π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ: Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Ας τονίσουμε ἀκόμα μιὰ φορά, ὅτι ὁ σκοπὸς τὴς Μεγάλης Σαρακοστῆς δὲν εἶναι νὰ μᾶς ἐπιβάλει πιεστικὰ μερικὲς τυπικὲς ὑποχρεώσεις, ἀλλὰ νὰ μαλακώσει τὴν καρδιά μας τόσο, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀνοιχτεῖ στὶς πραγματικότητες τοῦ πνεύματος, ν᾿ ἀποκτήσει τὴν ἐμπειρία τῆς κρυμμένης «δίψας καὶ πείνας» γιὰ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ «ἀτμόσφαιρα» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, αὐτὴ ἡ ἀνεπανάληπτη «κατάσταση τοῦ νοῦ», δημιουργεῖται βασικὰ μὲ τὴν λατρεία, μὲ τὶς ποικίλες ἐναλλαγὲς ποὺ παρουσιάζονται στὴν λειτουργικὴ ζωὴ αὐτῆς τῆς περιόδου.
Θεωρούμενες κάθε μιὰ χωριστὰ αὐτὲς οἱ ἐναλλαγὲς μπορεῖ νὰ μᾶς φανοῦν σὰν ἀκατανόητες ρουμπρίκες (τυπικὲς διατάξεις), σὰν ἐπίσημοι κανονισμοί, ποὺ ἐξωτερικὰ φαίνονται προσκολλημένοι στὸν τύπο, ἀλλὰ ἄν τὶς ἐξετάσουμε σὰν σύνολο μᾶς ἀποκαλύπτουν καὶ μᾶς μεταδίδουν τὸ πνεῦμα τὴς Μεγάλης Σαρακοστῆς: μᾶς κάνουν νὰ δοῦμε, νὰ νιώσουμε καὶ νὰ βιώσουμε τὴν «χαρμολύπη» ποὺ εἶναι τὸ πραγματικὸ μήνυμα καὶ τὸ δῶρο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ, χωρὶς νὰ ὑπερβάλλει, ὅτι οἱ πνευματικοὶ πατέρες καὶ οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι, ποὺ σύνθεσαν τοὺς ὕμνους τοῦ Τριωδίου καὶ οἱ ὁποῖοι λίγο λίγο ὀργάνωσαν τὴν γενικὴ δομὴ γιὰ ὅλες τὶς ᾿Ακολουθίες τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, οἱ ὁποῖοι στόλισαν τὴν λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων μὲ μιὰ εἰδι- κὴ ὀμορφιὰ ποὺ τόσο τῆς ταιριάζει, διαθέτουν μιὰ θαυμαστὴ κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Αὐτοὶ πραγματικὰ ἤξεραν τὴν τέχνη τῆς μετάνοιας καί, κάθε χρόνο στὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, κάνουν αὐτὴ τὴν τέχνη προσιτὴ σὲ ὅποιον ἀπὸ μᾶς ἔχει αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούει καὶ μάτια γιὰ νὰ βλέπει.Είπαμε, ὅτι ἡ γενικὴ ἐντύπωση εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε «χαρμολύπη». ῞Οταν κάποιος, ἔστω καὶ ἄν ἔχει περιορισμένες γνώσεις γιὰ τὴν λατρεία, μπεῖ στὴν ᾿Εκκλησία ὅσο διαρκοῦν οἱ ᾿Ακολουθίες τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, σχεδὸν ἀμέσως —εἶμαι βέβαιος— θὰ καταλάβει αὐτὴ τὴν κάπως ἀντιφατικὴ ἔκφραση.Απὸ τὴν μιὰ μεριά, μιὰ κάποια ἤρεμη θλίψη διαποτίζει τὴν ᾿Ακολουθία: τὰ ἄμφια εἶναι σκοῦρα, οἱ ᾿Ακολουθίες διαρκοῦν περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι συνήθως καὶ εἶναι πιὸ μονότονες, σχεδὸν δὲν ὑπάρχει κίνηση.
Τὰ ἀναγνώσματα καὶ οἱ ψαλμοὶ ἐναλλάσσονται, ἀλλὰ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ φαίνεται σὰν νὰ μὴ «συμβαίνει» τίποτα: σὲ τακτὰ διαστήματα ὁ ἱερέας βγαίνει ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ λέει πάντοτε τὴν ἴδια σύντομη εὐχὴ καὶ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα συνοδεύει κάθε αἴτηση αὐτῆς τῆς προσευχῆς μὲ μετάνοιες.
῎Ετσι γιὰ ἀρκετὴ ὥρα στεκόμαστε σ᾿ αὐτὴ τὴν μονοτονία, σ᾿ αὐτὴ τὴν ἤρεμη θλίψη.᾿Αλλὰ κατόπιν ἀρχίζουμε νὰ νιώθουμε ὅτι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ παράσταση καὶ ἡ μονοτονία μᾶς χρειάζεται ἄν θέλουμε ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐμπειρία ἀπὸ τὴν κρυμμένη, καὶ κατ᾿ ἀρχὴν ἀπαρατήρητη ἐπίδραση τῆς ᾿Ακολουθίας.Σιγὰ σιγὰ ἀρχίζουμε νὰ καταλαβαίνουμε ἤ μᾶλλον νὰ αἰσθα- νόμαστε ὅτι αὐτὴ ἡ θλίψη στὴν πραγματικότητα εἶναι «εὐθυμία» ὅτι μιὰ μυστηριώδης μεταμόρφωση πρόκειται νὰ συμβεῖ μέσα μας.
Εἶναι σὰν νὰ φτάνουμε σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου οἱ θόρυβοι καὶ οἱ ἀναστατώσεις τῆς ζωῆς τοῦ δρόμου καὶ ὅλων ὅσων συνήθως γεμίζουν τὶς ἡμέρες, ἀκόμα καὶ τὶς νύχτες μας, δὲν ἔχουν δικαίωμα εἰσόδου, σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου αὐτὰ δὲν ἔχουν καμιὰ δύναμη.Ολα ὅσα μᾶς φαίνονται ὑπερβολικὰ σημαντικά, ὥστε νὰ γεμί-ζουν τὸ μυαλό μας, ὅλη αὐτὴ ἡ κατάσταση ἀγωνίας ποὺ μᾶς ἔγινε οὐσιαστικὰ δεύτερη φύση, ἐξαφανίζονται καὶ ἀρχίζουμε νὰ νιώ- θουμε ἐλεύθεροι, ἀνάλαφροι καὶ εὐτυχισμένοι.
Δὲν εἶναι ἡ θορυβώδης καὶ ἐπιφανειακὴ εὐτυχία ποὺ πηγαινοέρχεται εἴκοσι φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ εἶναι πολύ εὔθραυστη καὶ φευγαλέα, ἀλλὰ εἶναι ἡ βαθιὰ εὐτυχία ποὺ ἔρχεται ὄχι ὑπὸ μιὰ συγκεκριμένη καὶ εἰδικὴ αἰτία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ψυχή μας ποὺ ἔχει, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ντοστογιέφσκυ, «ἀγγίξει ἕναν ἄλλο κόσμο». Καὶ αὐτὸ ποὺ ἄγγιξε εἶναι καμωμένο ἀπὸ φῶς, εἰρήνη καὶ χαρά, ἀπὸ μιὰ ἀνέκφραστη ἐμπιστοσύνη.
Καταλαβαίνουμε λοιπὸν γιατί οἱ ᾿Ακολουθίες πρέπει νὰ ἔχουν μεγάλη χρονικὴ διάρκεια καὶ νὰ εἶναι κάπως μονότονες, καταλαβαίνουμε ὅτι, ἁπλούστατα, εἶναι ἀδύνατο νὰ περάσουμε ἀπὸ μιὰ συνηθισμένη κατάσταση τοῦ νοῦ, καμωμένη σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἀναστατώσεις, συνωστισμὸ καὶ φροντίδες, καὶ νὰ φτάσουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν νέα κατάσταση, χωρὶς πρῶτα νὰ ἠρεμήσουμε καὶ χωρὶς νὰ ἀποκαταστήσουμε μέσα μας ἕνα βαθμὸ ἐσωτερικῆς σταθερότητας.
Νὰ γιατί, ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν τὶς ᾿Ακολουθίες τῆς ᾿Εκκλησίας μόνο στὰ πλαίσια τῶν «ὑποχρεώσεων» καὶ ποὺ πάντοτε ρωτοῦν γιὰ τὸ λιγότερο δυνατὸ («πόσο συχνὰ πρέπει νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, κάθε πότε πρέπει νὰ προσευχόμαστε;»), δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ καταλάβουν τὴν ἀληθινὴ φύση τῆς λατρείας, ἡ ὁποία ἔχει σκοπὸ νὰ μᾶς μεταφέρει σ᾿ ἕνα διαφορετικὸ κόσμο —στὸν κόσμο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ!
Εκεῖ ὅμως μᾶς μεταφέρει σιγὰ σιγά, γιατὶ ἡ πεσμένη μας φύση ἔχει χάσει τὴν ἱκανότητα νὰ μπαίνει στὸν κόσμο αὐτὸ φυσικά.Ετσι, ὅσο βιώνουμε αὐτὴ τὴν μυστηριώδη ἐλευθερία, ὅσο γινόμαστε «ἀνάλαφροι καὶ εἰρηνικοί», ἡ μονοτονία καὶ ἡ θλίψη τῶν ᾿Ακολουθιῶν ἀποκτοῦν μιὰ καινούργια σημασία, μεταμορφώνονται. Μιὰ ἐσωτερικὴ ὀμορφιὰ τὶς φωτίζει σὰν τὴν πρωινὴ ἡλιαχτίδα πού, ἐνῷ ἀκόμα στὴν κοιλάδα εἶναι σκοτάδι, στὶς βουνοκορφὲς ἀρχίζει νὰ φωτίζει· αὐτὸ τὸ «Φῶς» καὶ ἡ κρυφὴ χαρὰ ἔρχονται ἀπὸ τὰ ἐπαναλαμβανόμενα «ἀλληλούϊα», ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν μουσικὴ ἀπόχρωση τῆς λατρείας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Αὐτό πού στήν ἀρχήπαρουσιάστηκε σὰν μονοτονία, τώρα ἀποκαλύπτεται σὰν εἰρήνη· ὅ,τι ἀκουγόταν σὰν θλίψη, βιώνεται τώρα σὰν τὴν ἐντελῶς πρώτη κίνηση τῆς ψυχῆς νὰ ξαναβρεῖ τὸ χαμένο βάθος της. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ πρῶτος στίχος τοῦ «ἀλληλούϊα» διακηρύττει κάθε πρωῒ στὴν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς: «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς Σέ, ὁ Θεός, διότι Φῶς τὰ προστάγματά Σου ἐπὶ τῆς γῆς». «Χαρμολύπη» λοιπὸν εἶναι: ἡ θλίψη γιὰ τὴν ἐξορία μου, γιὰ τὴν καταστροφὴ ποὺ ἔχω κάνει στὴν ζωή μου· εἶναι ἡ χαρὰ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συγγνώμη Του, ἡ χαρὰ γιὰ τὴν ξαναγεννημένη ἐπιθυμία γιὰ τὸ Θεό, ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι. Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς λατρείας στὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Τέτοια εἶναι ἡ πρώτη καὶ γενικὴ ἐπίδρασή της στὴν ψυχή μου. Για πολλούς, ἄν ὄχι γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους Χριστιανούς, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕναν περιορισμένο ἀριθμὸ ἀπὸ τυπικοὺς κανόνες καὶ διατάξεις, ὅπου κυρίως ἐπικρατεῖ τὸ ἀρνητικὸ στοιχεῖο, ὅπως εἶναι: ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα φαγητά, ἀπαγόρευση τῆς ψυχαγωγίας, τοῦ χοροῦ καὶ ἴσως κάθε θεάματος.
Σὲ τέτοιο δὲ βαθμὸ εἶναι ἡ ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὸ πραγματικὸ πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ὥστε μᾶς εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ καταλάβουμε ὅτι ὑπάρχει «κάτι ἄλλο» στὴν Μεγάλη Σαρακοστή, κάτι χωρὶς τὸ ὁποῖο ὅλες αὐτὲς οἱ διατάξεις χάνουν πολὺ ἀπὸ τὸ νόημά τους.Αυτό τὸ «κάτι ἄλλο» μποροῦμε θαυμάσια νὰ τὸ περιγρά- ψουμε σὰν μιὰ «ἀτμόσφαιρα», σὰν ἕνα «κλίμα», μέσα στὸ ὁποῖο μπαίνει κανείς, καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα σὰν μιὰ κατάσταση τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος, ἡ ὁποία γιὰ ἑπτὰ ἑβδομάδες διαπερνᾶ ὁλόκληρη τὴν ζωή μας.
Πρωτοπρεσβυτέρου ᾿Αλεξάνδρου Σμέμαν,
''Μεγάλη Σαρακοστή — Πορεία πρός τό Πάσχα'',
σελ. 36-39, ἐκδόσεις «᾿Ακρίτας»,
᾿Αθήνα 1987
Περιοδικό ''Άγιος Κυπριανός''
π. Αλέξανδρος Σμέμαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου