Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΕΚ ΘΕΟΥ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΜΟΣΤΡΑΤΟΥ


 

 

Ὅτε ἦλθον εἰς Πάρον καὶ ἔγινα μοναχὸς καὶ κατόπιν Ἱερεὺς καὶ Πνευματικός,

μετέβαινα, μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Γέροντός μου Ἱεροθέου 

καὶ τὴν ἄδειαν τοῦ τότε Μητροπολίτου Παροναξίας κυροῦ Ἱεροθέου, 

εἰς τὰς πόλεις, 

κώμας καὶ χωρία τῶν νήσων Πάρου καὶ Νάξου 

καὶ ἐξωμολόγουν τοὺς πιστοὺς καὶ ἐκήρυττον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.

Κατὰ τὸ ἔτος 1917-1918 μεταβὰς εἰς τὴν χώραν Παροικίαν, 

φιλόχριστός τις, ὀνόματι Πέτρος Μοστρᾶτος, 

μὲ ἐκάλεσε εἰς τὸν οἶκον του καὶ ἀφοῦ ἐξομολογήθη αὐτὸς 

καὶ ἡ κυρία του μοὶ ἐδιηγήθη τὴν κατωτέρω κατανυκτικὴν ὅρασιν,

 τὴν ὁποίαν ἔγραψα διὰ νὰ δημοσιεύσω πρὸς ὠφέλειαν τῶν πιστῶν ἀναγνωστῶν χριστιανῶν. 

Εἶχον μοὶ εἶπε δυὸ τέκνα,

 ἕνα υἱὸν καὶ μίαν θυγατέραν.


 


Ἐφρόντισα ὡς πατὴρ καὶ τὰ ἔμαθα γράμματα καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσαν τὸ Γυμνάσιον ἀπεφάσισα νὰ τὰ στείλω καὶ τὰ δυὸ νὰ σπουδάσουν εἰς Ἀθήνας εἰς τὸ Πανεπιστήμιον. Ἡ κόρη, καίτοι μικρότερα κατὰ δυὸ ἔτη, ὑπερτερεῖ κατὰ πολλὰ τὸν ἀδελφόν της εἰς τὰ γράμματα, εἰς τὴν ἐπιμέλειαν, εἰς τὴν ἀγάπην, εὐσέβειαν, πίστιν, σύνεσιν, φρόνησιν καὶ λοιπὰς ἀρετάς· ὅταν τῆς ἐπρότεινα νὰ ὑπάγη εἰς τὸ Πανεπιστήμιον μὲ τὸν ἀδελφόν της, μοὶ εἶπεν: «Πάτερ μου, πάντοτε εἰς ὅλα σοῦ ἔκανα ὑπακοή, εἰς αὐτὸ δὲν θὰ σοῦ κάμω. Μὲ ἀρκοῦν τὰ γράμματα ποὺ ἔμαθα». «Ἐγὼ θέλω κόρη μου, τῆς εἶπα, νὰ σὲ στείλω νὰ γίνης ἐπιστήμων». «Καὶ ἐγὼ πάτερ μου, μὲ ἀπήντησε, θεωρῶ ὅτι μεγαλύτερα ἐπιστήμη εἰς ἕνα κορίτσι δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τοῦ νὰ φυλάξη τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἥτις λέγει: «Τίμα τὸν Πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα ἐν σοὶ γένηται», νὰ ἀγαπήση τοὺς γονεῖς της, νὰ τοὺς ὑπηρέτηση καὶ βοηθήση εἰς τὸ γῆρας των, ὅταν δὲν ἔχουν ἄλλο παιδὶ ὡς ὑμεῖς, οἱ ὁποῖοι τόσο ἐκοπιάσατε δι᾿ ἐμὲ καὶ ὅταν ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας, καὶ ὅταν ἤμην νήπιον καὶ κατόπιν μικρὸ κορίτσι καὶ μέχρι τώρα. Εἶναι ἀδύνατον νὰ σᾶς ἀφήσω καὶ μάλιστα τώρα ποὺ ἐγηράσατε».Βλέπων τὴν ἐπιμονήν της, τὴν ἄφησα καὶ βλέπων τὴν ἀγάπην καὶ ἀφοσίωσιν, τὴν περιποίησιν καὶ τὴν φροντίδα ποὺ εἶχε καὶ εἰς ἐμὲ καὶ εἰς τὴν μητέρα της ἐχαιρόμεθα καὶ ἐνομίζαμε ὅτι εἴμεθα εὐτυχεῖς καὶ θὰ εἴμεθα διὰ πάντα, καὶ πολλοὶ μᾶς ἐμακάριζον, ὅτι εἴχαμεν τοιαύτην χαριτωμένην κόρην, καὶ ἐλησμονήσαμεν ὅτι ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία ἡ διαρκῆς δὲν εἶναι εἰς τὸν παρόντα πρόσκαιρον βίον, ἀλλ᾿ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν.Δὲν παρῆλθε πολὺς καιρὸς καὶ ἠσθένησε σοβαρὰν ἀσθένειαν καὶ οἱ ἰατροὶ ἀπεφάνθησαν ὅτι θὰ ἀποθάνη. Ἡ χαρά μας μετεβλήθη εἰς λύπην ἄφατον. Εἰς τὴν ἀπελπισίαν μου κατέφυγον εἰς τὴν ταχυνὴν βοήθειαν, εἰς τὴν ἐλπίδα καὶ προστασίαν καὶ καταφυγὴν τῶν Χριστιανῶν, τὴν Εὐσπλαχνικωτάτην Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν Παναγίαν τὴν Μεγαλόχαριν Εὐαγγελίστριαν. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν ἰδιόκτητον Ναόν της, τὸν ὁποῖον εἶχον ἐκ κληρονομιᾶς τῶν γονέων μου, πλησίον τῆς οἰκίας μου καὶ προσπεσῶν ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος γονυπετής, τὴν παρεκάλουν μετὰ θερμῶν δακρύων νὰ σώση τὴν κόρην μου ἐκ τοῦ θανάτου, ἢ νὰ πάρη τὸ ἀγόρι μου καὶ νὰ μοὶ ἀφήση τὸ κορίτσι, ποὺ ἦτο τόσον καλόν. Ἡ Παναγία δὲν μὲ ἤκουσε καὶ ἀπέθανε τὸ θυγάτριόν μου. Ὅταν ἀπέθανε καὶ ἐγὼ καὶ ἡ σύζυγός μου εἴμεθα ἀπαρηγόρητοι, τίποτε ἄλλο δὲν ἐκάναμε, μόνον ἡμέραν καὶ νύκτα ἐθρηνούσαμε τὴν δυστυχίαν μας.Ἐπὶ 15 ἡμέρας ἔμενα κλεισμένος μὲ τὴν σύζυγόν μου εἰς τὴν οἰκίαν μας διαρκῶς κλαίοντες καὶ ἀφοῦ συνεπληρώθησαν 15 ἡμέραι ἐπῆγα εἰς τὴν πλησίον τῆς οἰκίας μου Ἐκκλησίαν καὶ ἤναψα τὴν κανδήλαν τῆς Παναγίας καὶ ἐνθυμηθεὶς ὅτι τὴν παρεκάλουν νὰ σώση τὴν κόρην μου καὶ δὲν τὴν ἔσωσε ἔσβυσα τὴν κανδήλαν καὶ εἶπα πρὸς τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ θυμόν. «Ἐπειδὴ δὲν μὲ ἤκουσες Παναγία καὶ ἐγὼ σοῦ σβύνω τὴν κανδήλαν» καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν οἶκον μου. Μόλις ἀνεκλήθην εἰς τὴν κλίνην μου ἦλθον δυὸ ἀστραπόμορφοι νέοι, μὲ παρέλαβον, μὲ ἐξήγαγον ἐκ τῆς οἰκίας καὶ ἐπεριπατούσαμεν εἰς μίαν πεδιάδα. Φοβηθεὶς τοῖς εἶπον ποῦ μὲ πηγαίνετε; Σὲ ὑπάγωμεν, μοὶ εἶπον, νὰ ἴδης τὴν κόρην σου. Ἡ κόρη μου τοῖς εἶπον εἶναι 15 ἡμέραι ποὺ ἀπέθανε, δὲν ὑπάρχει. Τότε μὲ ὑφὸς αὐστηρὸν μοὶ εἶπον «ἄπιστε, ἀκόμη δὲν πιστεύεις; ἐλθὲ νὰ τὴν ἰδῆς». Καὶ προχωρήσαντες ὀλίγον ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα κῆπον θαυμάσιον, ὁ ὁποῖος ὁμοίαζε μὲ τὸν Παράδεισον. Εἰς τὸ μέσον τοῦ Παραδείσου ἦτο ἕνα μεγαλοπρεπέστατον ἀνάκτορον κτισμένον ἀπὸ χρυσὸν στίλβοντα. Μοὶ ἔδειξαν μίαν μεγάλην πύλην χρυσὴν καὶ μοὶ λέγουν «εἴσελθε ἀπὸ τὴν πύλην ταύτην εἰς τὸ ἀνάκτορον, ἐκεῖ θὰ ἴδης τὴν κόρην σου»σ.Εἰσελθὼν διὰ τῆς πύλης βλέπω μίαν αἴθουσαν βασιλικὴν ἀπέραντον. Εἰς τὴν αἴθουσαν ἐκείνην ἦσαν μυριάδες παρθένων, αἱ ὁποῖαι ἐκάθηντο εἰς θρόνους χρυσοὺς καὶ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἦσαν λαμπάδες. Τὰ πρόσωπα τῶν παρθένων ἐξήστραπτον ὑπὲρ τὸν ἥλιον, τὸ δὲ φῶς τῶν λαμπάδων καὶ ἐν γένει οἱ θρόνοι τῶν παρθένων, τὸ κάλλος τῆς αἰθούσης καὶ τοῦ ἀνακτόρου ἦτο ἀνερμήνευτον καὶ ἀκατανόητον. Παρατηρῶν τὰς παρθένους βλέπω τὴν κόρην μου εἰς θρόνον χρυσοῦν ἐξαστράπτουσαν τῷ κάλλει, ἀλλ᾿ αἱ λαμπάδες της ἦσαν ἐσβεσμέναι. Μόλις τὴν εἶδον τὴν ἀνεγνώρισα τρέχω μὲ χαρὰν νὰ τὴν ἐναγκαλισθῶ, νὰ τὴν φιλήσω, ἀλλὰ μόλις ἐπλησίασα ἠγέρθη τοῦ θρόνου καὶ μὲ ὄμμα αὐστηρὸν μὲ κοίταξε καὶ μοὶ λέγει! «φύγε ἀπὸ ἐδῶ· πῶς ἐτόλμησες καὶ ἦλθες καὶ ἐδῶ νὰ μὲ ἐνόχλησης;». Καὶ μὲ ἐξέβαλε τῆς αἰθούσης καὶ ἐκάθησε πάλιν εἰς τὸν θρόνον της. Ἐγὼ δὲ ἤρχισα νὰ παραπονοῦμαι καὶ νὰ τῆς λέγω. «Κόρη μου, διατί δὲν μὲ δέχεσαι; δὲν ἠξεύρεις πόσον σὲ ἠγάπων; Ἐγὼ παρεκάλουν τὴν Παναγίαν νὰ πεθάνη ὁ ἀδελφός σου διὰ νὰ ζήσης ἐσὺ νὰ σὲ ἔχω μαζί μου καὶ σὺ μὲ διώκεις;». «Παῦσε, μοὶ λέγει, νὰ λέγης ὅτι μὲ ἀγαπᾶς, διότι ἐὰν μὲ ἠγάπας ἔπρεπε νὰ ἔχαιρες εἰς τὴν εὐτυχίαν μου, εἰς τὴν δόξαν μου, εἰς τὴν τιμήν μου καὶ ὄχι νὰ λυπῆσαι. Ἔπρεπε νὰ εὐχαριστῆς τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν, ποὺ μὲ ἠξίωσαν τοιαύτης εὐτυχίας καὶ δόξης καὶ ὄχι νὰ γογγύζης». Τότε τῆς λέγω «κόρη μου, διατί τῶν ἄλλων παρθένων αἱ λαμπάδες εἶναι ἀνημμέναι, αἱ δὲ ἰδικαί σου εἶναι ἐσβησμέναι;». Μοὶ ἀπήντησε! «σὺ καὶ ἡ μητέρα μου μοῦ τὰς ἐσβύσατε μὲ τὰ δάκρυά σας, καὶ ἂν δὲν παύσετε νὰ κλαίετε, νὰ μὴ λέγετε ὅτι εἶμαι κόρη σας». Αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἐξύπνησα καὶ στοχαζόμενος ἐκεῖνα τὰ μεγαλεῖα τὰ ὁποῖα εἶδον καὶ τὴν δόξαν τῶν παρθένων καὶ τῆς κόρης μου καὶ τὸ κάλλος τὸ ἀμήχανον, ἔμεινα ἄρκετην ὥραν ἐκστατικὸς καὶ ἀφοῦ συνῆλθον διηγήθην εἰς τὴν σύζυγόν μου τὰ ὅσα εἶδον καὶ παρηγορήθη ἀρκετά. Ἐν τῷ μεταξὺ ἤρχισεν ἡμέρα καὶ τρέχω εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ προσπίπτων γονυκλινὴς ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας, μὲ δάκρυα μετανοίας καὶ χαρᾶς ἐζήτουν συγχώρησιν. «Παναγία μου, παρηγορήτριά μου καὶ προστασία καὶ ἐμοῦ καὶ ὅλων τῶν Χριστιανῶν, συγχώρησόν μοι διὰ τὰ ἄσκοπα καὶ ἄπρεπα λόγια ποὺ σοῦ εἶπα. Ἡ πολλὴ θλίψις μοὶ ἐπροξένησε παραφροσύνην. Σὲ εὐχαριστῶ μυριάκις, σὲ εὐχαριστῶ καὶ θὰ σὲ εὐχαριστῶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου καὶ θὰ σοῦ ἀνάπτω τὸ κανδήλι ἡμέραν καὶ νύκτα».Ἐπιστρέψας εἰς τὸν οἶκον μου ἐφόρεσα τὰ γιορτινά μου ροῦχα καὶ ἐξῆλθον εἰς τὴν ἀγορὰν περιπατῶν καὶ χαίρων εἰς τὴν κεντρικὴν ὁδὸν τῆς χώρας. Μόλις μὲ εἶδον οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχον νὰ μὲ συλλυπηθοῦν.


 

Ἐγὼ δὲ τοὺς ἔλεγον δὲν δέχομαι συλλυπητήρια.

 Δέχομαι συγχαρητήρια. 

Μερικοὶ τῶν φίλων καὶ γνωστῶν ἤκουσα νὰ ψιθυρίζουν καὶ νὰ λέγουν, τί κρίμα: 

Ὁ μπάρμπα-Πέτρος τὰ ἔχασε ἀπὸ τὴν πολλὴν λύπην. 

Ἐγὼ τοὺς ἐπλησίασα καὶ τοὺς εἶπον· 

«ὄχι δὲν τὰ ἔχασα, πρὶν νὰ ἴδω τὴν κόρην μου τὰ εἶχα χάσει, 

ἀλλὰ τώρα ποὺ τὴν εἶδα, 

εἶδα ὅτι ζῆ καὶ εὑρίσκεται εἰς μεγάλην δόξαν, τιμὴν καὶ εὐτυχίαν·

 εἶναι εἰς τὸν χορὸν τῶν παρθένων,

 ἔχω χαρὰν μεγάλην καὶ θεωρῶ ἑμαυτὸν εὐτυχῆ, 

ὅτι ἔχω κόρην νύμφην τοῦ Οὐρανίου Νυμφίου.



                                        

Μακαριστός Αρχιμανδρίτης π. Φιλόθεος Ζερβάκος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου