Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΑΣΚΗΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ





 Προσφιλέστατα εν Κυρίω τέκνα!

 

 Θα ερωτήσετε τώρα δια τας συνεπείας εκ της απομακρύνσεως από το ασκητικόν πνεύμα της Ορθοδοξίας μας

 αι οποίαι καθίστανται τρομακτικαί, 

διότι νοθεύεται ολόκληρος η διδασκαλία της ασκητικής αγιωτάτης Πίστης μας. 

Χάρις εις τον ασκητισμόν η Εκκλησία διετηρήθη ανά τους αιώνας Ορθόδοξος.

 Διατί; 

Διότι, ως είπον προηγουμένως, η αγιότης συνδέεται με την άσκησιν αρρήκτως 

και πάσα η διδασκαλία της Εκκλησίας διεμορφώθη υπό των ασκητικών αγίων Πατέρων. 

Εν άλλοις λόγοις, 

οι άγιοι Πατέρες αν υπήρξαν Διδάσκαλοι της Εκκλησίας απλανείς, τούτο το ώφειλον εις την ασκητικήν ζωή των.

 Ο Χριστοκεντρισμός των, η εν Αγίω Πνεύματι ζωή των, 

υπήρξε καρπός της αγίας ασκήσεώς των.

Εάν λοιπόν παύση να καλλιεργήται υπό της Εκκλησίας ο ασκητισμός, 

κατ’ ανάγκην νοθεύεται το περιεχόμενό της. 

Νέαι διδασκαλίαι ανακύπτουν,

 αι φωναί του Αγίου Πνεύματος υποκαθίστανται υπό φωνών ανθρωπίνων, εστερημένων κύρους.



Έκαστος εισφέρει κατά το δοκούν εις την Εκκλησίαν, προκαλείται σύγχυσις και έριδες, αι ετεροδιδασκαλίαι λυμαίνονται την ζωήν της αγίας Εκκλησίας μας, το πλήρωμα της Εκκλησίας εντεύθεν συγχέεται και απόλλυνται ψυχαί, «δι’ ας Χριστός απέθανεν». Αυτό ακριβώς συνέβη εις τον Ρωμαιοκαθολικισμόν και εις μείζονα βαθμόν εις τον Προτεσταντισμόν. Από τι νομίζετε ότι η τέως «προκαθημένη της αγάπης», η Τοπική Ρωμαϊκή Εκκλησία, κατέπεσεν εις τόσας αιρέσεις και τόσας κακοδοξίας; Από την εγκατάλειψιν της καλλιεργείας της αγιότητος δια της ασκήσεως. Ωσαύτως διατί ο προτεσταντισμός, πιστόν τέκνον της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, πλειοδοτήσας εις Ουμανισμόν, εις Ορθολογισμόν, ήδη διατελεί κατατετμημένος εις πλείονας των τεσσάρων εκατοντάδων ομολογίας, αδυνατών να επιτύχη μίαν έστω και πλασματικήν συμβίωσιν και μεταξύ αυτών μίαν συμφιλίωσιν; Ουχί διότι θεωρήσας τον Μοναχισμόν ως άχρηστον και συνεπώς αυτήν την αγιάζουσαν άσκησιν και στερηθείς ούτως κοινής πνευματικής πείρας, παρεδόθη εις τον εκ των έσω προσδιοριζόμενον λόγον, όστις εξ αυτής της φύσεώς του, ούτε να υποταχθή εις τον θείον λόγον δύναται, αλλ’ ούτε και προϋποθέσεις συμφωνίας να δημιουργήση; Το κοντάκιον της Αγίας Πεντηκοστής λέγει: «Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν Έθνη ο Ύψιστος, ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσεν…». Τούτο σημαίνει, ότι η ενότης είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, όπερ ενεργεί εις τας καρδίας εκείνας, αίτινες παρέχουν εαυτάς εις κατοίκησίν του. Αλλά πώς να λάμψη εις καρδίας μη κεκαθαρμένας το Άγιον Πνεύμα και εις εκείνους οι οποίοι δεν δίδουν σημασίαν εις την δια της ασκήσεως καθαρότητα; Αυτόν τον κίνδυνον διατρέχει η Αγία Εκκλησία μας, εάν στερηθή της εμμόνου αισθήσεως της αληθείας, την οποίαν παρέχει η εν Χριστώ πνευματική πείρα, και παραδώση εαυτήν έκθετον εις τας επιδράσεις του, εξ ακαθάρτου πηγής, αντλουμένου ανθρωπίνου λόγου, όστις είναι τόσον διάφορος του λόγου του Ευαγγελίου. Η αγία Εκκλησία μας ταλαιπωρείται από της απελευθερώσεως του Γένους εκ των επιδράσεων του προτεσταντισμού και συγκεκριμένως από της εποχής της αντιβασιλείας του Όθωνος. Αλλά πρέπει να είμεθα αντικειμενικοί. Εάν η Προτεσταντική αντιβασιλεία και κυρίως του Μάουρερ, συνήντων αντίδρασιν από την Πατερικώς ζώσαν Εκκλησίαν, ασφαλώς η κατάλυσις των Μοναστηρίων δεν θα είχε τας τρομακτικάς συνεπείας της. Θα υπήρχε το Πατερικόν πνεύμα, το οποίον άλλα Μοναστήρια θα ανήγειρεν και η πνευματική παράδοσις θα συνεχίζετο. Δυστυχώς ο Προτεσταντισμός είχεν επιφέρει βαθυτάτην φθοράν εντός του χώρου της Εκκλησίας μας, εκφραστικόν σύμπτωμα της οποίας ήτο ο περιβόητος Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης, ανήρ γυμνός πάσης πνευματικής γνώσεως, φορεύς της Προτεσταντικής νοοτροπίας, εχθρός των Ορθοδόξων παραδόσεων και πολέμιος του ασκητικού Μοναστικού πνεύματος. Ήτο, θα έλεγον, εις άνθρωπος σκοτεινός, δια τον πρόσθετον λόγον, ότι εγεννήθη εντός του κλίματος της Ορθοδοξίας μας. Και προκειμένου να οικειωθή την προτεσταντικήν σκέψιν, εχρειάσθη, βεβαίως, δια ν’ απαλλαγή από τον φωτεινόν χιτώνα της Ορθοδοξίας μας, κάποια προσπάθεια. Αλλά και μετά τον Φαρμακίδην τα πράγματα δεν υπήρξαν ευτυχέστερα. Ετρυγώμεν τας συνεπείας της δουλείας του Γένους, χωρίς βιβλία πατερικά, με την μειονεκτικότητα των πρώην υποδούλων και αγραμμάτων, κατευθυνώμεθα εις την αφεγγή εσπερίαν δια να μάθωμεν επιστήμας και θεολογικά γράμματα. Και το αποτέλεσμα; Να μεταφέρεται εις τους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας ο ορθολογισμός αμφοτέρων των εκδόσεων. Και ο προτεσταντικός και ο ρωμαιοκαθολικός. Και εντεύθεν να διδάσκεται εις τα τέκνα της Εκκλησίας, εις τα τέκνα του Θεού, μία Θεολογία ξένη και πολέμιος της Εκκλησίας. Και αυτή η συνήθεια, δυστυχώς, να καταφεύγωμεν εις την εσπερίαν δια Θεολογικάς σπουδάς, έφθασε μέχρι των ημερών μας. Aλλά εάν τότε υπήρξε τι το ελαφρυντικόν, σήμερον όμως με τα μέσα άτινα διαθέτομεν, είναι αδικαιολόγητος η προσφυγή εις ανορθόδοξα κλίματα δια να μάθωμεν τι; Ορθόδοξον Θεολογίαν; Αλλ’ ερωτάται: Πως μας διαφεύγη ότι η Θεολογία αποτελεί το θεμέλιον της Εκκλησίας μας και εάν δεν έχωμεν ορθόδοξον Θεολογίαν, η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να ζη ορθοδόξως; Πως επί θεμελίω Ρωμαιοκαθολικώ ή Προτεσταντικώ δύναται να στηριχθή η Εκκλησία χωρίς να αρνηθή εαυτήν; Αλλ’ ερωτώ πάλιν. Ποιος ο λόγος να διακινδυνεύση τις την Ορθοδοξίαν του, με το ενδεχόμενον να αποτελέση εξαίρεσιν εις τον κανόνα; Και διατί, άλλωστε, αντί της μεταβάσεώς μας εις Πανεπιστήμια Ρωμαιοκαθολικά ή προτεσταντικά, να μη ανέλθωμεν εις τον Άγιον Όρος ή εις την Μονήν του Σινά, όπου δι’ ησυχίας και περισυλλογής, δια προσευχής και νηστείας, να μελετήσωμεν τους αγίους Πατέρας, να καθαρθώμεν εκ των της ψυχής παθών, να εθισθώμεν εις την αγίαν προσευχήν, να ελλαμφθώμεν εις τον νουν, να δημιουργήσωμεν προϋποθέσεις εναρμονίσεως με την διδασκαλίαν των αγίων Πατέρων; Η Ορθοδοξία διαφέρει βασικώς, μεταξύ των άλλων, από τον ρωμαιοκαθολικισμόν και τον προτεσταντισμόν και εις το ότι, η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι μοναστική και ασκητική, ο δε Δυτικός Χριστιανισμός είναι Ουμανιστικός. Αλλά τι είναι εν αναλύσει Ουμανισμός; Είναι η πίστις εις τον άνθρωπον, η απιστία προς τον Θεόν. Αλλά ο Ουμανισμός ο Προτεσταντικός είναι διάφορος του Ρωμαιοκαθολικού κατά τούτο: Ότι ο μεν Ρωμαιοκαθολικός Ουμανισμός υπερετίμησε τας ανθρωπίνους δυνατότητας, αίτινες προσωποποιούνται εις ένα πρόσωπον, εις τον Πάπαν, ο δε Προτεσταντικός, πλανώμενος και φρονών, ότι η σωτηρία χορηγείται μόνον δια της πίστεως, εγκατέλειψε πάσαν εξ ανθρώπου προσπάθειαν, εβασίσθη ουσιαστικώς εις τας ιδίας του δυνάμεις και παρεδόθη εις την ακάθαρτον διάνοιάν του και εις τας φαντασιώσεις του. Αλλά η ζωή της αγίας μας Εκκλησίας είναι ασκητική, είναι αγών δια την διόδευσιν της στενής και τεθλιμμένης οδού, είναι εγρήγορσις και υπωπιασμός, είναι αγνισμός «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος», είναι ταπείνωσις. Ούτω πως καθαιρώμενοι, εφελκύομεν την χάριν, ζώμεν εν Χριστώ, ανώτεροι «σαρκός και αίματος» και ηγιασμένοι μετέχωμεν εις το θεωθέν σώμα του Χριστού και εντεύθεν εξανθούν πάσαι αι θείαι αρεταί. Πρέπει ενταύθα να προλάβω μίαν ένστασιν τινών θεολόγων μας, οίτινες θέλουν να βλέπουν εις τον ασκητισμόν μίαν καθαράν ανθρωπίνην προσπάθειαν, η οποία, μη βοηθουμένη υπό του Αγίου Πνεύματος, δεν είναι δυνατόν να καρποφορήση πνευματικούς καρπούς. Βεβαίως εάν εμπιστευθώμεν εις εαυτούς το έργον της καθάρσεώς μας, της ενεργείας των θείων εντολών, ασφαλώς ουδένα πνευματικόν αποτέλεσμα είναι δυνατόν να έχωμεν. Πρέπει να γνωρίζομεν εκ των προτέρων, ότι ουδέν καλόν υπάρχει άνευ Χριστού. Χρειάζονται δύο στοιχεία δια την μετουσίωσίν μας: Το ένα είναι η εν ταπεινότητι και προσευχή αγωνιστική ανθρωπίνη βία και το έτερον, η διαγείρουσα εις εργασίαν και τελειούσα το έργον θεία χάρις. Ούτω εις αυτά τα έργα, εις την βίαν την Ευαγγελικήν, εις τα αθλήματα προς υπέρβασιν των ανθρωπίνων ατελειών, εις την προσπάθειαν προς θεραπείαν εκ των ολεθρίων παθών, εις την εργασίαν όλων των εντολών, συνυπάρχει και η θεία χάρις. Ώστε, ούτε η χάρις μόνη, δια τον κίνδυνον της ανελευθερίας, ούτε οι αγώνες μόνοι, δια να μη περιπέσωμεν εις τον ανθρωπισμόν του αιρετικού Πελαγίου. Εις την πρώτην περίπτωσιν, καθ’ ην πιστεύομεν, ότι η χάρις αποτελεί το άπαντον δια την τελειότητά μας, οδηγούμεθα εις αδράνειαν και εις τον αντιασκητισμόν. Εις την δευτέραν, ότι ο άνθρωπος σώζεται δια των έργων του, ενεργών ασκητικώς τας αγίας αρετάς, πλανάται δια βίου παντός, ως αυτάρκης. Θα ήθελα λοιπόν, να ερωτήσω, πως είναι δυνατόν να επιλάμψη ο ήλιος της χάριτος εις τας ψυχάς, αίτινες δεν εκαθάρθησαν δια προσευχής και πένθους πνευματικού και θείων δακρύων; Πολύ, φοβούμαι, αδελφοί, ότι έχει εισδύσει εν τη Ορθοδόξω Θεολογία μας ένας ορθολογισμός, ως λογοκρατία και Ουμανισμός. Η αγία Ορθοδοξία μας αποδίδει ιδιαιτέραν σημασίαν εις καλλιέργειαν της αγιότητος. Μόνον ως άγιοι έχομεν νόημα, όσοι ελεηθέντες ανήκομεν εις το σώμα του Χριστού. Και η αγιότης αυτή δεν αποτελεί ένα γεγονός αναιτιολόγητον, μίαν πνευματικότητα νομοτελή. Είναι αποτέλεσμα μιας αθλήσεως νομίμου, είναι άνθος του Αγίου Πνεύματος, το οποίον εξήνθησεν εις καρδίας ερήμους εμπαθείας και πεπληρωμένας θείας εν Χριστώ αγάπης. Αλλά δια να φθάσωμεν εις τούτο το αποτέλεσμα χρειάζονται πνευματικοί αγώνες, όπως τους βλέπομεν εις τας ιστορίας των αγίων Πατέρων μας.



Μόνον με την βαθείαν και έντονον εσωτερικήν πείραν δυνάμεθα να μάθωμεν την αλήθειαν, 

να προσεγγίσωμεν τον Θεόν, να μυηθώμεν εις τα μυστήρια της αγίας Εκκλησίας μας, 

να αξιολογήσωμεν το μεγαλείον της πίστεώς μας, 

να ελλαμφθώμεν υπό του Αγίου Πνεύματος, 

να ίδωμεν τα πράγματα καθαρά, δια να διακρίνωμεν τας τόσον εξηπλωμένας πλάνας 

εις τον αγαθόν λαόν μας, να θωρακίσωμεν εαυτούς από την γοητείαν των τόσον παραδόξων θεωριών, 

αίτινες πλανούν τα τέκνα του Θεού.

 Μόνον, τέκνα μου,

 με εμπειρίας πνευματικάς θα αποκτήσωμεν διάκρισιν του θείου πνεύματος της Ορθοδοξίας, 

θα το αγαπήσωμεν, θα πεισθώμεν, ότι έξω της Εκκλησίας μας δεν υπάρχει,

 ειμή σκότος και έρεβος, πλάνη, σατανικαί μαγγανείαι, παράδοξοι θεωρίαι, 

όσον και αν παρουσιάζωνται υπό μορφήν υψηλής θεολογίας ή τερπούσης τας διανοίας φιλοσοφίας.



Αθωνικά Άνθη
Πηγή: ''Γνήσια Ορθόδοξη Φωνή''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου