ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
Πως μας θωρείς ακίνητος; που τρέχει ο λογισμός σου, τα φτερωτά σου τα όνειρα;
Γιατί στο μέτωπό σου να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μας διδ' η όψη σου παρηγοριές κ' ελπίδες;
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζει, πατέρα, ένα χαμόγελο;
Γιατί να μη σπαράζει μέσα στα στήθη σου η καρδιά,
και πως στο βλέφαρό σου ούτ' ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ' έλαμψε το φως σου;
Ολόγυρά σου τα βουνά κ' οι λόγγοι στολισμένοι το λυτρωτή τους χαιρετούν.
Η θάλασσ' αγριωμένη από μακρά σ' εγνώρισε και μ' αφρισμένο στόμα φιλεί,
πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα, που σε κρατεί στα σπλάχνα του.
Θυμάται την ημέρα που, πατέρα μου, σ' εδέχτηκε.
Θυμάται στο λαιμό σου, το ματωμένο το σχοινί,
και στ' άγιο πρόσωπό σου τ' άτιμα τα ραπίσματα,
το βόγγο, τη λαχτάρα, του κόσμου την ποδοβολή.
Θυμάται την αντάρα, την πέτρα που σου εκρέμασαν,
τη γύμνια του νεκρού σου,
το φοβερό το ανέβασμα του καταποντισμού σου;
Το μάρμαρο μένει βουβό και θε να μείνει ακόμα,
ποιος ξέρει ως πότ' αμίλητο το νεκρικό σου στόμα.
Κοιμάται κι ονειρεύεται και τότε θα ξυπνήσει,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήσει το φοβερό μας κήρυγμα.
"Χτυπάτε, πολέμαρχοι! Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του πατριάρχη!"
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου