Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΑΥΡΙΟ ΤΕΚΝΑ ΜΟΥ ΑΝΑΧΩΡΩ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑΝ




«Τις εστίν άνθρωπος ος ζήσετε και ουκ όψεται θάνατον». (Ψαλμ. 40).

«Δίκαιων ψυχαί εν χειρί Κυρίου και ου μη αψηταί αυτών βάσανος». (Παροιμ.).


Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπεν εις τους Μαθητάς αυτού οτε άπέστειλεν αυτούς να κηρύξουν το Εύαγγέλιον εις την οικουμένη: «Δια πολλών θλίψεων θα εισέλθητε εις την ζωήν... και εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ίωάν. 16: 33). Αι δε ενοχλήσεις τας οποίας δοκίμαζε ο Άγιος από τους άσαρκους δαίμονας, τους οποίους επολέμει διά της προσευχής και των αγρυπνιών, μόνον ο Θεός γινώσκει. Ενίοτε δε ήκουον και οι υποταχτικοί του τον πόλεμον ον είχε με τους πονηρούς δαίμονας. 


Αγωνισθείς τον αγώνα τον καλόν και τηρήσας καθαράν και ανόθευτο την Ορθόδοξο Πίστιν του Χριστού, τελειώσας τον δρόμον και φθάσας εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, επειδή ήτο άνθρωπος και ως άνθρωπος υπέκειτο εις την παρά του Θεού δοθείσαν κοινήν άπόφασιν του θανάτου, την δοθείσαν αρχικώς εις τους προπάτορας ημών, «γη ει και εις γήν άπελεύση» κατά δε τον Προφητάνακτα Δαυίδ «ουδείς εστίν ος ζήσεται και ουκ οψεται θάνατον» και τον θεοκήρυκα Απόστολο Παύλον «πάντες αποθνήσκομε, απόκειται γαρ τοις άνθρώποις άπαξ αποθανείν και μετά τούτο κρίσης» φθάσας εις ηλικία 77 ετών την 31ην Ιανουαρίου του έτους 1877 άπεδήμησε προς ον εκ παιδικής ηλικίας πόθησε και πιστώς δούλευσε Θεόν. 


Την τελευτήν αυτού προειδώς προ ήμερων προείπεν εις τα πνευματικά του τέκνα προ ενός μηνός κατά την Λειτουργίαν την οποίαν τέλεσεν εις την 1ην Ιανουαρίου κατά την εορτή του Μ. Βασιλείου, ειπών αυτοίς «να ηξεύρετε τέκνα μου, ότι ολίγας ημέρας θα ευρίσκομαι μεθ' υμών. Θα αναχωρήσω δια την Ουράνιον Πατρίδα. Μετά την Λειτουργίαν επήγε εις το κελλίον του και ανεκλίθη. Παρέμεινε επί κλίνης διότι ησθάνετο ότι αι δυνάμεις του αι σωματικαι, ημέρα τη ήμερα, ηλαττούντο και δεν ηδύνατο να περιπατήση και να κινηθή. Εις την έορτήν των θεοφανείων κατήλθεν εις τον Ναόν και μετά πολλοί κόπου τέλεσε την θείαν Λειτουργίαν και τον Μέγαν Αγιασμό και απελθών εξηπλώθη ήσύχως εις την κλίνην του και είπεν εις τας παρισταμένας μοναχάς: «Αυτή τέκνα μου ήτο ή τελευταία Λειτουργία την οποίαν ετέλεσα. 


Ευχαριστώ τον Πανάγαθον Θεόν, ο οποίος με βοήθησε, διότι εάν δεν με βοηθεί δεν θα ηδυνάμην να τελειώσω την Λειτουργίαν και τον Αγιασμό. Δόξα τη Πανάγαθο Βουλή αυτού και τη Απείρω Αγαθότητι. Ευχαριστώ, ευχαριστώ τω Θεώ μου, τω ούτως αγαπήσαντί με και παραδόντι Εαυτόν υπέρ εμού εις τον επονείδιστων Σταυρικό Θάνατον, ουκ έχω άξιον τι να ανταποδώσω Αυτώ υπέρ πάντων ων ανταπέδωκέ μοι. Υπερευχαριστώ και πάλιν τον Δημιουργόν και Πλάστη μου, τον Χορηγό των απείρων δωρεών, ευλογιών και χαρίτων και αγαθών αδέδωκέ μοι. Ουδέν άλλο θέλω, ουδέν άλλο επιθυμώ, ουδέν άλλο ζητώ, ει μη συγχώρηση τας πολλά; μου αμαρτίας και να παραλαβή την ψυχήν μου». 


Διαδοθείσης αστραπιαίος της φήμης εις όλην την νήσον, ότι ο Πατήρ Αρσένιος ασθενεί και πρόκειται να αποθάνη έτρεχαν από όλα τα χωρία της νήσου, άνδρες και γυναίκες, νέοι, γέροντες, μεγάλοι και μικροί, πλούσιοι και πτωχοί και πάσης ηλικίας, τάξεως και καταστάσεως άνθρωποι, κλαίοντες και θρηνούντες δια την ορφάνια των, διότι έχαναν τον Πνευματικόν των Πατέρα, τον Πατέρα της ψυχής των, εκείνον ο όποιος τους ήγάπα και φρόντιζε να τους αποσπαστεί από την άμαρτίαν και τον διάβολο και να τους έπιστρέψη εις την μετάνοιαν και τον Θεόν. Έτρεχαν ως διψασμένα ελάφια να προφθάσουν να τον αποχαιρετήσουν και να λάβουν την εύχήν και την ευλογία του. Την δε παραμονή της τελευτής του εκάλεσε τας αδελφάς της Μονής και ανήγγειλε αυταίς το δια τον εαυτόν του ευχάριστο μήνυμα του θανάτου, αλλά δι' εκείνας δυσάρεστο και λυπηρό. «Να ηξεύρετε τέκνα μου ότι αύριον αναχωρώ της πρόσκαιρου ζωής και πατρίδος και μεταβαίνω εις την αιώνιον ζωήν και την Ούράνιον Πατρίδα, διότι εδώ δεν έχομε Πατρίδα, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος είμεθα ξένοι και πάροικοι». 


Μόλις ήκουσαν αι μοναχαί το θλιβερόν δι' αυτάς μήνυμα, ξέσπασαν εις λυγμούς και ήρχισαν γοερώς να θρηνούν. «Πατέρα μας, Πνευματικέ, μη μας αφήνεις ορφανάς. Συ γνωρίζεις πόσους κινδύνους διατρέχομε. Εν όσο έζης συ, ως Πατήρ συμπαθής και φιλόστοργος μας ηγάπας ως τέκνα σου, καίτοι ημείς πολλάκις σε παροργίσαμε. Σέ παρηκούσαμε και σε λυπήσαμε, αλλά ου ως συμπαθής μας υπέμεινας και μας συνεβούλευες και μας παρηγόρεις και ως Πνευματικός Ιατρός θεράπευες τας ψυχικάς ασθενείας. Τώρα διατί μας αφήνεις; Εις ποίον θα καταφύγωμεν; Ποίος θα ενδιαφερθη δι' ημάς τας αθλίας, ως συ, Πάτερ; Βλέπων αυτάς ο Άγιος ούτως θρηνούσας τας παρηγορεί. «Παύσετε τέκνα μου τον Θρήνο, μη θρηνείτε ούτω, μη απελπίζεστε, διότι αμαρτάνετε. Εγώ μεν αναχωρώ αλλά σας αφήνω εις την προστασία άλλου Πατρός, όστις πολύ ,πολύ ανώτερος μου και σας αγαπά περισσότερον από έμέ, ακόμη σας αγαπά περισσότερον και από ότι αγαπάτε σεις αί ίδιαι τον εαυτόν σας. 


Εγώ σας αφήνω εις την προστασία του Χριστού όστις είναι Πατήρ και ιδικός σας και πάντων ανθρώπων και αγαπά πάντας και φροντίζει περί πάντων και προνοεί και μεριμνά όχι μόνον δι' ημάς τους ανθρώπους πού εξαιρετικώς μας τίμησε με το «κατ' εικόνα αυτού και όμοίωσιν » αλλά και περί των πετεινών του ουρανού και των πτηνών και όλων των ζώων, χερσαίων και θαλασσίων. Πιστεύσατε εις Αυτόν, ελπίσατε εις Αυτόν, αγαπήσατε Αυτόν με όλην σας την ψυχήν και καρδίαν και ό,τι ζητήσετε από Αυτόν με πίστιν και είναι προς το συμφέρον σας, θα σας το δώση. Και ιδίως να ζητήτε την Βασιλείαν Σου την Ούράνιον. Να ήξεύρετε δε και να πιστεύετε ότι όταν Τον αγαπάτε και ποιήτε τας έντολάς του θα σας αγαπήσει και Αυτός και θα είσθε ηνωμέναι μαζί του και όταν εχητε τον θεόν μαζί σας δεν έχετε ανάγκην ούτε από εμέ ούτε από άλλον τίνα. «Ο Θεός είναι αγάπη και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». 


Αυτή τεκνία μου είναι ή τελευταία μου προς υμάς παραγγελία και εντολή: να ειρηνεύετε αναμεταξύ σας, να έχετε ταπείνωσιν, να ενθυμήσθε τον Χριστόν και να , μιμήστε την ταπείνωση αυτού την υπακουή και προς πάντας αγάπην, άνευ της οποίας αδύνατον να σωθείτε, άνευ της οποίας ολαι αί αρεταί αι, άλλαι δεν ωφελούσι. Μη λησμονείτε τον αρχικό σκοπό δια τον οποίον ανεχωρήσατε από τον κόσμον και γίνατε Μοναχαί. ο σκοπός σας που αφήσατε τον κόσμον, τους γονείς, αδελφούς, φίλους και συγγενείς σας και όλα του κόσμου τα αγαθά, δεν ήτο άλλος παρά να νυμφευθήτε τον Χριστόν και τα ουράνια αγαθά να κερδίσετε. Δια να αποκτήσετε τον Χριστόν πρέπει να τον μιμηθείτε κατά τον δυνατόν, πρέπει να γεμίσετε ως αι φρόνιμοι Παρθένοι τας λαμπάδας των ψυχών σας έλαιον, δηλαδή αγάπη και τότε όταν έλθει ο Νυμφίος Χριστός κατά την δευτέραν Παρουσίαν θα εισέλθετε μετ' αυτού εις τον Ουράνιον νυμφώνα. 


Εάν όμως αμελήσετε, μεριμνήσετε και δεν γεμίσετε τας λαμπάδας των ψυχών σας έλαιον, δηλαδή αγάπην, όταν έλθη ο Νυμφίος θα υπάγετε δια να εισέλθετε και σεις εις τον νυμφώνα, αλλά θα σας κλείσει την θύραν και θα μείνετε έξω του νυμφώνος ως αί μωραί παρθένοι, θα κτυπάτε την θύραν, αλλα πλέον δεν θα σας ακούει. Θα μετανοήτε τότε, θα κλαίετε, θα θρηνείτε, αλλά ματαίως. Εκλείσθη ή θύρα, εκλείσθη δια πάντα. Λοιπόν αγαπητά μου τέκνα δια να μη μείνετε έξω του Ουρανίου νυμφώνος και στερηθήτε των αιωνίων αγαθών, αγαπήσετε τον Θεόν δια να εύρητε χάριν αιώνιον. Μηδέν προτιμήσετε της αγάπης αυτού, ίνα όταν έλθει εν τη δόξη αυτού εύρητε ανάπαυσιν μετά πάντων των αγίων. Άλλα και εγώ ο ελάχιστος εάν εύρω παρρησίαν πλησίον εις τον Θεόν δεν θα παύσω να σας αγαπώ και να παρακαλώ τον Ούράνιον Θεόν και Πατέρα να σας σκέπη και διαφυλάττει από τας παγίδας του δολίου δράκοντας και να σας αξίωση των αιωνίων αγαθών και της Βασιλείας των Ουρανών, ων γένοιτο πάντας αξιωθήναι. Αμήν». 


Άφ' ου ικανώς νουθέτησε τας άδελφάς ζήτησε και τω έκαμαν Αγιον Ευχέλαιο και την επόμενη μετάσχων των Άχραντων Μυστηρίων, άφ' ου ηυχαρίστησε τον Κύριον, έκαμε δέησιν θερμοτάτην προς Θεόν υπέρ των Πνευματικών του τέκνων, υπέρ των κατοίκων της νήσου, υπέρ της Εκκλησίας, υπέρ του έθνους, του Στρατού και υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και της των πάντων ένωσες. Είτα ύψωσε τας χείρας του και την διάνοιάν του προς τον Ούρανόν και είπε: «Κύριε εις χείρας σου παρατίθημι το μικρόν τούτο ποίμνιον όπερ μοι ένεπιστεύθης και το πνεύμα μου όπερ μοί δέδωκας. Σός ειμί εγώ Κύριε, σώσον με ότι τα δικαιώματα σου έξεζήτησα». 


Και ταύτα ειπών έκλεισε τους οφθαλμούς αυτού και παρέδωκε το πνεύμα την 31ην Ιανουαρίου 1877, εις ηλικία 77 ετών. Μόλις ηκούσθη, πρώτον εις την χωράν της νήσου, ότι ο Πατήρ Αρσένιος ετελεύτησε διεδόθη εις όλα τα χωρία της νήσου και όλη η νήσος εβυθίσθη εις μέγα πένθος. 'Εκλαιον πάντες και ωδύροντο την στέρησιν τοιούτου Αγίου Πατρός. Έδραμον δε πάντες συν γυναιξί και τέκνοις να ασπασθώσι το τίμιον λείψανον αυτού και συνοδεύσωσιν άχρι του τάφου. 


Επειδή δε, δεν ήτο δυνατόν πάντες να το ασπασθώσι δια το πλήθος και επειδή 

οι μακράν εν τοις χωρίοις δεν ήδυνήθησαν αυθημερόν να προσέλθωσιν,

 άφηκαν το λείψανόν του επί τρεις ημέρας εις την Έκκλησίαν δια να δυνηθώσι 

να το ασπασθώσι και τότε άπαντες αυτό μετά ύμνων και θαυμάτων και μετά 

πολλών δακρύων ενταφίασαν εις τόπον τον όποιον έτι ζών υπέδειξε ο ίδιος ο Άγιος, 

ου ταις πρεσβείαις και ικεσίες σου θείημεν πάντες. Αμήν!


Όσιος Αρσένιος εν Πάρω 1800 - 1877


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου