ΤΑ ΔΙΠΛΟΚΑΜΠΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΗΣ ΕΟΡΤΑΖΑΝ
Άκουσα τα διπλοκάμπανα της Κοίμησης που γιόρταζε.
Μαζί με τις καμπάνες χτυπούσε και η καρδία μου.
Α, πουθενά δε χτυπάνε έτσι γλύκα οι καμπάνες.
Γιατ’ είναι ρούσικες και κρατάν τον ήχο.
Δε σβει αμέσως όπως σ΄άλλες εκκλησίες.
Σαν χτίζανε την εκκλησιά λέει ο πατέρας μου, τις φέρανε παραγγελία απ΄τη Ρωσία!
Κοίταζα αχόρταγα το πανύψηλο μαρμάρινο καμπαναριό με τον γαλάζιο του τον τρούλο που έσμιγε με τα ουράνια.
Έλεγες πως ο σταυρός του, που ακτινοβολούσε από το χέρι του ίδιου του θεού.
Με αληθινή ευσέβεια μα και συγκίνηση,
έβγαλα απ΄το κεφάλι το κόκκινο φεσάκι μου και έκανα το σταυρό μου. Αυτή τη στιγμή, σας λέω, δεν ήμουνα το διαολόπαιδο.
Ήμουν σωστός άγγελος.
Αν είχα δυο φτερούγες, θα πέταγα να πάω στον ουρανό...
Ο πατέρας μου στο σημείο αυτό έριξε μία διπλή ματιά στη μάνα μου, που τυλιγμένη
στον πράσινο κρουστό μποξά της, έμοιαζε το ξανθό κεφάλι της κι η χλομορόδινη μορφή της
σαν ένα γιγάντιο χρυσό τριαντάφυλλο προφυλαγμένη από τον άνεμο μ΄ένα πυκνό δροσερό φύλλωμα.
Την είδε τρομερά συγκινημένη απ΄τη διήγηση του και ικανοποιήθηκε. Την τύλιξε με βλέμμα ερωτικό που το δέχτηκε και το ΄νιωσε να διατρέχει σαν ζέφυρος όλο της το σώμα. Ω, αν δεν ήταν ο καπετάν Λεούσης, οι ναύτες της Αργώς σίγουρα η Χρυσώ θα σηκωνόταν απ΄τη θέση της, θα τον πλησίαζε με εμπιστοσύνη και θα άπλωνε το κοριτσίστικο άσπρο χέρι της ως τα μαλλιά του.
Μα κι έτσι του δείξε την έκπληξη της και το θαυμασμό της με κείνα τα μεγάλα στοχαστικά της μάτια, που ΄χαν τα χρώματα και τους ίσκιους όλων των νερών του κόσμου. Γαλάζια, πράσινα, μαβιά. Πια, με ζεστή οικειότητα τον ρώτησε:
- Η Κοίμησης της Θεοτόκου είναι ενορία σας;- Ναι, είπε χαρούμενος εκείνος, και από δω και πέρα και η δική σου. Η νιόνυφη Χρυσώ χαμογέλασε στον άντρα της που ακτινοβολούσε με την αρσενική του χάρη, το λέγειν του, και, λες για να τον ευχαριστήσει, τον τύλιξε ολόκληρο, πρώτη φορά με βλέμματα βελούδινης αγάπης.
Της ανταπόδωσε αμέσως και βλέμμα και χαμόγελο, συνεπαρμένος από τη δύναμη της, και για μια στιγμή, γοργή σαν αστραπή, αρμένισε στο πέλαγος εκείνο των ματιών της. Άφησα τη βαλίτσα με τα ρούχα μου στο καράβι, πετάχτηκα έξω στο μουράγιο και ίσα τον ανήφορο. Τρία τρία δρασκελούσα τα πέτρινα σκαλιά που βγάζουν μπρος στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Κολλητά πλάι την εκκλησία μας.
Ολάνθιστο σαν να ΄ταν Μάης. Έχωσα το μουσούδι μου στα κάγκελα και πήρα τρείς βαθιές ανάσες. Θε , μου, πώς μύριζαν κείνα τα γιασεμιά τα΄αράπικα, άσπρα σαν χιόνι! Η Κοίμηση. Η μια της πόρτα στον αμαξιτό. Η άλλη, η απάνω, στο δρόμο με το καλντερίμι, αντίκρυ από την πόρτα του σπιτιού μας. Όλη στολισμένη μέσα κι όξω με κισοκλώναρα, μυρτιές και δάφνες.
Και να μοσκοβολάει ο πρωινός αέρας από τα γιασεμιά, τα μοσχολίβανα, τα μύρια που ΄καιγαν στις μυροδόχες, άλλα κι απ΄την αρμύρα του γιαλού. Δυο τρεις διαβάτες πρωινοί σταμάτησαν και με κοίταξαν ξαφνιασμένοι. Ένας μάλιστα γέλασε. Μας βρήκε αποκριά Αύγουστο μήνα; Εγώ έκανα πως δεν άκουσα.
Πριν μπω βόλεψα το φεσάκι μου, έσιαξα την κελεμπία και μπήκα στην λαμπροστόλιστη εκκλησία που μ΄είχανε βαφτίση. Παράστανα τον ξενοφερμένο. Κοίταζα εδώ, κοίταζα κει, απάνω στους γυνεκονίτες, και προσποιόμουνα τον ξαφνιασμένο με όσα βλέπανε τα μάτια μου. Ενώ εγώ τα ΄ξερα όλα, επειδή μ΄άρεσε η εκκλησία και πήγαινα να ακούσω χωροδία, ν΄ακούσω λειτουργεία ή σπερινό.
Τι πολυέλαιοι, τι τοιχογραφίες, τι θόλοι γαλανοί, με αμ΄τρητα χρυσά αστέρια! Τι μανουάλια αστραφτερά, καντήλια από ασήμια και μαλάματα. Σπαρμένη η εκκλησιά με λεμονόφυλλα, στη μέση το μακρύ βελούδινο κόκκινο χαλί, που άρχιζε απ΄την αυλή και έφτανε μέχρι το Ιερό και ως το θρόνο του Δεσπότη, που όπου και ΄να τανε θα ΄ρχότα με τα΄ αμαξι του και θα τον υποδεχόταν τα διπλοκάμπανα και μπρος στην πόρτα διάκοι, παπάδες με χρυσοκεντημένες φορεσιές, τρικέρια και θυμιατά στα χέρια…
Ήταν πρωί. Δεν είχε ακόμα πολύ κόσμο και οι ψαλτούδες τερετίζανε κείνα τα ορθρινά, που τα βαριόμουνα παιδί, γιατί δεν καταλάβαινα τι λέγαν. Πόσες εικόνες! Φτιαγμένες από ζωγράφους Ιταλούς και Ρώσους.
Ύστερα απ΄την Ισμαηλία, την Αραπία και τα΄αναχώματα, η Κοίμηση στα παίδικα μου μάτια, μου φαίνονταν ένας παράδεισος. Πετούσαν μέσα άγγελοι, άκουγα των φτεών τους το φουρφούρισμα κι απ΄τα χρωματιστά παράθυρα κάθε υπερρώου κάθε υπερώου χυνόταν μες στην εκκλησία χρωματιστές οι ηλιαχτίδες, στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Σαν μαγεμένος προχωρούσα προς την ωραία πύλη.
Τότε ο πατέρας που που ήταν επίτροπος και πήγαινε στην εκκλησία πριν απ΄τους άλλους, γιατί το σπίτι μας ήτανε, πες, μέσα στην εκκλησιά, κάλεσε τον καντηλανάφτη. Τον πήρε το μάτι μου. Το αραιό εκκλησίασμα είχε κιόλας αναταραχτεί. Όλοι κοιτούσαν αυστηρά, περίεργα αλλά και με απέχθεια το ‘’τουρκόπουλο’’.
Σταμάτησε κι ο αριστερός ψάλτης. Τότε ένας παπάς, ο πάτερ Άνθιμος, θεός ΄σχορέστον, πρόβαλε στην ωραία Πύλη και φώναξε με θυμό.- Προς θεού! Βγάλτε το αμέσως έξω! Τρέξαν ακόμα δυο καντηλανάφτες, μ΄αρπάξανε και μ΄έσερναν έξω από τον ναό.
Περνώντας μπρος απ΄το παγκάρι, και βλέποντας να με κοιτάζει καρφωτά ο πατέρας μου,
τινάχτικα, ξέφυγα απ΄τους καντηλανάφτες και με ένα σάλτο βρέθικα στα επιτροπικά επίσιμα στασίδια και μες στην πατρική αγκαλιά.
- Εσύ ΄σαι, βρε μασκαρά;
Μου ΄βγαλε ευθύς το φέσι και με καταφιλούσε.
Για να μηγίνει ολωσδιόλου θέατρο η εκκλησία ανήμερα της Παναγίας,
με πήρε απ΄το χέρι και έτρεξε στη μάνα μου κατουρημένος απ΄τη χαρα του.
Αυτή πάλι σαν μ΄είδε, έβγαλε μια φωνή, και τι θαρρείτε έκανε; Μ΄αγκάλιασε και με σκέπασε μ΄ένα σωρό γλυκόλογα αραβανίτικα:- Γιαλίμ, γιαλίμ, Νικολάκη μου, καρδία μου "...
Το αρχοντικό μας, που το'χτισε ο πατέρας μου πριν γεννηθώ, είναι μεγάλο.
Απέναντι ακριβώς είναι η Κοίμηση, μια μεγαλόπρεπη εκκλησία, χτισμένη στα 1832 απ'τους Υδραίους και τους Ψαριανούς,
μόλις πατήσανε στη Σύρα πρόσφυγες,
ύστερα απ'τις σφαγές της Χίου, των Ψαρών, της Σμύρνης.
Μία εκκλησιά ζωγραφισμένη ολόκληρη από σπουδαίους ζωγράφους.
Περίλαμπρη.
Γεμάτη ασήμι και χρυσάφι.
Στη λειτουργία, οι ψαλμωδίες ακούγονται μέσα στο σπίτι μας."
Ρίτα Μπούμη-Παππά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου