Ευλογημένος ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἀξιώνει νὰ ὑμνοῦμε τοὺς ἁγίους του.
Αφοῦ ἔγραψα πολλά,
κι ἀπόχτησα κάμποση φήμη στὸ γράψιμο, εἶδα στὸ τέλος πὼς μάταια τέχνη
κατέχω.
Παρομοιάζω τὸν ἑαυτό μου σὰν τὸν μετανοιωμένο τὸ ληστή,
ἢ σὰν τὴν πόρνη πἄλλαξε δρόμο, ἢ σὰν τὸν ὅσιο Μωϋσῆ τὸν Αἰθίοπα,
ποὺ ἐπὶ χρόνια πολλὰ λήστεψε κ᾿ ἔσφαξε, καὶ στὰ τελευταῖα βρῆκε ἔλεος.
Γιατὶ κ᾿ ἐγὼ ἔγραψα ἱστορίες γιὰ ληστάδες καὶ γιὰ κουρσάρους καὶ γιὰ φονιάδες
κάθε λογῆς, καὶ τώρα καταλαβαίνω
πὼς πρέπει νὰ βάλω στὴ λίγη τέχνη μου κάποιον σκοπὸ καλὸ καὶ βλογημένον,
νὰ πλέξω μελωδικὸ ἐγκώμιο γιὰ τοὺς ἄσαρκους ἀσκητάδες
ποὺ εὐώδιαζε τὸ κορμί τους σὰν τὸ κυπαρισσόξυλο καὶ σὰν τὰ ξερὰ χορτάρια τῶν
γκρεμνῶν.
Οἱ ποιητὲς συνηθίζουνε νὰ καλοῦνε τὶς μοῦσες νὰ τοὺς φτερώσουνε. Εγὼ ὅμως κράζω τὸ Θεὸ νὰ μὲ φωτίσει,γιατὶ τρέμοντας πιάνω στὸ στόμα μου τ᾿ ὄνομά τους τ᾿ ἁγιασμένο,ἐπειδὴς εἶναι πιὸ καθαρὸ ἀπὸ τὸ χιόνι,καὶ φοβᾶμαι μὴν γίνω αἴτιος καὶ τὸ λερώσει ἡ δόξα τοῦ κόσμου,ἀπὸ τὸν ὁποῖον ξεμακρύνανε καὶ βυθιστήκανε στὸ βυθὸ τῆς λησμονιᾶς. Θὰν ἱστορήσω καὶ θὰ παινέψω τοὺς ἀσκητάδες ποὺ φανερωθήκανε τὸν παλιὸν καιρὸ στὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ τῆς Μεσοποταμίας, καὶ κάποιους τῆς Περσίας, ξεχωριστὰ τὸν ἅγιο ᾿Ισαάκ, τὸ Θησαυρὸ τὸν κρυμμένο, τὸν Παράδεισο τὸ σφαλισμένον, ποὺ ἀπορῶ μὲ τὶ λόγια νὰ τὸν ζωγραφίσω.
Γιατὶ ὅσα καταπιάστηκα ἴσαμε τώρα μὲ τὴν τέχνη μου,βρισκόντανε μέσα στὸ δικαίωμα τῆς δύναμής μου, ἐνῶ τοῦτο ποὺ ἐπιχειρίζουμαι εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου, πέρα ἀπὸ δαύτη. Οἱ ἀσκητάδες κ᾿ οἱ καλόγεροι εἶναι σήμερα περιφρονημένοι, ἀλλὰ στὰ παλαιὰ τὰ χρόνια εἴτανε πολὺ τιμημένοι, ὅπως εἶναι κι ἀκόμα στὴν ᾿Ανατολή.'Οποτε κατέβαινε κανένας ἐρημίτης στὴν πολιτεία, οἱ ἄνθρωποι σὰν ῎Αγγελο τὸν ὑποδεχόντανε, ὅπως γράφει κάποιος παλαιός. Ζήσανε τυλιγμένοι μὲ προβιές, μὲ γιδοτόμαρα, στερημένοι, θλιμμένοι, τυραγνισμένοι, γυρνώντας στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια καὶ στὶς τρύπες τῆς γῆς. Μεγάλο θαῦμα εἴτανε νὰ βλέπεις ἀνθρώπους σκληρούς, ποὺ ζούσανε μέσα στὰ λαγκάδια καὶ στὰ κράκουρα,ἐκεῖ ποὺ θρέφουνται τὰ θεριὰ καὶ τὰ φίδια,κ᾿ οἱ σκορπιοὶ καὶ κάθε ἄγριο πλάσμα,ὄχι μονάχα νὰ μὴν ἀγριέψουνε,παρὰ νἆνε οἱ πιὸ ἢμεροι κ᾿ οἱ πιὸ ἅγιοι κ᾿ οἱ πιὸ ἄκακοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Οὔτε γιὰ θροφὴ νοιαζόντανε,οὔτε γιὰ σκεπή,οὔτε γιὰ ροῦχο,οὔτε γιὰ τὰ πάθη τοῦ κορμιοῦ,οὔτε γιὰ μάνα,οὔτε γιὰ πατέρα,οὔτε γιὰ ἀδέρφια,οὔτε γιὰ φίλο,οὔτε γιὰ τιμή,οὔτε γιὰ καταφρόνεση.Πολλοὶ καθόντανε μέσα στὰ μνήματα.Φορούσανε ράσα ἀπὸ γιδότριχα.Αντὶς προσκέφαλο γέρνανε τὸ κεφάλι τους ἀπάνου σ᾿ ἕνα λιθάρι.Τὰ βουνὰ τοὺς ζώνανε σὰν κάστρα. Περνούσανε τὴ νύχτα σ᾿ ὅποιο μέρος βραδυαζόντανε.Αὐτὲς τὶς γενναῖες ψυχὲς τὶς ἀποσκέπαζε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὶς ἀγγίξει τίποτα.Οἱ κακοὶ τοὺς περιπαίζανε,καὶ λογαριάζανε γιὰ τρέλλα τὴν ἀπόφασί τους καὶ γιὰ λύπηση τὴν κατάστασή τους. Μὰ ἐκεῖνοι εἴτανε εἰρηνεμένοι. Γιατί, μπορεῖ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων νὰ σταθήκανε περιφρονημένοι, μὰ ἡ ἐλπίδα τους εἴτανε γεμάτη ἀπὸ ἀθανασία. Κι ὅσες τυραγνίες κι ἂν περάσανε,τίποτα δὲν εἴτανε μπροστὰ στὰ ὅσα ἀπολάψανε. Επειδὴς ὁ Θεὸς τοὺς δοκίμασε καὶ τοὺς ἔκρινε ἄξιους γιὰ τὸν ἑαυτό του.Καὶ σὰν ἔρθει κείνη ἡ μέρα,θὰν ἀστράψουνε,καὶ σὰν τὴ φωτιὰ ποὺ φουντώνει μὲσα στὴν ξεροκαλαμιά,ἔτσι θὰ ξεπεταχτοῦνε.Αὐτοὶ οἱ ταπεινοὶ θὰ κρίνουνε τὸν κόσμο,καὶ θὰ δοξαστεῖ μὲ δαύτους ὁ Κύριος στοὺς αἰῶνες.
Γιατὶ ὅσοι ἔχουνε πίστη σὲ Κεῖνον,αὐτοὶ μονάχα θὰ νοιώσουνε τὴν ἀλήθεια, καὶ μ᾿ ἀγάπη τὸν περιμένουνε νἄρθει.Πρωτοφανήκανε οἱ τέτοιοι ἅγιοι γέροντες στὰ μέρη τῆς Αἰγύπτου,κι ἀπὸ κεῖ διαδόθηκε τὸ σύστημα τῆς ἐρημικῆς πολιτείας στὴν Παλαιστίνη,στὴ Συρία,στὴ Μεσοποταμία,στὴν Περσία καὶ στὴ Μικρὴ ᾿Ασία. Στὴ Συρία καὶ στὴ Μεσοποταμία φανερωθήκανε οἱ πλέον σκληρότεροι ἀσκητάδες: «Δριμύτεροι ὡς πρὸς τὰς ἐννοίας οἱ ὑπὸ τὴν ᾿Ανατολὴν ἄνθρωποι», κατὰ τὸν ῾Ηρωδιανό.Οἱ παλιὲς καὶ ἁμαρτωλὲς φυλές,Πέρσες καὶ Σῦροι καὶ Μεσοποταμῖτες,σὰν νἄχανε ζήσει πολλοὺς αἰῶνες καὶ θέλανε νὰ ξεκουραστοῦνε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ν᾿ ἀνεβοῦνε στὸν οὐρανό,ἀφοῦ κατεβήκανε στὰ καταχθόνια.
Η θηριοψυχία ποὔχανε οἱ ἀρχαῖοι ᾿Ασσύριοι,κεῖνοι οἱ ἀγέλαστοι ἀνθρῶποι μὲ τὰ δασειὰ τὰ γένεια,οἱ λεονταρόκορμοι,οἱ γερακομῦτες,γύρισε σὲ ἀμάχη σκληρότατη καταπάνου στὸ ἴδιο τὸ κορμί τους,τότες ποὺ γινήκανε χριστιανοί,σὰ νἄθελε ὁ Θεὸς νὰ ξεπλύνει αὐτὸ τ᾿ ἄγριο τὸ γένος ἀπὸ τὰ φριχτὰ κρίματα πὄκανε,μὲ τὸ νἄσφαζε,νὰ τύφλωνε,νὰ παλούκωνε καὶ νὰ τυραγνοῦσε τοὺς ἐχθρούς του μὲ κάποια δαιμονικὴ μανία,ὅπως φαίνεται ἕως τὰ σήμερα ἀπὸ τὰ φοβερὰ σκαλίσματα π᾿ ἀφήσανε ἀπάνου στὰ βράχια καὶ στὰ παλάτια τους...
Πηγή: ''Περιοδικό ''ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ''
Φώτη Κόντογλου
''Ο Μυστικὸς Κῆπος''
σελίδες 21-23, ᾿Αθήνα 1944
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Φώτης Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου