Η πρώτη απαίτηση του μοναχισμού είναι η απόρριψη του κάθε τι που είναι κοσμικό.
Η απόρριψη είναι δυνατή μόνο με την ελευθερία, με την «απόλυτη δύναμη»
αυτή είναι η βασική άξια του ανθρώπου. Η αμαρτία είναι η ελεύθερη Αποστασία
η αποξένωση από τον Θεό, και Αποστασία από τη ζωή ένας εκούσιος θάνατος,
ένα είδος αυτοκτονίας διαμέσου της ισχυρογνωμοσύνης.Η «δοκιμασία»
είναι μια ελεύθερη και εκούσια επιστροφή στον Θεό, μια απόφαση να ακολουθήσει
κανείς και να μιμηθεί το Χριστό με άλλους λόγους, η συνηθισμένη ένταση της
βουλήσεως και μια επιστροφή στον Θεό. Η αποκορύφωση της «δοκιμασίας»
είναι ο μοναχισμός. «Η κλήση και η δοκιμασία του μοναχού είναι ο εξαναγκασμός
της φύσεως και η αδιάλειπτη διαφύλαξη των αισθημάτων». Η απόρριψη
του κόσμου πρέπει να είναι ολοκληρωτική και αποφασιστική -μια απάρνηση
της φύσεως για να λάβεις εκείνες τις ευλογίες που είναι ανώτερες από τη φύση.
Αυτή είναι μια πολύ σπουδαία αντίθεση· το «φυσικό» καταργείται για χάρη του υπερφυσικού,
και δεν αντικαθίσταται από το αντί-φυσικό. Το έργο της «δοκιμασίας»
έγκειται στο να εξυψώσεις τη φυσική ελευθερία, όχι σ' έναν αγώνα με τους αρχικούς της νόμους.
Γι’ αυτό μόνο σωστά κίνητρα κι ένας σωστός τελικός στόχος δικαιολογούν την απάρνηση και τη «δοκιμασία». Η «δοκιμασία» είναι το μέσον, όχι ο σκοπός. Και η «δοκιμασία» ολοκληρώνεται μόνο όταν ο ίδιος ο Ιησούς έρχεται και αποκυλά το λίθο της πικρίας μακριά από τις θύρες της καρδίας. Αλλιώς η «δοκιμασία» είναι άκαρπη και άχρηστη. Το έργο δεν είναι η ίδια η απάρνηση, αλλά η ένωση εκείνη με τον Θεό που πραγματοποιείται με τη γνήσια απάρνηση -δηλαδή, η απελευθέρωση από τον κόσμο, η απελευθέρωση από τα πάθη και τις αδυναμίες, από τις προσηλώσεις και τις γήινες τάσεις για να μπορέσεις να ποθήσεις και να αποκτήσεις την απάθεια. Στην ίδια τη «δοκιμασία» το πιο σπουδαίο πράγμα είναι το κίνητρο που σε ωθεί η αγάπη για τον Θεό και η συνειδητή εκλογή. Εντούτοις, ακόμα και στην ακούσια δοκιμασία, η απάρνηση που οφείλεται στις περιστάσεις και ακόμα και στην αναγκαιότητα, μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική, γιατί η ψυχή μπορεί ξαφνικά να αφυπνιστεί.
«Και ποιος μοναχός είναι πιστός και σοφός; Ποιος διατήρησε το ζήλο του άσβεστο, και ποιος ακόμα και στο τέλος της ζωής του δεν παύει μια μέρα να επιθέτει φωτιά στη φωτιά, ζήλο στο ζήλο, φιλοπονία στη φιλοπονία, επιθυμία στην επιθυμία»; Με άλλους λόγους, η αδιαφορία για τον κόσμο δεν είναι τόσο σπουδαία όσο μια φλογερή λαχτάρα για τον Θεό.Η απάρνηση ολοκληρώνεται διαμέσου της πνευματικής περιπλανήσεως («ξενιτείας»). Ο κόσμος πρέπει να φαίνεται και να γίνει ξένος. «Η ξενιτεία είναι μια αμετάκλητη εγκατάλειψη του κάθε πράγματος στην πατρίδα μας που μας εμποδίζει να αγωνιστούμε για την ευσέβεια». Αυτή είναι η οδός που οδηγεί στη λαχτάρα του Θεού. Και ο μόνος τρόπος για να δικαιωθεί αυτή η αποξένωση είναι να «καταστήσει κανείς τη σκέψη του αχώριστη από τον Θεό». Αλλιώς, η «ξενιτεία» θα αποδειχθεί ανωφελής. Η «ξενιτεία» δεν πρέπει να στηρίζεται στο μίσος για τον κόσμο και όσους ζουν σ' αυτόν, αλλά μόνο στην άμεση αγάπη για τον Θεό. Είναι αλήθεια, ότι αυτή η αγάπη είναι αποκλειστική, και σβήνει ακόμα και την αγάπη για τους ίδιους τους γονείς. Η απάρνηση πρέπει να είναι επίσης άνευ όρων. «Έξελθε από τη γη σου, και από τους συγγενείς σου, και από τον οίκον του πατρός σου» (Γένεσις 12:1). Εντούτοις, αυτό το «μίσος» για ό,τι αφήνεται στον κόσμο είναι «απαθές μίσος».
Ο μοναχισμός είναι μια οδός έξω από την «πατρίδα» -δηλαδή, από εκείνες τις κοινωνικές συνθήκες και τα συστήματα μέσα στα οποία κάθε πρόσωπο βρίσκεται κατ’ ανάγκη με τη γέννησή του. Αυτό είναι επίσης μια απομάκρυνση από τον πειρασμό και την παραλυσία. Πρέπει κανείς να δημιουργήσει ένα νέο περιβάλλον και νέες συνθήκες για τη «δοκιμασία» του. «Άφησέ Τον να γίνει Πατέρας σου Αυτός που μπορεί και θέλει να εργαστεί μαζί σου για να απαλλαγείς από το φορτίο των αμαρτιών σου».Αυτή η νέα τάξη ζωής δημιουργείται ελεύθερα. Εντούτοις, πρέπει κανείς να απαρνηθεί μια ακόμα φορά -αυτή τη φορά τη θέλησή του- όχι την ελευθερία του. Αυτό είναι το στάδιο της υπακοής.Η υπακοή δεν είναι διαγραφή της ελευθερίας, αλλά μεταμόρφωση της θελήσεως, υπερνίκηση του πάθους μέσα στην ίδια τη θέληση. «Η υπακοή είναι ο ενταφιασμός της θελήσεως κάποιου και η ανάσταση της ταπείνωσής του». Είναι «ζωή χωρίς περιέργεια», ή «δραστηριότητα χωρίς έλεγχο». Η μοναστική «δοκιμασία» αρχίζει με την επιλογή ενός σοφού συμβούλου ή πνευματικού πατρός -είναι ανάγκη να εμπιστευθεί κανείς τη σωτηρία του σε κάποιον άλλον. Εντούτοις, ο σύμβουλος πρέπει να επιλεγεί με περίσκεψη και προσοχή «μήπως καταλήξουμε σ' έναν απλό κωπηλάτη αντί σ’ έναν πηδαλιούχο, σ' έναν ασθενή αντί σ' έναν γιατρό, σ’ έναν γεμάτο με πάθη αντί σ' έναν απαθή άνθρωπο, μήπως καταλήξουμε σε μια άβυσσο αντί σ' ένα λιμάνι, κι έτσι βρούμε βέβαιη καταστροφή για τον εαυτό μας».
Η εκλογή, πάντως, άπαξ και γίνει είναι δεσμευτική, και δεν επιτρέπεται σε κάποιον να κρίνει ή να εξετάζει τους λόγους ή τις πράξεις του συμβούλου που έχει διαλέξει.Η συμβουλή του συμβούλου πρέπει να ακούγεται με ταπείνωση και χωρίς καμιά αμφιβολία — «σαν να έρχεται από τα χείλη του Θεού, έστω κι αν είναι αντίθετη προς τη γνώμη μας». «Γιατί ο Θεός δεν είναι άδικος, και δεν θα ανεχθεί να σκανδαλιστούν εκείνες οι ψυχές που έχουν υποταγεί στην κρίση και τη συμβουλή των πλησίον τους με πίστη και συγχώρηση. Ακόμα κι αν εκείνοι που ερωτούνται δεν έχουν πνευματικό λόγο μέσα τους, ο Άϋλος και ο Αόρατος μιλά διαμέσου αυτών». Με άλλους λόγους, η υπακοή δικαιώνεται από την πίστη και την ελπίδα στη βοήθεια του Θεού. «Η ακλόνητη ελπίδα είναι η θύρα της απάθειας», ή ακόμα και της «έλλειψης φροντίδων». Είναι πολύ σημαντικό, το να είναι η ίδια η υπακοή μια πράξη ελευθερίας, ελεύθερης απόφασης και εκλογής. Επιπλέον, η απάρνηση της ίδιας της θελήσεως κάποιου γίνεται για χάρη της απελευθερώσεως. Δια της υπακοής η θέληση απαλάσσεται από τη διακινδύνευση της προσωπικής γνώμης, και ξεφεύγει από τη δύναμη των παθών. Μ' αυτήν την έννοια η υπακοή είναι ο πρόδρομος της γνήσιας απάθειας. «Ο υπάκουος, σαν τον νεκρό, δεν αντιλέγει και δεν κρίνει, είτε για το καλό είτε για το ψευτο-κακό».Αυτή είναι η οδός της αληθινής ελευθερίας, δια της εκούσιας δουλείας όπως πάντα, ανάσταση δια του θανάτου, αναγέννηση διαμέσου του θανάτου.
Ο εσωτερικός αγώνας αρχίζει με μετάνοια. Μάλλον, η μετάνοια ή η στενοχώρια κάποιου για τις αμαρτίες του είναι το κύριο στοιχείο του αγώνα. Με τη μετάνοια συνδέεται η θνητή μνήμη, η θνητή ανάμνηση. Αυτή είναι η πνευματική προαίσθηση του θανάτου, και ακόμα ένα είδος «καθημερινού θανάτου». Η γνήσια «ανάμνηση του θανάτου» είναι δυνατή μόνο μέσα από ολική απάθεια και πλήρη αποκοπή της θελήσεως. Δεν υπάρχει φόβος σ’ αυτήν. Είναι δώρο Θεού.Το επόμενο βήμα είναι το να κλαις, ένα κλάμα που προξενεί χαρά. «Η μετάνοια είναι ανανέωση του βαπτίσματος αλλά το κλάμα είναι ανώτερο από το βάπτισμα». «Η πηγή των δακρύων μετά το βάπτισμα είναι ανώτερη από το βάπτισμα», όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο. Γιατί το κλάμα είναι μια συνεχής κάθαρση από τις αμαρτίες που κάποιος έχει διαπράξει. Υπάρχει κλάμα από φόβο, κλάμα από ευσπλαχνία, και κλάμα από αγάπη. Αυτό πιστοποιεί ότι η προσευχή κάποιου έχει γίνει δεκτή. «Δεν θα κατηγορηθούμε, αδελφοί, γιατί δεν κάναμε θαύματα, γιατί δεν θεολογήσαμε, γιατί δεν είδαμε οράματα, αλλά χωρίς αμφιβολία θα πρέπει να δώσουμε λόγο στον Θεό γιατί δεν κλαίμε συνεχώς για τις αμαρτίες μας». Ο τελικός σκοπός του εσωτερικού αγώνα, της εσωτερικής «δοκιμασίας», είναι η προσπάθεια να αποκτήσουμε την απάθεια. Το έργο της οργάνωσης του εσωτερικού μας περιορίζεται στη συνεχή προσπάθεια να εξαφανίσουμε τα πάθη. Πρέπει κανείς να προσπαθεί να σταματήσει, και να σταματήσει πράγματι πλήρως, την κίνηση και τη διέγερση των παθών μέσα του.
Πρώτ’ απ’ όλα πρέπει κανείς να υπερνικήσει το θυμό — την «αναταραχή της καρδιάς». Πρέπει κανείς να προσπαθεί να αποκτήσει αοργησία και πραότητα, ειρήνη και ηρεμία. Όπως το εννοεί ο Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος, ο θυμός συνδέεται με την υπερηφάνεια. Γι’ αυτό ορίζει την αοργησία ως την «ακόρεστη επιθυμία για ατιμία», και την πραότητα ως την «ακίνητη κατάσταση της ψυχής που μένει η ίδια τόσο στις τιμές όσο και στις ατιμίες».Ακόμα πιο ανώτερη είναι η ολική απουσία εκδικητικότητας, που μιμείται τη συγχωρητική φύση του Ιησού. Πρέπει κανείς να απέχει από κάθε είδος επικρίσεως. Να προσεύχεται για τους αμαρτωλούς κρυφά — «αυτή η εικόνα της αγάπης ευχαριστεί τον Θεό». Το να κρίνει κανείς και να καταδικάζει δεν είναι κάτι που ταιριάζει στον μετανοούντα. «Το να κρίνει κανείς σημαίνει το να προσπαθεί με αυθάδεια να σφετεριστεί την αρμοδιότητα του Θεού για τον εαυτό του». Άλλωστε, η παγγνωσία χωρίς την οποία η κρίση αποδεικνύεται πάντοτε βιαστική είναι αδύνατο να αποκτηθεί από τον άνθρωπο. «Ακόμα κι αν δεις κάποιον με τα ίδια τα μάτια σου να αμαρτάνει, μην τον καταδικάσεις. Γιατί συχνά τα μάτια σου απατώνται».
Ο Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος έχει πολλά να πει για τους σαρκικούς πειρασμούς και για την απόκτηση καθαρότητας. Η πηγή της καθαρότητας είναι μέσα στην καρδιά. Αυτή είναι πέραν των δυνάμεων του ανθρώπου, αλλά είναι δώρο Θεού, υπό τον όρο όμως της «δοκιμασίας».Η φιλαργυρία εξαφανίζεται με «το να παραμερίσει κανείς το ενδιαφέρον του για τα γήινα».Τότε ελευθερώνεται κανείς από τις φροντίδες, με την πίστη και την ελπίδα. Ακόμα πιο επικίνδυνος είναι ο πειρασμός της υπερηφάνειας. Αυτός που είναι υπερήφανος πειράζεται χωρίς δαιμονικό δελεασμό. Έχει ο ίδιος γίνει ένας δαίμονας και ένας αντίπαλος του εαυτού του. Η υπερηφάνεια υπερνικάται με την ταπείνωση. Η ταπείνωση δεν επιδέχεται λεκτικό ορισμό -είναι η περιοχή της «ανέκφραστης χάριτος της ψυχής», την οποία εννοεί κανείς μόνο εμπειρικά.Μπορεί κανείς να μάθει την ταπείνωση μόνο από τον ίδιο το Χριστό «μάθετε όχι από Άγγελο, ή άνθρωπο, ή βιβλίο, αλλά από Μένα δηλαδή, από την ενοίκησή Μου μέσα σας, και από τη λάμψη Μου και το έργο Μου μέσα σας, γιατί Εγώ είμαι πράος και ταπεινός στην καρδία» — «ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθαίος 11:29). Κατά μίαν έννοια η ταπείνωση στους ασκητές είναι ένα είδος τύφλωσης για τις δικές τους αρετές ένα «Θεϊκό σκέπασμα που δεν μας επιτρέπει να δούμε την πρόοδό μας».Ο Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος διακρίνει τα εξής θέματα στην ανάπτυξη του πάθους. Πρώτ' απ' όλα έρχεται η προσθήκη, το «χτύπημα» ή η επίθεση «προσβολή» μια ορισμένη εικόνα ή σκέψη, μια «εισβολή σκέψεων».
Δεν υπάρχει ακόμα εδώ αμαρτία, γιατί η θέληση δεν συμμετέχει ακόμα σ’ αυτήν. Η θέληση εκδηλώνεται με τη συγκατάθεση —τον «συνδυασμόν». Αυτός είναι ένα είδος «συνομιλίας με την εικόνα που εμφανίστηκε», και σ' αυτό το ενδιαφέρον ή την προσοχή βρίσκεται η αρχή της αμαρτίας. Αυτός δεν είναι «εντελώς χωρίς αμαρτία». Όμως, πιο σπουδαία είναι η έλξη της θελήσεως, η «συγκατάθεσις», η συμφωνία της ψυχής με την παριστάμενη σκέψη ή εικόνα, που συνδυάζεται με ευχαρίστηση.Στη συνέχεια, η πρόθεση -η πειράζουσα ιδέα ή εικόνα- ριζώνει στην ψυχή. Αυτή είναι η «αιχμαλωσία», ένας σταθμός στη δοκιμασία που είναι χώρος κατοχής της καρδίας. Τέλος, η επιτηδειότητα στο κακό εγκαθίσταται. Αυτή είναι «το πάθος» στην κυριολεξία.Γίνεται απ’ αυτό φανερό, πρώτον, ότι η ρίζα των παθών είναι η ενδοτικότητα της θελήσεως. Δεύτερον, ο πειρασμός χτυπά δια της σκέψεως. Γι’ αυτό, το ασκητικό χρέος διχάζεται υπό μορφήν σκέψεως ή προθέσεων «λογισμού». Αφενός, πρέπει κανείς να ενισχύσει τη θέληση με την υπακοή και με την αποκοπή της αυθαιρεσίας. Αφ' εταίρου, πρέπει κανείς να καθαρίσει τις σκέψεις του.Ο πειρασμός έρχεται από έξω. «'Κατά φύσιν' δεν υπάρχουν κακό και πάθη στον άνθρωπο, γιατί ο Θεός δεν δημιούργησε τα πάθη». Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος τώρα είναι καθαρός. Αλλά είναι καθαρός δυνάμει του βαπτίσματος, ξαναπέφτει με τη θέλησή του, και καθαρίζεται με τη μετάνοια και τη «δοκιμασία».
Μέσα στην ίδια τη φύση υπάρχει ορισμένη δύναμη -δυνατότητα- αρετής, και η αμαρτία είναι αντίθετη προς τη φύση, και είναι διαστροφή των φυσικών ιδιοτήτων.Εντούτοις, για όλ' αυτά, το χρέος του ανθρώπου είναι όχι μόνο να εκπληρώσει τα φυσικά μέτρα αλλά και να τα υπερβεί, να γίνει ανώτερος της φύσεως. Τέτοια είναι η καθαρότητα, η ταπείνωση, η επαγρύπνηση, και η σταθερή ευαισθησία της καρδιάς. Γι’ αυτό, χρειάζεται κανείς τη συνεργία της ελεύθερης «δοκιμασίας» και των Θείων δωρεών που ανυψώνουν τον άνθρωπο πάνω από τα όρια της φύσεως. Ο αγώνας με το κακό και τον πειρασμό πρέπει να αρχίσει το δυνατόν ενωρίτερα, πριν ο πειρασμός σκληρυνθεί σε πάθος. Αλλά είναι σπάνιοι οι άνθρωποι που δεν καθυστερούν. Γι’ αυτό η «δοκιμασία» είναι τόσο μακρά και δύσκολη, και δεν υπάρχουν συντομεύσεις σ’ αυτήν. Επιπλέον, η οδός είναι χωρίς τέλος. Δεν υπάρχουν όρια στην αγάπη του Θεού. Μάλλον, αυτό το όριο είναι το ίδιο χωρίς τέλος. «Η αγάπη δεν σταματά. Και δεν θα παύσουμε ποτέ να προοδεύουμε σ’ αυτήν -ούτε στο παρόν, ούτε στο μέλλον- πάντα θα συνεχίζουμε, ευρισκόμενοι μέσα ήδη στο φως, να παίρνουμε νέο νοητό φως. Ισχυρίζομαι ότι ακόμα και οι άγγελοι, αυτά τα ασώματα όντα, δεν είναι χωρίς πρόοδο, αλλά πάντα λαμβάνουν δόξα για τη δόξα και λόγο για το λόγο».Ο τελικός σκοπός της «δοκιμασίας» είναι η αγία σιωπή η «ησυχία» η σιωπή του σώματος και της ψυχής. «Σιωπή του σώματος είναι η κοσμιότητα και το να είναι καλά εφοδιασμένο με ηθικές αρχές και σωματικά αισθήματα. Σιωπή της ψυχής είναι η κοσμιότητα των προθέσεων και της σκέψεως που δεν μπορεί να κλαπεί».
Με άλλους λόγους, είναι η ειρήνη και αρμονία, η αταραξία και αναλογία της ζωής -εσωτερικής ζωής, και γι’ αυτό επίσης και εξωτερικής ζωής.Σιωπή είναι η επαγρύπνηση της ψυχής. «Ύπνωσα αλλά η καρδιά αγρυπνούσε» (Άσμα Ασμάτων 5:2). Αυτή η εσωτερική σιωπή είναι πιο σπουδαία από την εξωτερική μόνο ησυχία. Αυτή η αυστηρή προσοχή της καρδίας είναι σημαντική. Αληθινή σιωπή είναι ο «ατάραχος νους». Με άλλους λόγους, η «φυλακή της καρδίας» και η «τήρησις του νοός».Η δύναμη της σιωπής έγκειται στη συνεχή και αδιάσπαστη προσευχή. «Η σιωπή είναι αδιάκοπη υπηρεσία στον Θεό και παρουσίαση ενώπιον του». Αλλιώς, η σιωπή είναι πέραν από τη δύναμη ενός ανθρώπου, γιατί προσευχή είναι η εμφάνιση ενώπιον του Θεού και ύστερα η ένωση μαζί του. Ή, αντίστροφα, η γνήσια εμφάνιση ενώπιον του Θεού είναι προσευχή.Στα διάφορα είδη της προσευχής πρώτη πρέπει να έρχεται η ευχαριστία, ύστερα η εξομολόγηση με μετάνοια, και τέλος η ικεσία. Μια προσευχή πρέπει να είναι πάντα απλή και σύντομη. Η ανώτερη απ’ όλες είναι η «μονοσύλλαβη» επίκληση του Ιησού. Η προσευχή πρέπει να μοιάζει περισσότερο με την αδέξια φλυαρία ενός παιδιού παρά με σοφή και πολύπλοκη ομιλία. Η πολυλογία στην προσευχή αποτρέπει την προσοχή. Εισάγει στο νου την ονειροπόληση, και το πιο επικίνδυνο στην προσευχή είναι η «αισθησιακή ονειροπόληση». Η σκέψη πρέπει πάντα να κρατιέται και να περιορίζεται στα λόγια της προσευχής. Πρέπει κανείς να αποκόβει άγρυπνα όλες τις προθέσεις» και τις «εικόνες» -όλες τις «φαντασίες». Πρέπει κανείς να ελέγχει το νου του. «Αν αυτός περιπλανιέται παντού ελεύθερα, τότε ποτέ δεν θα ενοικεί μέσα σου».Η προσευχή είναι ένας άμεσος αγώνας για τον Θεό «αποξένωση από τον ορατό και αόρατο κόσμο». Στην τέλεια μορφή της η προσευχή γίνεται πνευματικό δώρο, ένα είδος εμφυσήσεως του Πνεύματος που εργάζεται μέσα στην καρδιά -τότε το Πνεύμα προσεύχεται μέσα σ' έναν που ζήτησε την προσευχή.Κατά μίαν έννοια η σιωπή και η προσευχή συμπίπτουν.
Η ίδια πνευματική κατάσταση θα μπορούσε επίσης να οριστεί ως απάθεια, γιατί απάθεια είναι ακριβώς ένας αγώνας, μια αφοσίωση κάποιου στον Θεό. «Μερικοί ακόμα λένε ότι η απάθεια είναι η ανάσταση της ψυχής πριν από την ανάσταση του σώματος». Και όμως, επιδιώκοντας την απάθεια το ίδιο το σώμα γίνεται άφθαρτο, ή μάλλον αδιάφθορο. Αυτό είναι η αναζήτηση του νου του Κυρίου (βλέπε Α' Κορινθίους 2:16). Η ανέκφραστη φωνή του ίδιου του Θεού ηχεί μέσα στην ψυχή, προκηρύσσοντας το θέλημά Του, και αυτό είναι ήδη «ανώτερο από κάθε ανθρώπινη διδασκαλία». Γι’ αυτό ανάβει η δίψα για την αθάνατη ωραιότητα. «Αυτός που κατανοεί τη σιωπή έχει αναγνωρίσει το βάθος των μυστηρίων».Ο Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος θεωρεί και αισθάνεται τον έντονο δυναμισμό του πνευματικού κόσμου. Και στον αγγελικό κόσμο, επίσης, υπάρχει αγώνας για τα ύψη των Σεραφίμ. Στην ανθρώπινη «δοκιμασία» υπάρχει μια έλξη για τα αγγελικά ύψη, για την «εικόνα της ζωής των νοερών δυνάμεων».Η απάθεια είναι και ο τελικός σκοπός και το χρέος. Όλοι δεν φθάνουν σ' αυτό το όριο, αλλά ακόμα και για εκείνους που δεν μπορούν να σωθούν, το να αγωνίζονται είναι το πιο σπουδαίο πράγμα. Η κινητήρια δύναμη της «δοκιμασίας» είναι η αγάπη. Αλλά η πληρότητα της «δοκιμασίας» είναι η προσπάθεια ν' αποκτήσει αγάπη. Η αγάπη έχει στάδια, και η αγάπη δεν μπορεί να γνωρισθεί. Εν τούτοις, αυτή είναι το ίδιο το όνομα του Θεού. Γι’ αυτό, στην πληρότητά της αυτή είναι ανέκφραστη. «Η λέξη της αγάπης είναι γνωστή στους αγγέλους άλλα μόνο κατά το βαθμό του φωτισμού τους». Η απάθεια και η αγάπη είναι διαφορετικά ονόματα για μια μοναδική τελειότητα. Η αγάπη είναι η οδός και το τέρμα. «Πλήγωσες την ψυχή μου, και η καρδιά μου δεν θα αντέξει τη φλόγα σου. Προχωρώ, ψάλλοντας για σένα».
Στους αποσπασματικούς και συγκρατημένους αφορισμούς του Αγ. Ιωάννου
της Κλίμακος για την αγάπη, αισθάνεται κανείς μια εγγύτητα προς το μυστικισμό του Αρεοπαγίτη,
ιδιαίτερα στα τελευταία αγγελικά και τα ανθρώπινα επίπεδα. Χαρακτηριστικά,
ο Άγ. Ιωάννης λέγει λιγότερα για τα ανώτερα στάδια ή τους ανώτερους βαθμούς,
και εδώ γίνεται φειδωλός με τις λέξεις. Γράφει για τους αρχαρίους και για
ανθρώπους με μια μέσου επιπέδου εμπειρία. Εκείνοι που έχουν επιτύχει δεν
χρειάζονται πια ανθρώπινη οικοδομή και καθοδήγηση. Έχουν ήδη την εσωτερική
επιβεβαίωση και μαρτυρία. Εκτός αυτού, στα ανώτερα στάδια οι ίδιες οι λέξεις
γίνονται ανίσχυρες και ανεπαρκείς. Αυτά δύσκολα μπορούν να περιγραφούν.
Αυτός είναι ένας γήινος ουρανός που ανοίγεται διάπλατα μέσα στην ψυχή.
Είναι η ενοίκηση του Θεού μέσα στην ψυχή. «Η προσευχή ενός ανθρώπου
που προσεύχεται ειλικρινά είναι το δικαστήριο, το δικαστήριο του νόμου,
και η έδρα του δικαστή πριν από την τελική κρίση». Με άλλους λόγους,
μια προειδοποίηση του μέλλοντος.
«Και αυτή η μακάρια ψυχή φέρει τον
Αιώνιο Λόγο μέσα της, και αυτός είναι ο μυστικός της οδηγός,
ο σοφός σύμβουλος της,
και ο φωτισμός της».
Αυτός είναι η κορυφή της κλίμακας η οποία εξαφανίζεται μέσα στα ουράνια ύψη.
Πηγή: ''Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας''
Επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
π. Γεώργιος Φλορόφσκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου