Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΑΠΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΛΩΡΟΣ Ο ΑΓΑΘΟΣ ΛΕΥΙΤΗΣ




Τακτικὸς στὴν τέλεση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ὁ παπα- Γιάννης, δὲν παραλείπει ἀκόμη καὶ στὸ βαθὺ γῆρας του τὴν καθιερωμένη νυκτερινὴ Ἀκολουθία.
Μόνον μία νύκτα χιονισμένη παραβιάζει ἐξ ἀνάγκης τὴν τακτική του, σκεπτόμενος νὰ διαβάσει λίγο ἀργότερα τὴν Ἀκολουθία του.
Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ Ὁποῖος δὲν θέλει νὰ διακοπεῖ μία τόσων ἐτῶν εὐλογημένη τακτική, τὸν εἰδοποιεῖ τὴν κατάλληλη στιγμή.
Ἔντρομος ὁ Γέροντας Πρεσβύτερος ἀκούει φωνὴ ἀπὸ τὴν μικρὴ Εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου,
τὴν ὁποία φέρει πάντοτε μαζί του, νὰ τοῦ λέγει:
«Παπα-Γιάννη, ὄρθρου βαθέως!»,
καὶ ὁ ἀγαθὸς Λευΐτης σηκώνεται εὐθὺς γιὰ τὴν ὀρθρινὴ δοξολόγηση καὶ ἀνύμνηση τοῦ ἁγίου Θεοῦ...


Ο θρυλικός παπα-Γιάννης,

ὁ πρῶτος Ἱερέας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων,ὁ Λειτουργὸς τῶν Ἀγρυπνιῶν καὶ τοῦ μεγάλου Θαύματος τῆς Γ΄ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ,

γεννήθηκε τὸ 1860 στὸ χωριὸ Πεντιὰ (σημερινὸ Τρίκορφο) τῆς Μεσσηνίας,

ἀπὸ εὐσεβῆ οἰκογένεια.

Τὸ 1893 νυμφεύεται καὶ τὸ ἀμέσως ἑπόμενο ἔτος χειροτονεῖται Διάκονος καὶ Ἱερεὺς 

ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Μεσσηνίας Πανάρετο Κωνσταντινίδη (†1897),

καὶ ἀναλαμβάνει ἐφημεριακὰ καθήκοντα στὸν ἐνοριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ του,

τὸν Ἅγιο Νικόλαο.

Μετὰ τὴν κοίμηση τῆς Πρεσβυτέρας του καὶ ἔχοντας ἐπωμισθεῖ τὴν φροντίδα τῶν πέντε τέκνων του, 

μεταβαίνει κατὰ τὸ ἔτος 1923 στὴν Ἀθήνα γιὰ τὶς σπουδὲς τοῦ μικροτέρου υἱοῦ του,

ἐγκαταλείποντας τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ μένοντας δίχως Ἐνορία.


Πολλὲς φορὲς προσφεύγει στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν γιὰ νὰ τοῦ δοθεῖ μία ἐνοριακὴ θέση,προκειμένου νὰ ἀσκήσει τὰ λειτουργικά του καθήκοντα καὶ νὰ μπορέσει νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς ἀνάγκες τῆς οἰκογενείας του,χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα.Μετὰ ἀπὸ μῆνες μεγάλων στερήσεων,τὸν ἐπισκέπτεται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος σὲ ἐνύπνιο καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὸ τότε γραφικὸ Ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου στὰ Κάτω Πατήσια Ἀθηνῶν,τὸ ὁποῖο ἔμελε νὰ γίνει ἡ Ἐνορία του γιὰ λίγο καιρό.Ἐκεῖ τὸν βρίσκει ἡ ἐπιβληθεῖσα Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία κατὰ τὸ ἔτος 1924.Τότε ἦταν ποὺ ἀντέταξε ἕνα σθεναρὸ ΟΧΙ στὴν καινοτομήσασα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,ἀποτειχιζόμενος ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους προϊσταμένους του καὶ συστρατευόμενος μὲ τοὺς φύλακες τῶν Πατρώων Παραδόσεων,τὸν ἁπλὸ πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.


στάση του αὐτή,ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸν φέρνει ἀντιμέτωπο μὲ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία καὶ τὸν ἐκδιώκει ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο. Νέες περιπέτειες ἀρχίζουν γιὰ τὸν παπα-Γιάννη.Ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς κάθε Ἐξωκκλῆσι στὰ περίχωρα τῆς Ἀττικῆς βρίσκει τὸν Λειτουργό του στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Ἱερέως μὲ τὸν νεανικὸ ζῆλο καὶ φρόνημα.Ἔβρισκε ἰδιαίτερη ἀνάπαυση ὅταν λειτουργοῦσε στὸ ἐγκαταλειμμένο τότε Μονύδριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου,στὶς παρυφὲς τοῦ Ὑμηττοῦ (Δῆμος Παπάγου),καθὼς καὶ στὴν Ὀμορφοκκλησιὰ (τοῦ Βεΐκου) στὸ Γαλάτσι,τὰ ὁποῖα καὶ ὑποδέχονται τοὺς Παλαιοημερολογῖτες κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος.Οἱ κόποι καὶ οἱ μόχθοι τοῦ πατρὸς Ἰωάννου,ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀλίγους ἐγγάμους Κληρικοὺς ποὺ παρέμειναν μὲ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο,ἐπευλογήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό· σ’ αὐτὸν ἐπιφυλάχθηκε ἡ μεγίστη τιμὴ νὰ εἶναι ὁ Λειτουργὸς στὴν Ἀγρυπνία τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὸ ἔτος 1925,στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο στὸν Ὑμηττό,κατὰ τὴν ὁποία ἐμφανίσθηκε ἐκεῖνος ὁ φωτεινὸς λευκὸς Σταυρός,ὁ ὁποῖος γέμισε μὲ εὐφροσύνη τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν,ἐνίσχυσε τοὺς ἀποκαμωμένους ἀπὸ τὶς διώξεις καὶ φώτισε πολλοὺς στὸ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πατρῶα εὐσέβεια,σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίας τῶν αὐτοπτῶν.

Τὸ ἔτος 1934, οἱ Παλαιοημερολογῖτες τῆς Μπάλας (σημερινὴ Ροδόπολη Ἀττικῆς) τὸν καλοῦν νὰ λειτουργήσει στὸ βυζαντινὸ Ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Προδρόμου.Ἄδικα ὅμως οἱ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνονται γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν ἐκεῖ,ἀφοῦ βρίσκουν τὸ Ναΰδριο ἑρμητικὰ κλειστὸ ἀπὸ τὶς ἀστυνομικὲς ἀρχές.Ὁ παπα-Γιάννης συνηθισμένος στὶς ἀπαγορεύσεις καὶ τοὺς διωγμοὺς δὲν πτοεῖται,ἀλλὰ οὔτε κἄν σκέπτεται νὰ στερήσει τοὺς εὐλαβεῖς ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία,ποὺ μὲ τόση λαχτάρα εἶχαν συγκεντρωθεῖ γιὰ νὰ συμμετάσχουν.Ἀκολουθούμενος πάντοτε ἀπὸ τοὺς πιστούς, κατευθύνεται στὸ χωριὸ καὶ δίπλα στὸν χῶρο ὅπου βρίσκεται ὁ σημερινὸς Ἱερὸς Ναὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος Ροδοπόλεως,τελεῖ τὸ Μυστήριο ὑπαίθρια,ἐπάνω σὲ μία πέτρα,ποὺ ἔγινε ἀργότερα ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ ἐν λόγῳ Ναοῦ.Τακτικὸς στὴν τέλεση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ὁ παπα- Γιάννης,δὲν παραλείπει ἀκόμη καὶ στὸ βαθὺ γῆρας του τὴν καθιερωμένη νυκτερινὴ Ἀκολουθία.Μόνον μία νύκτα χιονισμένη παραβιάζει ἐξ ἀνάγκης τὴν τακτική του,σκεπτόμενος νὰ διαβάσει λίγο ἀργότερα τὴν Ἀκολουθία του.Ὁ Θεὸς ὅμως,ὁ Ὁποῖος δὲν θέλει νὰ διακοπεῖ μία τόσων ἐτῶν εὐλογημένη τακτική,τὸν εἰδοποιεῖ τὴν κατάλληλη στιγμή.

ντρομος ὁ Γέροντας Πρεσβύτερος ἀκούει φωνὴ ἀπὸ τὴν μικρὴ Εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου,τὴν ὁποία φέρει πάντοτε μαζί του,νὰ τοῦ λέγει:«Παπα-Γιάννη, ὄρθρου βαθέως!»,καὶ ὁ ἀγαθὸς Λευΐτης σηκώνεται εὐθὺς γιὰ τὴν ὀρθρινὴ δοξολόγηση καὶ ἀνύμνηση τοῦ ἁγίου Θεοῦ...Στὸν μεγάλο διωγμὸ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τοῦ 1951,παρὰ τὰ γηρατειά του,ὁ παπα-Γιάννης ἐργάζεται ἐξαντλητικά,ἔχοντας μεταβάλλει τὴν οἰκία του στὴν Κηφισιά,στὴν ὁδὸ Κανάρη,σὲ κρυφὸ πνευματικὸ καταφύγιο τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων.Τὰ Χριστούγεννα τοῦ αὐτοῦ ἔτους,κατὰ περιγραφὴν αὐτόπτου μάρτυρος,τοῦ κατὰ σάρκα πατρὸς τῆς Καθηγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Θρακομακεδόνων Ἀττικῆς Ξένης Μοναχῆς,τοῦ μετέπειτα Θεολόγου Μοναχοῦ, τρία φορτηγὰ γεμᾶτα πιστοὺς ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς Ἀττικῆς ξεκίνησαν τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης Ἑορτῆς ἀργὰ τὸ βράδυ,γιὰ νὰ ἀγρυπνήσουν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους διῶκτες τους,στὸ Ἐξωκκλῆσι τῆς Ἁγίας Μαρίνης στὸ Πόρτο Ράφτη.

ερεὺς καὶ ἐκείνης τῆς Ἀγρυπνίας ἦταν ὁ π. Ἰωάννης.Ἐκεῖνος βρισκόταν στὸ τελευταῖο φορτηγό,κάτω ἀπὸ ἕναν σωρὸ ἀπὸ παλτὰ καὶ ἐπανωφόρια.Καθ’ ὁδόν,ἀστυνομικὴ δύναμη σταματάει τὰ τρία φορτηγὰ γιὰ ἔλεγχο.Στὸ ἐρώτημα τῶν ἀστυνομικῶν,ποιὸς ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς μετακινήσεως,οἱ ἐπιβαίνοντες τοῦ πρώτου φορτηγοῦ ἀντέταξαν τὴν ἁπλοϊκὴ δικαιολογία:«Πᾶμε γιὰ μπάνια», δεδομένου ὅτι ἦταν μιὰ παγωμένη νύκτα τοῦ Δεκεμβρίου,μὲ ἀρκετὸ χιόνι,καὶ τρία φορτηγὰ γεμᾶτα κυρίως ἀπὸ ἀνθρώπους περασμένης ἡλικίας,οἱ ὁποῖοι ἔτρεμαν ἀπὸ τὸ κρύο.Τὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο φορτηγὸ,ὅταν ἐρωτήθηκαν ποῦ πηγαίνουν, ἀπάντησαν:«Ὅπου πᾶνε καὶ οἱ μπροστινοί».Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπέτρεψε στοὺς Ἀστυνομικοὺς νὰ ἐπεξεργαστοῦν λεπτομερῶς τὸ κατὰ τὰ ἄλλα παιδαριῶδες ἐκεῖνο ἐπιχείρημα καὶ τοὺς ἄφησαν ἐλεύθερους νὰ συνεχίσουν τὸν δρόμο τους.Ἡ Ἀγρυπνία δὲ στὸ ἀσφυκτικὰ γεμᾶτο Ἐκκλησάκι ἐνθύμιζε πρωτοχριστιανικὲς ἐποχές.Ὅλο το ἐκκλησίασμα ἔψαλλε μαζὶ καὶ ὁ Ζηλωτὴς Ἱερέας ἐξομολόγησε καὶ κοινώνησε ὅλους τοὺς παρισταμένους.

Στὸ τέλος ὅλοι περιχαρεῖς ἀντάλλαξαν ἑόρτιες εὐχές,ἀρτεύθηκαν μὲ λίγα πτωχικὰ κεράσματα καὶ ἀναχώρησαν γιὰ τὶς οἰκίες τους δίχως νὰ σταματήσουν νὰ ψάλλουν καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐπιστροφῆς.Ἕξι μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν εἰς Κύριον ἐκδημίαν του,ὁ ἡρωϊκὸς π. Ἰωάννης καθηλώθηκε στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου ἐξ αἰτίας ἀτυχήματος.Τότε τὸν ἐπισκέπτεται καὶ ὁ ἐπανελθῶν ἀπὸ τὴν δεύτερη 17μηνη ἐξορία του στὴν Μυτιλήνη,ἀείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης κυρὸς Χρυσόστομος.



Τήν 15η Δεκεμβρίου 1953,

ἡμέρα τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἐλευθερίου, στό Ναΰδριο τοῦ ὁποίου πιστά

 ὑπηρέτησε κάποτε,ὁ παπα-Γιάννης ἐκοιμήθη τόν ὕπνο τοῦ Δικαίου.

Ἐτάφη στήν Ἱερά Μονή

 τῆς Θαυματουργοῦ Ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου στήν Λυκόβρυση Ἀττικῆς,

τῆς ὁποίας τήν Ἀδελφότητα ἐξυπηρετοῦσε τακτικά Μυστηριακῶς.

Ὑπῆρξε ἕνας ἀφανής καί θαρραλέος Κληρικός,

λακωνικός καί σοφός, μέ μόνο φόβο τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα θά μείνῃ 

στήν ἱστορία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν,

συνδεδεμένο ἄρρηκτα μέ τό συγκλονιστικό

 Θαῦμα τῆς Γ΄ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό ἔτος 1925.



Από το περιοδικό ''ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ'',
τεύχος 2,
Άνοιξη-Καλοκαίρι 2015.
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Αείμνηστος Πατήρ Ιωάννης Φλώρος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου