιάτικο δέντρο, ἀγοράκι», ψιθύρισε ἀπό πάνω του μία σιγανή φωνή. Σκέφτηκε ὅτι θά ἦταν ἡ μητέρα του, ἀλλά ὄχι, δέν ἦταν. Ποιός εἶναι αὐτός πού τόν καλεῖ, δέν τόν βλέπει, ὅμως ναί, κάποιος ἔσκυψε πάνω του καί τόν ἀγκαλίασε μέσα στό σκοτάδι, καί ὁ μικρός του ἔτεινε τό χέρι καί… καί τότε, ὤ, τί φῶς!


, τί ἔλατο εἶναι αὐτό! Μά δέν εἶναι κἄν ἔλατο, τέτοια δέντρα δέν εἶχε ξαναδεῖ ποτέ! Ποῦ βρίσκεται τώρα; Ὅλα λάμπουν, ὅλα ἀκτινοβολοῦν καί γύρω τόσες κοῦκλες, ἀγοράκια καί κοριτσάκια, τόσο λαμπερά,


λο στριφογυρνᾶνε γύρω του, πετᾶνε, τόν φιλᾶνε, τόν πιάνουν ἀπό τό χέρι, τόν παίρνουν μαζί τους, ναί, τώρα πετάει κι ὁ ἴδιος, καί βλέπει τή μητέρα του νά τόν κοιτάζει καί νά τοῦ χαμογελάει τόσο χαρούμενη.


«Μαμά! Μαμά! Ἄχ, τί ὡραῖα πού εἶναι ἐδῶ, μαμά!» τῆς φωνάζει ὁ μικρός καί ξαναφιλιέται μέ τά παιδάκια καί θέλει νά τούς μιλήσει ἀμέσως γιά τίς κοῦκλες ἐκεῖνες πίσω ἀπό τό τζάμι. «Ποιά εἶστε ἐσεῖς, ἀγοράκια; Ποιές εἶστε ἐσεῖς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας καί ἀγκαλιάζοντάς τα.


«Αὐτό εἶναι τό Δέντρο τοῦ Χριστοῦ», τοῦ ἀπαντᾶνε. «Στό σπίτι τοῦ Χριστοῦ πάντα τή μέρα αὐτή ὑπάρχει ἕνα δέντρο γιά τά μικρά παιδάκια πού δέν ἔχουν δικά τους δέντρα…»


μαθε τότε ὅτι τά ἀγοράκια καί τά κοριτσάκια ἦταν παιδάκια σάν κι αὐτόν, πού κάποια ξεπάγιασαν μέσα στά καλαθάκια τους, ὅταν τά ἐγκατέλειψαν στά σκαλιά τῶν σπιτιῶν τῶν ἀξιωματούχων τῆς Πετρούπολης,


λλα πέθαναν στό βρεφοκομεῖο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στό στεγνό στῆθος τῆς μητέρας τους (τήν ἐποχή τοῦ λοιμοῦ τῆς Σαμάρας), καί κάποια ἄλλα ἔσκασαν στά βαγόνια τῆς τρίτης θέσης ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις,


κι ὅλα εἶναι τώρα ἐδῶ, ὅλα εἶναι τώρα ἄγγελοι, κοντά στόν Χριστό, κι Ἐκεῖνος, ἀνάμεσά τους, τούς ἁπλώνει τό χέρι καί τά εὐλογεῖ, ὅπως καί τίς ἁμαρτωλές μητέρες τους…


Ναί, οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν στέκονται ἐδῶ δίπλα στήν ἀκρούλα καί κλαῖνε. Ὅλες ἀναγνωρίζουν τό ἀγοράκι τους ἤ τό κοριτσάκι τους, τό πλησιάζουν καί τό φιλᾶνε, τοῦ σκουπίζουν τά δάκρυα μέ τά χέρια τους καί τοῦ ζητᾶνε νά μήν κλαίει, γιατί ἐδῶ εἶναι καλά τώρα…


Κάτω, τό πρωί, οἱ ὁδοκαθαριστές βρῆκαν τό μικρό πτωματάκι τοῦ ξεπαγιασμένου ἀγοριοῦ πίσω ἀπό τά ξύλα. Ἀναζήτησαν καί τή μητέρα του… Ἐκείνη εἶχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στόν Κύριο καί Θεό, στούς οὐρανούς.


Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και μάλιστα ημερολόγιο συγγραφέα; Είχα υποσχεθεί στους εκδότες μερικά διηγήματα, για αληθινά γεγονότα κατά προτίμηση!


Όμως, ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα: μου φαίνεται πως όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια — δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα ξύλα και εκεί, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν ξέρω πια πώς να το πω, μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι… Αλλά γι’ αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα.



*Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: <<Το παιδί στο χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού>>, από τό <<Ημερολόγιο>> τοῦ συγγραφέα. *Εκ του ιστοτόπου <<serresland.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ: «ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ»



Μ. Βασίλειος ἔζησε καὶ παρουσίασε στὰ συγγράμματά του μὲ τὸν διεισδυτικότερο τρόπο τὴ σχέση χρόνου καὶ ζωῆς. Καὶ ἡ ἀντίστοιχη διδασκαλία του, ποὺ ἐπηρέασε βαθύτατα τὴ μεταγενέστερη θεολογία καὶ διανόηση, παραμένει ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη καὶ σήμερα.


Βέβαια ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης τῆς Καππαδοκίας δὲν ἔγραψε κανένα συστηματικὸ ἔργο γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ἑρμηνεύοντας ὅμως τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ ἰδιαίτερα τὴν «Ἑξαήμερο» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,


λλὰ καὶ ἀποκρούοντας τὴν αἵρεση τοῦ Εὐνομίου σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρθηκε πολλὲς φορὲς στὸν χρόνο καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν θέματα.Συνήθως διακρίνουμε τὸν χρόνο σὲ τρία μέρη: στὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον.


τριμερὴς ὅμως αὐτὴ διάκριση δὲν φαίνεται νὰ ἔχει κάποια ἀντικειμενικὴ ὑπόσταση. Πράγματι, ἂν θελήσουμε νὰ προσδιορίσουμε ἀντικειμενικῶς τὸ παρόν, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι δὲν ἀποτελεῖ τίποτε περισσότερο ἀπὸ μία διαχωριστικὴ τομὴ ἀνάμεσα στὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον.


τσι ἡ τριμερὴς διάκριση τοῦ χρόνου γίνεται αὐτομάτως διμερής. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης μιλάει γιὰ δύο μόνο διαστάσεις τοῦ χρόνου, τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον: «Τοῦ χρόνου», λέει, «τὰ μὲν γέγονε, τὰ δὲ μέλλει… τὸ δὲ νῦν οὐ μέρος· μετρεῖ τε γὰρ τὸ μέρος, καὶ συγκεῖσθαι δεῖ τὸ ὅλον ἐκ τῶν μερῶν· ὁ δὲ χρόνος οὐ δοκεῖ συγκεῖσθαι ἐκ τῶν νῦν» (1).


Βέβαια ἡ θέση αὐτὴ φαίνεται καθαρῶς θεωρητική, γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει πραγματικὸς χρόνος χωρὶς τὸ νῦν, δηλαδὴ τὸ παρόν. Καὶ ὅμως τὸ παρὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ ὡς χρονικὴ διάρκεια, γιατί σὲ μία τέτοια περίπτωση πρέπει ἀναπόφευκτα νὰ ἔχει καὶ παρελθὸν καὶ μέλλον.


Γι’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ παρὸν δὲν εἶναι χρόνος, ἀλλὰ ἡ ἀπειροστὴ ἢ ἡ ἄτμητη ἐκείνη στιγμή, μὲ τὴν ὁποία διαχωρίζεται τὸ παρελθὸν ἀπὸ τὸ μέλλον. Καὶ ἡ στιγμὴ αὐτὴ τοῦ παρόντος, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ μόνη ὑπαρκτή, γίνεται ἀσύλληπτη, γιατί αὐτόματα ὑποχωρεῖ στὸ παρελθόν.


Καὶ ἐνῶ τὸ παρὸν ἀποτελεῖ μία ἀσύλληπτη καὶ φευγαλέα στιγμή, οὔτε τὸ παρελθὸν οὔτε τὸ μέλλον ἀνήκουν στὸν ἄνθρωπο. Τὸ παρελθὸν εἶναι χαμένο, ἐνῶ τὸ μέλλον δὲν βρίσκεται στὴ διάθεσή μας.


« οὐχὶ τοιοῦτος ὁ χρόνος», λέει ὁ Μ. Βασίλειος, «οὗ τὸ μὲν παρελθὸν ἠφανίσθη, τὸ δὲ μέλλον οὔπω πάρεστι, τὸ δὲ παρὸν πρὶν ἢ γνωσθῆναι διαδιδράσκει τὴν αἴσθησιν» (2); Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν ζεῖ τὸν χρόνο ὡς μεμονωμένες στιγμὲς ἀλλὰ ὡς εὐρύτερη διάρκεια, ποὺ συνιστᾶ τὸ ἑκάστοτε παρόν του καὶ ἀγκαλιάζει τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον.


Μὲ τὴ μνήμη καὶ τὴν προσδοκία ὑπερβαίνει τὴν κάθε στιγμὴ καὶ ζεῖ τὸ παρὸν ὡς σύνθεση καὶ ὑπέρβαση τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος. Ἔτσι τὸ παρὸν τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς παρουσιάζεται ὡς ὑπέρβαση τοῦ χρόνου καὶ παραπέμπει στὴν αἰωνιότητα.


Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μυθολογία προσέδιδε στὸν χρόνο ὑπερβατικὲς διαστάσεις καὶ τὸν ἔβλεπε προσωποποιημένο στὸν θεὸ Κρόνο, ποὺ ἐξαφάνιζε τὰ παιδιά του. Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο ὁ χρόνος εἶναι τὸ «συμπαρεκτεινόμενον τῇ συστάσει τοῦ κόσμου διάστημα» (3).


Τὸ διάστημα ἐδῶ εἶναι χρονικὴ ἔννοια μὲ ποιοτικὴ ἢ ἀκριβέστερα ἠθικὴ σημασία. Δηλώνει τὴν περίοδο τῆς παρούσας ζωῆς σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴν μέλλουσα· τὴν περίοδο τῆς τρεπτότητας καὶ τοῦ κινδύνου σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴ σταθερότητα καὶ τὴν ἀσφάλεια τῆς αἰωνιότητας.


λλὰ καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο εἶναι ἡ μόνη περίοδος προετοιμασίας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητα(4). Ἔτσι ὁ χρόνος γίνεται «καιρός», δηλαδὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τῆς αἰωνιότητας, ἤ, ὅπως γράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, «τόπος» συναντήσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰωνιότητά του.


χρόνος συνδέεται ὀργανικὰ μὲ τὸν χῶρο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς αὐτόν. Ἡ δημιουργία τους ὑπῆρξε ἀκαριαία. Τόσο δηλαδὴ ὁ χρόνος, ὅσο καὶ ὁ χῶρος δημιουργήθηκαν ἀχρόνως μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἑρμηνεύει ὁ Μ. Βασίλειος καὶ τὸ «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (5).


πως ἡ ἀρχὴ τοῦ δρόμου, παρατηρεῖ, δὲν εἶναι ἀκόμα δρόμος, καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ σπιτιοῦ δὲν εἶναι σπίτι, ἔτσι καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ χρόνου δὲν εἶναι χρόνος οὔτε μέρος τοῦ χρόνου. Σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ὑποστηρίξει κάποιος ὅτι καὶ ἡ ἀρχὴ εἶναι χρόνος, πρέπει νὰ μπορέσει νὰ διαιρέσει καὶ αὐτὴν σὲ ἀρχή, μέσο καὶ τέλος, πράγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατο (6).


Στὴν εὐθύγραμμη πορεία του ὁ χρόνος περιέχει ἀκατάπαυστους χρονικοὺς κύκλους, ποὺ ἐξεικονίζουν τὴν αἰωνιότητα.


τσι ἡ ροὴ τοῦ χρόνου προσλαμβάνει σπειροειδῆ μορφή, ποὺ παραπέμπει στὴν αἰωνιότητα.


ξάλλου ἡ πορεία τοῦ χρόνου εἶναι συμφυὴς μὲ τὸν κόσμο καὶ μὲ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Τὰ συνοδεύει διαρκῶς, χωρὶς ποτὲ νὰ διακόπτεται.


χρόνος συνυφαίνεται μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν κατευθύνει στὸν θάνατο. Ὅπως οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου ὁδηγοῦνται στὸ λιμάνι, ἔστω καὶ ἂν κοιμοῦνται καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται τίποτε, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ὁδηγοῦνται φυσιολογικὰ στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους. «Κοιμᾶσαι καὶ ὁ χρόνος σὲ παρατρέχει.


Εἶσαι ξυπνητὸς καὶ ἔχεις φροντίδες, ἀλλὰ ἡ ζωὴ δαπανᾶται, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ δὲν γίνεται ἀντιληπτό. Ὅλοι τρέχουμε κάποιον δρόμο, σπεύδοντας ὁ καθένας πρὸς τὸ τέλος… Ὅλα περνοῦν καὶ μένουν πίσω σου… Τέτοια εἶναι ἡ ζωή. Οὔτε οἱ χαρὲς της εἶναι μόνιμες οὔτε οἱ λύπες της διαρκεῖς. Καὶ ὁ δρόμος δὲν εἶναι δικός σου, οὔτε τὰ παρόντα δικά σου» (7).


ἡλικία τοῦ καθενὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του ποὺ πέρασε καὶ χάθηκε. Χαιρόμαστε, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ποὺ μεγαλώνουμε καὶ προσθέτουμε χρόνια στὴν ἡλικία μας, σὰν κάτι νὰ κερδίζουμε.


Καὶ θεωροῦμε εὐχάριστο πράγμα, ὅταν κάποιος ἀπὸ παιδὶ γίνεται ἄνδρας καὶ ἀπὸ ἄνδρας πρεσβύτης. Λησμονοῦμε ὅμως ὅτι κάθε φορὰ χάνουμε ἀπὸ τὴ ζωὴ μας τόσο, ὅσο ἀκριβῶς ζήσαμε· καὶ δὲν ἔχουμε τὴν αἴσθηση ὅτι δαπανᾶται ἡ ζωή μας, μολονότι τὴν μετροῦμε πάντοτε μὲ βάση τὸ μέρος της ποὺ πέρασε καὶ χάθηκε.


ἄνθρωπος, χωρὶς συνήθως νὰ σκέπτεται τὴν ἀδυσώπητη παρουσία τοῦ χρόνου, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξή του, ἢ ἀκόμα τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ἀντικειμενοποιεῖ. Ὁ καθένας π.χ. μιλάει γιὰ τὴν προσκαιρότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐννοεῖ ὡς ἀντικειμενικὴ διαπίστωση ποὺ δὲν συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν ἑαυτό του.


Εὔκολα συλλογίζεται ὅτι μπορεῖ τὸ περιβάλλον του νὰ μεταβληθεῖ ἢ οἱ ἄλλοι νὰ πάψουν κάποτε νὰ ὑπάρχουν, σπάνια ὅμως σκέφτεται ὅτι αὐτὸ θὰ συμβεῖ ὁπωσδήποτε καὶ στὸν ἴδιο. Συνηθίζει νὰ λέει ὅτι ὅλα περνοῦν καὶ χάνονται, ἀλλὰ θεωρεῖ σχεδὸν αὐτονόητο ὅτι αὐτὸς θὰ ὑπάρχει, γιὰ νὰ διαπιστώνει τὴ φθορὰ καὶ τὴν παρέλευσή τους.


ἀντικειμενοποίηση δημιουργεῖ συχνὰ σοβαρὲς πλάνες. Εἰδικότερα ἡ ἀντικειμενοποίηση τοῦ χρόνου ἀλλοιώνει τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ ὀδηγεῖ στὴ σύγχυση καὶ τὴν αὐταπάτη. Ὁ χρόνος δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο μιὰν ἁπλὴ ἀντικειμενικὴ διαδικασία, ἀλλὰ βαθύτατη ὑπαρξιακὴ πραγματικότητα.


λλωστε ὁ χρόνος δὲν ἀφορᾶ τόσο τὰ ἀντικείμενα, ὅσο τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Γι’ αὐτὸ μόνο ἡ ὑπαρξιακὴ βίωσή του ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀπάτη ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀντικειμενοποίησή του. Καὶ ἡ ὀρθὴ τοποθέτηση μέσα στὸν χρόνο ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ὀρθὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς καὶ τὴ σωστὴ δράση μέσα στὸν κόσμο.


λλη βασικὴ πλάνη, ποὺ ἀναφέρεται στὸν τρόπο βιώσεως τοῦ χρόνου, εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ συνήθως τὸ νόημα τῆς ζωῆς του μέσα στὸ παρὸν καὶ τὸ ἀναζητεῖ στὸ διαρκῶς προσδοκώμενο μέλλον. Ἀνικανοποίητος ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχει στὸ παρόν, φροντίζει νὰ τραφεῖ μὲ τὶς ἐλπίδες τοῦ μέλλοντος.


«Τοιοῦτος γὰρ ὑπάρχει ὅλος ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος μὴ ἀρκούμενος τοῖς φθάσασιν, ἀλλὰ τρεφόμενος οὐ τοῖς φθάσασι μᾶλλον ἀλλὰ τοῖς μέλλουσιν» (9). Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος δρᾶ καὶ κινεῖται μέσα στὸν κόσμο, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ ζεῖ αἰώνια. Καὶ συνήθως συμπληρώνει ὁλόκληρη τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ μένοντας στὸ στάδιο τῆς προπαρασκευῆς τοῦ μέλλοντος.


τσι τὸ μέλλον γίνεται δυνάστης τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ τὸ παρὸν μεταβάλλεται σὲ ἁπλὸ μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν μελλοντικῶν στόχων καὶ ἐπιδιώξεών του· ἀντιμετωπίζεται ὡς ἁπλὴ γέφυρα ποὺ ὁδηγεῖ στὸ μέλλον. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνο ποὺ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι τὸ μέλλον ἀλλὰ τὸ παρόν, συμβαίνει νὰ κινεῖται διαρκῶς ἐπάνω στὴ γέφυρα, χωρὶς ποτὲ νὰ φτάνει στὸν σκοπό του.


Τὸ φαινόμενο αὐτὸ προσέλαβε ὀξύτερη μορφὴ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα μὲ τὴν ἁλματώδη ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης καὶ ἰδιαίτερα τῆς πληροφορικῆς. Ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ κοσμογονικὲς ἐξελίξεις, ποὺ ὑπερβάλλουν τὴ φαντασία του καὶ ἐντείνουν περισσότερο τὶς προσδοκίες του ἀπὸ τὸ μέλλον.


νας παγκόσμιος ἐπικοινωνιακὸς ἱστός, μὲ ἀπεριόριστη εὐλυγισία μέσα στὸν χῶρο, διευκολύνει τὶς ἐπικοινωνίες καὶ τὶς συναλλαγές του, ἐνῶ ταυτόχρονα φαλκιδεύει τὴν ψυχικὴ ἠρεμία καὶ τὴν προσωπικὴ ζωή του.


δη γίνεται λόγος γιὰ μία νέα ἀσθένεια, τὸ σύνδρομο τῆς πληροφοριακῆς κοπώσεως, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερφόρτωση τοῦ νοῦ μὲ πληροφορίες. Καὶ ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος φορτώνεται μὲ πληροφορίες, φτωχαίνει σὲ πραγματικὴ μόρφωση, αὐξάνει τὸ ἄγχος του καὶ περιορίζει τὶς ἱκανότητές του γιὰ αὐτοσυγκέντρωση, ἀπομνημόνευση καὶ λήψη ἀποφάσεων (9).


σα ἀναφέραμε ἕως ἐδῶ γιὰ τὸν χρόνο καὶ τὴ ζωὴ μας μέσα σὲ αὐτὸν ἀποκαλύπτουν μία σειρὰ ἀντιφάσεων:


α) Ἡ ζωὴ μας μέσα στὸν χρόνο, ἐνῶ κυριαρχεῖται ἀπὸ αὐτόν, φανερώνει συγχρόνως καὶ τὴ δυνατότητα τῆς ὑπερβάσεώς του.


β) Ὁ χρόνος ποὺ ζοῦμε, ἐνῶ παρουσιάζεται ὡς μετρητὴς τῆς ζωῆς μας, εἶναι ταυτόχρονα καὶ μετρητὴς τοῦ ἀφανισμοῦ μας.


γ) Ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ χρόνος εἶναι καὶ μετρητὴς τοῦ ἀφανισμοῦ μας, ἀποφεύγουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὶς συνέπειές του στὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς διακρίνουμε στοὺς ἄλλους ἢ στὸ περιβάλλον μας, ὅπου διαπιστώνουμε τὴν ἀντικειμενικὴ καὶ πάλι ἐπαλήθευσή τους.


δ) Τέλος, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ζοῦμε πάντοτε εἶναι τὸ παρόν, καλλιεργοῦμε συνειδητὰ μία χρονικὴ ἀνεστιότητα, μεταθέτοντας τὸ ἐκάστοτε ἐνδιαφέρον μας στὸ μέλλον, ποὺ ἄρχισε νὰ γίνεται χαοτικό.


Μ. Βασίλειος, ὡς ἑρμηνευτὴς τῆς χριστιανικῆς θεωρήσεως τοῦ χρόνου, ἐνῶ ἐπισημαίνει τὶς ἀντιφάσεις αὐτές, μᾶς ἀποκαλύπτει μία νέα προοπτική, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ δημιουργικὴ σύνθεση καὶ ὑπέρβασή τους.


Τὴ νέα αὐτὴ προοπτική, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ δημιουργήσει ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἢ γενικότερα ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, τὴν προσφέρει σὲ αὐτὸν ἡ Ἐκκλησία· ἡ Ἐκκλησία ὄχι ὡς ἐγκόσμια κοινωνικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ὡς σῶμα Χριστοῦ, ποὺ εἶναι «ὁ ὤν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος» (10)· ὡς σῶμα αὐτοῦ, ποὺ συνθέτει τὶς διαστάσεις τοῦ χρόνου καὶ τὶς προσλαμβάνει ὡς πρόσωπο στὸ αἰώνιο «νῦν» τῆς παρουσίας του (11).


Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἡ μνήμη τοῦ παρελθόντος γίνεται μνήμη ἐν Χριστῷ. Καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος γίνεται ἐλπίδα ἐν Χριστῷ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ὡς μέλους τῆς Ἐκκλησίας τρέφεται μὲ τὴ μνήμη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ.


Ἐκκλησία εἰσάγει μέσα στὸν κόσμο τὴν αἰωνιότητα καὶ ἐπεκτείνεται πρὸς αὐτήν. Οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, μεταφέρουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου «ἀπὸ τῶν παρόντων ἐπὶ τὰ μέλλοντα».


τσι π.χ., συνεχίζει ὁ ἴδιος ἱεράρχης, μὲ κάθε γονυκλισία καὶ ἀνόρθωσή του ὁ πιστὸς μαρτυρεῖ ἐμπράκτως «ὅτι διὰ τῆς ἁμαρτίας εἰς γῆν κατερρύημεν, καὶ διὰ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ κτίσαντος ἡμᾶς εἰς οὐρανὸν ἀνεκλήθημεν» (12).


ἁπλὴ καὶ ἐκφραστικὴ αὐτὴ ἐκδήλωση τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς δίνει στὸν Μ. Βασίλειο τὴν ἀφορμὴ νὰ μνημονεύσει τὶς νέες διαστάσεις, μέσα στὶς ὁποῖες ἐκδιπλώνεται ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ ὡς δυνάμεως ποὺ ἀνυψώνει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, διαπιστώνει ὁ ἄνθρωπος νέους ὁρίζοντες μέσα στὸν εὐθύγραμμο χρόνο τῆς ἱστορίας. Τὸ αἰώνιο, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο, συναντᾶται σταυρικὰ μὲ τὸν εὐθύγραμμο ἱστορικὸ χρόνο.


Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τοῦ κάθε ἀνθρώπου προσλαμβάνει ἀπεριόριστη εὐρύτητα ἢ ἀπεριόριστο βάθος, καὶ προσφέρεται ὡς δυνατότητα κοινωνίας μὲ τὸ αἰώνιο καὶ ὑπερβατικό. Τὸ αἰώνιο προσφέρεται καὶ γίνεται μεθεκτὸ μέσα στὸν χρόνο. Καὶ ὁ χρόνος γίνεται χῶρος συναντήσεως μὲ τὸ αἰώνιο· χῶρος βιώσεως τοῦ ἐσχάτου.


Τέλος τὸ νόημα τοῦ χρόνου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μία φευγαλέα καὶ μὴ ἀντιστρεπτὴ ροή, ἀλλὰ βρίσκεται στὴ δυνατότητα ποὺ παρέχει στὸν ἄνθρωπο νὰ ἐνταχθεῖ στὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τὸ νόημα τῆς ἱστορίας γιὰ τὴν Ἐκκλησία βρίσκεται στὸ ἀπεριόριστο βάθος ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ἡ κάθε στιγμή της, καὶ ὄχι στὶς ἐξωτερικὲς ἐναλλαγὲς ποὺ δημιουργοῦνται μέσα στὴ χρονικὴ ροή.


Τὸ μῆκος τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας ἀποκτᾶ ἀξία μόνο κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀξιοποιήσεως τοῦ βάθους τους. Καὶ τὸ βάθος τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας προσφέρει τὴ μόνη οὐσιαστικὴ δικαίωση τοῦ μήκους τους.


περιορισμὸς τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ ἀνθρώπου στὸν μονοδιάστατο χρόνο ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴ διάψευση καὶ τὴν ἀπογοήτευση. Ἡ ἱστορία τῶν πολιτισμῶν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἱστορία διαψεύσεων. Καὶ ὁ λεγόμενος χριστιανικὸς πολιτισμός, ὡς ἀνθρώπινη δημιουργία μέσα στὸν εὐθύγραμμο χρόνο τῆς ἱστορίας, εἶναι φυσικὸ νὰ ὑπόκειται στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς διαψεύσεως.


κεῖνο ὅμως ποὺ προσφέρει ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ διέξοδος ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ ἀδιέξοδο· εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἄσκοπη χρονικὴ ροὴ καὶ περιδίνηση στὴν πληρότητα τῆς θείας ἀγάπης καὶ ζωῆς. Καὶ ἡ προσφορὰ αὐτὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ παρέχεται σὲ ἀνθρωπολογικὸ ἐπίπεδο μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, βιώνεται ἐμπειρικὰ μέσα στὸ σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία.


Καθετὶ ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν κόσμο εἶναι σχετικό. Ἰδιαίτερα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὰ διηπειρωτικὰ καὶ τὰ διαστημικὰ ταξίδια ἀποκτᾶ ἄμεση ἐμπειρία τῆς σχετικότητας τῶν διακρίσεων καὶ τῶν ἀντιθέσεων μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, ὅπως αὐτὲς π.χ. ποὺ ὑπάρχουν ἀνάμεσα στὴν ἠρεμία καὶ τὴν κίνηση, στὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος, στὸ ἐπάνω καὶ τὸ κάτω, στὴ νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα.


κόμα καὶ ἡ διάκριση μεταξὺ παρελθόντος, παρόντος καὶ μέλλοντος εἶναι κατὰ τὸν Ἀϊνστάιν μία ἐπίμονη ψευδαίσθηση, γιατί ὅσο πιὸ γρήγορα μετακινεῖται κανείς, τόσο πιὸ ἀργὰ περνάει ὁ χρόνος: πέντε χρόνια μέσα σὲ ἕνα διαστημόπλοιο ποὺ ταξιδεύει μὲ τὸ 90% τῆς ταχύτητας τοῦ φωτὸς (300 χιλιόμετρα τὸ δευτερόλεπτο) ἀντιστοιχοῦν σὲ τριανταέξι χρόνια στὴ γῆ.


ν τὸ διαστημόπλοιο ἐπέστρεφε, οἱ ἐπιβάτες του θὰ εἶχαν ταξιδέψει τριάντα ἕνα χρόνια στὸ μέλλον, ἀλλὰ θὰ εἶχαν γεράσει μόνο πέντε χρόνια (13). Τὸ παρὸν τῶν ἐπιβατῶν αὐτῶν θὰ ἦταν γιὰ τοὺς ἄλλους ἕνα μακρινὸ μέλλον, ποὺ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ προλάβαιναν νὰ τὸ ζήσουν. Τέλος καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ φοβερὴ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοποθετεῖται σὲ ἄλλη προοπτική.


ζωή, καὶ ὡς βιολογικὸ ἀκόμα φαινόμενο, ἀποτελεῖ ἐξαίρεση μέσα στὸν κανόνα τῆς χρονικῆς ροῆς. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ χρόνος αὐξάνει τὴν ἐντροπία τοῦ κόσμου καὶ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀταξία καὶ τὴν ἀποδιοργάνωση μὲ ἔσχατη ἀπόληξη τὸν λεγόμενο θερμικὸ θάνατο. Ἐξαίρεση στὸν κανόνα αὐτὸν ἀποτελεῖ τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς.


ζωή, ἐνῶ κινεῖται μὲ τὴ φορὰ τοῦ χρόνου, ὑπερινικᾶ τὴ νομοτέλειά του καὶ ἀντιστρέφει τὴν πορεία τῆς ἐντροπίας μὲ τὴ δημιουργία τάξεως μέσα στὴν ἀταξία καὶ τὴν ἔκπτωση. Παράλληλα ὅμως ὅλοι οἱ ζωντανοὶ ὀργανισμοὶ ὑποτάσσονται στὴ δύναμη τοῦ χρόνου καὶ ὑποκύπτουν τελικὰ στὸν βιολογικὸ θάνατο. Ἡ ζωὴ παρουσιάζεται ὡς διαδικασία θανάτου. Ἀλλὰ καὶ ὁ θάνατος ἐμφανίζεται ὡς ἀπόληξη τῆς ζωῆς.


θάνατος καὶ ὡς βιολογικὸ ἀκόμα φαινόμενο ἀποτελεῖ τὴν τελευταία φάση τῆς ζωῆς. Αὐτὸ ἰσχύει πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν θάνατο ὡς ὑπαρξιακὸ βίωμα. Ἂν ὅμως ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὴν τελευταία φάση τῆς ζωῆς, τότε καὶ ἡ ζωὴ ἀποκτᾶ τὸ πλῆρες νόημά της μόνο μὲ τὴ συμπερίληψη τοῦ θανάτου.


ταν τὸ νόημα τῆς ζωῆς διατυπώνεται χωρὶς νὰ συμπεριλαμβάνεται ὁ θάνατος, εἶναι ἄτοπο, γιατί ὁ θάνατος, ὡς τελευταία φάση τῆς ζωῆς, καταλύει ὅλο τὸ προηγούμενο νόημά της. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁλοκληρώνεται, ὅταν κατορθώνει νὰ χωρέσει στὴ ζωή του καὶ τὸν θάνατο. Ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ σπουδαιότητα τῆς μελέτης τοῦ θανάτου, ποὺ προβάλλεται ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.


ν ἡ βιολογικὴ ζωὴ ἐκδιπλώνεται ὡς πάλη μὲ τὸν χρόνο, ποὺ τελικῶς τὴν ἀφανίζει, ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ προβάλλει ὡς νίκη ἐναντίον τοῦ χρόνου καὶ ἔνταξη στὴν αἰωνιότητα. Ἡ ἔνταξη στὴν αἰωνιότητα συνδέεται μὲ μία νέα τοποθέτηση καὶ δραστηριοποίηση μέσα στὸν κόσμο.


Αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως καὶ γενικότερα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματά τους, ἡ ἄσκηση τοῦ φιλανθρωπικοῦ, κοινωνικοῦ καὶ πνευματικοὺ ἔργου τους, καὶ γενικότερα ἡ ὅλη παρουσία καὶ δραστηριότητά τους, δὲν ἦταν προϊόντα κοινωνικῆς συμβατικότητας, ἀλλὰ συνέπειες τῆς τοποθετήσεως καὶ τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς ζωῆς τους ὡς ἀληθινῶν Χριστιανῶν.


ἀποξένωσή τους ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἡ ταυτόχρονη ἐπανένταξή τους σὲ αὐτόν, ὡς ἀπώλεια ποὺ ἀντιστοιχεῖ μὲ εὕρεση, ὡς ἀλλοτρίωση ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀνάκτηση, τοὺς ἀνέδειξε πραγματικοὺς φωστῆρες τῆς οἰκουμένης· τοὺς ἀπέδειξε Χριστιανοὺς ὄχι «ὀνόματι», ἀλλὰ «πράγματι».


Χριστιανὸς λοιπὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποδέχεται τὴν ἀλλοτρίωσή του ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλοτριώνει τὴ ζωή του, ἀλλοτριώνει τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του, καὶ ἐντάσσεται σὲ μία νέα πορεία ζωῆς. Ἡ νέα αὐτὴ πορεία εἶναι ἡ πορεία τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἡ μετάνοια, ὡς ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν χρόνο τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, ποὺ συμπυκνώνεται στὸν λειτουργικὸ χρόνο, ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο «εἰς οἰκείωσιν Θεοῦ ἀπὸ τῆς διὰ τὴν παρακοὴν γενομένης ἀλλοτριώσεως» (14).


ἄνθρωπος, ποὺ δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ, διατηρεῖ τὸ νόημα καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ μνήμη αὐτὴ παραμένει προσηλωμένος καὶ στὴ δική του θεοειδῆ μορφή, ποὺ ἀμαυρώθηκε μὲ τὴν ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀθέτηση τοῦ θείου θελήματος.


Εἰδικότερα βέβαια γιὰ τὸν Χριστιανὸ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ συγκεκριμενοποιεῖται μὲ τὴ μνήμη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀνακαινιστικοῦ του ἔργου. Καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς μνήμης τοῦ Χριστοῦ συμπυκνώνεται στὴ θεία Εὐχαριστία.


Τὸ μυστήριο αὐτό, ὡς μυστήριο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ, εἶναι μυστήριο τῆς ἀληθινῆς μνήμης του· μνήμης ποὺ δὲν ἐπιστρέφει μόνο στὸ παρελθόν, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τὸ μέλλον· μνήμης ποὺ ὑπερβαίνει τελικὰ τὸν χρόνο καὶ προσλαμβάνεται στὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ἀϊδιότητα τῆς θείας ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας συνδέεται μὲ τὴ μεγαλύτερη συμπύκνωση τοῦ χρόνου μέσα στὸ πλαίσιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς.


συμπύκνωση αὐτὴ τοῦ χρόνου ἐκφράζεται σαφέστατα στὴ θεία Λειτουργία, ἰδιαίτερα μάλιστα στὴ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ λειτουργικὴ μνήμη δὲν ἀναφέρεται μόνο στὸ παρελθὸν ἀλλὰ καὶ στὸ μέλλον. Δὲν παρουσιάζεται ὡς ἀνάμνηση αὐτῶν ποὺ ἔγιναν στὸν χαμένο, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία πάντοτε κερδισμένο χρόνο, ἀλλὰ καὶ ὡς πρόγευση αὐτῶν ποὺ ἀναμένονται νὰ συμβοῦν.


«Μεμνημένοι οὖν, Δέσποτα, καὶ ἡμεῖς τῶν σωτηρίων αὐτοῦ παθημάτων, τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, τῆς τριημέρου ταφῆς, τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνόδου, τῆς ἐκ δεξιῶν σοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καθέδρας, καὶ τῆς ἐνδόξου καὶ φοβερᾶς δευτέρας αὐτοῦ παρουσίας».


Μὲ τὴ λειτουργικὴ αὐτὴ συμπύκνωση τοῦ χρόνου δὲν προσφέρεται κάποια συναισθηματικὴ λύτρωση τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸ δεσμευτικὸ ἐπίπεδο τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ ἡ ὑπαρξιακή τους ἀνακαίνιση μὲ ἀναφορὰ στὴν ὑπερβατικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ ἡ ἀναγνώρισή του ὡς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας καθιστᾶ δυνατὴ τὴ σταυρικὴ ἢ συνθετικὴ αὐτὴ θεώρηση καὶ μεταμόρφωση τοῦ χρόνου.


Μ. Βασίλειος, στυλοβάτης τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, γνώρισε καὶ ἔζησε στὸν ὑψηλότερο δυνατὸ βαθμὸ τὴν κοινοχρησία ὄχι μόνο τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ χρόνου. Ἔδωσε ὄχι μόνο τὰ ὑπάρχοντά του ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του στοὺς ἄλλους. Ὁ Χριστιανὸς δὲν ἀντιμετωπίζει τὸν χρόνο ὡς ἀτομική του ἰδιοκτησία, ἀλλὰ ὡς ἀγαθὸ γιὰ κοινὴ χρήση.


ταν κρατᾶμε τὸν χρόνο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, χωριζόμαστε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Χωριζόμαστε ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μαζί μας, δίπλα μας. Ἔτσι περιορίζουμε τὸν δικό μας χρόνο καὶ τὴ δική μας ζωή. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ μοιραζόμαστε τὸν χρόνο μας μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ τὸν θυσιάζουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, νὰ κοινωνοῦμε μαζί τους.


Προσφέροντας τὸν χρόνο μας προσφέρουμε τὴ ζωή μας, χωρὶς νὰ παύουμε νὰ ζοῦμε οἱ ἴδιοι. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ζοῦμε διπλὰ τὸν χρόνο καὶ τὴ ζωή μας, γιατί ζοῦμε ταυτόχρονα στὸν χρόνο καὶ στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.




Σημειώσεις:



1. Ἀριστοτέλους, Φυσικὰ 218α.
2. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον 5, PG 29, 13B.
3. Μ. Βασιλείου, Κατὰ Εὐνομίου 1, 21, PG 29, 560B.
4. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμὸν 114, 5, PG 29, 492C. Πρβλ. καὶ Δ. Τσάμη, Ἡ πρωτολογία τοῦ Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 32-33.
5. Γέν. 1, 1.
6. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον 1, 6, PG 29, 16C-17A.
7. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς Ψαλμὸν 1, 4, PG 29, 220D-21A.
8. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 42, 1, PG 32, 349.
9. Βλ. Ι. Γιανναράκη, «Ὁ παγκόσμιος ἐγκέφαλος τοῦ διαδικτύου», Οἰκονομικὸς Ταχυδρόμος, φ. 52 (2590), 25.12.2003, σ. 21.
10. Ἀποκ. 1, 4.
11. Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἠσαΐαν 119, PG 30, 312A.
12. Μ. Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 27, 66, PG 32, 192C.
13. Βλ. I. Piquer el Pais, «Τὸ παράδοξο σύμπαν τοῦ Ἀλβέρτου Ἀϊνστάιν». Ἐφημερίδα Καθημερινή, Κυριακὴ 22.12.2002.
14. Μ. Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 15, 35, PG 32, 128D. *Εκ του ιστοτόπου <<imaik.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.

ΒΙΣΚΟΡΟΝΤ ΠΑΥΛΟΣ ΣΕ ΖΕΛΕΝΣΚΙ: «ΖΟΥΜΕ ΟΠΩΣ ΤΟ 1917! ΜΕΝΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ!»




Έκκληση προς τον Πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντιμίρ Ζελένσκι έκανε ο Καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου, Σεβ. Μητροπολίτης Βίσγκοροντ και Τσερνόμπιλ κ. Παύλος.


Ο κ. Παύλος αρχικά ενημέρωσε τον πρόεδρο Ζελένσκι λέγοντας ότι απαγορεύθηκε η τέλεση Ιερών Ακολουθιών στους δύο μεγαλύτερος Ιερούς Ναούς της Λαύρας των Σπηλαιών.


Σύμφωνα με τον Καθηγούμενο οι Αρχές κατήγγειλαν μονομερώς τη σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης των δύο Ιερών Ναών, χωρίς να προειδοποιήσουν εντός καθορισμένης προθεσμίας.


Επίσης ο Μητροπολίτης Παύλος ανέφερε στον Ουκρανό Πρόεδρο ότι έχει κατ΄ επανάληψη απευθυνθεί στον Υπουργό Πολιτισμού Α. Τκατσένκο, χωρίς μέχρι σήμερα να λάβει καμία απάντηση.


Ο κ. Παύλος δεν παρέλειψε να υποδείξει κιόλας ότι οι δύο ναοί, αναστηλώθηκαν εκ βάθρων τη δεκαετία του 1990 από την ίδια την αδελφότητα. Να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τον κ. Παύλο τους δύο αυτούς ναούς διεκδικούσε το λεγόμενο «Πατριαρχείο Κιέβου» του Φιλαρέτου Ντενισένκο, ενώ σήμερα τους διεκδικεί η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την αναστήλωσή τους.


«Τώρα εκ νέου δημιουργήθηκε σχίσμα εντός του κράτους μας από τον λεγόμενο Μητροπολίτη Επιφάνιο…Συνέχεια καραδοκούν να αρπάξουν τα ιερά σεβάσματα, με τα οποία δεν έχουν καμία σχέση…


Οι άνθρωποι διεκδικούν ναούς, για τους οποίους δεν έπραξαν ποτέ τίποτε. Αδιαφορούν για τα ιερά σεβάσματα, αλλά τους μαγνητίζει το γεγονός ότι είναι η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου» - υπογραμμίζει στην έκκλησή του ο Μητροπολίτης Παύλος.


Επίσης ο Μητροπολίτης Βίσγκοροντ κάλεσε τον πρόεδρο της Ουκρανίας να επισκεφθεί την Λαύρα ο ίδιος, και να διαπιστώσει ότι οι ναοί είναι ασφυκτικά γεμάτοι από πιστούς της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.


«Υπερασπίζεσθε τη δικαιοσύνη, αλλά γύρω Σας υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι συμπεριφέρονται με τρόπο επαίσχυντο: αρπάζουν τα ιερά σεβάσματα, προχωρούν σε διαπληκτισμούς, τοποθετούν κλειδαριές στους ναούς…Λες και δεν φτάνει η θλίψη και η συμφορά που οι άνθρωποι μας πεινούν, παγώνουν και δεν έχουν ρεύμα.


Θέλετε να αφαιρέσετε την πίστη από τους ανθρώπους; Να δώστε κατάλληλες εντολές στην κυβέρνηση και στους ανθρώπους γύρω Σας. Δώστε εντολές στο κόμμα σας να μην υπογράψουν αυτά τα έγγραφα κατά της Εκκλησίας…Πόσους ανθρώπους παρακάλεσα να Σας υπερψηφίσουν! Σήμερα στεναχωριέμαι να ακούσω μομφές για αυτό» - αναφέρει ο Ουκρανός Ιεράρχης.


Ακόμη ο Μητροπολίτης Παύλος αντιπαρέβαλε τη σημερινή κατάσταση της Μονής με τα χρόνια των διωγμών από τους άθεους, ενώ απαίτησε την μη ανάμειξη στις υποθέσεις της Εκκλησίας.


«Θέλω να Σας παρακαλέσω ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουμε καμία σχέση με την Εκκλησία, να μην μας λένε πότε να εορτάζουμε τα Χριστούγεννα, ποια εκκλησία να πηγαίνουμε. Το έχω ζήσει πλέον. Το 1983 κρύφθηκα σε δάσος, διανυκτερεύοντας πάνω σε δένδρο, διότι μας κυνηγούσε η KGB, και τότε έγραψαν ότι είμαστε αίσχος της σοβιετικής μας χώρας.


Τα εγγόνια αυτών των ανθρώπων, που εργάζονται στις υπηρεσίας της ασφάλειας, έρχονται σήμερα και ερευνούν…Σήμερα ζούμε ακριβώς την ίδια εποχή, όπως και το 1917. Μένει μόνον να αρχίζουν να σκοτώνουν ιερείς, επισκόπους και πιστούς. Δυστυχώς, βλέπω ότι προς εκεί βαδίζουν τα πράγματα» - τονίζει ο κ. Παύλος.


Επίσης, κάλεσε «όσους επιθυμούν το κακό» για την Εκκλησία να μελετήσουν το Ευαγγέλιο, υπογραμμίζοντας ότι «νομίζουν ότι θα επικρατήσουν με την δική τους εξουσία…Αλλά υπάρχει και η δίκη του Θεού, στην οποία δεν θα καταφέρουν να επικρατήσουν».


Από την πλευρά του ο Υπουργός Πολιτισμού της Ουκρανίας Α. Τκατσένκο, δήλωσε ότι «δεν είναι υποχρεωμένος να επικοινωνεί με τον καθηγούμενο». Ακόμη επιβεβαίωσε ότι οι δύο ναοί της Λαύρας δεν θα είναι διαθέσιμοι


για ακολουθίες για την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ τόνισε πως αυτή την στιγμή ειδική κρατική επιτροπή ελέγχει την νομιμότητα της χρήσεως του χώρου της Λαύρας, ώστε στη συνέχεια θα αφαιρεθεί η δυνατότητα από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία να χρησιμοποιεί τον υπόλοιπο χώρο της μονής.


Για το εν λόγω θέμα μίλησε και ο Μητροπολίτης Μπάντσεν κ. Λογγίνος, ο οποίος είναι γνωστός στην Ουκρανία για τον φλογερό του λόγο. «Παρακαλέσαμε τον Κύριο να συνετίσει τους καημένους ανθρώπους, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους ισχυρούς και αποφάσισαν να πολεμήσουν με τον Θεό, τον ουρανό και τον λαό Του…


Μπορείτε να αρπάξετε τα οικοδομήματα, αλλά όχι και τον Θεό. Όλοι οι άνθρωποι είναι η Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος, να είσθε έτοιμοι: ο Θεός θα σας χτυπήσει! Στην Λαύρα αναπαύονται οι Άγιοι πατέρες Αντώνιος και Θεοδόσιος των Σπηλαίων του Κιέβου. Δεν θα μας εγκαταλείψουν, και όταν ξεσηκωθούν, θα αντιμετωπίσετε φοβερά δεινά» τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Λογγίνος.


Η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου (10ος αι.) είναι ιστορικό λίκνο του ρωσικού μοναχισμού και μια από τις μεγαλύτερες ιερές μονές της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας με περισσότερους από 200 μοναχούς.


Ο συνολικός αριθμός των οικητόρων της μονής, συμπεριλαμβανομένων των δοκίμων μοναχών, εργαζομένων και φοιτητών της Θεολογικής Ακαδημίας και Ιερατικής Σχολής Κιέβου ανέρχεται σε χίλια άτομα.


Στη Λαύρα επίσης στεγάζεται η έδρα του Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Ονουφρίου. Οι Ουκρανοί δημόσιοι υπάλληλοι δέχθηκαν νωρίτερα ότι ο κοινός αριθμός των μοναχών της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας στο Κίεβο (περίπου 50 άτομα) δεν επαρκεί για την εκ νέου επάνδρωση της τεράστιας Mονής. Επιμέλεια - μετάφραση: Romfea.gr.


ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΑ




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμίριβιτς:
<<Ομιλίες και Μελέτη για τα Σύμβολα και Σημεία>>, εκδόσεις <<Ορθόδοξη Κυψέλη>>, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 227-231.
Ο Άγιος Νικόλαος γενννήθηκε στις 23.12.1881 στο μικρό ορεινό χωριό Λέλιτς κοντά στο Βάλιεβο της Σερβίας. Οι γονείς του, Ντράγκομιρ και Κατερίνα, απλοί χωρικοί είχαν εννέα παιδιά από τα οποία το πρώτο ήταν ο Νικόλαος.
Βαπτίσθηκε στο μοναστήρι του Τσέλιε που τότε αποτελούσε τον ενοριακό ναό του χωριού. Η ξακουστή οικογένεια των Βελμίροβιτς κατάγεται από τη Σρεμπρένιτσα της Βοσνίας. Ο πατέρας του είχε σπάνια μόρφωση για χωρικό της εποχής του και ήταν ο γραμματικός της περιφερείας. Το Δημοτικό τελείωσε στο Σχολείο της μονής Τσέλιε και το Γυμνάσιο στο Βάλιεβο. Μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Σχολή του Βελιγκραδίου, έλαβε υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Βέρνης στην Ελβετία.
Το διδακτορικό του θέμα ήταν: <<Η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού ως θεμελιώδες δόγμα της Αποστολικής Εκκλησίας>>. Στην συνέχεια με νέα υποτροφία σπούδασε φιλοσοφία στην Οξφόρδη της Αγγλίας. Μετά από την σωτηρία του από σοβαρή ασθένεια έταξε να ενδυθή το μοναχικό σχήμα και να θέση τον εαυτό του στην διακονία της Εκκλησίας και του λαού.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1909 έγινε μοναχός με το όνομα Νικόλαος. Κατόπιν επήγε για σπουδές στην φημισμένη Ακαδημία της Πετρούπολης στην Ρωσία... Στις 25 Μαρτίου του 1919 εξελέγη επίσκοπος Ζίτσης, κατόπιν μετατίθεται στην επισκοπή Αχρίδος και το 1934 επέστρεψε και πάλι στην επισκοπή Ζίτσης. Το 1941 συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς.
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1944 τον μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου στη Γερμανία, από όπου απελευθερώθηκε στις 8 Μαϊου του 1945 από τον αμερικανικό στρατό... Εκοιμήθη ειρηνικά στις 18 Μαρτίου του 1956 ενώ προσευχόταν στην ρωσική μονή του Αγίου Τύχωνος στην Πενσυλβάνια των Η.Π.Α.
Στις 12 Μαΐου του 1991 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Σερβία, στο μοναστήρι Λέλιτς. Στις 24 Μαΐου 2003 η Σύνοδος των Αρχιερέων της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ακολουθώντας τη συνείδηση του πληρώματός της, προέβη στην επίσημη ανακήρυξη της αγιότητος του επισκόπου Νικολάο και την αναγραφή του στο σερβικό αγιολόγιο. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Μαΐου.
(Από τον πρόλογο του βιβλίου)
Ευχόμαστε την «Καλή Ανάγνωση» και «πνευματική εντρύφηση» σε έναν σύγχρονο άγιο της εποχής μας, που τα κείμενά του παραστατικά, αισθαντικά και προπαντός δημιουργικά μας εισαγάγουν στον άρρητο, θαυμαστό και εύοσμο κόσμο της Θεολογίας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.





Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος


Παρασκευή 7 (20) Μαΐου 2022 εκκλ. ημ. + Εμφάνισις Τιμίου Σταυρού εν Ιεροσολύμοις







Τα στοιχεία ως σύμβολα



Ο
λίθος συμβολίζει πρώτιστα το ίδιο το Χριστό. Αυτό έχει λεχθεί ήδη από τους προφήτες. Το τέταρτο βασίλειο που είδε στο όνειρό του ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσωρ με τη μορφή ειδώλου από σίδηρο και πηλό, συμβόλιζε το ρωμαϊκό κράτος.


Ο λίθος που αποκόπηκε από το δάσος, χτύπησε πάνω σε τούτο το είδωλο και το μετέτρεψε σε χώμα προτύπωνε το Χριστό, τον ιδρυτή μιας καινής βασιλείας επί των βασιλειών, ήτις εις τους αιώνας ου διαφθαρήσεται κατά την διορατική πρόρρηση του προφήτου Δανιήλ (Δαν. 2,44).


Ο μέγας Ησαϊας ονομάζει τον Χριστό λίθο προσκόμματος - λίθου προσκόμματι... πέτρας πτώματι στον οποίο θα σκοντάψουν πολλοί και πεσούνται και συντριβήσονται, λίθον πολυτελή εκλεκτόν ακρογωνιαίον, ...και ο πιστεύων επ' αυτώ ου μη καταισχυνθή (Ησ. 8.14 και 28,16).


Τέτοιο λίθο έθεσε ο Θεός στη Σιών, στο όρος το άγιον Αυτού, για να γίνει το θεμέλιο της νέας άφθαρτης βασιλείας, της βασιλείας των χριστιανών. Είναι θαυμάσιος τούτος ο λίθος αλλά και φοβερός.


Θαυμάσιος για όσους τον αποδέχονται μα φοβερός για εκείνους που τον απορρίπτουν. Φοβερότερα λόγια από τούτα δεν εξήλθαν από το στόμα του Χριστού: πας ο πεσών επ' εκείνον τον λίθον συνθλασθήσεται, εφ' ον δ' αν πέση, λικμήσει αυτόν (Λλ. 20,18).


Με τούτα τα φοβερά λόγια προειδοποίησε όλους τους οικοδόμους: οικοδόμους της ψυχής, της οικογένειας, της κοινωνίας, του έθνους, του κράτους, της ανθρωπότητας, για το ότι δεν μπορούν και δεν επιτρέπεται να οικοδομούν ερήμην Εκείνου, του Θεμελίου Λίθου.


Λέει σχετικά και ο Θεοφύλακτος Αχρίδας: οι Εβραίοι συνετρίβησαν από τον λίθο αυτό και εξανεμίστηκαν σε όλο τον κόσμο. Πρόσεξε όμως με ποιό τρόπο εκείνοι προσέκρουσαν πάνω σε τούτο το λίθο -δηλ. σκανδαλίστηκαν- και ύστερα πώς ο λίθος έπεσε πάνω τους και τους τιμώρησε.


Συμβολίζοντας τον Χριστό, ο λίθος συμβολίζει ταυτόχρονα και την στερεή πίστη στο Χριστό. Όταν ο Απ. Παύλος ομολόγησε την πίστη του στον Κύριο λέγοντας: συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο Κύριος του απάντησε:


συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν (Ματ. 16,16 και 18). Δηλ. στην πίστη ετούτη που συ τώρα ομολόγησες. Και αυτός ο ίδιος ο Πέτρος, ονομάζει στην επιστολή του τους πιστούς, λίθους ζώντες, λέγοντας:


προς ον προσερχόμενοι, λίθον ζώντα... και αυτοί ως λίθοι ζώντες οικοδομείσθε, οίκος πνευματικός (Α' Πέτρ. 2, 4-5). Γιατί όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθησαν, Χριστόν ενεδύθησαν και κατέστησαν όμοιοι Χριστού.


Γι' αυτό και ο Απόστολος ονομάζει τους Χριστιανούς με το όνομα του Χριστού: λίθους ζώντας. Η πληθώρα των λίθων στο φυσικό κόσμο, συμβολίζει το πλήθος των πιστών από τη Γένεση μέχρι το τέλος του χρόνου, σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ, ότι οι απόγονοί του κατά την ορθή πίστη θα είναι ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης (Γέν. 22,17).


Εκείνοι οι άνθρωποι που οικοδομούν τη ζωή τους επάνω στον Χριστό σαν σε λίθο πραγματικό, ονομάζονται στο Ευαγγέλιο σοφοί, ενώ όσοι οικοδομούν στην άμμο ανόητοι. 


Των σοφών η οικοδομή μένει και διαρκεί ενώ των ανοήτων πέφτει και καταρρέει από τον άνεμο και την καταιγίδα. Στα πανάρχαια χρόνια οι άνθρωποι ξέπεσαν από το Θεό και σκέφτηκαν να χτίσουν έναν πύργο μέχρι τον ουρανό.


Και άρχισαν να οικοδομούν με πλίνθους από ξεραμένο πηλό. Ο Θεός όμως κατεδάφισε το οικοδόμημά τους επειδή εκείνο δεν πατούσε στο λίθο, στην πέτρα της πίστεως, αλλά στην πίστη στον άνθρωπο.


Με αυτό τον τρόπο, ανέκαθεν κατέρρεε και θα καταρρέει στον αιώνα κάθε οικοδόμημα που δεν έγινε στο όνομα ου αληθινού Θεού και με την πίστη σ' Εκείνον. Η άμμος πάλι είναι το σύμβολο της ανυπαρξίας και της αδυναμίας.


Ο χρυσός είναι το σύμβολο της αληθείας. Οι αστρολόγοι της Ανατολής προσέφεραν στο νεογέννητο Βασιλέα ως δώρο χρυσό, λίβανο και σμύρνα. Ο Χρυσόστομος ερμηνεύει τα δώρα έτσι: η γνώση της αληθείας, υπακοή και αγάπη.


Ο χρυσός δεν αλλοιώνεται, δεν μαγαρίζεται: όπως είναι στο στέμμα του βασιλιά, έτσι βρίσκεται και στη γη, στο νερό, στη φωτιά - πάντοτε ίδιο. Από εδώ και ο χρυσός για τους χριστιανούς θεολόγους και διορατικούς, παρίστανε πάντοτε την εικόνα της αλήθειας, όχι την ίδια την αλήθεια παρά μόνο την εικόνα της, το σύμβολο της αλήθειας.


Δεν έχει ληφθεί ο χρυσός ως το θεμέλιο αλλά ο λίθος επειδή το θεμέλιο πρέπει να είναι σκληρό ενώ ο χρυσός μαλακός. Η πίστη τοποθετήθηκε ως θεμέλιο της σωτηρίας μας. Ο χρυσός παριστάνει την παραπέρα οικοδόμηση επάνω στην πέτρα της πίστεως.


Δηλαδή, όποιος έχει πίστη στο Χριστό σκληρή σαν την πέτρα, σε αυτόν αποκαλύπτεται κατόπιν η αλήθεια της πίστεως, λαμπερή στην καθαρότητα σαν το χρυσό και μαλακή στο έλεος σαν το χρυσό.


Γιατί το έλεος είναι αχώριστο από την αλήθεια καθώς είναι γραμμένο: έλεος και αλήθεια συνήντησαν. Η αλήθεια είναι φωτεινή και γλυκιά καθώς ο χρυσός είναι λαμπερός και μαλακός, γι' αυτό ο Απ. Παύλος λέει ότι πάνω στο λίθο τοποθετείται χρυσός, που σημαίνει: 


επάνω στην πίστη η αλήθεια (Α' Κορ. 3,12). Το ότι ο χρυσός είναι σύμβολο μονάχα και όχι η αλήθεια καθαυτή, γίνεται φανερό από το νόμο ο οποίος αυστηρότατα απαγόρευε την προσκύνηση του χρυσού και την κατασκευή ειδώλων από χρυσό (Έξ. κεφ. 32).


Το ότι ο χρυσός είναι σύμβολο μονάχα και όχι η αλήθεια καθαυτή, φαίνεται ακόμη και από την περιγραφή της ουράνιας πόλης από τον Ιωάννη, ο οποίος είδε σε όραμα την επουράνιο Ιερουσαλήμ για την οποία λέει ότι ην η ενδόμησις του τείχους αυτής ίασπις, και η πόλις χρυσίον καθαρόν, όμοιον υάλω καθαρώ (Αποκ. 21,28).


Και καθώς εκείνος, ο πνευματικός κόσμος δεν μπορεί να γίνει από υλικά στοιχεία, έτσι και ο χρυσός εδώ δεν υποδηλώνει το συνηθισμένο χρυσάφι αλλά την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι από κάθε πλευρά καθαρή και διάφανη γι' αυτό και ο Ιωάννης γράφει:


όμοιον υάλω καθαρώ, επειδή μιλά για την αλήθεια και όχι για το γνωστό χρυσάφι το οποίο είναι πλήρως ανόμοιο με το γυαλί. Η πίστη είναι το θεμέλιο της ζωής εδώ στη γη. Στους ουρανούς, η πίστη δεν είναι απαραίτητη.


Εκεί ζει κανείς με τη θεωρία και όχι πια με την πίστη. Γι' αυτό ο συνηθισμένος λίθος -σύμβολο της πίστεως δεν μνημονεύεται καθόλου στις ουράνιες οράσεις του Αγίου Ιωάννου. Είδε την ουράνια πόλη με διαφορετικά θεμέλια και όχι με λίθινα.


Αναφέρει δώδεκα πολύτιμους λίθους σαν τα θεμέλια της ουράνιας Πόλης: ίασπις, σάπφειρος, χαλκηδών, σμάραγδος, σαρδόνυξ, σάρδιο, χρυσόλιθος, βήρυλλος, τοπάζιον, χρυσόπρασσος, υάκινθος, αμέθυστος (Απ. 21, 19-20).


Αυτοί οι πολύτιμοι λίθοι συμβολίζουν τις δώδεκα δυνάμεις ή αρετές οι οποίες λάμπουν καθεμιά με τη δική της λάμψη. Και οι δώδεκα πυλώνες δώδεκα μαργαρίται... και η πλατεία της πόλεως χρυσίον καθαρόν ως ύαλος διαυγής (Αποκ. 21,21).


Θέλει να υποδηλώσει πως σ' εκείνο τον κόσμο ο χρυσός χάνει την αξία του και τοποθετείται στο καλντερίμι των οδών, ποδοπατείται επειδή εκεί η αλήθεια φαίνεται καθαρά και ο συμβολισμός του χρυσού δεν είναι πλέον απαραίτητος.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμίριβιτς:
<<Ομιλίες και Μελέτη για τα Σύμβολα και Σημεία>>, εκδόσεις <<Ορθόδοξη Κυψελη>>,
Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 227-231.