Ο Λαυριώτης Μοναχὸς Δαμιανός,
ποὺ εἶχε τὸ διακόνημα τοῦ ἀμπελικοῦ,
ὄχι μόνο δὲν πίστευε στὴν Ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου,ἀλλὰ καὶ τὸν θεωροῦσε πλανεμένο.Θέλοντας λοιπὸν ὁ Φιλάνθρωπος Θεός,
«ὁ πάντας ἀνθρώπους θέλων σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»,
καὶ τὸν Ἀδελφὸ νὰ διορθώσει καὶ τὸν Ἅγιο νὰ δοξάσει,οἰκονόμησε τὸ ἑξῆς:
Κάθε Σάββατο ὁ αδελφὸς Δαμιανὸς πήγαινε στὸ Μοναστήρι. Ἔφευγε ἀπὸ κεῖ τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς, παίρνοντας μαζί του τρόφιμα γιὰ ὅλη τὴν ἑβδομάδα, κι ἐπέστρεφε στὸ ἀμπέλι ποὺ καλλιεργοῦσε. Αὐτὸ ἦταν τὸ διακόνημά του. Μιὰ Κυριακὴ βράδυ λοιπόν, ἐπιστρέφοντας στὸ ἀμπέλι ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἔπεσε κουρασμένος νὰ κοιμηθεῖ. Σηκώθηκε τὴ συνηθισμένη ὥρα, γιὰ νὰ κάνει τὸν Κανόνα του καὶ νὰ διαβάσει τὴν Ἀκολουθία του. Ὅμως, πράγμα παράδοξο, πείνασε τόσο πολύ, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ. Κάθησε ἀπορημένος. -Τί νὰ εἶναι τοῦτο; Μονολόγισε. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα. Ἡ πείνα τὸν θέριζε. Τὸ στομάχι του πονοῦσε βασανιστικά... Τρέμοντας ὁλόκληρος ἄναψε φωτιὰ κι ἔβαλε πάνω ἕνα τσουκάλι μὲ νερὸ καὶ λάδι. Ὕστερα ἔκοψε μέσα ἀρκετὰ κρεμμύδια καὶ τὰ ἔβρασε. Στὸ μεταξύ,ἔκοψε μέσα σὲ μιὰ γαβάθα πολλὰ παξιμάδια καὶ κατόπιν ἄδειασε τὸ τσουκάλι πάνω σ’ αὐτὰ [πρόκειται γιὰ τὸ λεγόμενο ἁγιοζούμι,ποὺ ἔτρωγαν οἱ Μοναχοὶ στὰ χρόνια ἐκεῖνα]. Τὰ σκέπασε καὶ περίμενε μὲ ἀδημονία πότε θὰ φέξει ἡ μέρα γιὰ νὰ φάει.
Ἡ πείνα τελικὰ τόσο πολὺ τὸν πίεσε, ποὺ δὲν ἄντεξε νὰ περιμένει .Ξεσκέπασε τὴ γαβάθα καὶ ἄρχισε νὰ τρώει. Τὶ περίεργο ὅμως! Μόλις ἔβαλε στὸ στόμα τὴν πρώτη κουταλιά, δυσκολεύτηκε νὰ τὴν καταπιεῖ. Δεύτερη δὲν μπόρεσε νὰ φάει. Ἔχασε κάθε ὄρεξη γιὰ φαγητό. Φόβος καὶ ἀπορία τὸν κυρίευσαν. -Ἄλλο καὶ τοῦτο,μουρμούρισε καὶ σκέπασε τὴ γαβάθα. -Σήμερα ἔχω νὰ σκάψω στὸ ἀμπέλι,σκέφθηκε. Θὰ κουρασθῶ καὶ θὰ μ’ ἀνοίξει πάλι ἡ ὄρεξη. Μόλις ἄρχισε νὰ φέγγει,κάποιος χτύπησε τὴν πόρτα του. -Ἔλα μέσα, ὅποιος κι ἄν εἶσαι,φώναξε ὁ π. Δαμιανός. Ἡ πόρτα ἀνοίγει καὶ ἐμφανίζεται μπροστά του ὁ Ὅσιος Μάξιμος. -Πολὺ νωρὶς ἦρθες,πάτερ, τοῦ λέει .-Ἦρθα,γιατὶ δὲν ἄντεχα ἄλλο. Ἔχω ὀκτὼ μέρες νηστικός. Κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ φιλέψει κάτι. Φέρε λοιπὸν τὸ φαγητό,ποὺ ἔφτιαξες νὰ τὸ φᾶμε μαζί. Ὁ ἀμπελικὸς ἀπόρησε,πῶς ὁ Ὅσιος ἤξερε, ὅτι εἶχε ἑτοιμάσει φαγητό. Ἔφαγε μὲ ὄρεξη μαζί του καὶ «ηὐφράνθη καὶ ἠγαλλιάσατο ψυχῇ τε καὶ σώματι». Μετὰ ἔβαλε μετάνοια στὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ζήτησε συγγνώμη,ποὺ τὸν κατηγοροῦσε. Ἀπὸ τότε ἔλαβε ἐσωτερικὴ πληροφορία καὶ τὸν δόξαζε σὰν «ἐκλεκτὸ σκεῦος» τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ.
Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης,
ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1994
σελ. 72-74
Αναδημοσίευση από το περιοδικό ''ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ''
αριθμός 373
Άνοιξη-Καλοκαίρι 2015
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου