Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ


 



Μετά ἀπὸ τὶς διαπιστώσεις αὐτές, τίθενται τὰ ἑξῆς σοβαρὰ ἐρωτήματα:

 Οἱ ᾿Ορθόδοξοι, διακόπτοντες τὴν κοινωνία τους μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ ἐν προκειμένῳ μὲ τοὺς Οἰκουμενιστάς,

 μήπως ἐξέρχονται τῆς ᾿Εκκλησίας; Μήπως ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Θεό; 

Μήπως χωρίζονται ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους; 

Μήπως καταλύουν τὴν ἑνότητα τῆς ᾿Ορθοδοξίας;

᾿Ασφαλῶς καὶ βεβαίως, ὄχι! Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ζήτημα ποὺ θὰ ἤθελα νὰ ἐξετάσουμε

 ἐν συνεχείᾳ μὲ κάθε δυνατὴ συντομία, σαφήνεια καὶ ἁπλότητα. Πρωτίστως θὰ ἀναφέρω ἕνα

 παράδειγμα ἀρκετὰ εὔλογο ἀπὸ τὸν Βίο τοῦ ῾Αγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Εφέσου (1392-1445). 

Οἱ Βίοι τῶν ῾Αγίων εἶναι πάντοτε γιὰ τοὺς ᾿Ορθοδόξους οἱ ἀσφαλεῖς ὁδηγοὶ θεωρίας καὶ πράξεως.

 ῾Ο ῞Αγιος Μᾶρκος, εὑρισκόμενος στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπιγείου ζωῆς του (ἐκοιμήθη τὴν 23.6.1445), δηλώνει κατηγορηματικά, 

ὅτι δὲν θέλει ὅλως διόλου καὶ μὲ κανέναν ἀπολύτως τρόπο νὰ ἔχη κοινωνία μὲ τὸν τότε 

Λατινόφρονα πατριάρχη Γρηγόριο (Γρηγόριος Γ´ Μάμας, 1443-1450) καὶ μὲ ὅσους κοινωνοῦσαν μαζί του, 

οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἑνωτικὴ καὶ παπόφιλη τακτική τους εἰργάζοντο «ἐπὶ καταστροφῇ τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς ᾿Εκκλησίας»

44. 44. ῾Αγίου Μάρκου ᾿Εφέσου, PG τ. 160, στλ. 536C («᾿Απολογία, ῥηθεῖσα ἐπὶ τῇ τελευτῇ αὐτοῦ αὐτοσχεδίως»). 




Τὸ ἀξιοπρόσεκτο εἶναι, ὅτι ὁ ῞Αγιος δὲν θέλει νὰ ἔχη κοινωνία μαζί τους, ὄχι μόνον ὅσο ζῆ, ἀλλὰ οὔτε καὶ μετὰ τὴν κοίμησί του· οὔτε στὴν κηδεία του, οὔτε καὶ ὕστερα στὰ μνημόσυνά του!... ῎Ας θαυμάσουμε αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ λόγια τῆς παρακαταθήκης τοῦ ῾Αγίου: «Οὔτε βούλομαι», παραγγέλει ὁ ῎Ατλας τῆς ᾿Ορθοδοξίας, «οὔτε δέχομαι τὴν αὐτοῦ (τοῦ πατριάρχου) ἤ τῶν μετ᾿ αὐτοῦ κοινωνίαν τὸ παράπαν, οὐδαμῶς, οὔτε ἐπὶ τῆς ζωῆς μου, οὔτε μετὰ θάνατον»· «ὥσπερ παρὰ πᾶσαν μου τὴν ζωὴν ἤμην κεχωρισμένος ἀπ᾿ αὐτῶν, οὕτω καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, καὶ ἔτι καὶ μετὰ τὴν ἐμὴν ἀποβίωσιν· καὶ ἐξορκῶν ἐντέλλομαι, ἵνα μηδεὶς ἐξ αὐτῶν προσεγγίσῃ ἤ ἐν τῇ ἐμῇ κηδείᾳ, ἤ ἐν τοῖς μνημοσύνοις μου· ἀλλ᾿ οὐδὲ ἄλλου τινὸς τῶν τούτου μέρους ἡμῶν ὥστε συμφορεύειν ἐπιχειρῆσαι, καὶ συλλειτουργεῖν τοῖς ἡμετέροις. Τοῦτο γάρ ἐστι τὸ τὰ ἄμικτα μίγνυσθαι. Δεῖ γὰρ παντάπασιν (παντελῶς) ἐκείνους εἶναι κεχω- ρισμένους ἡμῶν, μέχρις ἂν δῷ ὁ Θεὸς τὴν καλὴν διόρθωσιν καὶ εἰρήνην τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτοῦ». 


῾Ο λόγος τοῦ ῾Αγίου εἶναι αὐστηρὸς καὶ ἄκαμπτος· ἆρά γε, ποῦ ὀφείλεται αὐτό; πῶς δικαιλογοῦσε τὴν ἀπόλυτη αὐτὴν στάσι του ἔναντι τῶν Λατινοφρόνων ἑνωτικῶν τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι σημειωτέον - προσέξατε, παρακαλῶ, ἰδιαιτέρως - δὲν εἶχαν ἀκόμη κριθῆ ἁρμοδίως ὑπὸ Συνόδου ᾿Ορθοδόξων καὶ ἀποτελοῦσαν τότε τὴν λεγομένην «ἐπίσημη ᾿Εκκλησία»; ῎Ας ἀκούσουμε λοιπὸν τὸν ῞Αγιο, πῶς ἐξηγεῖ μὲ θαυμαστὴ ἀκρίβεια καὶ θεολογικὴ διαύγεια τὴν στάσι του: «Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι (ἀποχωρίζομαι / ἀπομακρύνομαι) τούτου (τοῦ πατριάρχου) καὶ τῶν τοιούτων (τῶν ἑνωτικῶν), ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς πιστοῖς καὶ ἁγίοις Πατράσι· καὶ ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς ἁγίοις Πατράσι καὶ Θεολόγοις τῆς ᾿Εκκλησίας». Κατὰ τοὺς ῾Αγίους λοιπόν, χωρισμὸς ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς σημαίνει προσέγγισι καὶ ἕνωσι μὲ τὸν Θεό, τὴν ᾿Αλήθεια, τοὺς Πατέρας. Έτσι όμως φθάνουμε πλέον φυσιολογικὰ στοὺς ὅρους «᾿Αποτείχισις» καὶ «῎Ενστασις»· ἄς τοὺς διευκρινίσουμε ἐν συντομίᾳ. 


῾Η διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς / μυστηριακῆς κοινωνίας καὶ ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τοὺς κηρύττοντας αἱρετικὰ δόγματα, ὅπως ἔπραξε καὶ ὁ ῞Αγιος Μᾶρκος, καλεῖται «᾿Αποτείχισις», ἡ ὁποία μάλιστα ἐφαρμόζεται ἀκόμη καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως», δηλαδὴ καὶ «προτοῦ νὰ γένῃ ἀκόμη συνοδικὴ κρίσις περὶ τῆς αἱρέσεως ταύτης» καὶ τοῦ αἱρετικοῦ, ὅπως διευκρινίζει ὁ ῞Οσιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης. Οἱ «ἀποσχίζοντες», δηλαδὴ οἱ «χωρίζοντες ἑαυτοὺς τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας», χαρακτηρίζονται ὡς «ἀποτειχιζόμενοι», διότι τὸ «τεῖχος» τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Αληθείας προστατεύει καὶ χωρίζει πλέον αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς ἑτεροδόξους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκτὸς. ῾Η σωτήριος αὐτὴ «᾿Αποτείχισις» ἀποτελεῖ μέρος τοῦ γενικωτέρου ἀγῶνος τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Ενστάσεως. ᾿Εκεῖνοι, ποὺ καταπολεμοῦν καὶ ἀποκρούουν μίαν αἵρεσι καὶ ὑπερασπίζονται τὴν ᾿Αλήθεια τῆς ᾿Ορθοδοξίας, λέγονται «᾿Ενιστάμενοι», διότι ἐνίστανται, δηλαδὴ ἀγωνίζονται ὀρθοδόξως, νομίμως καὶ θεαρέστως ὑπὲρ τῆς ῾Αγίας Πίστεως καὶ γιὰ νὰ ἀπαλλάξουν «ἀπὸ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ᾿Εκκλησίαν». 


Οἱ ῞Αγιοι Πατέρες - καὶ μάλιστα ὁ ῞Οσιος Θεόδωρος Στουδίτης - λέγουν, ὅτι «πᾶς ὁ ὑπὲρ τῆς ᾿Αληθείας ἐνιστάμενος» εἶναι ἀγωνιστὴς τοῦ καλοῦ ἀγῶνος «τῆς ὀρθοδόξου καὶ θεαρέστου ἐνστάσεως»· καὶ γιὰ τὸν λόγο τοῦτον λογίζεται ὡς «ὁμολογητὴς πᾶς ὁ ἐνιστάμενος» κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ ὑπὲρ τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Κατὰ τοὺς ῾Αγίους Πατέρας, ἡ περίοδος τοῦ ὀρθοδόξου ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος εἶναι «καιρὸς ῾Ομολογίας, καιρὸς ἐνστάσεως, καιρὸς ἀθλήσεως, τυχὸν καὶ ἄλλων παθημάτων· ἀλλὰ καὶ στεφάνων καὶ δόξης ἐπουρανίου». ῾Η ἔννοια ἑπομένως τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Ενστάσεως περιλαμβάνει τὴν «᾿Αποτείχισιν», ἀλλὰ δὲν ἐξαντλεῖ. Απαιτεῖται ἕνας συνεχὴς ἀγών, μία - κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειο - «καρτερὰ καὶ ἀνένδοτος ἔνστασις» «ὑπὲρ τῆς ᾿Αληθείας», ἡ ὁποία ἀρχίζει πρακτικῶς μὲ τὴν «᾿Αποτείχισιν», συνεχίζεται μὲ τὴν διακήρυξι τῆς ᾿Αληθείας καὶ τὴν ἀναίρεσι τῆς πλάνης, ὁλοκληρώνεται δὲ μὲ τὴν κατάκρισι τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν ἀμετανοήτων αἱρετικῶν ὑπὸ ᾿Ορθοδόξου Συνόδου. Ένα ακόμη παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία θὰ συμβάλη μὲ πρακτικὸ τρόπο στὴν βαθύτερη κατανόησι τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Ενστάσεως καὶ ᾿Απειτειχίσεως. 


῎Ας μεταφερθοῦμε στὴν Κωνσταντινούπολι ἐπὶ πατριαρχείας Νεστορίου (428-431). Σὲ μία ᾿Εκκλησία τῆς Βασιλευούσης, κατὰ τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας, ὁ ἐπίσκοπος Δωρόθεος, παρουσίᾳ τοῦ Νεστορίου, ἀπετόλμησε «μεγάλῃ τῇ φωνῇ» νὰ διακηρύξη τὴν δεινὴ αἵρεσί του56. Τὶ ἐπηκολούθησε; Εὐθὺς ἀμέσως «γέγονε κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ἐκδρομή», δηλαδὴ ἔξοδος ὁμαδικὴ καὶ ὁρμητικὴ ἀπὸ τὸν Ναό. «῏Ην ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπίσκοπος ὀνόματι Δωρόθεος, τὰ αὐτὰ φρονῶν αὐτῷ (τῷ Νεστορίῳ), ἀνὴρ χρειοκόλαξ, καὶ προπετὴς χείλεσι, καθὼς γέγραπται· ὃς ἐν συνάξει, καθεζομένου ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς ἐκκλησίας τοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως εὐλαβεστάτου Νεστορίου, ἀναστὰς μεγάλῃ τῇ φωνῇ τετόλμηκεν εἰπεῖν· εἴ τις Θεοτόκον εἶναι λέγει τὴν Μαρίαν, οὗτος ἀνάθεμα ἔστω» (῾Αγίου Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, PG τ. 77, στλ. 81Β / Σ.Μ.Π.Σ., τ. Α´, σελ. 443β, ᾿Επιστολὴ ΙΑ´ «Τῷ ὁσιωτάτῳ καὶ θεοφιλεστάτῳ Πατρὶ Κελεστίνῳ (Ρώμης)». ῾Η «ἐκδρομή», ἡ αὐθόρμητη αὐτὴ ἔξοδος καὶ ἀπομάκρυνσις τῶν εὐσεβῶν ἀπὸ τὸν τόπο τῆς κηρύξεως τῆς νεστοριανικῆς αἱρέσεως καὶ ὁ ἀποχωρισμὸς ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἐκφράζει ἄριστα τὴν ἔννοια τῆς «᾿Αποτειχίσεως». 


Στὸ ἑξῆς οἱ ᾿Ορθόδοξοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἤθελαν νὰ κοινωνοῦν ἐκκλησιαστικῶς μὲ τοὺς Νεστοριανούς, μέχρι καὶ τοῦ σημείου νὰ μὴν ἐκκλησιάζωνται πλέον στοὺς Ναοὺς τῆς Πόλεως, φοβούμενοι - ὅπως ἔγραφε ὁ ῾Αγιώτατος Πατριάρχης ᾿Αλεξανδρείας Κύριλλος - φοβούμενοι νὰ μὴ βλαφθοῦν. ᾿Απὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἄρχισε ὁ ἀγὼν τῆς «᾿Ορθοδόξου καὶ Θεαρέστου ᾿Ενστάσεως»· ἐστοίχισε βεβαίως διωγμοὺς καὶ βασανιστήρια καὶ στερήσεις, ἀλλὰ εἶχε αἴσιο πέρας, δηλαδὴ τὴν σύγκλησι τῆς Γ´ ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία διεσάφησε καὶ διεκήρυξε τὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Αλήθεια καὶ ἀναθεμάτισε τὴν αἵρεσι καὶ τὸν αἱρεσιάρχη Νεστόριο. ῎Ετσι συνέβαινε καὶ μὲ κάθε Οἰκουμενικὴ Σύνοδο: ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Ενστάσεως καὶ ᾿Αποτειχίσεως. Ήδη έχω τελειώσει τὸ πρῶτο μέρος τῆς Εἰσηγήσεώς μου καὶ συνοψίζω τὰ συμπεράσματα ὡς ἑξῆς: λαοῦ, καὶ ἐκδρομή· οὐ γὰρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν· ὥστε καὶ νῦν ἀποσυνάκτους εἶναι τοὺς λαοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλὴν ὀλίγων ἐλαφροτέρων, καὶ τῶν κολακευόντων αὐτόν· τὰ δὲ Μοναστήρια σχεδὸν ἅπαντα, καὶ οἱ τούτων ἀρχιμανδρῖται, καὶ τῆς συγκλήτου πολλοὶ οὐ συνάγονται, δεδιότες μὴ ἀδικηθῶσιν εἰς πίστιν αὐτοῦ, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, πάντων λαλούντων τὰ διεστραμμένα» (῾Αγίου Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, PG τ. 77, στλ. 81BC, ἔνθ᾿ ἀνωτ.). 


Ο Οἰκουμενισμὸς εἶναι ὄντως αἵρεσις, ἐκκλησιολογικὴ αἵρεσις, ἔναντι τῆς ὁποίας ἐπιβάλλεται νὰ τηρηθῆ ἡ ᾿Ορθόδοξος ῎Ενστασις καὶ ᾿Αποτείχισις· καὶ τοῦτο, διότι - κατὰ τοὺς ῾Αγίους Πατέρας τῆς Ζ´ ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου - «ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπὸ τῆς ᾿Εκκλησίας πάντα ἄνθρωπον». Δεύτερον· ματαίως κατηγοροῦνται οἱ ᾿Ορθόδο- ξοι ἀντιοικουμενισταὶ τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου, ὅτι δῆθεν ἐξέρχονται τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀποτειχιζόμενοι ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστάς· διότι ᾿Αποτείχισις δὲν σημαίνει ἀπομάκρυνσις, ἀλλὰ προσέγγισις πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀσφάλεια ἐντὸς τῶν ἀδαμαντίνων τειχῶν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Αληθείας· ἀντιθέτως δέ, ὁ αἱρετικὸς μὲ τὴν πλάνη του χωρίζεται ἀπὸ τὸν Σωτῆρα μας Χριστό, ποὺ εἶναι «῾Η ᾿Αλήθεια» καὶ ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία Του, ποὺ εἶναι «Στῦλος καὶ ῾Εδραίωμα τῆς ᾿Αληθείας». Τρίτον· ἐκεῖνοι ποὺ ὑποστηρίζουν, ὅτι εἶναι κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ κοινωνοῦν μὲ τοὺς Οἰκουμενιστάς, ἀφ᾿ ἑνὸς εἶναι ἀσυνεπεῖς, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲν βοηθοῦν οὐσιαστικὰ τὴν ᾿Εκκλησία νὰ ἐξέλθη τῆς κρίσεως, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἀκολουθοῦν τοὺς ῾Αγίους Πατέρας. Δὲν μιμοῦνται, λόγου χάριν, τὸν ῞Αγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε τὴν κοινωνία μὲ τὸν Λατινόφρονα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως οὔτε καὶ στὴν κηδεία του, «οὔτε ἐπὶ τῆς ζωῆς (αὐτοῦ), οὔτε μετὰ θάνατον». 


᾿Επίσης δὲν μιμοῦνται τὸν ῞Αγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος διέκοψε τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἐπίσης, Λατινόφρονα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ᾿Ιωάννη Καλέκα (1334-1347), ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἐφυλακίσθη, ὑβρίσθη καὶ ἀνεθεματίσθη. Ζ´ ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 12, στλ. 1022CD (Σ.Μ.Π.Σ., τ. Β´, σελ. 733α, Πρᾶξις Α´). 59. ᾿Ιωάν. ιδ´ 6. 60. Α´ Τιμοθ. γ´ . Τοιαῦτα βεβαίως ἀναθέματα ὄχι μόνον δὲν ἰσχύουν, ἀλλὰ εἶναι δόξα καὶ τιμὴ γιὰ τοὺς ᾿Ενισταμένους κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ ὑπὲρ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ταυτοχρόνως δὲ ἀποτελοῦν ἐγγύησι τῆς ὀρθῆς πορείας καὶ τῆς νομιμότητος τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος των. 





Οἱ πατριαρχικοὶ ἀποκαλοῦσαν τὸν ῞Αγιο Γρηγόριο «στασιαστὴν» καὶ κατέκριναν αὐτὸν 

«μετὰ τῶν ἀποστατῶν καὶ δεσμωτῶν συντετάχθαι», 

τοὺς δὲ ὁμόφρονάς του θεωροῦσαν ὡς «ἀπειθεῖς», «ἀνυποτάκτους» καὶ «ἀποτροπαίους»

 (῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τ. Β´, σελ. 541 [Β´ Πρὸς Μακάριον, § 4], σελ. 595

 [᾿Αναίρεσις γράμματος Καλέκα, § 13], Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1966).

 «῏Ην ποτε φευκτὸν καὶ φοβερὸν τὸ ἀνάθεμα, ὅτε κατὰ τῶν ἐνόχων τῆς ἀσεβείας, ὑπὲρ τῶν τῆς εὐσεβείας κηρύκων, ἐφέρετο»· 

ἀφοῦ ὅμως ἐστράφη «κατὰ τῶν προμάχων τῆς ᾿Ορθοδοξίας», «εἰς μύθους καὶ παίγνια μεταπέπτωκε, 

μᾶλλον δέ, τοῖς εὐσεβέσι καὶ αἱρετὸν παρεσκεύασται», ἐφ᾿ ὅσον εἰς αὐτοὺς «στεφάνους ἀκηράτους, 

καὶ ἀθάνατον δόξαν, ἀντὶ ποινῆς, ἀπεργάζεται. 

Δι᾿ ὃ καὶ ἕκαστος τῶν εὐσεβῶν καὶ ἁγίων, ὑπ᾿ αὐτῶν ἠλλοτριωμένων Χριστοῦ, μυριάκις

 αἱρεῖται προπηλακίζεσθαι, καὶ ἀναθεματίζεσθαι», παρὰ νὰ κοινωνήση μὲ αἱρετικοὺς 

(Μ. Φωτίου, PG τ. 102, στλ. 833ΑΒC / ᾿Επιστολὴ ΙΖ´ «᾿Ιγνατίῳ Μητροπολίτῃ Κλαυδιουπόλεως», Å.L.ÉÉ).





Απόσπασμα εκ του βιβλίου του 
Μακαριστού Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού
''Η Αίρεσις του Οικουμενισμού και η Πατερική Στάσις των Ορθοδόξων'' 1998
  Έχουν αφαιρεθεί οι σχετικές παραπομπές με ευθύνη δική μας,
 προκειμένου το κείμενο να είναι πιο ευανάγνωστο. Όλο το βιβλίο ΕΔΩ
 Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Μακαριστός Μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανός Α'


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου