Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

ΘΡΗΝΩ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ



 

Εκείνη η εκκλησιά σφηνωμένη στον άνεμο,
ξαπλωμένη γαλήνια στο χέρι του Κτίστη της,
μνήμη ζωής στο δισάκι οδοιπόρου, που χάσκει στον θάνατο,
μοναστική θυσία στην ερημιά του χρόνου,
κυοφόρησε εντελώς αθόρυβα,
το κρυμένο όνειρο ενός εύπλαστου,χοικού ανθρώπου.


Γιώργος Δ. Δημακόπουλος


                                                                

Δεν ξέχασα ποτέ, εκείνο το ξυλίκι στις λασπερές αλάνες, ούτε το στάκαμαν που παίζαμε στα πράσινα χορτάρια. Ακόμη θυμάμαι το μονότερμα, που κλωτσάγαμε μ' εκείνο το πλαστικό μπουκάλι, τα χαρτάκια που ρολλάραμε έξω απ' τις σιδερένιες πόρτες. Καλοκαίρια ξέγνοιαστα, που θύμιζαν φωτογραφία απ' το αναγνωστικό της Πρώτης, τα μήλα στη γειτονιά, με την ξεφούσκωτη, την μπάλλα. 


Φωνάζαν οι μαννάδες βράδυαζε, φτου ξελεφτερία μού' λεγες και χτυπούσες την ξύλινη κολώνα, τρέχαμε να οχυρωθούμε σ' ένα ατέλειωτο κρυφτό θριάμβου. Σαν αγαλματάκια ακούνητα με σταματημένη ανάσα,ψόφιοι γυρίζαμε στο σπίτι και ξαπλώναμε πάνω στο Ντομινό της μάννας! 


Η φτώχεια είναι όμορφη, όταν έχει πλούσιους ανθρώπους, μεγαλόψυχους να την διακονούν. Κάποτε η μεγαλοσύνη του γείτονα στεγαζόταν σε μικρές αυλές με χρυσάνθεμα, φούλια και γαζίες, την συντρόφευαν ξύλινα κλουβιά με κίτρινα καναρίνια, πήλινες γλάστρες με βασιλικά που φυτεύαν του Σταυρού. Ένα πιάτο φακές πηγαινοερχόταν στις μικρές ξύλινες πόρτες με το μάνταλο από μέσα, αρρώσταινε ο γείτονας, όρθια στο πόδι όλη η γειτονιά, να πάνε μπλε οινόπνευμα, αλγκόν και ασπιρίνες. 


Τις Κυριακές θυμάμαι ένα μπαούλο ραδιόφωνο να τραγουδάει το ''Σταυροδρόμι'' του μακαρίτη Γαβαλά, ο παππούλης άγιαζε τα σπίτια και μετά καθόταν να πιει μια κούπα κόκκινο κρασί, εκείνο το περσυνό, που είχαν φτιάξει με τα μαυροστάφυλλα της κρεβατίνας που αγκάλιαζε πλούσιες καρδιές σε φτωχές, ασπροβαμμένες καμαρούλες. 


Κάποτε, ο άντρας κι η γυναίκα είχαν την εγγενή ταυτοτητά τους, το επιτραπέζιο φαγητό ήταν οικογενειακή ιεροτελεστία, τις νύχτες ακούγαμε απ' το ραδιόφωνο το θέατρο της Τετάρτης. Έβηχε ο νοικάρης κι ανησυχούσε ο νοικοκύρης, οι επισκέψεις στα συγγενικά σπίτια δεν ήταν καθ' υποχρέωσιν και καθωσπρεπικές συνάξεις, τις Κυριακές έτρωγαν όλοι μαζί, με ότι πιο απλό υπήρχε. 


Την Άνοιξη ξεχύνονταν στην αναπλασμένη από το πράσινο και λαμπριάτικη από το Πάσχα, εξοχή, κάτω από μια σκιώδη ελιά διασκέδαζαν την βασιλική τους φτώχεια και την αυτοκρατορική αγνοτητά τους. Τα παιδιά είχαν αδιαμφισβήτητα, προκαθορισμένο ρόλο και το παιχνίδι της αλάνας. Στις θλίψεις η γειτονιά σύμπασχε ενωμένη, η παραδοχή της φτώχειας δήλωνε μεγαλοψυχία κι η θυμιατίζουσα αγάπη, Καλοσύνη! 


Ύστερα πάλι, η απλότητα είναι μεγαλοσύνη κι αρχοντιά, γιατι είναι ταπεινό ένδυμα στην ζωή του χριστιανού, η δηκτικότητα ταιριάζει στους οικτρώς απουσιάζοντες από την κατά Χριστόν ζωή. Πολλοί θωρούν την πτωχεία ως επικατάρατη, κι όμως στην κρίση που βιώνουμε,αυτοί που πάσχουν περισσότερο είναι εκείνοι που έχουν περισσότερα. Ο ενδεής δεν έχει να χάσει τίποτα, όσοι όμως, από χρόνια αποθηκεύουν στην τράπεζα της Πίστης, αυτοί νοούν έτι περισσότερο τους θεοδώρητους τόκους της πνευματικής τους αποταμίευσης. 


Όταν, κάποιοι τους λοιδωρούσαν ως φουκαράδες, ανοικούς και απόκοσμους ανθρώπους, εκείνοι έκαναν την ντροπή τους μεγαλόσχημη καλοσύνη στα μάτια του Θεού, όταν άλλοι ανέξοδα, τους δακτυλοδεικτούσαν, ως άχαρους, λιποτάκτες από τις πλουμιστές χαρές της κοσμικής απόλαυσης, εκείνοι συνέχιζαν απτόητοι να σέρνουν τον σταυρό, που πιστώθηκαν τον καιρό της μετανοίας τους. 


Τώρα εξοπλισμένοι από τους υπερβατικούς καρπούς της αγιοπνευματικής αλλοίωσής τους, μπορούν κατά παραχώρηση Θεού, να εγκολπωθούν την αγία υπομονή στις επερχόμενες στάχτες και στα σοδομικά αποκαίδια, ο γομορισμός είναι ο ακριβής καθρέφτης της σύγχρονης, ορθολογιστικής κοινωνίας μας. Ενδεχομένως τα σόδομα να υπολοίπονται σε αναγνώριση, από τις σημερινές, δια νόμου πλέον, νομοθετημένες αμαρτίες, καθώς οι άρχοντες του κόσμου επικυρώνουν την αμαρτία με βουλευτικά διατάγματα και κρατικές επιχορηγήσεις. 


Αντισταθείτε λοιπόν, στους ανέξοδους πλάνους, τους στρουθοκαμηλίζοντες, υποκριτές ενδυματο-λόγους, σ' αυτούς που γυρεύουν δόξα στα like των ανθρώπων! θρηνώ γι'αυτά που μας κληροδοτήσατε στο μέλλον, άλλο τόσο όμως, πονώ για το παρελθόν που ασελγήσατε επάνω του, για τις μέρες που ματώσατε στο σμιλευμένο κορμό της μαμάς Πατρίδας, για τα χαμένα εκείνα τα χαμόγελα στο στόμα των ανθρώπων, πως φτιάξατε μια ζωή χαμαίτυπη, φιδοφιλούσα, ανυπόστατη. 


Εγκλωβισμένες φιγούρες που κυοφορούν ολημερίς τεφτέρια, αριθμούς, κωδικούς και ύβρεις. Τί θα πω στον γυιό μου αύριο, για την γυάλα που μέσα απομονώσατε το όνειρο να σκέφτεται, σταυρώσατε την Πίστη στα βρώμικα ντουβάρια μιας στοάς διαβολανθρώπων, που ρουφούν τον θάνατο στα δημόσια υπουργεία και σε υπαίθρια αποχωρητήρια. Η Ελλάδα ταξιδεύει στο άγνωστο με μια αγκαλιά αγκάθια, χτίζω την δική μου Κιβωτό και θα βάλω μέσα το φωτογραφιστό χαμόγελο της μάννας μου κι ένα μικρό, τόσο δα μικρό, μπουκάλι με άρωμα, μιας προγούμενης Ελλάδας. 


Δεν θλίβομαι από τους ανείπωτους εμπτυσμούς στο απύθμενο βλέμμα σας, ούτε για τους ηρωδιακούς μακαρισμούς, στην ξεβαμμένη γκριμάτσα, της απρόσωπης φιγούρας σας, μα να, δικαιούμαι, να μελαγχολώ, στην παροδική ευφροσύνη της γυάλινης ζωής, που μας προικίσατε, στα μετέωρα βήματα, που βουλιάζουν στα ελώδη μονοπάτια της άτακτης φυγής που μας χαράξατε, στα άναρχα ζάρια που κυλλήσατε, στο γκρεμό των αβέβαιων... σωμάτων μας, κι έτσι υπόσχομαι, ν' αλλάξω την ρότα του ανέμου που φυσσάτε στο κεφάλι μου. 


Να βάλω φραγή στις υπαίθριες ιαχές από τα μεγάφωνα της πλατείας, που ξεχάσατε να κλείσετε, να γίνω πιο μικρός ακόμη περισσότερο, να δρασκελίσω στις πνευματικές αλάνες, που φιλοτέχνησε ο Χριστός μας, να μουρμουρήσω σαν παιδί στον ευωδιαστό χιτώνα του και να ταπεινώσω εαυτόν, ως εκεί, που δεν δύναμαι ν' αγγίξω την Άκρα Ταπείνωσή Του!


 

Κι έτσι υπόσχομαι, 
ν' αλλάξω την ρότα του ανέμου που φυσσάτε στο κεφάλι μου, 
να βάλω φραγή στις στοικές ιαχές από τα μεγάφωνα της πλατείας, 
που ξεχάσατε να κλείσετε, 
να γίνω πιο μικρός, 
να δρασκελίσω στις πνευματικές αλάνες, που φιλοτένησε ο Χριστός μας. 
Γιατί μόνο Εκείνος αγαπάει πραγματικά τους δούλους του, 
που είναι οι αληθινά Ελεύθεροι. 
Ύστερα πάλι, 
η απλότητα είναι μεγαλοσύνη κι αρχοντιά, 
γιατι είναι ταπεινό ένδυμα στην ζωή του χριστιανού, 
η δηκτικότητα ταιριάζει στους οικτρώς απουσιάζοντες από την κατά Χριστόν ζωή. 
Πολλοί θωρούν την πτωχεία, ως επικατάρατη, 
κι όμως, στην κρίση που βιώνουμε, 
αυτοί που πάσχουν περισσότερο, είναι εκείνοι που έχουν περισσότερα! 
Ο ενδεής δεν έχει να χάσει τίποτα, 
παρά μόνο τις κλεφτές ματιές στο ζεστό ψωμί στο βιοποριστικό του μετερίζι.



 Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

          

3 σχόλια:


  1. Κι έτσι υπόσχομαι, ν' αλλάξω, την ρότα του ανέμου που φυσσάτε στο κεφάλι μου,να βάλω φραγή στις στοικές ιαχές από τα μεγάφωνα της πλατείας,που ξεχάσατε να κλείσετε,να γίνω πιο μικρός, να δρασκελίσω στις πνευματικές αλάνες,που φιλοτένησε ο Χριστός μας,γιατί μόνο Εκείνος αγαπάει πραγματικά τους δούλους του,που είναι οι αληθινά Ελεύθεροι,ύστερα πάλι,η απλότητα είναι μεγαλοσύνη κι αρχοντιά,γιατι είναι ταπεινό ένδυμα στην ζωή του χριστιανού,η δηκτικότητα ταιριάζει στους οικτρώς απουσιάζοντες από την κατά Χριστόν ζωή,πολλοί θωρούν την πτωχεία,ως επικατάρατη,κι όμως, στην κρίση που βιώνουμε,αυτοί που πάσχουν περισσότερο,είναι εκείνοι που έχουν περισσότερα,ο ενδεής δεν έχει να χάσει τίποτα,παρά μόνο τις κλεφτές ματιές στο ζεστό ψωμί της βιοποριστικής του πάλης.



    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ''Οι αληθινοί παράδεισοι είναι οι παράδεισοι που έχουν χαθεί''Ο πλάστης, το πλαστήρι, η πινακωτή, η μεγάλη πήλινη ή ξύλινη λεκάνη ήταν τα χρειαζούμενα της γιαγιάς μου, η οποία, όπως οι περισσότερες Ελληνίδες νοικοκυρές, ζύμωνε το ψωμί της οικογένειας για ολόκληρη εβδομάδα. Από το βράδυ της προηγούμενης ημέρας η γιαγιά έπιανε το προζύμι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Έτσι είναι.Πολλές φορές χαίρομαι για το παρελθόν που ζήσαμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή