ΑΝΑΘΕΣΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
''Όπως η φλόγα στρέφεται πάντοτε προς τα πάνω,
και μάλιστα αν ανακατέψεις τα ξύλα, έτσι και η καρδιά του κενόδοξου δεν μπορεί να ταπεινωθεί,
αλλά έτσι και του πεις εκείνα που τον ωφελούν, υπερηφανεύεται περισσότερο.
Όταν δηλαδή τον ελέγχουν ή τον νουθετούν, αντιλέγει έντονα·
ενώ όταν τον επαινούν και τον κολακεύουν,
επαίρεται άπρεπα.Εκείνος που αποφάσισε να αντιλέγει,
είναι για τον εαυτό του δίκοπο μαχαίρι·
χωρίς να το καταλαβαίνει φονεύει την ψυχή του και την αποξενώνει από την αιώνια ζωή.
Εκείνος που αντιλέγει είναι όμοιος μ' εκείνον που παραδίνεται θεληματικά στους εχθρούς του βασιλιά.
Γιατί η αντιλογία είναι αγκίστρι, με δόλωμα τη δικαιολογία, από την οποία δελεαζόμαστε και καταπίνομε το αγκίστρι της αμαρτίας.
Μ' αυτό συνηθίζουν να πιάνουν τη δύστυχη ψυχή από τη γλώσσα και το λαιμό τα πνεύματα της πονηρίας,
και άλλοτε να την τινάζουν ψηλά στην υπερηφάνεια,
άλλοτε να την καταποντίζουν σε αβυσσαλέο χάος αμαρτίας,
και έτσι να την καταδικάζουν μαζί με τους δαίμονες που έπεσαν από τον ουρανό.''
Όταν οι δαίμονες κάνουν τα πάντα και δεν μπορέσουν να κλονίσουν τον κατά Θεόν σκοπό μας ή να τον εμποδίσουν, τότε μπαίνουν κρυφά σ' αυτούς που υποκρίνονται ευλάβεια και προσπαθούν μέσω αυτών να εμποδίζουν τους αγωνιζόμενους. Και στην αρχή, σαν να κινούνται τάχα από αγάπη και συμπάθεια, τους παρακινούν σε σωματικές αναπαύσεις, για να μην αδυνατίσει το σώμα —λένε— και πέσει σε ακηδία. Τους παρασύρουν έπειτα σε ανώφελες συνομιλίες και τους κάνουν να ξοδεύουν σ' αυτές τις ημέρες τους. Και όταν κανείς από τους αγωνιστές τους ακούσει και γίνει όμοιός τους, αυτοί αλλάζουν και γελούν για την απώλειά του. Αν πάλι δεν ακούσει τα λόγια τους, αλλά κρατά τον εαυτό του ξένο απ' όλα αυτά και σκεφτικό και συνεσταλμένο, αρχίζουν να τον φθονούν και κάνουν τα πάντα, για να τον διώξουν και από τη Μονή ακόμη. Γιατί η κενοδοξία όταν δεν τιμάται, δεν υποφέρει να βλέπει απέναντί της να επαινούν την ταπείνωση. Πνίγεται ο κενόδοξος βλέποντας τον ταπεινόφρονα να χύνει δάκρυα και να ωφελείται διπλά: εξιλεώνει μ' αυτά το Θεό, και χωρίς να θέλει κάνει τους ανθρώπους να τον επαινούν.
Αφότου αναθέσεις τον εαυτό σου ολόκληρο στον πνευματικό σου πατέρα, να ξέρεις ότι είσαι ξένος πλέον σε όλα εκείνα τα οποία φέρνεις μαζί σου απ' έξω: ανθρώπους, πράγματα και χρήματα. Χωρίς τη γνώμη του τίποτε μη θελήσεις να κάνεις, αλλά μήτε να ζητήσεις από αυτόν κάτι, ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, εκτός αν εκείνος με δική του γνώμη σε διατάξει να πάρεις, ή σου δώσει με τα χέρια του.
Χωρίς γνώμη του πνευματικού σου πατέρα ούτε ελεημοσύνη να δώσεις από τα χρήματα που έφερες, μα ούτε και να θελήσεις να λάβεις από αυτόν κάτι από αυτά με τη μεσολάβηση άλλου. Καλύτερα να είσαι φτωχός και ξένος και να υπακούς, παρά να σκορπάς χρήματα και να δίνεις στους φτωχούς όσο είσαι αρχάριος. Απόδειξη της καθαρής πίστεώς σου είναι να αναθέσεις τα πάντα στον πνευματικό σου πατέρα, σαν να τα ανέθεσες στο χέρι του Θεού.
Ούτε νερό να ζητήσεις, και ας σου συμβαίνει να φλέγεσαι, μέχρις ότου μόνος του ο πνευματικός σου πατέρας σε προτρέψει. Πίεζε τον εαυτό σου και βίαζέ τον σε όλα, πείθοντας το λογισμό σου με τα λόγια: «Αν θέλει ο Θεός και είσαι άξιος να πιείς, θα το φανερώσει στον πατέρα σου και θα σου πει νά πιείς. Και τότε θα πιείς με καθαρή συνείδηση, κι ας μην είναι ακόμη η ώρα.»
Κάποιος που δοκίμασε πνευματική ωφέλεια και απέκτησε ανόθευτη πίστη στον πνευματικό του πατέρα, βάζοντας μάρτυρα της αλήθειας το Θεό είπε: «Έχω πάρει μέσα μου αυτή την απόφαση· να μη ζητήσω από τον πνευματικό μου πατέρα ούτε να φάω ούτε να πιω τίποτε, ή να γευθώ κάτι χωρίς να μου πει εκείνος, έως ότου ο Θεός τον πληροφορήσει και με διατάξει ο ίδιος. Και με αυτό τον τρόπο δεν αστόχησα ποτέ».
Εκείνος που απέκτησε καθαρή πίστη στον κατά Θεόν πατέρα του, θεωρεί ότι βλέποντας αυτόν, βλέπει τον ίδιο το Χριστό. Και όταν βρίσκεται μαζί του ή τον ακολουθεί, πιστεύει ακλόνητα ότι βρίσκεται μαζί με το Χριστό και ότι Αυτόν ακολουθεί. Αυτός ο υποτακτικός ποτέ δε θα επιθυμήσει να συναναστραφεί με κάποιον άλλο, ούτε θα προτιμήσει κανένα από τα πράγματα του κόσμου παραπάνω από την μνήμη εκείνου και την αγάπη του.
Γιατί τι είναι μεγαλύτερο και ωφελιμότερο και στην παρούσα ζωή και στη μέλλουσα από το να είναι κανείς μαζί με το Χριστό; Και τι είναι ωραιότερο και γλυκύτερο από τη θέα του Χριστού; Κι αν μάλιστα αξιωθεί να συνομιλεί μαζί Του, εξάπαντος από αυτό θ' αντλήσει ζωή αιώνια. Εκείνος που αγαπά με όλη του την ψυχή εκείνους που τον υβρίζουν ή τον αδικούν και του στερούν τα πράγματά του, και προσεύχεται γι' αυτούς, ανεβαίνει σε λίγο καιρό σε υψηλό βαθμό προκοπής.
Γιατί όταν αυτό γίνεται με αίσθηση της καρδιάς, κατεβάζει τον άνθρωπο σε άβυσσο ταπεινώσεως και σε πηγές δακρύων, όπου βυθίζεται το τριμερές της ψυχής, και ανεβάζει στον ουρανό της απάθειας το νου και τον κάνει θεωρητικό. Και με τη γεύση της ουράνιας αγαθότητας τον κάνει να θεωρεί σκύβαλα όλα τα πράγματα αυτής της ζωής, και να παίρνει ακόμη και αυτήν την τροφή και το νερό πιο αραιά και χωρίς ηδονική διάθεση.
Ο ασκητής δεν πρέπει να απέχει μόνον από κακές πράξεις, αλλά και να φροντίζει να είναι ελεύθερος από λογισμούς και έννοιες κακές, και να ασχολείται συνεχώς με ψυχωφελείς και πνευματικές ενθυμήσεις, για να μένει έτσι αμέριμνος από τα βιοτικά. Αν κανείς ξεγυμνώσει όλο το σώμα του, έχει όμως κάλυμμα στα μάτια και δε θελήσει να το πετάξει, δεν μπορεί με μόνη τη γύμνια του σώματος να δει το φως.
Έτσι κι εκείνος που καταφρόνησε όλα τα άλλα πράγματα και τα χρήματα και ελευθερώθηκε από τα πάθη του, αν δεν ελευθερώσει και τα μάτια της ψυχής του από τις ενθυμήσεις του κόσμου και τις πονηρές έννοιες, δε θα δει ποτέ το νοητό φως, δηλαδή τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό. Ό,τι κάνει το κάλυμμα που εμποδίζει τα μάτια, το ίδιο κάνουν και οι κοσμικοί λογισμοί και οι βιοτικές ενθυμήσεις στη διάνοια, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής.
Όσον καιρό λοιπόν τις έχομε, δεν πρόκειται να δούμε·
όταν όμως αφαιρεθούν με τη μνήμη του θανάτου,
τότε θα δούμε ολοκάθαρα το αληθινό Φως, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον άνω κόσμο.
Εκείνος που είναι τυφλός εκ γενετής δε θα μάθει,
ούτε θα πιστέψει την αξία των γραφομένων εκείνος όμως που κάποτε θ' αξιωθεί να δει, θα μαρτυρήσει ότι είναι αλήθεια τα λεγόμενα.
Εκείνος που βλέπει με τα αισθητά μάτια, ξέρει πότε είναι νύχτα και πότε ημέρα, ενώ ο τυφλός αγνοεί και τα δύο.
Και εκείνος που θεραπεύτηκε από την πνευματική τύφλωση και βλέπει με τα νοερά μάτια, έχοντας δει το αληθινό και άδυτο Φως,
όταν από ραθυμία γυρίσει στην πρωτινή του τύφλωση και στερηθεί το φως, αισθάνεται έντονα τη στέρησή του, και δεν αγνοεί από που του προήλθε αυτή.
Εκείνος όμως που είναι τυφλός εκ γενετής,
δε γνωρίζει τίποτε από αυτά ούτε με την πείρα,
ούτε από την ενέργειά τους,
εκτός αν εξ ακοής ακούσει και μάθει κάτι γι' αυτά που ποτέ δεν είδε, και διηγηθεί σε άλλους εκείνα που άκουσε·
όμως κι αυτός και όσοι τον ακούνε δε θα γνωρίζουν για ποια πράγματα μιλούνε.
Πηγή: ''Ομολογία Πίστεως''.
Επιμέλεια ''ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ''
Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου