Τετάρτη 30 Απριλίου 2014
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΟΙ ΑΠΙΣΤΟΙ ΦΡΙΤΤΟΥΝ ΚΙ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΔΙΑΚΗΡΥΤΤΟΥΝ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ - ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν,
αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο.
Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο,
πως δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα;
Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους.
Τι θα είχαν να πουν;
Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος:
Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι,
μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.
Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τους άλλους.
Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν.
Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;
Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ' εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της Αναστάσεως.
Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομα του; Πως πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.
Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επεκράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα. Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως.
Γι' αυτό και θα επαναλάβω: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο του Χριστού γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα.
Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικώτερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του.
Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέσως μετά τον σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πράξεις» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον είδες με τα «όμματα» τούτα;
Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.
Μεγίστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κίνδυνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού.
Πρόσεξε παρακαλώ· Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξαφανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ήμερα και ότι ανέβηκε στα ουράνια.
Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες. Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω.
Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρόσφερε θυσία τη ζωή του. Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους.Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή;
Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως
να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών,
αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών,
να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή,
να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!
Και ποιος,
παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά;
Ο νεκρός;
Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης;
Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι,
χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος· μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους.
Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.
Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:
Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
«Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΤΑ ΟΘΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΥΔΑΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, παρόλο που δεν το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια.
Πρόσεξε:
Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε.
Ε, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί!
Εφ' όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή.
Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε.
Είδες πως και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί;
Το Σάββατο;
Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλοφορήσουν.
Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού,
πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ' το σπίτι;
Και με ποιο θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιάν ανταπόδοση; Ποιάν αμοιβή; Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου.
Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν. Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα αναστάσεως;
Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστάντος; Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους; Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθηταί, ώ ανόητοι;
Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως;
Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους κι άγριους φρουρούς; Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της).
Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύχτα· γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.
Και τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρηση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυμνό.
Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θάφευγαν γρήγορα. Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη.
Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπαταλήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ' αυτοφώρω. Αλλά και τα οθόνια γιατί κοίτονται χωριστά και χωριστά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα;
Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα». Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί.
Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί,
ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής
και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση
και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο
και τη δειλία των μαθητών,
αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.
Ρωτάνε όμως πολλοί:
Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους;
Αυτός ο λόγος είναι περιττός.
Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους.
Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου:
Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει,
τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων.
Οθόνια: οι νεκρικές ταινίες, επίδεσμοι, που τύλιγαν τον νεκρό ποτισμένες με σμύρνα,
έτσι ώστε να κολλούν στο σώμα και να μην μπορούν,
να ξεκολλήσουν.
Σουδάριο: το μαντήλι που σκέπαζαν το πρόσωπο του νεκρού.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΑΣΧΑ
Aγαπητοί μου,
Aυτές τις ημέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια.
Kαι θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές
που χαιρόμουν στην πατρίδα μου,
όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ’ οδηγούν σε όλα.
Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»…
Όσο ήταν χειμώνας,
η μητέρα μου μ’ έπαιρνε μαζί της στον Άι-Γιάννη ή στη Φανερωμένη, τις γειτονικές μας εκκλησίες,
που λειτουργούσαν κάπως αργά –από τις οχτώ η μια, από τις εννιά η άλλη.
Mα όταν έμπαινε η άνοιξη, που μπορούσα να ξυπνώ και να βγαίνω πιο πρωί,
ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε στην Eπισκοπιανή ή στον Άγιο Xαράλαμπο,
εξοχικές εκκλησίτσες αυτές,
σ’ ένα ωραίο παραθαλάσσιο προάστιο,
που λειτουργούσαν από τις επτά.
Mετά τη λειτουργία, κάναμε κι έναν ωραίο περίπατο στους Kήπους και γυρίζαμε λιγάκι κουρασμένοι μα πολύ ευχαριστημένοι κι οι δυο.Ω, ήταν τόσο όμορφα! H άνοιξη είχε στολισμένες τις πρασινάδες με μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες, με ολοκόκκινες παπαρούνες και μ’ άλλα γαλάζια ή μαβιά αγριολούλουδα. Tι πολύχρωμο το χαλί που απλωνόταν στα χωράφια! Tο έβλεπα κι από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησιάς, καθώς άκουγα τα ψαλσίματα, τις ευχές και τα ευαγγέλια.
Tα ευαγγέλια προπάντων μ’ άρεσαν πολύ. Eίναι τόσο ποιητικά αυτά που λένε πριν και μετά το Πάσχα. Πρώτα των Bαΐων –και συνήθως απ’ αυτή την Kυριακή άρχιζα να πηγαίνω στις εξοχικές εκκλησίτσες– έπειτα της Aνάστασης, έπειτα του Θωμά, των Mυροφόρων, της Σαμαρείτιδος… O παπα-Λογοθέτης, εφημέριος στον Άι-Xαράλαμπο, πολύ γραμματισμένος τα έλεγε θαυμάσια.
Kι όχι ψαλτά με μπάσα και σικόντα, όπως σ’ άλλες εκκλησιές· αλλά διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη προς λέξη, και μ’ έκφραση, με τόνο ώστε να καταλαβαίνει το νόημα κι ο αγράμματος. Kι αλήθεια, στις εκκλησίτσες εκείνες το περισσότερο πήγαιναν απλοί, ταπεινοί άνθρωποι του λαού –ψαράδες, βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες.
Kαι σου ’κανε χαρά να τους βλέπεις ντυμένους κυριακάτικα, ν’ ακούνε με τόση ευλάβεια και με τόση προσοχή τα λόγια του Kυρίου…Tη Mεγάλη όμως Eβδομάδα και το Πάσχα, όλη όλη μου η «εκκλησία» ήταν, την Kυριακή το πρωί, η Aνάσταση που γινόταν στο ύπαιθρο, και κατόπι η λειτουργία: Δεύτε λάβετε φως, Xριστός Aνέστη, Eν αρχή ην ο λόγος και καθεξής.
Δεν μ’ έβγαζαν έξω βράδυ, κι ούτε στα Nυμφία με πήγαιναν, ούτε στην Aκολουθία των Παθών, ούτε στη λιτανεία του Eπιταφίου, που μόνο την πένθιμη μουσική της άκουγα από μακριά, αν τύχαινε να ξυπνήσω τη νύχτα της Mεγάλης Παρασκευής. Έτσι δεν ήξερα καλά τι προηγήθηκε απ’ την Aνάσταση. Mόνο, από την Kυριακή των Bαΐων, πως ο Xριστός μπήκε θριαμβευτικά στα Iεροσόλυμα.
Aλλά τι έκαμε κει, τι τον έκαμαν, άκρες μέσες: Kάποιος Mυστικός Δείπνος, κάποιος σταυρικός Θάνατος, κάποια Tαφή σε καινό μνημείο… Tι να ήταν αυτά; Πώς να είχαν γίνει; Mόλις είχα μια ιδέα.Kι άξαφνα… τα έμαθα όλα! Eίχα μεγαλώσει, φαίνεται, εκείνο το χρόνο, κι οι γονείς μου με πήραν μαζί τους παντού. Έτσι άκουσα και τα φοβερά εκείνα ευαγγέλια της Mεγάλης Πέμπτης και της Mεγάλης Παρασκευής και το Σήμερον κρεμάται!…
Eίδα και το Xριστό με το αγκαθένιο του στεφάνι στο μαύρο σταυρό, ένα μεγάλο Xριστό σαν αληθινό… Έπειτα τον είδα και νεκρό, ξαπλωμένο στο χρυσό Eπιτάφιο (κι ο Xριστός του Eπιταφίου στη Zάκυνθο δεν είναι κεντημένος σε πανί, είναι ζωγραφισμένος σε ξύλο, σαν εικόνα περικομμένη, όπως κι ο Eσταυρωμένος). Kαι θυμούμαι ακόμα τι αλλιώτικη εντύπωση, τι μεγαλύτερη χαρά μου έκανε το Πάσχα στην εκκλησίτσα την πρώτη φορά, αφού είχ’ ακούσει πια κι ιδεί και μάθει όλα τα προηγούμενα.
Mπορώ να πω πως αυτό ήταν το πρώτο μου Πάσχα.Γιατί όλη τη Mεγάλη Eβδομάδα την είχα περάσει με το πένθος, με τη λύπη των Παθών. Eίχα παρακολουθήσει το Xριστό στο μαρτύριό του, στην αγωνία του, στο θάνατό του· είχ’ ακούσει και τη Διαθήκη του, είχα παρακαθίσει και στο Mυστικό Δείπνο, είχ’ ακολουθήσει και την εκφορά του, κλαίγοντας μαζί με τη Θλιμμένη Mητέρα, που κι αυτή ακολουθούσε ζωγραφιστή σε μια μεγάλη εικόνα σαν αληθινή: ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον …
Γι’ αυτό το Xριστός Aνέστη μου έκαμε ύστερα τόση χαρά, τόση αγαλλίαση· γι’ αυτό μου φάνηκε σα μιαν υπέρτατη ικανοποίηση, σα μια νίκη, σαν ένας θρίαμβος. Eκείνος που φόρεσε για εμπαιγμό ψεύτικη πορφύρα. Eκείνος που ποτίσθηκε χολή και ξύδι, και μαστιγώθηκε, και καρφώθηκε σε ξύλο, και πέθανε μαρτυρικά, σαν άνθρωπος, έβγαινε ζωντανός από τον τάφο κι ανέβαινε στον ουρανό σα Θεός!
Έτσι έπρεπε να είναι. Για να μου δώσει τόση χαρά η Aνάσταση, έπρεπε να προηγηθεί το Πάθος· για να μου κάμει τόση εντύπωση το Πάσχα, έπρεπε να γνωρίσω τη Mεγάλη Eβδομάδα.
Mαθαίνοντας
όσα έμαθα εκείνο το χρόνο,
μάθαινα τη ζωή,
που ώς τότε ήμουν πολύ μικρός για να την ξέρω,
αφού οι γονείς που με φρόντιζαν και μ’ οδηγούσαν,
δεν με πήγαιναν παρά στις χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες και με προφύλαγαν απ’ τα λυπητερά,
που δεν ήταν ακόμα για μένα.
Έτσι και στη ζωή:
Tη χαρά, την αληθινή χαρά, την κατακτούμε ύστερ’ από αγώνα και αγωνία, ύστερ’ από κόπο και λύπη.
Πριν από κάθε μας Πάσχα, πρέπει να περάσουμε μια Mεγάλη Eβδομάδα.
Ω, αυτό το ξέρετε και σεις απο τώρα.
Mήπως την εβδομάδα των διαγωνισμών του σχολείου,
που προηγείται από τη νίκη και τη χαρά του άριστα, δεν την ονομάζετε…
Mεγάλη Eβδομάδα;
Γελάτε, ε;…
Kαι του χρόνου!
Το διήγημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου,''Το πρώτο μου Πάσχα''
πρωτοδημοσιεύθηκε στην ''Διάπλαση των Παίδων''
και τυπώθηκε στο ''Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων''
της Ε΄Δημοτικού το 1975
Σας ασπάζομαι
ΦAIΔΩN
Σάββατο 26 Απριλίου 2014
ΨΥΧΕΣ ΠΟΥ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΑΝ ΑΒΙΑΣΤΑ
Στις ψυχές που δραπέτευσαν αβίαστα απ' τα μουχλιασμένα κορμιά, απαρηγόρητες.
Στις καρδιές που σταμάτησαν να χτυπούν μεσάνυχτα στην ανελέητη σκουριά του χρόνου.
Στις ζωές που χαλάστηκαν ανέξοδα στις κομματιασμένες φλέβες της βιοτικής, ημερήσιας παλαίστρας.
Στα λουλούδια που ξεράθηκαν αιφνιδιαστικά χαράματα.
στην δυσωδία ενός πρώιμα, πεθαμένου σκότους,
Στα πικρόχολα λόγια που καρφώθηκαν με γύφτικα σφυριά σε σταυρωμένες θανατικά ελπίδες.
Στα μικρά παιδιά που λυσσασμένα, κλέφτες αφαιρέσαμε την κλεμμένη αθωότητα των βρεφικών ονείρων τους.
Στα κατά συρροήν εγκλήματα που διαπράττουμε νυχθημερόν, χάριν της μνηστευμένης, ερωτικής μας αμαρτίας.
Χριστός Ανέστη στο Άγιο Πάσχα
που διάβηκε και σ' αυτούς,
που έκαναν την ζωή τους μια Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΣΤΑ ΧΡΥΣΟΒΑ
Μ.Παρασκευή, βραδάκι.
Στο χωριό έκανε ένα τέτοιο τσουχτερό κρύο, που ούτε τον Γενάρη δεν είχε ματακάνει.
Οι κουτσουπιές -παράξενο- δεν άνθισαν ακόμη,
μόνο κάτι κακοτράχηλες κορομηλιές και κάποιες γυμνές αγριοαχλαδιές
ξεμπουμπούλιασαν κάτι κατάλευκα, χιονάτα λουλουδάκια.
Βροχή, σχεδόν κάθε μέρα,
γεμάτες μυρωδιές από τα καπνισμένα τζάκια,
ανάκατες με τις βρεγμένες πρασινάδες
του παγερά στενάχωρου, αφιονισμένου αγρού.
Δροσερά, φρέσκα ζόχια, μεθυστικά, φτασμένα μάραθα και κάτι γεγέδικα, πλουμιστά αγριολούλουδα, σπαρμένα εδώ κι εκεί, να μυρίζουν την ατμόσφαιρα, σαν τον επιτάφιο της Μ. Παρασκευής. Απόγευμα. Στα παιδιά δεν βάζουν καλά ρούχα σήμερα, το έχουν έθιμο να τα φυλλάνε για αύριο το βράδυ. Ο Δημοσθένης έκοψε κάτι λυγερόκορμα χορτάρια, να τα πάει στον επιτάφιο, έψαχνε να βρει και πασχαλίτσες, αλλά μάταια δεν βρήκε... Όλη η οικογένεια πήγε νωρίτερα ν' ανάψει τα μοναχικά κανδύλια στα παγωμένα μνήματα και τις μαύρες απ' την κάπνα και τα χρόνια, κρεμαστές, κουρμπανιστές κανδύλες της ιστορικής αυτής, άσημης και άγνωστης στους πολλούς, πετρόκτιστης, πελεκημένης εκκλησίας. Μια παλιά, σκουριασμένη, λεπτεπίλεπτη ξυλόσομπα έκανε σε λίγο μερικές ωραίες λιανισμένες κουμαριές να ζεσταίνουν αισθαντικά τον χώρο. Ο επιτάφιος όμορφα στολισμένος με ό,τι διέθετε η Ευρυτανική γη, κάποιες κόκκινες σαν αίμα παπαρούνες, λίγα σπιτικά, μικροσκοπικά γαρύφαλλα και μπόλικα, λουλουδιασμένα αγριόχορτα για χρωματιστή, χωμάτινη αντίθεση. Μαζεύτηκαν σαράντα άτομα όλα κι όλα, μικρό χωριό, οι περισσότεροι δεν είχαν τα ναύλα για να έρθουν, κι όσοι ήρθαν, έκαναν αφάνταστα υπερήφανο τον παπα-Βασίλη, που είδε την εκκλησία σχεδόν μισογεμάτη από γνωστούς και άγνωστους συγχωριανούς του. Σε κάποια χωριά, υπάρχει μια τέτοια απέριττη απλότητα στους χαρακωμένους από τις δουλειές ανθρώπους, που για μας, τους δυστηχείς κατοίκους των μεγαλουπόλεων είναι σχεδόν ακατανόητη και αβίαστα πολλές φορές,παρεξηγήσιμη. Ο Νίκος κι ο Κώστας στο αναλόγιο είχαν αρχίσει τους ψαλμούς κι ο παπα-Βασίλης βολόδερνε στο εκκλησίασμα και χαιρετούσε σαν πιτσιρίκι της αλάνας έναν-έναν τους αγαπημένους συντοπίτες του. Κάποια στιγμή, απλούς και απονήρευτος λησμόνησε, πως ήρθε η σειρά του, για να συνεχίσει....''Παπα-Βασίλη-τον έκραναν-η σειρά σου!'' ''-Μποι-μποι παιδί μου,τ' αστόισα τελείως, συμπαθάτε με.'' Και συνέχισε την ακολουθία του Επιταφίου, κατανυκτικά κι απλοικά με μια γενναία,συναισθηματική αυθεντικότητα που έκαναν αυτή την λειτουργία του χωριού, να διαφέρει. Οι ψάλτες -παιδιά του ιερέως- παρ' όλο που ήταν συχνά κακόηχοι και παιδικόφρονα άτονοι, είχαν όμως εκείνο το αψεγάδιαστο μεράκι των ανθρώπων, που το προσπαθούν να ψάλλουν, όχι για την δόξα των ανθρώπων, αλλά για την άγια μέρα που έφτανε στην δύση της. Την ώρα που ο παπά-Βασίλης έψελνε το ''έραναν τον τάφο αι μυροφόραι μύρα'', έβγαζε βεβιασμένα από την τσέπη του μια παλιά, κολώνια ''Μυρτώ'' και ράντιζε το εκκλησίασμα, που κρυφογελούσε με μια προσποιητή σοβαροφάνεια, που ωστόσο δεν κατάφερνε να κρύψει το πλατύ-φαρδύ χαμόγελο. Κι όμως σκεφτόμουν... Κανείς μας δεν σκέφτηκε να φέρει λίγο μύρο, αναγκάζοντας τον παππούλη να βγάλει από ένα σχεδόν σάπιο σεντούκι, μια ξεχασμένη από τα χρόνια κολώνια λεμονιού. Βγήκε ο επιτάφιος χαρμόλυπα σημαιοστολισμένος ανάμεσα στα μνήματα και τα σιδερένια περιφράγματα. Στο παγερό σκοτάδι είχες την εντύπωση, πως να, θα σηκωθούνε οι νεκροί, να πάρουν μέρος και αυτοί σ' αυτόν τον αργόσυρτο βηματισμό θανάτου. Περπατούσαμε ανάμεσα στα λασπωμένα χορτάρια των μνημάτων και το παγερό ψιλόβροχο της σκοταδιασμένης νύχτας αργά, σκωπτικά, σχεδόν νεκρικά. Σαν τέλειωσε η ακολουθία, βγήκε στον άμβωνα ο σχεδόν αγράμματος και απλούς παπά-Βασίλης, για να πει...: ''Σας ευχαριστώ ούλους, που καταφέρατε να ρθείτε. Αύριο, πρώτα ο Θεός-θα βγάλω Ανάσταση γύρω στις 10.00, γιατι στις 7.00 θα πάω στον Τριπόταμο και μετά από δω, θα πάω στην Σιβίστα. Μ' έχει πιάσει κι αυτό το αφορισμένο το αυχενικό, που δεν λέει να γερέψει. Παραχώρηση Θεού κι αυτό. Καλή Ανάσταση πατριώτες! Αυτά είπε ο παππα-Βασίλης -σχεδόν συγκινημένος- και ανόθευτα συναισθηματικός, όπως άλλωστε είναι κι όλη του η οικογένεια κι οι φευγάτοι από χρόνια, ονομαστοί γονείς του. Ένα βορεινό ψιλόβροχο προσγειωνόταν με ακαθόριστη απαλότητα πάνω στα πρόσωπά μας, έλαμπαν στην αδιάφορη φέξη ενός παρακολουθούντος, λυπημένου φεγγαριού.
Ακούγονταν από κοντά τα λυπημένα,γνωστά γλυκολάλητα αηδονάκια,
σαν να ήθελαν κι αυτά,
να προσδώσουν έναν ελαφρύ τόνο χαράς στο βαρύ,
αργόσυρτο και αποπνικτικά στενάχωρο συναίσθημα αυτής της πεθαμένης μέρας.
Ο Χριστός μας-σκεφτόμουν- είναι παντού,
μας βλέπει και μας συναισθάνεται.
Στην στροφή που έκανε το μονοπάτι προς το σπίτι,
ο μικρός μου Δημοσθένης σαν να διάβαζε την σκέψη μου,μου είπε...
''Μπαμπά θα ήρθε σήμερα στον επιτάφιο ο Χριστός
και θα σταμάτησε στα Χρύσοβα...!''
Χρύσοβα: μικρό χωριό της Ανατολικής Ευρυτανίας
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος