Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Η ΤΕΛΙΚΗ ΕΥΘΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΑΓΙΟΥ (Α' ΜΕΡΟΣ)





 Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀδελφοί,

 

 Σεβαστοί Πατέρες καί Μητέρες,


Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί καί Ἀδελφές·



Με ἀνάθεσι τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ επικαλούμενος τὴν προσευχή,προσοχὴ καὶ ὑπομονὴ τῆς Ἀγάπης Σας,

θὰ αναπτύξω σὺν Θεῷ ἕνα πολὺ σημαντικὸ θέμα,

στὴν μεγάλη μας αὐτὴ Συνοδικὴ Ἐκδήλωσι, κατὰ τὴν λαμπρὰ ἡμέρα τῆς Νίκης τῆς Ορθοδοξίας μας

 κατὰ τῶν Αἱρέσεων.Εἶναι γνωστὴ ἡ προσπάθεια πρὶν ἀπὸ ἕνα καὶ πλέον αἰῶνα συμπήξεως μιᾶς 

«Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν»,

 κατὰ τὸ πρότυπο τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν», μιᾶς Διαχριστιανικῆς Ὁμοσπονδίας μεταξὺ τῶν διαφόρων Ὁμολογιῶν,

 παρὰ τὶς δογματικὲς διαφορές τους, προκειμένου νὰ συνεργάζωνται σὲ κοινὴ διακονία μὲ τελικὸ σκοπὸ τὴν ἕνωσί τους.

Ἔτσι γεννήθηκε ὁ Οἰκουμενισμός.

Τὸ ὅραμα ἦταν Προτεσταντικό, 

ἀλλὰ ὅπως γνωρίζουμε ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, μὲ πρωτοφανῆ τρόπο,

προέβη μὲ τὸ Πατριαρχικὸ Διάγγελμα τοῦ 1920 στὴν πρότασι γιὰ τὴν ἵδρυσι «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν»,

πρὸς ὠφέλειαν δῆθεν «τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώματος»1,δηλαδὴ ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων.

Τὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς πρωτοβουλίας δὲν βασιζόταν ἐπὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς κακοδοξίας:

οἱ ἑτερόδοξοι θεωρήθηκαν ἀπροϋπόθετα Μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, λόγῳ 

τοῦ δῆθεν βαπτίσματός τους στὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ,

 σὲ κλῖμα δὲ ἑνὸς δογματικοῦ συγκρητισμοῦ,

παρὰ τὶς ἀγεφύρωτες διαφορές τους,

θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχη διαχριστιανικὴ συνεργασία, κοινὴ δῆθεν μαρτυρία Πίστεως καὶ διακονία τοῦ κόσμου,

ὅπως καὶ κοινὸς ἀγώνας γιὰ ἐξάλειψι τῶν κοινωνικῶν πληγῶν.


Οἱ λοιπὲς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποδέχθηκαν μεμονωμένα τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920,τὸ ὁποῖο ἐγκρίθηκε ἐπίσημα στὴν «Α’ Πανορθόδοξη Διάσκεψι» τῆς Ρόδου τὸ 19612.Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ κηρύχθηκε καὶ ἐγκαθιδρύθηκε ὁ Οἰκου- μενισμὸς ἐντὸς τῶν ἐπισήμων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τὶς διέβρωσε ἐκ τῶν ἔσω.Βάσει τοῦ Διαγγέλματος τοῦ 1920,ἀποτολμήθηκε ἡ Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμισις τὸ 1924,ὥστε μέσῳ τοῦ συνεορτασμοῦ μὲ τοὺς ετεροδόξους νὰ ἐπιτευχθῆ «ἡ προσέγγισις τῶν δύο χριστιανικῶν κόσμων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως»3.Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν τραγικό:διάσπασις τῆς ἑορτολογικῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων χάριν ἐπιτεύξεως «συναφείας» μὲ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἑτεροδόξους!Ὅσοι δε ἀπέρριψαν τὴν Καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου,οἱ προπάτορές μας,ἔπραξαν τοῦτο ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τῆς Αληθείας,γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.


Διότι,εἶναι γνωστὸν ἀπὸ τὴν Πατερική μας Παράδοσι, ὅτι «ἡ ἐν ὀλίγῳ τῆς ἀληθείας παρατροπή,τῇ ἀσεβείᾳ τὴν πάροδον δέδωκεν»4, ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (δηλαδή,ἡ μικρὴ ἀπόκλισις ἀπὸ τὴν ἀλήθεια,ἔχει δώσει εἴσοδο/δίοδο στὴν ἀσέβεια).Ὁ δὲ Μέγας Φώτιος βεβαιώνει:«οἶδε δὲ καὶ ἡ μικρὰ τῶν παραδοθέντων ἀθέτησις καὶ πρὸς ὅλην τοῦ δόγματος ἐπιτρέψαι καταφρόνησιν»5.Καὶ ὅπως πράγματι θὰ διαπιστώσουμε,μέσῳ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καταφρονήθηκε καὶ καταφρονεῖται οἰκτρὰ τὸ δόγμα περὶ Ἐκκλησίας,ἡ δὲ φαινομενικὰ μικρὰ ἀθέτησις (ἡμερολογιακὸ θέμα) ἄνοιξε τὴν εἴσοδο στὴν προφανῆ καὶ πρωτοφανῆ ἀσέβεια,τέτοια ποὺ δὲν ξαναεμφανίσθηκε στὴν δισχιλιετῆ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ!Τὸ 1948 ἱδρύθηκε στὸ Άμστερνταμ τῆς Ολλανδίας τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», αὐτὴ δηλαδὴ ἡ «Κοινωνία Ἐκκλησιῶν» ποὺ ὁραματίσθηκε καὶ τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920.Δεκάδες ἤ καὶ ἑκατοντάδες Προτεσταντικῶν αἱρέσεων ἀποτέλεσαν μαζὶ ἀρχικῶς μὲ τὶς ἐπίσημες τοπικὲς Ἐκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως,Ἑλλάδος καὶ Κύπρου ἕνα εἶδος μιᾶς τερατογενοῦς «Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας».


ς ἑνωτικὸς καὶ συνεκτικὸς παράγων δὲν ἐτέθη βεβαίως ἡ ὀρθὴ Πίστις,διότι θεωρήθηκε καὶ θεωρεῖται,ὡς δεδομένη ἡ ὕπαρξις,παρὰ τὶς δογματικὲς διαφορές,μιᾶς δῆθεν «ἀοράτου ἑνότητος» τῶν «Ἐκκλησιῶν»,ἡ ὁποία μέσῳ «πνευματικῶν σχέσεων», «κοινῆς προσευχῆς καὶ πορείας» καὶ «κοινῆς μαρτυρίας καὶ διακονίας» ἀναπτύσσεται δῆθεν καὶ «ὁρατά», διὰ τῆς «παραδεκτῆς ποικιλίας»6.Μέχρι τὸ 1965 προσεχώρησαν σὲ αὐτὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Ὀργανισμό,ὁ ὁποῖος ἑδρεύει στὴν Γενεύη,ὅλες ανεξαιρέτως οἱ τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες,καὶ μάλιστα ὡς «ὀργανικὰ» μέλη7, σὲ συνεργασία, συμπροσευχὴ καὶ ἀπὸ κοινοῦ διακήρυξι μὲ τὴν πανσπερμία τῶν αἱρέσεων,τῶν θέσεων δῆθεν τῆς Ἐκκλησίας ἤ τῶν Ἐκκλησιῶν!...Ἀλλὰ ἀπὸ τότε τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἀπο- μακρύνεται ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν Εὐαγγελικὴ Ἀλήθεια καὶ Ἠθική, ἐκκοσμικεύεται, διευρύνεται διαθρησκειακῶς, ἀποχριστιανίζεται.Καὶ παρὰ τὶς ποικίλες ἐγκοσμιοκρατικὲς δραστηριότητές του,προωθεῖ δῆθεν καὶ τὴν «Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας» μὲ σκεπτικὸ καθαρὰ Προτεσταντικό,σὲ πλήρη ἀντίθεσι πρὸς τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας,ὅπως μάλιστα διαφάνηκε σαφέστατα στὰ σχετικὰ κείμενα-ψηφίσματα τῶν δύο τελευταίων Γενικῶν Συνελεύσεών του στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας τὸ 2006 καὶ στὸ Πουσὰν τῆς Ν. Κορέας τὸ 2013.Ὅμως, τί ἀπέγινε μὲ τὴν Ρώμη;


Παπισμὸς ἦταν ἀρχικὰ ἀρνητικὸς ἔναντι τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἕως τὴν Δευτέρα Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (1962-1965).Τότε συνέβη μία θεαματικὴ ἀλλαγή: μέσῳ τοῦ «Διατάγματος περὶ Οἰκουμενισμοῦ» τῆς συνόδου ἐκείνης, τὸ ὁποῖο Διάταγμα θεμελιώνεται στὸν μῦθο περὶ Παπικοῦ Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου,ὁ Παπισμός,παρουσιαζόμενος,ὡς ἡ μία καὶ μόνη Ἐκκλησία,ἐγκαινιάζει τὶς διαχριστιανικὲς σχέσεις,μὲ διάλογο,συμπροσ­ ευχή, ἀλλὰ καὶ μερικὴ μυστηριακὴ κοινωνία μὲ τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες.Γιὰ νὰ βοηθήση δὲ τοὺς «διϊσταμένους ἀδελφοὺς» νὰἑνωθοῦν ὑπὸ τὴν σκέπη του,καὶ οὐσιαστικὰ νὰ δεχθοῦν μία ἀποδεκτὴ μορφὴ τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα (διότι ὅλη ἡ οὐσία εκεί ἔγκειται),ἐπινόησε τὸν «Ρωμαϊκὸ» ἤ «Ρωμαιοκεντρικὸ» ἤ «Παποκεν­ τρικὸ» Οἰκουμενισμό,βασιζόμενο στὴν λατινικὴ ἐκκλησιολογία8.Ἡ Δευτέρα Βατικανὴ ἐπιβεβαίωσε, ὅτι «Καθολικοὶ» καὶ «μὴ Καθολικοὶ» εἶναι ἑνωμένοι διὰ τοῦ «κοινοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς κοινῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸ Ευαγγέλιό του» καὶ ὅτι ἐφ’ ὅσον ὑφίσταται ἤδη «πραγματική, καίτοι ἀτελής, κοι- νωνία» «μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν»,δύνανται αὐτὲς νὰ συνεργάζωνται καὶ νὰ παρέχουν «κοινὴ μαρτυρία» στὸν κόσμο,γιὰ νὰ ἐκφράζεται ζωηρὰ ὁ ἑνωτικὸς σύνδεσμός τους9.


Παπισμὸς πλέον δέχεται, ὅτι ὑφίσταται μία «Κοινωνία Ἐκκλησιῶν»,ὅπου ἀνήκουν κατὰ κάποιον τρόπο ὅλες οἱ «Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες»,οἱ δὲ σχέσεις μεταξύ τους προσδιορίζονται ὡς σχέσεις «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν». Καὶ ἐνῶ δῆθεν δὲν δέχεται (ὁ Παπισμὸς) τὴν ἰδέα προσαρτήσεως τῶν ἄλλων «Ἐκκλησιῶν»,κατὰ τὸ υπόδειγμα τῶν Οὐνιτικῶν τοιούτων,ὅμως ἡ πρότασίς του γιὰ ἐπίτευξι «ὁρατῆς ἑνότητος» δὲν εἶναι ἄλλη,ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους τῶν λοιπῶν τοῦ Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου τοῦ Πάπα,ἐφ’ὅσον τοῦτο τὸ θεωρεῖ«πεποίθηση πίστεως»,θεσμὸ θείου δικαίου, δόγμα ἐξ ἀποκαλύψεως, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν δύναται ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ νὰ ἀποστασιοποιηθῆ10!...Κι ὅμως,αὐτὸ ποὺ ἀκριβῶς «ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν αἵρεσιν,τὴν διαστρέφουσαν τὸ περὶ Ἐκκλησίας δόγμα»11, δὲν φάνηκε νὰ τρομάζη τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστάς. Ἐνῶ οὐσιαστικὰ οἱ Παπικοὶ σχεδίασαν, μέσῳ τῆς Δευτέρας Βατικανῆς, μία «νέα οἰκουμενιστικὴ οὐνία»12,γιὰ τὸν ἐξουνιτισμό τους καὶ τὴν οὐνιτοποίησί τους,οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ ἀνταποκρίθηκαν θετικά, πρωτοστατούσης τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ τρόπο μάλιστα πραξικοπηματικό, διὰ τῶν τριῶν «Πανορθοδόξων Διασκέψεων» τῆς Ρόδου τοῦ 1961, 1963 καὶ 196413.Ὁ θείᾳ παραχωρήσει Οἰκουμενιστὴς πατριάρχης Ἀθηναγόρας συνέδραμε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη χωρὶς ἀναστολὲς στὴν προώθησι τῶν Παπικῶν στόχων.Τὸ 1964 συναντήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὸν Πάπα Παῦλο τὸν ΣΤ’ καὶ ἀργότερα ὡμολόγησε ενώπιον προσκυνητῶν τὰ ἑξῆς ἀποκαλυπτικά:«Ἐπήγαμε οἱ δυό μας χέρι μὲ χέρι εἰς τὸ δωμάτιόν του [τοῦΠάπα] καὶ εἴχαμεν μίαν μυστικὴν ὁμιλίαν οἱ δυόμας...


Τί εἴπαμεν;...Ἐκάμαμε κοινὸν πρόγραμμα,μὲ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον,ὄχι μὲ διαφοράν»14.Ἀκολούθησε πρὶν ἀπὸ 50 χρόνια, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1965, ἡ λεγομένη Ἄρσις τῶν Ἀναθεμάτων Ρώμης–Κωνσταντινουπόλεως,ἡ ὁποία σήμανε τὴν ἔναρξι νέας φάσεως καὶ νέας περιόδου στὶς μεταξύ τους σχέσεις.Γιὰ τὸ Βατινακὸ τοῦτο ἀποτέλεσε «πρᾶξιν μυστηριακῆς κοινωνίας»15 καὶ σύμφωνα μὲ τὸ γαλλικὸ πρωτότυπο τῆς Παπικῆς «Πράξεως» ἐπρόκειτο γιὰ «ἄρσιν τῆς ἀκοινωνησίας»16 μὲ τοὺς ορθοδόξους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔκτοτε οἱ Οἰκουμενισταί, παπικῆς καὶ ὀρθοδόξου ὑποδομῆς, δὲν ἐπιδιώκουν οὐσιαστικὰ τὴν Ἕνωσι: ἡ Ἕνωσις γι’αὐτοὺς ἤδη ὑφίσταται,εἶναι μεταξύτους «ἈδελφὲςἘκκλησίες» καὶ προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐκφράζουν τὴν ἑνότητά τους αὐτή,ἕως ἐπιτεύξεως καὶ αὐτῆς τῆς ἐπισήμου διακοινωνίας.Ὅταν ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἔλεγε,ὅτι «ἀνακαλύπτομεν ἔτι μᾶλλον τὴν βαθεῖαν ταυτότητα τῆς ἡμετέρας (ἀμφοτέρων) πίστεως»17 ἐννοοῦσε τοῦτο κυριολεκτικῶς.Γι’ αὐτὸ ἔκτοτε ἀλληλο-μνημονεύονται καὶ πράττουν ὅσα εἶναι σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν σαθρή τους πίστι, μὲ πλήρη ἀποδοχὴ τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς μυστηριακῆς ζωῆς ἀμφοτέρων.Αὐτὸ διακηρύχθηκε καὶ ἐπίσημα στὸ Μπαλαμὰντ τοῦ Λιβάνου τὸ 1993 καὶ αὐτὸ βιώνεται καὶ τονίζεται σὲ κάθε εὐκαιρία, ὅπως καὶ πρόσφατα, ποὺ ὁ Οἰκουμενιστὴς πατριάρχης Βαρθο- λομαῖος σὲ ὁμιλία του στὸ Οἰκουμενιστικὸ Ἵδρυμα Pro Oriente στὴν Βιέννη τῆς Αὐστρίας ἔκανε λόγο γιὰ «ἀτελῆ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία» μεταξύ τους, γιὰ ἐπανανακάλυψι καὶ ἀναγνώρισι τοῦ ἑνὸς στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου τοῦ ἀδελφοῦ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας18, γιὰ κοινὴ πίστι καὶ παράδοσι ποὺ δῆθεν ἔχουν αμφότεροι 19, γιὰ ὀρθοτόμησι τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας ἐν εἰλικρινείᾳ ἀπὸ ἀμφοτέρους, ὅπως βεβαίωσε ὁ πεπτωκὼς πατριάρχης τὸν Πάπα Φραγκῖσκο στὸ Φανάρι, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἡμισυλλείτουργου ποὺ ἐτέλεσαν ἐκεῖ τὸν περασμένο Νοέμβριο20!...


ρά γε εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπενθυμίσουμε,ὅτι παρὰ ὅλα τὰ ἀνωτέρω,«αἱ αἱρέσεις τοῦ Βατικανοῦ παραμένουν»15, ὅπως ρητῶς διαβεβαίωσε καὶ ὁ μακαρίτης δογματολόγος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης,καταγγέλων τὴν προδοτικὴ Βελεμένδιο Ἕνωσι τοῦ 1993; Πῶς εἶναι Ἀδελφοὶ στὴν Πίστι αὐτοί,οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῆς αἱρέσεως «ἀλλότριοι τοῦ Θεοῦ τυγχάνουσιν»21, σύμφωνα μὲ τὴν Κανονική μας Παράδοσι;Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφωνεῖ, ὅτι «ἀκοινώνητός ἐστι [ἡ αἵρεσις] τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῶν οὐρανῶν ἀλλοτρία»22, ἐνῶ ἀντίθετα οἱ ἐκλατινισμένοι Καινοτόμοι, ἀλλὰ καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτοῖς,ἐξισώνονται/ταυτίζονται καὶ ἑνώνονται μὲ τοὺς παναιρετικοὺς Παπικούς, ὅπως καὶ μὲ τοὺς Προτεστάντες μέσῳ τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», στὸ πνεῦμα τοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ, διὰ συνεχῶν κοινῶν προσευχῶν καὶ ἀλληλομνημονεύσεων, συλλειτουργούμενοι, συνευλογοῦντες, συγκηρύττοντες, συμπράττοντες, συνδιακονοῦντες, κλπ.!... Καὶ ἔχουν μήπως διάθεσι νὰ ἀκούσουν τὴν φωνὴν τῆς Ἀληθείας; Ὄχι! Πρόσφατα,ὁ κ.Βαρθολομαῖος προέτρεψε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενιστικὸ Ἵδρυμα τῆς Βιέννης μὲ στόμφο τοὺς ἑταίρους του πάσης φύσεως καὶ ἀποχρώσεως:«Ἄς κωφεύσωμεν εἰς τὰς παντοίας ἀρνητικὰς καὶ φονταμενταλιστικὰς κραυγὰς τῶν ἐχόντων ζῆλον οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν»23!Ἐπειδὴ λοιπὸν καταλογίζει σὲ μᾶς ζῆλον οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, διότι γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὰς ἡ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία σήμερα εἶναι Φονταμενταλισμός(!),φέρουμε αὐτὸν καὶ τοὺς θλιβεροὺς ὁμοίους του ἀντιμετώπους ὄχι μὲ «κραυγές», ἀλλὰ μὲ θεοπειθεῖς Ἁγιοπνευματικὲς «ἱκεσίες καὶ ἐκκλήσεις-παρακλήσεις» ἑνὸς ἐκλεκτοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, ἑνὸς συγχρόνου Ὁμολογητοῦ Ἁγίου, τὸν Ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐδόξασε μὲ τρόπο ἀναμφισβήτητο διὰ Ἀφθαρσίας Λειψάνου καὶ Θαυμάτων ἐξαισίων: 


τὸν Ἅγιο Μητροπολίτη Φιλάρετο, Πρωθιεράρχη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς,ὁ Ὁποῖος ἐκοιμήθη ἀκριβῶς πρὸ 30ετίας, τὸ 1985,καὶ ἄρχισε τὸν Ὁμολογιακό του Ἀγῶνα κατὰ τῆς Οἰκουμενιστικῆς παναιρέσεως ἀκριβῶς πρὸ 50ετίας,τὸ1965,τότε ποὺ τὰ Οἰκουμενιστικὰ δεσμὰ περιέσφιγγαν ἀσφυκτικὰ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστάς,ὅπως ἐξηγήσαμε μὲ ὅσα προεκτέθησαν,διότι κατέστη φανερὸν ὅτι ἀπὸ τοῦ 1965 και ἐντεῦθεν ὁ Οἰκουμενισμὸς εἰσῆλθε ἀπροκάλυπτα στὴν τελική του εὐθεῖα!Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἡ Μόνη καὶ Ἀήττητος Κεφαλὴ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας, δὲν ἄφησε τὴν κληρονομίαν Του ἀφύλακτο στὴν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχή.Τότε ἀκριβῶς ἀνέδειξε «ἐπὶ τὴν λυχνίαν»24, Ἄγγελον ἐπίγειον, Ἄνθρωπον ἐπουράνιον, διαλάμποντα ἐν Πίστει ὀρθῇ καὶ Ἀρετῇ διαυγῇ, ὥστε νὰ σηκώση τὸ βάρος καὶ τὴν εὐθύνη τῆς καταγγελίας τῶν γενομένων,τῆς Θεολογικῆς καὶ Κανονικῆς ἀντιμετωπίσεως αὐτῶν, καὶ μὲ πόνο, ἀγάπη, νηφαλιότητα, ἐμβρίθεια καὶ πνευματικότητα, νὰ θέση ἅπαντας τοὺς ἐνεχομένους στὸν Οἰκουμενισμὸ πρὸ τῶν φοβερῶν εὐθυνῶν τους ἐπὶ γῆς καὶ ἐν Οὐρανῷ.Ὅμως, πρὶν ἀπὸ τὴν σύντομη κατ’ ἀνάγκην παρουσίασι τῆς θεοκινήτου Μαρτυρίαςκαὶ Ὁμολογίας του,ἄς δοῦμε ἐπιγραμματικὰ ποιὸς ἦταν ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος25.


Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος,ο εκλεκτός αὐτὸς πιστὸς καὶ φρόνιμος Οἰκονόμος τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐπελέγη ὑπὸ τῆς Θείας Προνοίας τότε,ποὺ ὁ Οἰκουμενισμὸς τῆς Ρώμης καὶ τῆς Γενεύης καὶ τῆς Κωνσταν­τινουπόλεως, ὅπως καὶ τῆς Μόσχας, ἀποθρασύνθηκε καὶ παρέσυρε σὲ οἰκτρὰ πτῶσι τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστάς, ὥστε νὰ ἀποτελέση (ὁ Ἅγιος) τὴν Φωνὴν τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Συνειδήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ νὰ ὁμολογήση αὐτὴν ἐνώπιον τοῦ κόσμου παν­τός,καὶ μάλιστα ὡς ὕστατη προσπάθεια ἀποσοβήσεως τῆς καταπτώσεως τῶν Λατινοφρόνων καὶ τῶν ποιμνίων τους.Ὁ κατὰ κόσμον Γεώργιος Βοζνεσένσκυ γεννήθηκε στὸ Κοὺρσκ τῆς προεπαναστατικῆς Ρωσίας τὸ 1903.Ὁ πατέρας του ἦταν Κληρικός,ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος,εὐλαβὴς καὶ μορφωμένος.Εἶχε τέσσερα ἀκόμη ἀδέλφια.Μεγάλωσε σὲ κλῖμα εὐσεβείας, μὲ κέντρο τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.Τὸ 1909 μετεκόμισαν οἰκογενειακῶς στὸ Μπλαγκοβετσένσκ, στὴν Ἱεραποστολὴ τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, στὰ σύνορα μὲ τὴν Κινεζικὴ Μαντζουρία. Ἀργότερα, μεταξὺ τοῦ 1918-1920, ἐν ὄψει τῆς καταλήψεως τῆς περιοχῆς ἀπὸ τοὺς Σοβιετικούς, ἡ οἰκογένεια τοῦ μελλοντικοῦ Ἁγίου μετεκόμισε στὸ Χαρμπὶν τῆς Μαντζουρί- ας.Ἐκεῖ ἡ μητέρα του Λυδία ἐκοιμήθη τὸ 1921,ὅταν αὐτὸς ἦταν 18 ἐτῶν.Ὁ Γεώργιος σπούδασε ἠλεκτρολόγος-μηχανολόγος στὸ Πολυτεχνεῖο τῆς πόλεως, ἀπὸ ὅπου ἀπεφοίτησε τὸ 1927, καὶ ἐργάσθηκε γιὰ λίγο ὡς διδάσκαλος.Ἐν συνεχείᾳ,παρακολούθησε μαθήματα Ποιμαντικῆς Θεολογίας μέχρι τὸ 1931 σὲ νεοσύστατο θεολογικὸ τμῆμα ρωσικοῦ Ἰνστιτούτου στὴν ἴδια πόλι.


Τὸ αὐτὸ ἔτος χειροτονήθηκε Ἱερεὺς καὶ ἔλαβε τὴν μοναχικὴ Κουρὰ μὲ τὸ ὄνομα Φιλάρετος. Ἦταν ὄντως φίλος τῆς ἀρετῆς, μὲ ἀσκητικότητα,ἐγκράτεια καὶ εὐσπλαγχνία.Ζοῦσε τὴν Μοναχικὴ ζωὴ μὲ συνέπεια,ποίμαινε τὸ λογικὸ Ποίμνιο μὲ ἀγάπη,λειτουργοῦσε μὲ κατάνυξι,κήρυττε μὲ χαρισματικότητα,κατηχοῦσε ἰδίως τοὺς νέους μὲ ἐπιμέλεια,ἐλεοῦσε τοὺς ἔχοντας ἀνάγκη,συμπαραστεκόταν τοὺς ἀδυνάτους καὶ γέρον­τες καὶ γενικὰ ἦταν ἄνθρωπος πίστεως καὶ προσφορᾶς. Ἦταν Κληρικὸς ἀσυμβίβαστος,ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε τὴν ἀπόλυτη Ἀγάπη στὸν Θεό, πολεμοῦσε τὴν χλιαρότητα σὲ θέματα Πίστεως καὶ Ἀρετῆς καὶ μετέδιδε τὴν χριστιανικὴ Ἐλπίδα ὡς ἀντίδοτο στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν κατάθλιψι.Δοκιμάσθηκε σκληρά, πρῶτα ἀπὸ τοὺς παγανιστὲς Ἰάπωνες,οἱ ὁποῖοι κατέλαβαν τὴνΜαντζουρία τὰἔτη 1932-1945.Αὐτοὶ θέλησαν νὰ ἀναγκάσουν τοὺς Ρώσους Ὀρθοδόξους νὰ ὑποκλίνωνται σὲ ἕνα ἄγαλμα μιᾶς θεότητός τους, τὴν ὁποίαν ἔστησαν ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου,καὶ μόνον κατόπιν τούτου νὰ εἰσέρχωνται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας.Ὁ Ἅγιος,ὡς Ἀρχιμανδρίτης τότε, ἀντιτάχθηκε σθεναρὰ στὴν συγκρητιστικὴ ἐπιβουλὴ καὶ ὑπέστη κακώσεις:τὸνβασάνισαν στὸπρόσωπο,τοῦ ἔβλαψαν σοβαρὰ τὸν ἕνα ὀφθαλμό, τοῦ ἔκαψαν τὴν πλάτη μὲ ἠλεκτροφόρο σίδερο καὶ μόνον μὲ Θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου σώθηκε ἀπὸ τὸ Μαρτύριο καὶ βάσταζε ἔκτοτε τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸ ἀσκητικὸ σῶμα του.Ἀπὸ τὸ 1945 καὶ ἑξῆς ὁ Ἅγιος δοκιμάσθηκε πλέον ἀπὸ τοὺς ἀθεϊστὲς Σοβιετικούς, οἱ ὁποῖοι ἐξεδίωξαν τοὺς Ἰάπωνες καὶ κατέλαβαν τὸ Χαρμπίν.Τότε,προσπάθησαν νὰ δελεάσουν τοὺς Ρώσους μετανάστες νὰ λάβουν σοβιετικὰ διαβατήρια καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν δῆθεν σοβιετικὸ «παράδεισο». 


Ἀρχιμανδρίτης Φιλάρετος καὶ πάλι ἀντιτάχθηκε καὶ δὲν δέχθηκε τὰ ψεύδη τῶν Σοβιετικῶν, οὔτε τὴν μνημόνευσί τους, ἄν καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη χάριν τοῦ Ποιμνίου του φάνηκε νὰ ἀνήκη ἐξ ἀνάγκης -ὡς ἀποκλεισμένος- στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας,καταγγέλων τοὺς ἀθεϊστὲς στὰ κηρύγματά του καὶ διατηρῶν ἀλληλογραφία μὲ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Ἀρκετὲς φορὲς συνελήφθη καὶ γιὰ ἐκφοβισμὸ ὑπέστη ξυλοδαρμούς.Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1960 ἔγινε ἀπόπειρα νὰ τὸν καύσουν ζων­ τανὸ τὴν ὥρα ποὺ κοιμόταν μέσα στὸ οἴκημα ποὺ διέμενε,ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Ναό,ἀλλὰ καὶ πάλι σώθηκε ὡς ἐκ θαύματος, μὲ σοβαρὰ ἐγκαύματα, τραύματα καὶ σπάσιμο σπονδύλων.Ἄλλες δύο τουλάχιστον φορὲς ἔγινε ἀπόπειρα δολοφονίας του, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὸν διεφύλαξε.Γιὰ τοὺς ὁμολογιακοὺς ἀγῶνες του,ἔλαβε χάριν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἰσακούωνται οἱ προσευχές του,στὰ διάφορα αἰτήματα τῶν εὐλαβῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι προσέτρεχαν μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν καλό τους Ποιμένα!Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Φιλάρετος μόνον τὸ 1962 κατώρθωσε νὰ διαφύγη μὲ τὸ Ποίμνιό του ἀπὸ τὴν Μαντζουρία τῆς κομμουνιστικῆς Κίνας καὶ μέσῳ τοῦ Χὸνγκ-Κόνγκ κατέληξε στὴν Αὐστραλία, ὅπου ἔγινε δεκτὸς στὸν Κλῆρο τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς.Τὸ ἑπόμενο ἔτος,1963,μὲ αἴτημα τοῦ Ποιμνίου,χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Βρισβάνης στὴν Αὐστραλία, σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν.Τὸ1964,γιὰ πρώτη φορὰ συμμετεῖχε σὲ Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς στὴν Νέα Ὑόρκη τῆς Β.Ἀμερικῆς,τότε ποὺ ἡ παραίτησις τοῦ ὑπέργηρου Πρωθιεράρχου ΜητροπολίτουἈναστασίου ἤγειρε διαίρεσι ἐντὸς τῆς Ἱεραρχίας,ἡ ὁποία χωρίσθηκε σὲ δύο ἰσοψήφια μέρη,ποὺ ὑποστήριζαν μὲ ἐπιμονὴ διαφορετικὸ ὑποψήφιο.Τὴν κρίσιμη ἐκείνη στιγμή,ὁ Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς πρότεινε σὰν διέξοδο,ἐκ Θεοῦ προφανῶς ἐμφορούμενος,νὰ ἀναλάβη τὴν θέσι τοῦ Πρωθιεράρχου καὶ Μητροπολίτου ὁ νεώτερος τῶν Ἐπισκόπων Φιλάρετος,ὅπως καὶ ἔγινε,ἄν καὶ ὁ ἐκλεγεὶς αἰσθάνθηκε-ὅπωςἔλεγε-σὰν νὰ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσμασμα(!),γιὰ τὸ βαρὺ φορτίο ποὺ τοῦ εναπέθεταν παρὰ τὴν θέλησί του!


ἀπερχόμενος γηραιὸς Μητροπολίτης Ἀναστάσιος τὸν ἐνθρόνισε ὡς τρίτο κατὰ σειρὰν Μητροπολίτη καὶ Πρωθιεράρχη τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς.Ἔκτοτε,ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἀποδύθηκε σὲ ἀγῶνα τιτάνιο γιὰ τὴν Ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας,γιὰ τὴν διατήρησι τῆς ἑνότητος καὶ εἰρήνης στὴν Σύνοδό του, μὲ ἐξισορρόπησι διαφόρων ἀντιτιθεμένων τάσεων,γιὰ τὴν διακοπὴ τῆς μέχρι τότε κοινωνίας τῆς Συνόδου του μὲ τὶς λεγόμενες ἐπίσημες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες,ὡς καὶ γιὰ παροχὴ καλύψεως ἐμπεριστάτων Ἀδελφῶν,ὅπως καὶ ἡμῶν τῶν Ελλήνων τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου.Πρωτίστως, ὑπερασπίσθηκε τοὺς Κατακομβίτας Ὁμολογητὰς ἐντὸς τῆς τότε Σοβιετικῆς Ἑνώσεως,δηλαδὴ τοὺς Γνησίους Ορθοδόξους Χριστιανοὺς τῆς Ρωσίας,μὴ ἀναγνωρίζων τὸ Σεργιανιστικὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, τὸ ὁποῖο τότε ἔγινε πλέον καὶ Οἰκουμενιστικό.



Σημειωτέον,

ὅτι ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος μετὰ τῆς Συνόδου του ἀναγνώρισε

 καὶ ἐπισήμως τὶς ἀρχιερατικὲς χειροτονίες ἡμῶν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος,

οἱ ὁποῖες εἶχαν τελεσθῆ ἀπὸ Ἀρχιερεῖς τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς κατὰ τὰ ἔτη 1960 καὶ 1962,

ἐρχόμενος σὲ πλήρη εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τὴν Ἱερὰ Σύνοδό μας τὸ 1969, τὴν ὑπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐξέντιο τότε προεδρευομένη, 

διαλύων μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ τὴν ἔντεχνη καὶ κακότροπη ἀπόρριψι ἤ ἀμφισβήτησί μας 

ἀπὸ διαφόρους ἀντιδιατιθεμένους τοῦ Νέου ἤ τοῦ Παλαιοῦ Ημερολογίου.

Ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης συνέχισε τὴν ὑψηλὴ πνευματική του πολιτεία καὶ κατάστασι:

διατελοῦσε προσευχόμενος, τελοῦσε τὰ λειτουργικά του καθήκοντα ἀνελλιπῶς καὶ ἦταν ἰδιαίτερα ἀποφασιστικὸς 

στὸν πόλεμο κατὰ τῶν ἐφαμάρτων παθῶν:

«πάρτε μαχαίρι καὶ κόψτε το!», ἔλεγε γιὰ κάθε πάθος, ὅποιο καὶ ἄν ἦταν αὐτό,τὸ ὁποῖο ἐμπόδιζε

 τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ καθ’ ἑνός.

Ἀλλὰ κυρίως, ἐκεῖ, ὅπου διακρίθηκε καὶ διέπρεψε καὶ ἔμεινε μέγας καὶ ἀνεπανάληπτος,

ἦταν ὁ Ἀγώνας του κατὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθ’ ὅλη τὴν τελευταία 20ετία

 τοῦ ἁγιασμένου βίου του μέχρι τῆς τελευτῆς του τὸ 1985.

Ἦταν ὄντως θερμὸς Ζηλωτὴς τῆς Ὀρθοδοξίας,

χωρὶς φανατισμοὺς καὶ ἀκρότητες.

Ἦταν σταθερὸς καὶ συνεπής,ἄνθρωπος μέτρου καὶ ἰσορροπίας, ἀκατάκριτος, προσηνὴς καὶ κυριαρχημένος,

 μὲ μεγάλη καὶ ἀπροσποίητη ταπείνωσι, καὶ ἐν ἑνὶ λόγῳ ἄνθρωπος Χάριτος καὶ Ευλογίας!...






Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Γαρδικίου κ. Κλήμης

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου