Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΑ;





.....Οι ψυχές είναι ζώσες, αέναες, αυθύπαρκτες, πνευματικές παρουσίες, που περιμένουν, αναμένουν και προσμένουν μια προσευχή ανάπαυσης, ένα δάκρυ συγκατάβασης, ένα κόλυββο συγχώρεσης. Ο οικογενειακός ιστός ποτέ δεν διασπάται με την κοίμηση ενός ανθρώπου, ενώνεται στο Κοινό Ποτήριο και στην ζέση της μετά ζήλου προσευχής. Απλά, γιατι ζώντες και κεκοιμημένοι είναι πνευματικώ τω τρόπω, μια αδιαίρετη, ομογεννούσα και αδιάσπαστη οικογένεια, που εξακολουθεί να συνυπάρχει, μέχρι η λησμονιά και η απόρριψη της αυθυπαρξίας τους από ανέξοδα ανοήμονες ανθρώπους καταστήσουν τις ψυχές αποβλητέες και ανύπαρκτες.....


Ποιός θυμάται τους νεκρούς τα Σάββατα,ψυχές που από χρόνια απομυζούν ζωή και θάνατο στους παραδεισένιους αμπελώνες του Νυμφίου ή στ' αφεγγάρωτα, σβησμένα μονοπάτια μιας αιμορραγούσας νοσηρής ,απάνεμης ζωής; Ψυχές που εξακολουθούν να υπάρχουν στο εκπληκτικά, πλανώδες πείσμα των ανθρώπων πως χαθήκαν, λες και το πνεύμα έχει ανάγκη να προσμετρηθεί με το φτιασιδωμένο, χοικό κάλλος των προσωρινών, ημεροληκτικών μονάδων. Θρηνώ την αμετροπρεπή ασύνεπειά μου, όχι στην ενθύμηση, μα εκεί στο ανατολικό βήμα της εκπνεόμενης προσευχής, σε ταπεινά, απλά δωρομνημόσυνα και σε θυμισμένους, πεμπόμενους ύμνους που αναδύονται στα ευχολογικά, εσχατολογικά τρισάγια. Οι Κυριακές είναι λυτρωτικές, δωρόθεες αναστάσεις, που οι ψυχές περιμένουν μαζί με τους ημεροληξιακούς ανθρώπους να γευθούν την άρρητη γλυκήτητα της Χριστού μερίδας. Πριν χρόνια ο γέροντάς μου, μας είπε, ένα πρωινό, παγερό Δευτέρας: ήταν, ντάλλα Χειμώνας στην χιονισμένη Μονή, ξύπνησε αλαφιασμένος σαν κάποιος να του είχε βάλλει φουρνέλο στην ησυχάζουσα, ειρηνική ψυχή του. Είχε λησμονήσει την προηγούμενη να μνημονεύσει μια ψυχή, ενθύμηση ζωντανή των νεανικών του χρόνων, κι αυτή του εμφανίστηκε αναστατωμένη κι οδυρόμενη, πνιγμένη στην λησμονιά, στην απομόνωση, πως δεν θα γευόταν το μυρώδες σώμα και το το αγιοπνευματισμένο αίμα του Χριστού μας. Του φώναζε, πως την ξέχασε και γύριζε πίσω αποκαμωμένη, θρηνοσκυφτούσα, μαραμένη κι ο γέροντας θλιβόταν την αναπάντεχη λησμονιά στο πρόσωπο της κυρίας - Εύχαρις, που όσο ζούσε ακόμη, καλοσυνεμένη γραία ενενήκοντα αναβατικών, δυσκολοδιάβατων, μετενοημένων δρόμων, του υπενθύμιζε συνεχώς την ημέρα του Σαββάτου. Είχαν υπογράψει ένα άτυπο, καρδιακό συμβόλαιο αμοιβαίας, Χριστολογικής αγάπης: πως, όταν εκείνη θά' φευγε για την προορισμένη ,αληθινή Πατρίδα, θα προσευχόταν γονυπετούσα σε κάποια, άπακρη, ταπεινή ακρούλα για τον αγαπημένο της πνευματικό κι εκείνος θα της έκανε τρισάγια, κομποσκοίνια και μνημόσυνα. Αίφνις,ο Θεός επέτρεψε ν' αποκαλυφθεί η κυρία Εύχαρις, όχι για να δούμε πως οι ψυχές είναι ζώσες και επαιτούσες ευχές και προσευχές, τούτο είναι απλοικά βέβαιο, μα για να νιώσουμε συθέμελα στο τέρμα της καρδιάς μας, πως περιμένουν, αναμένουν τα Σάββατα ν' αναπαυθούν από εμάς, εκεί που οι ψυχές ετάχθησαν μέχρι την εσχατιά του χρόνου, να ίστανται άλλες στην Χαριτολογική ευφορία του επί θρόνου Παντοκράτορος Χριστού μας κι άλλες εκεί, που η ίδια γήινη, χοική ζωή τους όρισε το τέρμα και την ένταξη, το όριο και το μέτρο, το Τώρα, το Μετά.



Υ.Γ. Μνήμη του κατά σάρκα πατρός μου Δημοσθένους, Δημοσθένους και Ευθυμίου, Κυπριανού αρχιερέως, Δήμητρας, Νικολαου, Γεωργίου, Βικτωρίας, Γεωργίου, Ιωάννη, Παναγιώτας, Παναγιώτας, Βίτωρος, Ηλία, Χρυσής, Δέσποινας,Αργυρής, Σοφίας, Κωνσταντίνου, Στυλιανού, Ταξιάρχη ιερέως, Χαραλάμπους, Χαραλάμπους, Ευγενίας, Σωτηρίας, Ακριβής, Βαρβάρας, Δημητρίου, Δημητρίου, Φωτίου, Γεωργίου, Σταυρούλας,Σταυρούλας, Ελένης, Θωμά, Μαρίας, Παρθενίας, Γεωργίου, Βασιλείου, Ηρακλέως. ...Αυτός τοις πάσι τα πάντα γενού, ο ειδώς έκαστον και το αίτημα αυτού, οίκον, και την χρείαν αυτού.


Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου