...Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε;
καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω.
«Του λέγει και ό Γέροντας:
Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις.
Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε.
Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε.
Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.
Όταν έφθασε στους δικούς του,
διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά-καλά.
Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του,
τότε του είπαν:
«Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας.
Εκοιμήθη...!...
Τα πρώτα χρόνια,μετά την κοίμησιν του Γέροντος Ιερωνύμου, ακόμη δεν είχε κτισθεί ό μανδρότοιχος
γύρω από το Ησυχαστήριο του,
πήγαινα, οσάκις μπορούσα,
στον Τάφο του Γέροντα και προσευχόμουν
και έκλαιγα και παρακαλούσα, και κατόπιν έφευγα αλλαγμένη, με κάποια γαλήνη διάχυτη μέσα μου
και σιγουριά και την πεποίθηση ότι ό Γέροντας και από την άλλη, την όντως Ζωή,
με την ίδια στοργή μας αφουγκράζεται και παρακολουθεί.
Τον δεύτερο χρόνο από την κοίμηση του Γέροντος, την δεύτερη ήμερα του Πάσχα,
αφού πέρασα πρώτα από τον Μεγάλο μας Άγιο,
τον Άγιο Νεκτάριο,
πήγα και στο Ησυχαστήριο του Γέροντος.
Ή υπέργηρος Γερόντισσα, έλειπε, κανένας άλλος δεν ήτο εκεί, οπότε με μεγάλη μου χαρά και συγκίνηση,
προσκύνησα και παρέμεινα στον Τάφο του Γέροντος, επί τρεις περίπου ώρες.
Περιποιήθηκα τον Τάφο, τοποθέτησα λουλούδια, καινούργια φωτογραφία του Γέροντος,
έψαλλα τον Αναστάσιμο Κανόνα πού άρεσε πολύ στον Γέροντα,
παρεκάλεσα, έκλαψα,
θυμιάτισα τον Τάφο,
σε όλο τον χώρο, την Εκκλησία και αφού σχεδόν είχε αρχίσει πολύ ελαφρά
να φαίνεται ότι έδυε ό ήλιος,
ετοιμάσθηκα να φύγω.
Πριν φύγω, πήρα πάλι το λιβανιστήρι και θυμίαζα. Την ώρα πού θυμίαζα προς το παράθυρο της Εκκλησίας, σκεπτόμενη με συγκίνηση τι ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει ό Γέροντας μέσα σε κείνη την Εκκλησία, τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της Εκκλησίας, (ήταν ανοικτό, είχε μόνον μία σίτο, για να μη μπαίνουν τα κουνούπια) είδα ολοκάθαρο, ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του Γέροντα (μέχρι τον θώρακα) να με κοιτάζει και να μου χαμογελά με μια γλυκύτητα, στοργή και λάμψη, πού έκανε να διακρίνονται καθαρά -ολοζώντανα- τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Εκείνη την ώρα βρέθηκα σε αμηχανία και τρομερό δίλημμα: Δεν πίστευα τι έβλεπα, δεν γνώριζα αν έπρεπε να του μιλήσω ή όχι.
Προτίμησα το δεύτερο. Έριξα αλλού τα μάτια μου, για να ξανακοιτάξω μετά και να βεβαιωθώ αν ήταν της φαντασίας μου ή πραγματικότης. Ξανακοίταξα: ήταν ακόμη εκεί ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Ξανά ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, κοίταξα αλλού, ξανά κοίταξα στο παράθυρο και βλέπω πάλι την ίδια εικόνα. Ακίνητη, γλυκειά ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Τότε, φυσικά αμίλητη, έκαμα μία μισή μετάνοια, πήρα την τσάντα μου και έφυγα. Μόλις απομακρύνθηκα από το Ησυχαστήριο και πήγαινα προς την παραλία αλλά και μέσα στο Καράβι, ένοιωθα μέσα μου μιαν ουράνια γλυκύτητα, τόση, πού δεν την άντεχα και από τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα. Αύτη ή κατάστασις, κράτησε περίπου ένα μήνα συνεχώς. Όπου έριχνα τα μάτια μου, μου φαινόταν πώς έβλεπα το ίδιο το Πρόσωπο του Γέροντος να με κοιτάζει και να χαμογελά και με πάρα πολύ κόπο, όταν ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους, συγκρατούσα τα δάκρυα.
Έκτοτε, πήγαινα με λαχτάρα, πολλές Δευτέρες μετά το κάθε Πάσχα, αλλά ποτέ δεν τον ξαναείδα. Κάποια φορά, μετά ένα χρόνο, το εκμυστηρεύθηκα αυτό μόνον στην Γερόντισσα, με δισταγμό, γιατί φοβήθηκα μη τυχόν μου έλεγε ότι ήταν του πειρασμού, και έχανα την χαρά πού είχα, αλλά ή απλοϊκή και σοφή Γερόντισσα με καθησύχασε και με διαβεβαίωσε ότι ήτο μια παραχώρησης του Θεού και μια εξ αγάπης του Γέροντος εμφάνισης και δια τον λόγον, ότι ήτο δευτέρα ημέρα του Πάσχα, αναστάσιμη, επέτρεψε ό Θεός να γίνει. Εκ παραλλήλου, μου διηγήθηκε και εκείνη τα παρακάτω: «Ήλθε χθες εδώ ένας, πού κάποτε έμενε στην Αίγινα και πού είχε και τους δικούς του εδώ. Καθώς πήγαινε κατά το σούρουπο προς το σπίτι του, για να κόψη δρόμο, πέρασε μέσα από κάτι χωράφια και χωρίς να το αντιληφθεί και να προλάβει, έπεσε μέσα σε έναν ασβεστόλακκο, αλλά ξερό, χωρίς ασβέστη.
Την ώρα πού προσπαθούσε να δη πώς και από πού να πιαστεί για ν' ανέβει, ακούει κάτι βήματα και βλέπει να περνά από κει δίπλα ό πατήρ Ιερώνυμος! Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε; καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω. «Του λέγει και ό Γέροντας: Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις. Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε. Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά-καλά. Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του, τότε του είπαν: «Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας. Εκοιμήθη...!
Πολλοί, όσοι τον είχαν γνωρίσει προσωπικά ή μετά την ανάγνωσιν των βιβλίων, περί του Γέροντος και που συνεκλονίσθησαν και τον ηγάπησαν, οσάκις κατακλύζονται από οδύνη και πόνο και τον επικαλούνται, έχουν ευεργετηθεί και εν γένει έχουν γίνει δέκται της αγιαστικής του στοργής και παρρησίας. Διηγούνται πολλά θαύματα, ιάσεις ασθενών επιτυχίες στα παιδιά τους, είτε σε σπουδές είτε σε αποκαταστάσεις και πού οπωσδήποτε τα αποδίδουν στην μεσιτεία, αγάπη και στοργή του Γέροντος. Παρατίθενται, ενδεικτικώς μόνον, ορισμένα εκ των πολλών θαυμάτων και θαυμάσιων πού είχεν επιτελέσει εν ζωή ό Γέροντας καθώς και δύο εμφανίσεις του Γέροντος μετά την κοίμησίν του, χωρίς δι' ευνόητους λόγους να αναφερθούν τα ονόματα αυτών πού τα διηγήθηκαν, τα οποία όμως υπάρχουν εις το αρχείο «περί του Γέροντος», πού κρατείται.«...
Ήμουν, λέγει, δέκα επτά ετών, μαθήτρια της κοπτικής και ραπτικής Σχολής του Παπαϊωάννου, ότε με κατέλαβε ξαφνικά και εισήλθεν εντός μου ό διάβολος,τέλη του Έτους 1962. Με έφεραν στην Αίγινα και με έκλεισαν σε ένα δωμάτιο και με έδεσαν, δια να μη κτυπώ και κάμνω και άλλα πολλά. Τούτο, όταν το επληροφορήθη ό Γέροντας, με επεσκέφθη και ανέλαβε το βαρύ έργον, να εκβάλει το δαιμόνιον, το οποίον με βασάνιζε. Μου είπε ότι πρέπει να νηστεύω και νά προσεύχομαι περισσότερο. Άρχισα την νηστεία, αλλά έκαμε και ό Γέροντας συγχρόνως πιο αυστηρή νηστεία. Επί τεσσαράκοντα ημέρας τελείτο καθημερινώς θεία Λειτουργία και μου διάβαζε και τους εξορκισμούς. Ή κατάστασης αύτη κράτησε επί εννέα ολόκληρα έτη, εκ των οποίων τα τέσσαρα ήσαν πολύ μαρτυρικά, ιδίως δια τον Γέροντα.
Κατά την διάρκεια των πρώτων αυτών χρόνων, έφθασε περίοδος πού ήμουν έτοιμη να αποθάνω, όπως οι άλλοι αλλά και ό ίδιος ό Γέροντας μου είπαν αργότερα. Επί τρεις ημέρας ήμουν τελείως αναίσθητη. Όταν λίγο καλυτέρευσα, την τρίτην ημέραν το εσπέρας ό Γέροντας έκαμε εσπερινό και με εχειροθέτησε Μοναχή, και μάλιστα μεγαλόσχημη, ώστε αν φύγω δια την άλλην ζωήν, να είμαι μοναχή, επειδή πολύ το επιθυμούσα. Τότε όμως ξαφνικά συνήλθα, ένοιωσα πώς δεν είχα τίποτα. Την επομένη μου είπε και κοινώνησα. Πράγματι, ένοιωσα άλλος άνθρωπος, δεν το πίστευα! Ό Θεός και ό Γέροντας έκαμαν το θαύμα τους. Έκτοτε,με την βοήθειαν του Θεού δεν ξαναέπαθα τίποτα.
Γράφει ή μακαριστή Ξένη μοναχή, πρώτη ηγουμένη στην Μονή του Αγίου Νεκταρίου: «Φεύγοντας (ο Γέροντας μετά από επίσκεψη στο Ησυχαστήριό μου, σε εξοχικό Προάστιο) και βγαίνοντας τελείως έξω από την πόρτα του κήπου, μου λέει με μιαν έκφραση λύπης και απογοητεύσεως: -Πω πω! μεγάλη αμαρτία γίνεται εις τούτον τον τόπον (δάσος, βουνό). Μια φωτιά όμως, όλα γύρω απ' εδώ θα τα φτιάξη αυτά... Την ίδια χρονιά, μετά λίγους μήνες, μετά την επίσκεψη του Γέροντος, έπιασε χωρίς να το γνωρίζουμε πώς, μια τεράστια φωτιά πού την βοήθησε και ό αέρας ν' απλωθεί, πολύ περισσότερο. Περί τα 400 στρέμματα κάηκαν. Ούτε θάμνοι έμειναν, ούτε δένδρα, όλα έγιναν στάκτη. Ακόμη και σήμερα, φαίνεται όλος αυτός ό τόπος πού τον «έφτιαξε» ή φωτιά.
Κάθε φορά πού τον βλέπω, βλέπω και τον Γέροντα στο ίδιο σημείο, να μου δείχνει τον τόπον αυτόν και να προφητεύει. «Μία ημέρα,εις την Αίγινα, τον συνάντησα στην παραλία. Μου λέει: «Καλογραία, έχω μια δουλειά. Πήγαινε και άρχομαι. Εσύ να πάρεις ταξί δια να πάς και εγώ έχω μια δουλειά και έρχομαι. Στάσου να σε βρω ένα ταξί». Πέρασαν ένα, δύο, τρία, μέχρι έξι περίπου ταξί άδεια. Φαίνεται δεν ήταν εκείνο πού ήθελε, γιατί έλεγε: ''όχι αυτό, ούτε κι' αυτό''. Μετά, δεν πειράζει Καλογραία, μου λέει, πήγαινε με τα πόδια». Αμέσως ξεκίνησα και κατευθυνόμουν για το ησυχαστήριο του.
Μετά από δυο-τρία βήματα, στράφηκα πίσω να τον ιδώ, δεν τον είδα πουθενά. Και πάλι, καθώς προχωρούσα, ξανάβλεπα πίσω μου, τίποτα. Πολύ σύντομα έφθασα. Μόλις μπήκα όμως μέσα στην αυλή, δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα, κτυπά, ανοίγουμε, ήταν ό Γέροντας! Δεν μπορώ να καταλάβω, φρικιών,αλλά απ' τον κανονικό δρόμο πήγα, έβλεπα πίσω μου πότε-πότε, πότε και από που και πώς είχε φθάσει ό Γέροντας εκεί; Ένοιωσα δέος και συντριβή και δεν τον ρώτησα καθόλου...
Άλλοτε, μπαίνοντας εις το κελί του, παραμονές πού θα έφευγε απ' την Αίγινα δια την Αθήνα,
νοσοκομείο κ.λ.π., τον βρήκα καθιστό εις την κλίνην του και ετοιμαζόταν ν' αναπαυθεί.
Φορούσε μια φανέλα και από πάνω το ράσο του.
Όταν το τράβηξε για να πέσει,
είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι,
νεανικό και μια άρρητη εύωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη εις το κελί του!
Το χέρι του,
τόσο λευκό ήτο,
πού δεν έμοιαζε να είναι σάρκα.
Έτρεμα,
κατάλαβε και μου λέει, την ώρα πού πήγα να το ασπασθώ και ενώ είχε κλειστά τα μάτια:
-Δεν είναι τίποτα, καλογραία,
δεν είναι τίποτα αυτά πού βλέπεις...
Υπάρχουν ανώτερα».
Αμέσως αισθάνθηκα ότι είχαν απελευθερωθεί οί πνεύμονές μου....
Αναδημοσίευση από το βιβλίο της Σωτηρίας Νούση
''Ὁ Γέρων Ιερώνυμος της Αίγινας (1883-1966)''
Ζ’έκδοση, Φεβρουάριος 2010εκδόσεις Ἑπτάλοφος
Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου