Η ιστορία του Βαγγέλη από τα Γιάννενα είναι η τραγωδιακή ιστορία της Ελένης από το Κωσταλέξι, είναι η ιστορία του εξάχρονου Νίκου Δουρή από την Ερμιόνη, είναι ακόμα η ιστορία της μάννας και του γυιου, που ήταν φυλακισμένοι επί χρόνια σε κάποιο ξύλινο κατώι σπιτιού στην Κοζάνη. Η ιστορία μιας εμμονικής, ένοχης και φαύλας κοινωνίας, που ο μαξιμαλιστικός μικροαστισμός της αντικατροπτίζεται περίτεχνα στα θυσιαζόμενα προσωπεία των φίλαυτων ηρώων της και η ένοχη σιωπή της διαθλάται υστερικά, με ανείπωτη φασιστική θρασυδειλία, ακόμα και, όταν γίνεται η γνωστή η ταυτοποίηση του θύματος.
Η κοινωνία της Αποχής, της Ενοχής και της Διαδοχής, που κονιορτοποιείται, ζυμώνεται και μορφοποιείται για χάρη αυτού του ναρκισσιστικού, ρέμπελου και αποστασιοποιημένου εγωισμού, που χρόνια τώρα τρέφεται αδυσώπητα με την σκοτωμένη σάρκα των διαμελισμένων και συψαιμικών θυμάτων του. Ο πλουμιστός Φαρισαισμός μας έχει την επικίνδυνη όψη του φαγωμένου -από σκυλιά και τρωκτικά- πτώματος του Βαγγέλη, έχει εκείνο το μελανί και λουλακί χρώμα της σωματικής αποσύνθεσης και την απερίγραπτη οσμή των όρνεων, που περιμένουν ανυπόμονα την ώρα, να επιδράμουν.
Και μετά τον θάνατο, ως δονκιχωτικές, φωτοτυπημένες κόπιες, αρχίζουμε να λαλούμε φλύαρα, να κατηγορούμε το διάτρητο και ανίατο σύστημα της σαθρής αποστασίας εκ του πλησίον μας και να εκτοξεύουμε μύδρους για ένα ανάπηρο, γκετοποιημένο κράτος, του οποίου ασφαλώς μέτοχοι, συνεργοί και συναυτουργοί είμαστε εμείς οι ίδιοι. Οποία υποκρισία! Στην Ερμιόνη πάλι, όλοι γνώριζαν, πως ένας κατά τύπον πατέρας, βίαζε και ασελγούσε κατά διαδοχήν τα παιδιά του και τα πρόσφερε βορά και σ΄άλλους με την απαραίτητη πάντα αμοιβή. Ποιός θα πίστευε στο τέλος, πως ο ίδιος θα βίαζε, μαζί με άλλον, το εξάχρονο βλαστάρι του και πεθαμένο πλέον, θα το πέταγε έτσι απλά στα απορρίματα ενός κάδου!...
Κι όμως βρέθηκαν τότε εντόπιοι, δημόσιοι άρχοντες να κατηγορούσουν τα τηλεοπτικά κανάλια, επειδή -άκουσον-άκουσον- δυσφημιζόταν με την έκταση της δημοσιότητας, αυτή, η ίδια τους η πόλη...! Δημοτικός σύμβουλος φωνασκούσε χωρίς φραγμούς και έλεος, θεωρώντας τους ρεπόρτερ, ως αλαφιασμένες κουρούνες ή σαν επιδρομιαίες κάργιες, που εξαιτίας τους θα μειωνόταν ο τουρισμός στην πόλη...! Κι όμως... Αυτή η αλήθεια ήταν η μόνη απτή και οφθαλμοφάνερη, ανάμεσα στα νεκροφανή ψέμματα των επίορκων εραστών της υποκριτικής σεμνοτυφίας. Ο Τουρισμός άξιζε... περισσότερο γι΄αυτούς, από μια ψυχή που αναδύθηκε ολόλευκα ντυμένη, μέσα από τα δύσοσμα και αλλοιωμένα αποφάγια ενός δημοτικού, πλαστικού σκουπιδοντενεκέ!...
Στα Γιάννενα υπήρχε η ιδιαιτερότητα του μικρού της ηλικίας, όλων των παιδιών. Η τρομοκρατία του Φόβου, γνώριμη και οικεία πλέον στους υπόδουλους - εθνικά Έλληνες- συνταυτίστηκε, ομογενοποιήθηκε και προβλήθηκε στην καθημερινή ζωή των διαβρωμένων υπηκόων της. Κι όμως έχουμε έναν Θάνατο... Μετά από αυτό, ουδείς δύναται, να υποκύψει στην σιωπή των Αμνών, στους βάρβαρους, κριτικούς εραστές της Πλάκας, στους θιασώτες μιας ψεύτικης, άοσμης και πλασματικής Ανδρείας, στους θύτες, που εξαγοράζουν το αιματηρό απόρρητο της παραβατικής συμπεριφοράς τους, με κλειστά και σφραγισμένα στόματα.
Η υποκρισία της σιωπής των Αμνών είναι σχεδόν μια μορφή ιδιότυπης και αυτοτελούς, επηρμένης σχιζοφρένειας. Αποποιούμαστε την αντανακλαστική εικόνα του πλησίον μας, απλά, γιατι μέσα από αυτήν βλέπουμε το ακριβές κάτοπτρο του φετίχ εαυτού μας, την γνώριμη φιγούρα της συγγενούς παραβατικότητάς μας, τον ξεχασμένο δοκό στο εαλωμένο μάτι του εραστή Εγώ μας. Έτσι και στην περίπτωση του Βαγγέλη. Οι θύτες, που ''ασέλγησαν'' για πλάκα, πάνω στο εφηβικό, ανήμπορο και καταπονημένο σώμα του, είμαστε κι εμείς, που ομοθυμαδόν με τους κρητικούς, χορέψαμε μεθυσμένοι από φιλαυτία και εγωισμό, ένα απίστευτα γρήγορο, φιγουράτο πεντοζάλι πάνω στην δύστυχη και ερμητική ψυχή του!... Αλλά ευτυχώς... Δεν ήταν το δικό μας παιδί... Έτσι;
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου