Γεννήθηκε στο χωριό Καλτεζές της Αρκαδίας το 1873.
Καταγόταν από οικογένεια ηρώων οπλαρχηγών,
όπου οφείλει και την δυναμική προσωπικότητά του.
Οι γονείς του Δημήτριος και Χρυσάφω απέκτησαν έξι παιδιά.
Ο Βασίλειος ήταν το στερνοπαίδι τους.
Ήσαν γεωργοί και ο πατέρας του για πολλά χρόνια έκαμε Δήμαρχος και αστυνόμος του χωριού.
Ο Βασίλειος τελείωσε το σχολαρχείο,
και το 1891 σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών παντρεύτηκε την Χριστίνα,
το γένος Πετράκη,
μια απλή και καλόκαρδη κόρη από το Δυρράχιο Μεγαλοπόλεως.
Απέκτησαν δε δεκατέσσερα παιδιά,
αλλά τους έμειναν μόνο τα δέκα, από τα οποία τα τέσσερα ήταν αγόρια και τα έξι κορίτσια.
Ήταν καλός ο πατέρας ο Βασίλειος,αλλά περισσότερο θεοφοβούμενος χριστιανός.
Από δεκαπέντε χρονών άρχισε να γλυκαίνεται στην τέχνη της ψαλμωδίας.
Και πολύ γρήγορα γνώριζε άριστα το τυπικό της Εκκλησίας.
Στο μοναστήρι των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που ηγούμενος ήταν ο παπα-Γεράσιμος Πετράκης, αδελφός της γυναίκας του, συνήθιζε να πηγαίνει και τακτικά να ψέλνει στις αγρυπνίες. Ζούσε με την οικογένειά του μια ήσυχη και χριστιανική ζωή. Φαίνεται όμως ότι ο Θεός εκτός από οδηγό της οικογενείας του, τον είχε προωρίσει και για ποιμένα των προβάτων Του. Έτσι το 1902 ο Βασίλειος χειροτονήθηκε ιερέας. Και να πώς ο Θεός τον οδήγησε: Στην γυναικεία Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Καλτεζών ζούσε μια ενάρετη μοναχή, η Πελαγία. Είχε το χάρισμα να προλέγει με σοφία και απλότητα στους ανθρώπους τη βουλή του Θεού,με σκοπό να τους βοηθήσει ή να τους προφυλάξει από το κακό. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον Βασίλειο.
Κάποια ημέρα περνώντας από μπροστά του η Πελαγία, σταμάτησε και τον κοίταξε λέγοντάς του: -Άντε Βασίλη. Κι εσύ χρυσό σταυρό κρατάς! Τα λόγια αυτά ήταν τότε αδύνατο στον Βασίλειο να τα εξηγήσει και συνεχώς του απασχολούσαν την σκέψη. Έπρεπε να περάσει λίγος καιρός για να τα εννοήσει. Ήταν το 1902 κι εκείνος 29 χρονών. Ανακατευόταν στα πολιτικά προσπαθώντας να βοηθήσει τον θείο του (εξάδελφο του πατέρα του),που ήταν είκοσι πέντε χρόνια βουλευτής. Γι΄αυτό συχνά επισκεπτόταν τα γύρω χωριά. Σε μια από αυτές τις επισκέψεις του στην Τρίπολη σταναχωρήθηκε υπερβολικά, όταν ο κουνιάδος του,που ήταν και υπάλληλος της Νομαρχίας, του συνέστησε να παρατήσει τα πολιτικά, γιατι δεν του ταίριαζαν. Αυτό του στοίχισε κι έφυγε από εκεί πικραμένος.
Κάθισε σ΄ένα καφενεδάκι κι έβγαλε να διαβάσει την εφημερίδα του, για να διασκεδάσει την πίκρα του. Σε μια στιγμή του φάνηκε, σαν μια σκιά να πέρασε δίπλα του και μια φωνή άκουσε να του λέει: -Τί κάνεις εκεί Βασίλειε; Γεμάτος απορία και φόβο έριξε το βλέμμα του τριγύρω να δει,ποιος ήταν και τότε άκουσε πιο δυνατή την φωνή: -Σήκω να πας να γίνεις Ιερέας. Με αγωνία έτρεξε πίσω στον κουνιάδο του για να του ανακοινώσει, αφήνοντάς τον έκπληκτο, την απόφασή του να γίνει παπάς. Και μετά χωρίς καθυστέρηση πηγαίνει στην Ιερά Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και τα εμπιστεύεται όλα στον ηγούμενο. Κάθησε εκεί σαράντα ημέρες προετοιμάζοντας τον εαυτό του, να δεχθεί το μεγάλο αξίωμα, στο οποίο πια ο Θεός τον έσπρωχνε. Όταν ήλθε η ευλογημένη ώρα και ζήτησε την ψήφο των συγχωριανών του για να γίνει εφημέριός τους, όλοι με χαρά και αγάπη διαβεβαίωσαν την αξιοσύνη του Βασιλείου.
Μόνο ο επίσκοπος Μαντινείας Θεόκλητος Βίμπος, προσωπικός και στενός φίλος του βουλευτή θείου του,καθυστερούσε την χειροτονία αυτή. Και ο λόγος ήταν... πως ο βουλευτής θα έχανε τον πιο πολύτιμο βοηθό του. Τελικά με την επέμβαση της Βασίλισσας Όλγας, ο επίσκοπος δέχθηκε και το 1902 τον χειροτόνησε Ιερέα, στον Μητροπολιτικό Ναό της Τρίπόλεως, στον Άγιο Βασίλειο. Στο χωριό τον υποδέχθηκαν με κωδωνοκρουσίες και τον συνόδευσαν μέχρι τον Ναό, όπου κι έγινε δοξολογία. Την επομένη ο π. Βασίλειος πήγε στην Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα για να τελοιποιηθεί στο τελετουργικό των Μυστηρίων. Και μετά, ο π. Βασίλειος ανέλαβε εφημέριος στον ναό του χωριού του, τον Άγιο Δημήτριο. Παράλληλα λειτουργούσε στον ναό του Αγίου Γεωργίου στα Κουβέλια,καθώς και στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου.Όλοι σέβονταν και υπεραγαπούσαν τον π. Βασίλειο για τις πολλές του αρετές.
Σε κάθε πράξη του έδινε κι ένα κομάτι από τον εαυτό του. Γεμάτος απλότητα, καλοσύνη, φιλοξενία και πολύ αυστηρότητα στο θέμα των παραδόσεων ποίμενε την νέα πνευματική του οικογένεια. Και η απλότητά του ήταν πολύ εμπνευστική και φιλοσοφημένη. Μας διηγούνται ότι ένα Σάββατο ο π. Βασίλειος θα λειτουργούσε στη Μονή Καλτεζών μαζί με τον Δεσπότη, που τον είχε χειροτονήσει. Θα ακολουθούσε το μνημόσυνο ενός, που ήταν προσωπικότητα στο χωριό και γι΄αυτό ο ναός ήταν κατάμεστος από κόσμο.Ο Δεσπότης επειδή έτυχε να είναι αδιάθετος αυτήν την ημέρα φώναξε τον π. Βασίλειο, για να του ανακοινώσει, ότι θα ήτο ο ομιλητής της ημέρας. Και ο π. Βασίλειος πάντα πρόθυμος: -Ναι, Δεσπότη μου, με την ευχή σου να μιλήσω.
Απ΄αυτή την ώρα ο γέροντας προσπαθούσε να σκεφθεί, πώς θα ωφελούσε περισσότερο τους συγκεντρωμένους πιστούς. Σε κάποια στιγμή βγαίνει από το ναό και επιστρέφει αμέσως, κρατώντας ένα δέμα τυλιγμένο με μαύρο πανί, που έβαλε σε απορία όσους το είδαν. Μετά το Ευαγγέλιο όμως ο π. Βασίλειος βγήκε στην Ωραία Πύλη για να ομιλήσει και να λύσει αυτήν τους την απορία. Πολύ περισσότερο όμως για να τους προβληματίσει... Ξετυλίγοντας το μαύρο πανί, ένα λευκότατο κρανίο φάνηκε στα χέρια του σοφού π. Βασιλείου. Μπροστά στους έκπληκτους Δεσπότη και πιστούς, κοιτάζοντας το κρανίο, άρχισε να κάνει εμπνευστικές ερωτήσεις που ο ίδιος απαντούσε και,που απεδείκνυε ξεκάθαρα την ματαιότητα της επίγειας ζωής. Με την ζωντανή του αυτή διδασκαλία περί ματαιότητας είχε καταφέρει τα μάτια όλων να βουρκώσουν και να προβληματισθούν, τον δε Δεσπότη να πλησιάσει γεμάτος έκπληξη για να τον συγχαρεί. -Νά' χω την ευχή σου παπα-Βασίλη.
Από το στόμα σου σήμερα άκουσα το καλύτερο κήρυγμα της ζωής μου! Και για την φιλοξενία του είχε γίνει παντού ξακουστός. Ο Ιερομόναχος κ. Πολύκαρπος Βλάχος από τις Καλτεζές αποκαλεί τον π. Βασίλειο ''Αβραάμ''. Ο κύριος Δημ. Αναγνωστόπουλος, πρόκριτος του χωριού, χαραχτηριστικά λέγει ότι το σπίτι του γέροντα ''δεν ξεψείρισε ποτέ'' ενοώντας πως διαρκώς φιλοξενούσε κόσμο και δεν πρόφθαιναν να το καθαρίσουν. Σημερινοί Καλτεζιώτες θυμούνται επίσης αυτό,που πάντοτε ο π. Βασίλειος συνήθιζε να λέι και να εφαρμόζει ταυτόχρονα: ''το σπίτι του παπά δεν πρέπει να έχει κλειδί''. Και πράγματι ο π. Βασίλειος ποτέ δεν ξεχώριζε από τους επισκέπτες, που του χτυπούσαν την πόρτα. Όλους με την ίδια αγάπη και στοργή τους δεχόταν. Είχε μάλιστα εμφυτεύσει και στην παπαδιά του το χάρισμα αυτό.
Κι όταν κάποτε, τον καιρό του αποκλεισμού (1917) την επισκέφθηκε η μάννα του κ. Αναγνωστόπουλου και την βρήκε να ζυμώνει δυο χούφτες αλεύρι, αμέσως ''μέριασε το μισό'' και το πρόσφερε για τα παιδιά της γειτόνισσας. Και τα πρόσφορα ακόμη που έφερναν στην εκκλησιά, τα μοίραζε όλα χωρίς να κρατά για το σπίτι του. ''Δωρεάν ελάβετε, δωρεά δότε'', απαντούσε στα παράπονα των δικών του. Η μικρότερη κόρη του Αρχοντία, μας διηγείται και το εξής σχετικό με την απεριόριστη φιλοξενία του σεβαστού πατέρα της: ''Μια χρονιά της πρώτης δεκαετίας των διωγμών των Γ.Ο.Χ., ο π. Βασίλειος με την οικογένειά μας βρισκόταν στην Αθήνα.
Εκτός απ΄τα δικά του παιδιά,είχε να θρέψει τότε και τρία ορφανά, που άφησε πεθαίνοντας η κουνιάδα του. Μεγάλη φτώχεια,πολλές δυσκολίες στην οικογένεια. Ο π. Βασίλειος όμως ποτέ δεν σταμάτησε να φέρνει ξένους στο τραπέζι μας. Μια μέρα λοιπόν χωρίς να ειδοποιήσει καθόλου φέρνει τέσσερεις ανθρώπους για μεσημεριανό φαγητό. Έρχεται αμέσως στην κουζίνα και με ρωτά: -Τί φαί έχουμε σήμερα παιδί μου; -Ντολμάδες έχουμε πατέρα, μα δεν φτάνουν για όλους μας. Μα γιατί, πατέρα, δεν μας προειδοποίησες, ότι θα έχουμε ξένους; -Μαζί με τους έντεκα,κόρη μου, θα φάνε και οι δεκαπέντε μου είπε χαμογελώντας και έφυγε.
Σερβίραμε για τους ξένους, τον παπά,
την παπαδιά και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου.
Τα μικρότερα αδέλφια μου και τα ξαδέλφια μου,τα κράτησα στην κουζίνα.
Κάτι θα βρισκόταν για συμπλήρωμα.
Όταν ο πατέρας σηκώθηκε να ευλογήσει και είδε ότι δεν βρίσκονταν όλα τα παιδιά στο τραπέζι,
με αυστηρή φωνή μας κάλεσε να σερβίρουμε για όλους στο τραπέζι.
Τί να κάναμε; Αρχίσαμε να σερβίρουμε.
Αυτό όμως που μας συνέβει ήταν εκπληκτικό.
Γεμίσαμε τα πιάτα των παιδιών και η κατσαρόλα ήταν ακόμη μέχρι την μέση γεμάτη.
Όταν έφυγαν οι ξένοι,
ο πατέρας ήλθε στην κουζίνα ευχαριστημένος για το πλούσιο τραπέζι που ετοίμασα.
Με βρήκε να κλαίω μ΄αναφυλλητά και χαιδεύοντας τα μαλλιά με ρώτησε τι είχα.
-Το φαγητό πατέρα,
ίσα-ίσα για μας έφθανε και τώρα,
όχι μόνο φάγαμε όλοι μας χορταστικά,
αλλά περίσσεψε αρκετό και για το βράδυ.
Έκαμε τον σταυρό του γεμάτος αγαλλίαση και είπε:-
Παιδί μου, ζήσεις, χρονίσεις ποτέ μην μεμψιμοιρίσεις!
Είναι μεγάλος ο Θεός μας!
(Συνεχίζεται...).
Απόσπασμα εκ του ιστορικού περιοδικού
''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Έτος Β΄,τεύχος 8, Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1977
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος και επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Μέρος 1ον
''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Έτος Β΄,τεύχος 8, Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1977
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος και επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Μέρος 1ον