Σάββατο 12 Απριλίου 2014

ΤΗΝ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ


 

 

Μεγάλη Σαρακοστή. Μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. 

Μὲ βαρειὲς ἁμαρτίες εἶναι φορτωμένος ὁ ἄνθρωπος. 

Ἀλίμονο, κάθε χρόνο τὰ ἁμαρτήματά του εἶναι πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ μαῦρα... 

Ἀσήκωτος ὁ ζυγὸς στοὺς ὤμους τοῦ Ἱερέα: 

Νὰ λύνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπ᾿ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας! 

Σὲ πολλοὺς πρέπει νὰ βάλω ἐπιτίμια, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν τὸ ἀντέχω... 

Δὲν μπόρεσα ποτὲ νὰ γίνω αὐστηρός! 

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι, πόση συμπάθεια νιώθω, ὅταν βλέπω τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά τους! 

Αὐτὴ ἡ μετάνοια εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ ρωσικοῦ λάου, τὸ μοναδικό του ὅπλο μπροστὰ στὸ κακό,

 ποὺ ὅλο καὶ πλησιάζει...


 

Ἁμαρτάνει μὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ κλάψει πικρά, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια του ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης στὸν Μεγάλο Κανόνα: «Ἀπώλεσα τὸ πρωτόκτιστον κάλλος καὶ τὴν εὐπρεπειάν μου· καὶ ἄρτι κεῖμαι γυμνὸς καὶ καταισχύνομαι».Τ᾿ ἀνοιξιάτικα νερὰ κυλᾶνε στὴ γῆ, σχηματίζοντας ρυάκια.Μετὰ τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο πῆγα ἕναν περίπατο στὸ δάσος κι ἔκοψα μερικὰ κλαδιὰ ἀπὸ τὶς λυγαριές, τὶς στολισμένες μὲ τὰ κόκκινα λουλούδια τους. Θαρρῶ πώς, ὅταν θὰ πεθαίνω, δὲν θὰ ὀνειρεύομαι ἀπ᾿ τὰ γήινα τίποτ᾿ ἄλλο, παρὰ μονάχα τοῦτες τὶς ἀνθισμένες κόκκινες λυγαριές!... Τὰ δάση μας τὰ κόβουν! Καὶ τὰ κόβουν ἀσυλλόγιστα, μὲ καταστροφικὴ μανία. Ὁλόγυρα στὸ χωριό μας ὑπῆρχαν τόσα πυκνά, παρθένα δάση... Καὶ ζοῦσαν ἐκεῖ μέσα τόσα πουλιά, τόσα ἀγρίμια... Μὰ τώρα, ἐρημιά...Παρατηρῶ, πὼς ὅσο περισσότερο καταστρέφεται ἡ φύση, τόσο χειροτερεύει ἡ ζωὴ πάνω στὴ γῆ, τόσο σκοτεινιάζουν τὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων…θελήσαμε νὰ δείξουμε τὴν ψευτοπαλληκαριά μας πάνω στὴ φύση! Βαλθήκαμε νὰ τὴν κατακτήσουμε, νὰ τὴν ὑποτάξουμε, νὰ τὴν ἐξουσιάσουμε, νὰ τὴν «ἀξιοποιήσουμε»...Πόσες φορές, ἀπὸ ἀλαζονικὴ ἐπιδεκτικότητα καὶ μόνο, δὲν κάψαμε τεράστια δάση, δὲν σκοτώσαμε τόσα ζῷα καὶ πουλιά... Μὲ τρόμο ἀντιμετωπίζει πιὰ ἡ φύση τὸν ἄνθρωπο, σὰν τὸν χειρότερο ἐχθρό της. Μήπως ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ ἔρθει ἡ μεγάλη θλίψη;Πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἐπισκέφθηκα μία-μία ὅλες τὶς καλύβες τοῦ χωριοῦ καὶ εἶχα στενὴ προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ ὅλους τοὺς χωρικοὺς τοῦ ποιμνίου μου. Ποτὲ πρὶν δὲν εἶχα κάνει κάτι τέτοιο. Μὰ τώρα ἔχω ἀρχίσει ν᾿ ἀνησυχῶ πιὸ πολὺ γιὰ τὶς ἀνθρώπινες ψυχές, θέλω νὰ τὶς προετοιμάσω γιὰ τὴν ἐπερχόμενη θύελλα, νὰ τὶς στερεώσω. Δὲν ἀπαλλάσσομαι ποτὲ ἀπὸ τὸ προαίσθημα, πὼς θὰ ὑποστοῦν σὲ λίγο μεγάλες δοκιμασίες...Καθὼς μπαίνω μέσα σὲ κάθε καλύβα, τοὺς λέω:— Ἦρθα κοντά σας γιὰ νὰ ζεσταθῶ!Ὅλοι χαίρονταν μὲ τὴν ἐπίσκεψή μου.Μοῦ σέρβιραν τσάι ἀπ᾿ τὸ σαμοβάρι, κι ἔπειτα κάθονταν κοντά μου κι ἔπιαναν τὴ συζήτηση μαζί μου... Ἄ, μὲ πόση συγκίνηση ἀντίκριζα τὰ βασανισμένα πρόσωπα τῶν χωρικῶν, ποὺ μόλις φωτίζονταν ἀπ᾿ τὴν ἀδύνατη φλόγα τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου, νὰ μὲ κοιτᾶνε κατάματα καὶ ν᾿ ἀκοῦνε ἀχόρταγα τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ!Μόνος, πολὺ μόνος κι ἀβοήθητος εἶναι ὁ ἄνθρωπος σήμερα! Δὲν ἔχει στήριγμα. Τοῦ χρειάζεται παρηγορητής. Ἡ Ρωσία χρειάζεται πάντα τὰ μοναστήρια καὶ τοὺς γεροντάδες, τοὺς στάρετς, τοὺς παρηγορητές... Ἂν ὄχι σ᾿ αὐτούς, ποῦ ἀλλοῦ νὰ καταφύγουν οἱ ἀνήσυχες καὶ πονεμένες ψυχές μας; Ἀπ᾿ τὴ ζοφερή μας μοναξιὰ καὶ τὴν ἐγκατάλειψη δὲν προέρχονται τάχα ὅλες οἱ θλίψεις, ὅλος ὁ ψυχικός μας κόπος, ἀκόμα καὶ ἡ ἁμαρτία;Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα τὸ χωριὸ μοιάζει μὲ μοναστήρι. Ὅλοι εἶναι σοβαροί, φιλάδελφοι καὶ συγκαταβατικοί. Καὶ οἱ πιὸ καβγατζῆδες ἔχουν συμμαζευτεῖ. Καὶ οἱ πιὸ ἄσωτοι νηστεύουν αὐστηρά!... Τοὺς παρατηρῶ, καὶ τὸ ξαναλέω: Δὲν θ᾿ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστὸ ὁ ρωσικὸς λαός! Θὰ ἐπιστρέψει κοντά Του, θὰ Τοῦ ὁμολογήσει τὰ σφάλματά του, θὰ μετανοήσει, θὰ καθίσει στὰ πόδια Του...Βγῆκα ἔξω. Ἥσυχο ἀνοιξιάτικο σούρουπο. Σούρουπο πασχαλινό. Φυσοῦσε ὁ γνωστὸς ἀπριλιάτικος ἀέρας, θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Τσέχωφ: «Ὁ ἴδιος ἀκριβῶς ἀέρας φυσοῦσε καὶ στὰ χρόνια τοῦ Ρούριχ καὶ στὰ χρόνια τοῦ Ἰβᾶν τοῦ Τρομεροῦ καὶ στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Πέτρου». Ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ περίοδος τῆς ρωσικῆς γῆς εἶναι τότε ποὺ λιώνουν τὰ χιόνια, καὶ μάλιστα στὸ σούρουπο, μὲ τὸν ἀέρα. Τότε τὴ νιώθω πιὸ οἰκεία, πιὸ ἀγαπητή... κι αὐτὸ μοῦ συμβαίνει περισσότερο τὸν τελευταῖο καιρό, ποὺ σὰ νὰ φεύγει κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια μου...Ἔμεινα μόνος στὸ πασχαλινὸ τραπέζι. Γιατί μὲ πλακώνει τόση θλίψη αὐτὴ τὴν ὁλόλαμπρη καὶ σωτήρια νύχτα; Γιατί πάλι τριγυρνάει στὸ νοῦ μου ἡ σκέψη, ὅτι βρισκόμαστε ὅλοι μπροστὰ σ᾿ ἕνα σταυροδρόμι, καὶ πολὺ σύντομα θὰ χωρίσουμε, δὲν θὰ βλέπουμε πιὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον;Καθὼς ἄλλαζα μὲ τοὺς ἐνορῖτες μου τὸν τριπλὸ ἀναστάσιμο ἀσπασμό, ἤθελα νὰ ξεσπάσω σὲ κλάματα. Τοὺς ἔβλεπα μὲ λύπη ἀβάσταχτη νὰ περπατοῦν στοὺς ξεπλυμένους ἀπ᾿ τὴν ἀνοιξιάτικη βροχὴ δρόμους, κρατώντας στὰ χέρια τους τὰ μπογαλάκια μὲ τὰ εὐλογημένα πασχαλινὰ φαγητά, γελώντας χαρούμενα δίνοντας εὐχές... Νά, σκέφτομαι, σὲ λίγο θὰ τοὺς χάσω ἀπ᾿ τὰ μάτια μου. Ποτὲ πιὰ δὲν θὰ ξανάρθουν ἐδῶ, στὸ πασχαλινὸ δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ!Λὲς πάλι νὰ ἔχει σφηνωθεῖ μέσα μου μιὰ ἔμμονη ἰδέα; Μακάρι νά ᾿ναι ἔτσι. Κύριε!Ὁ ἥλιος λούζει τὴ γῆ μὲ τὸ φῶς του. Οἱ μηλιὲς εἶναι ὁλάνθιστες. Τὸ μάτι δὲν χορταίνει τὴν ἔξοχη ἀνοιξιάτικη μεγαλοπρέπεια. Πολὺ εὔστοχα ἀντιστοίχισε κάποιος τοὺς δώδεκα μῆνες τοῦ χρόνου μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Μῆνας Μάιος — Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὁ εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, ὁ «ἠγαπημένος» τοῦ Κυρίου.Μὲς στὴ λιακάδα κάθομαι καὶ ξεφυλλίζω τὸ Ψαλτήρι, ἐνῷ τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὶς μηλιὲς πέφτουν πάνω στοὺς ὤμους μου καὶ στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου.«Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα... 


 

 

Ἐν τῷ ἡλίῳ ἔθετο τὸ σκήνωμα αὐτοῦ ...ἀπ᾿ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ

 ἡ ἔξοδος αὐτοῦ, 

καὶ τὸ κατάντημα αὐτοῦ ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ,

 καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ». (Ψαλμ. 18,1-7)

Θὲς ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ψαλμῳδοῦ, 

θὲς ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ τοπίου ποὺ μὲ τριγύριζε, 

δὲν μπόρεσα νὰ μὴ σταυροκοπηθῶ καὶ νὰ μὴν ἀναφωνήσω αὐθόρμητα:

— Κύριε! Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου!

Τί καλὰ ποὺ θά ᾿ταν νὰ νικούσαμε τὴ θλίψη αὐτῆς τῆς ζωῆς! 

Νὰ φυτεύαμε στὴ γῆ τὴ χαρὰ τῆς Βασιλείας! 

Ν᾿ ἀξιωνόμασταν τὴν ἀληθινὴ Ζωή!



 Από το βιβλίο του Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν
''ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου