Κάθε περιώνυμη Κυριακή είναι Πάσχα Ελλήνων, προσαρμόζω την άτακτη ζωή μου στην σταυροκύμαντη απεραντοσύνη της Ορθοδοξίας, προσεύχομαι γονυπετής στην κιτρινισμένη - από τα χρόνια - χάρτινη εικόνα του Κυρίου στον κήπο της Γεσθημανή. Γίνομαι παιδί στην εγκόσμια ζωή του Ιησού, ψάχνω ανάμεσα στην θορυβώδη πολυκοσμία των προσκεκλημένων στον γάμο της Κανά, στο σχεδόν γερμένο καράβι των ψαράδων στην λίμνη της Γαλιλαίας, στα χοντροκόκκαλα κλαδιά της μικρής συκομουρέας. Στους εκατοντάδες πεινασμένους στο θαύμα του πολλαπλασιασμού των ιχθύων, ήμουν ένας απ'αυτούς που φωτογράφισε στα τρομαγμένα μάτια του την απελπισμένη εκείνη γυναίκα, την ήψασα τα ιματιά Του. Είδα - με στόμα ανοιχτό - να κατεβάζουν απ'την στέγη του Ματθαίου έναν κρεβατωμένο, δύσμοιρο παράλυτο, ανάμεσα στο αλαφιασμένο πλήθος των αέναων περίεργων, των παρακαλοθούντων με πεινασμένο ενδιαφέρον, όλα, όσα συνέβαιναν γύρω τους. Αίφνις ξαφιάστηκα σαν Τον είδα, να μπαίνει στην πέτρινη αυλή της Σαμαρείτιδας, η δύστηχη πετάχτηκε έξω ταραγμένη προσπαθώντας να τακτοποιήσει στο ασκεπές κεφάλι της, εκείνη την ολόλευκη - σχεδόν βρώμικη - μαντήλα, που είχε πάρει απ΄το υπαίθριο παζάρι. Φοβήθηκα - το ομολογώ - όταν είδα τον δαιμονισμένο στην γη των Γεργεσηνών, να ουρλιάζει δαιμονικά στον μανιασμένο αέρα, που σχεδόν έπαιρνε τα πάντα στο σκονισμένο διάβα του, έσκουζε, αφρίζοντας κάτι ακαθόριστες σιαλόφουσκες στο άνυδρο έδαφος της γης των Γαδαρηνών. Ο Κύριος τον πλησίαζε κι εκείνος έγινε ένα φοβισμένο, ανήμπορο - καθ'όλα - αγρίμι, που σερνόταν στην ξερακιασμέμη γη της αιχμαλωσίας του. Άλλη φορά κυττούσα εκστασιακά, αποσβολωμένα, σχεδόν παραλυτικά, μια άγνωστη γυναίκα στο γεμάτο ευταξία και καλοσύνη σπίτι της Μάρθας. Έτριβε τα μουσκεμένα απ'το γοερό, ανυπόκριτο και αθόρυβο κλάμμα, μαλλιά της, πάνω στο πόδι Του με άρωμα ακριβό, δυνατό, ευωδιάζον. Είπα μέσα μου -τί όμορφος τρόπος εκδήλωσης τέλειας μετανοίας - αργότερα έκλαψα σαν Τον είδα προσευχόμενο στον επουράνιο Πατέρα Του. Μια ήσυχη, φεγγαρόφωτη, δροσερή νύχτα, που τα δέντρα δίπλα του, λες και είχαν γείρει ελαφρώς από την απόλυτη, απύθμενη λύπη τους, πονηρή βραδιά που ελόχευε απροσδόκητους, ανώνυμους κινδύνους, ένα προκαθορισμένο, σταυρικό ... φιλί, κι ύστερα όλα πήραν την αντίστροφη φορά τους, στο ακάνθινο στεφάνι που Του έβαλαν κάποιοι τζογαδόροι κι αλλόκοτοι στρατιώτες. Στο πάράδοξα, υπερβολικά ήρεμο χέρι του υποκριτή Πιλάτου, σ'εκείνον τον αιμοδιψούντα, οχλαγωγούντα λαό που φωνασκούσε εμετικά το όνομα ενός παγερού, παρανοικού σχεδόν εγκληματία, στο πέτρινο, ανηφορικό, εκείνο σταυροδρόμι προς τον Γολγοθά. Πολλοί - αλήθεια - απ'αυτούς που εξανίσταντο στο περασμά Του, ήταν οι ίδιοι, που λίγο πριν είχαν ιαθεί από αυτή την ταπεινή και υπερούσια παρουσία που ανέβαινε, τρεκλίζοντας, σέρνοντας, σκουντουφλώντας ανάμεσα σε αδιάφορους, εφήσυχους, ανέξοδους θεατές. Άλλοι ξεπρόβαλλαν στα ανοιγμένα παραθυρόφυλλα με μορφασμένο πνεύμα επικριτικό, ένας σταυρικός ανήφορος είναι κι η ζωή μας. Όταν ζούμε - μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας μας - την βιοτή του Παντοκράτορα Χριστού μας, ποιές Μέρκελιστικές ερινύες θα υφαρπάξουν την ζωή μας και ποιοί νεοποχίτες, παραδομένοι Σαμαράδες θα μας χαλάσουν τον δρόμο προς το Όνειρο. Ποιός θα βιάσει το χαμόγελο απ'το στόμα μας, μ'αυτά που εγκολπωνόμαστε νυχθημερόν και υπομένουμε, λυτρωνόμαστε. Και θα χτίσουμε μια πατρίδα που δεν θα κοιμάται πλέον ησύχως, στους επερχόμενους, επίδοξους βιαστές της και οι Έλληνες θα είναι αληθινά ελεύθεροι, μετά από την επιβεβλημένη - προς το παρόν - εξευρωπαισμένη, κατοχική θανή τους...!
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου