Είκοσι και δύο χρόνια επιστροφής, τ' αγκάθια έγιναν κόκκινα ρόδα πάνω στο γερμένο δέντρο, που υποβάσταζε την αιωρημένη απουσία ενός πρόωρα γερασμένου ανθρώπου. Σκυνθρωπές, μεσόκοπες, ηλικίες, οι φαντασμένες αμαρτίες που ξέφτισαν με τα χρόνια στο πνευματικό αμόνι της προσευχητικής ανάβασης. Ουρανοβάτης Γέροντας, ο ραβδούχος, χαμογελαστός ποιμένας που έδειχνε με το δάκτυλο τον γυρισμό στο σπίτι. Όλα - ψυχή μου - μύριζαν ωραία στις ανάσες ευθυτενών, κυπαρισσένιων ρασοφόρων, που θωρούσαν την προσευχή εγγενή, δικό τους συντοπίτη. Εκείνο το αναστημένο απόγευμα θύμιζε μισοτελειωμένο, μικρό καμβά, που έσταζε από τα φρέσκα, αραιωμένα χρώματα. Το εξομολογητήριο ασφυκτιούσε σκανδαλωδώς από την εξαγόρευση κατεστραμμένων πράξεων και αποτυχημένων λόγων. Νύχτωνε σιγά στον ασπροβαμμένο αυλόγυρο, σκορπισμένοι πιστοί έμοιαζαν φωτεινοί, χωματένιοι άγγελοι, που ίπταντο πάνω απ' τον λευκό σταυρό του τρούλλου. Μόνο το πεύκο λύγισε στα ακατάληπτα, μυστικά, σφραγισμένα ειπωθέντα, οι γαρδένιες, τα βασιλικά και οι καμέλιες έγιναν φίλοι, μαζί μ' εκείνους που ανέπνεαν μαζί τους την ευωδία του παρευρισκόμενου Θεού. Όταν, μετά από ώρες άνοιξε η σιδερένια πόρτα, η άσχημη, ρυτιδιασμένη γραία της εκ πεδιόθεν, αιμορραγούσας αμαρτίας, μεταμορφώθηκε σε κοκκινομάγουλο, ντροπιασμένο νήπιο, που άρχιζε τότε, να επιχειρεί απρόβλεπτους, χαρωπούς βηματισμούς στην ασβεστωμένη έξοδο. Ο ουρανός έγινε αίφνις, ομαδική ταξιαρχία κατάλευκων αγγέλων, που έσερναν τον χορό σε υπερφυσικό, ακατάληπτο, παραδεισένιο γάμο. Η χαρά εκείνη ήταν η ανείπωτη ομορφιά ενός Χριστού, που ακόμα μια φορά κατέβηκε, για ν' ανεβάσει έναν από χρόνια εκπεσσόμενο πιστό. Οι ερινύες έγιναν πια σκονισμένα βιβλία που έκλεισαν ερμητικά στη λήθη,τα λάθη σβήστηκαν με την γομολάστιχα μιας ανοιξιάτικης, ανθισμένης μετανοίας, κι εκείνος βάδιζε πλέον στην ανηφόρα μιας θεοδώρητης, μαρτυρικής θυσίας, που πλέον ήταν δρόμος χωρίς γυρισμό, μεθυστική, θυμιασμένη καλοσύνη στην σκοτεινή ερημία του θορυβώδους πλήθους...
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου