Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Η ΑΝΙΕΡΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ 1920


 



Η Πατριαρχική εγκύκλιος του 1920 αποτελεί την πρώτη κίνηση της παναίρεσης του Οικουμενισμού στην χώρα μας, στοχοποιώντας την αλλαγή του Εορτολογίου, προκειμένου να συνεορταστούν ταυτόχρονα με τους ετεροδόξους και δη τους Παπικούς, οι εορτές της Εκκλησίας μας. Το Ημερολογιακό Ζήτημα, που επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί, ως ''αστρονομική υπόθεση'' δεν ήταν τίποτ' άλλο από την πρώτη Οικουμενιστική διείσδυση στα ειωθότα της Ορθόδοξίας. Παρακάτω και στον α) τρόπο της λυκοφιλίας αυτής, όπως αυτή εκφράζεται στην Πατριαρχική Εγκύκλιο του 1920, μεθ' όλων των αιρετικών παραφυάδων, αναφέρεται ρητώς:

Η φιλία αυτή δύναται να πραγματοποιηθεί: ''δια της παραδοχής ενιαίου ηµερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασµόν των µεγάλων χριστιανκών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών!''. Οι Οικουμενιστές νεοημερολογίτες σκοπίμως και αναισχύντως κόλλησαν την στάμπα του ''ημερολάτρη'' στους Ορθοδόξους του Πατρίου Ημερολογίου, προκειμένου να καλύψουν δια της λάσπης, τις δικές τους, πιστωμένες, πτωτικές ανομίες. Συνεπώς ακυρώνονται όλες οι ''εμβρυθείς'' ενδοσκοπήσεις και όλοι, οι εξ' απαλών ονύχων πλανεροί μετεωρισμοί εκείνων, που μινιμαλιστικά ελαχιστοποίησαν την σημασία του ημερολογίου, που βάσει αυτού θεσπίστηκαν και οι εορτές της Εκκλησίας μας.


Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας σε μήνυμά του προς το οικουμενιστικό «Συμπόσιο», που διοργάνωσε ο Δραγάν στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 1969, γράφει: «Και αύθις επαναλαμβάνομεν εις όλον τον χριστιανικόν κόσμον ως ημέραν κοινού εορτασμού του Πάσχα την δευτέραν Κυριακήν του Απριλίου, ελπίζοντες, ότι ο κοινός ούτος εορτασμός, ο σταθερός, θα αποτελέσει όχι μόνον έν σύμβολον, αλλά και μίαν θετικήν συμβολήν εις την τελείωσιν της χριστιανικής ενότητος».


Ύστερα από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, όσοι άλλαξαν το Ημερολόγιο, μπορεί να μην άλλαξαν το Πασχάλιο, αλλά το υπόλοιπο εορτολογικό έτος, όμως βάσει του Πασχαλίου, που θέσπισε η Α΄Οικουμενική Σύνοδος βασίστηκε και όλο το εορτολόγιο της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου προκαταβολικά καθηρημένοι είναι προφανές, ότι παραβαίνουν τον « Όρο» της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, κατά τον α΄ Κανόνα της Αντιόχειας, πράγμα το οποίο είναι θέμα Πίστεως. Η εγκύκλιος φέρει την υπογραφή του Πατριάρχη Γερμανού του Ε΄, γνωστού για τον αυταρχικό τρόπο διοικησής του, της μετριοπαθούς στάσης, που κράτησε κατά τους διωγμούς των Χριστιανών από τους Νεότουρκους, αλλά και για την μεγάλη του αντιπαλότητα με τον προηγούμενο Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄.


Στις 7 Οκτωβρίου 1918 σημειώθηκε στην Κων/πολη μεγάλη εξέγερση των Ορθοδόξων εναντίον του, αποδοκιμάστηκε μέσα στον Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου και αναγκάστηκε να παραιτηθεί, αποσυρόμενος στην Χαλκηδόνα. Ουσιαστικά από τον Ιωακείμ τον Γ΄ξεκινάει αργά και σταθερά η δραστηριότητα των Τεκτονικών Στοών της Πόλης, (τρεις τον αριθμό), στις οποίες θήτευσαν όλοι οι επερχόμενοι Οικουμενιστικοί Πατριάρχες λαμβάνοντας απολυτήριο με ''Διαγωγή Κοσμιωτάτη ''!


Γ. Δ.

 

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

 

Η καθ’ ηµάς Εκκλησία φρονούσα ότι η των διαφόρων Χριστιανικών Εκκλησιών προσέγγισις προς αλλήλας και κοινωνία ουκ αποκλείεται υπό των υφισταµένων µεταξύ αυτών δογµατικών διαφορών και ότι τοιαύτη τις προσέγγισις τα µάλα εστίν ευκταία και αναγκαία και πολλαχώς χρήσιµος εις τε το καλώς ενοούµενον συµφέρον εκάστης των επί µέρους Εκκλησιών και του όλου χριστιανικού σώµατος και εις παρασκευήν και διευκόλυνσιν της πλήρους ποτέ, συν Θεώ και ευλογηµένης ενώσεως, έκρινε τον παρόντα καιρόν τα µάλιστα πρόσφορον προς ανακίνησιν και από κοινού µελέτην του σπουδαίου τούτου ζητήµατος. 


Ει γαρ και εν τούτω ενδέχεται ίνα προκύψωσι και παρεµβληθώσιν αι από των παλαιών προλήψεων και έξεων ή και εξ αξιώσεων δυσχέρεια, αι τοσάκις τέως το έργον της ενώσεως µαταιώσασαι, όµως κατά την γνώµην ηµών, περί απλής το κατ΄ αρχάς προκειµένου συναφείας και προσεγγίσεως, αι δυσχέρειαι αύται έσονται πάντως ήττον σπουδαίαι, αγαθής δε υπαρχούσης θελήσεως και διαθέσεως ούτε δύνανται ούτε οφείλουσι κώλυµα αποτελέσαι ακαταγώνιστον και ανυπέρβλητον. 


Όθεν το πράγµα ηµείς γε και κατορθωτόν και είπερ ποτέ εύκαιρον επί τη συντελεσθείση νυν επ΄ αισίοις συµπήξει της Κοινωνίας των Εθνών υπολαµβάνοντες, προαγόµεθα θαρρούντως εκθείναι ενταύθα εν ολίγοις τας σκέψεις και την γνώµην ηµών περί του τρόπου, καθ΄ ον την προσέγγισιν ταύτην και συνάφειαν ενοούµεν και δυνατήν υπολαµβάνοµεν, µετά πόθου εκζητούντες και απεκδεχόµενοι την κρίσιν και την γνώµην και των λοιπών των τε κατά την Ανατολήν αδελφών και των εν τη Δύσει και απανταχού σεβασµίων Χριστιανικών Εκκλησιών. 


Νοµίζοµεν τοίνυν ηµείς, ότι δύο τάδε τα µέγιστα εις την επίτευξιν της τοιαύτης εφετής και ωφελίµου προσεγγίσεως συντελέσαι και ταύτην κατεργάσασθαι και εκδηλούν δύνανται. Και πρώτον αναγκαίαν και απαραίτητον υπολαµβάνοµεν την άρσιν και αποµάκρυνσιν πάσης αµοιβαίας δυσπιστίας και δυσφορίας µεταξύ των διαφόρων Εκκλησιών, προκαλουµένης εκ της παρά τισιν εξ αυτών παρατηρουµένης τάσεως εις το σαγηνεύσαι και προσηλυτίσαι άλλων οµολογιών οπαδούς. 


Ουδείς γαρ αγνοεί τι και σήµερον συµβαίνει δυστυχώς πολλαχού, επί διασπάσει της εσωτερικής ειρήνης των Εκκλησιών, ιδία των εν Ανατολή, νέων ούτω θλίψεων και δοκιµασιών παρ΄ αυτών των οµοθρήσκων επιφεροµένων αυτοίς, και οίαν µεγάλην, αντί του µηδαµινού αποτελέσµατος, προκαλεί απέχθειαν και οξύτητα αντιθέσεως η τάσις αύτη τινών εις το προσηλυτίζειν και σαγηνεύειν τούς οπαδούς των άλλων χριστιανικών οµολογιών. Ούτω δε της ειλικρινείας και της εµπιστοσύνης προ παντός αποκαθισταµένης µεταξύ των Εκκλησιών, νοµίζοµεν δεύτερον ότι επιβάλλεται ίνα αναζωπυρωθή και ενισχυθή προ παντός η αγάπη µεταξύ των Εκκλησιών, µη λογιζοµένων αλλήλας ως ξένας καί αλλοτρίας, αλλ΄ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ καί "συγκληρονόµους και συσσώµους της επαγγελίας του Θεού εν τω Χριστώ". (Εφεσ. 3, 6). 


Υπό της αγάπης γαρ εµπνεόµεναι αι διάφοροι Εκκλησίαι και ταύτην προτάσσουσαι εν ταις περί των άλλων κρίσεσι και ταις προς αυτάς σχέσεσι, την µεν διάστασιν αντί του επεκτείνειν και αυξάνειν ως οίον τε συντοµεύσαι και σµικρύναι δυνήσονται, δια της διεγέρσεως δε τακτικού φιλαδέλφου ενδιαφέροντος περί της καταστάσεως, της ευσταθείας και της ευεξίας των άλλων Εκκλησιών, δια της σπουδής εις το παρακολουθείν τοις παρ΄ αυταίς συµβαίνουσι και ακριβέστερον γνωρίζειν το κατ΄ αυτάς και δια της προθυµίας εις το τείνειν εκάστοτε αµοιβαίως χείρα βοηθείας και αντιλήψεως, πολλά τα αγαθά εις δόξαν και εις όφελος εαυτών τε και του χριστιανικού σώµατος επιτελέσουσι και κατορθώσουσι.Δύναται δε η φιλία αύτη και αγαθόφρων πρός αλλήλους διάθεσις εκφαίνεσθαι και τεκµηριούσθαι ειδικώτερον, κατά την γνώµην ηµών, ως εξής:

 


α) δια της παραδοχής ενιαίου ηµερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασµόν των µεγάλων χριστιανκών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών,

 

β) δια της ανταλλαγής αδελφικών γραµµάτων κατά τας µεγάλας του εκκλησιαστικού ενιαυτού εορτάς, εν αις είθισται, και εν άλλαις εκτάκτοις περιστάσεσι,

 

γ) δια της οικειοτέρας συσχετίσεως των εκασταχού ευρισκοµένων αντιπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών,

 

δ) δια της επικοινωνίας των Θεολογικών Σχολών και των αντιπροσώπων της Θεολογικής Επιστήµης και δια της ανταλλαγής των εν εκάστη Εκκλησία εκδιδοµένων θεολογικών και εκκλησιαστικών περιοδικών και συγγραµµάτων,

 

στ) δια της συγκροτήσεως παγχριστιανικών συνεδρίων προς εξέτασιν ζητηµάτων κοινού πάσαις ταις Εκκλησίαις ενδιαφέροντος,

 

ζ) δια της απαθούς και επί το ιστορικώτερον εξετάσεως των δογµατικών διαφορών από της έδρας και εν ταις συγγραφαίς,

 

η) δια του αµοιβαίου σεβασµού των κρατούντων εν ταις διαφόροις Εκκλησίαις ηθών και εθίµων,

 

θ) δια της παροχής αµοιβαίως ευκτηρίων οίκων και κοιµητηρίων δια τας κηδείας και την ταφήν των εν τη ξένη αποθνησκόντων οπαδών των ετέρων οµολογιών,

 

ι) δια της πρόφρονος τέλος αµοιβαίας υποστηρίξεως των Εκκλησιών εν τοις έργοις της θρησκευτικής επιρρώσεως, της φιλανθρωπίας και τοις παραπλησίοις.

 

 

Ο τοποτηρητής του Πατριαρχικού Οικουµενικού Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως

 

 

Μητροπολίτης Προύσης Δωρόθεος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου