Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Η ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ




Ἐν ὄψει τῆς λεγομένης Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 2016 


Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου



Μὲ θλίψη γίναμε ὅλοι μάρτυρες τῶν διαδραματισθέντων πρὸ ὀλίγων μηνῶν
στὴν Ἁγία Γῆ. Μεταξὺ τῶν ἄλλων,
ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος διατύπωσε στὸ πλαίσιο τῆς συναντήσεώς του
μὲ τὸν Πάπα Φραγκῖσκο στὰ Ἱεροσόλυμα στὶς 25 Μαΐου τρ. ἔ. (2014)
μία καινοφανῆ καὶ ἐντελῶς ξένη πρὸς τὴν Ὀρθοδόξη ἐκκλησιολογία.
Ὡς ἡ χειρότερη ἔκφανση καὶ τὸ ἀποκορύφωμα μιᾶς παρεκκλίνουσας ἐκκλησιολογικῆς πορείας
ποὺ ἔχει ἐκκινήσει ἤδη ἀπὸ πολλοῦ,
ἡ νέα αὐτὴ ἐκκλησιολογία, ἀπορρίπτει τὸ ἀκατάλυτον καὶ ἄφθαρτον τῆς Ἐκκλησίας,
ἂν καὶ Αὐτή, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες,
εἶναι «ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας καὶ εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα.
Ἀντιθέτως, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Πατριάρχου,
ἡ Ἐκκλησία,
παρὰ τὸ θέλημα τοῦ Παντοδυνάμου Χριστοῦ, ἔχει διασπασθεῖ.
Διατυπώσεις τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς «διεσπασμένης ἐκκλησίας».


Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος πρὸς τὸν Θεόν”, καὶ “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καὶ τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καὶ ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καὶ “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καὶ ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία». «Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καὶ διὰ τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καὶ “κοινωνικῶν” αἱ κατὰ τόπους Ἐκ- κλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικὴν πολεμικήν». 


θέση αὐτὴ δὲν εἶναι παντελῶς νέα· ἤδη πολὺ ἐνωρὶς ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε ἐκφράσει τὴν ἄποψή του ὑπὲρ τῆς ἰσότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ: «Μιὰ κοινὴ μυστηριακὴ κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναδυθεῖ, διατηρηθεῖ καὶ μεταδοθεῖ διαχρονικῶς ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ [...] ἡ Μεικτὴ Ἐπιτροπὴ ἔχει δυνηθεῖ νὰ διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας ἀναγνωρίζουν ἡ μία τὴν ἄλλη ὡς Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, ἀπὸ κοινοῦ ὑπεύθυνες γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μὲ πιστότητα πρὸς τὸ θεῖο σχέδιο, καὶ μὲ ἕναν τελείως ἰδιαίτερο τρόπο ὅσον ἀφορᾷ στὴν ἑνότητα [...]. 



Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ παρακινοῦμε τοὺς πιστούς μας, Καθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους, νὰ ἐνισχύσουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕνα Βάπτισμα καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ στὴν μυστηριακὴ ζωή». «Διὰ τὴν συνειδητοποίησιν τῶν ἐπιβλαβῶν στοιχείων τῆς παλαιᾶς ζύμης, ἥτις ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καὶ σῳζούσης μετανοίας, ὠφελιμότατος εἶναι ὁ διάλογος [...]. Ἐφ᾿ ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος καὶ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τὴν παραδοχὴν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπὸ τῆς μιᾶς καὶ προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τὴν ἑτέραν. 


Διότι ἑκάστη τοπικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ᾿ ἓν σῶμα μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἐπιθυμεῖ τὴν βίωσιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς ἐν Χριστῷ, τὴν ἀποκατάστασιν δηλονότι αὐτῆς, διαταραχθείσης κατὰ τὸ παρελθόν, καὶ ὄχι τὴν ἀπορρόφησιν τῆς ἄλλης». Ἡ παράδοξη αὐτὴ διεύρυνση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἄφησε ἐκτὸς τοῦ περιβόλου της τοὺς αἱρετικοὺς Προτεστάντες. Περὶ τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τὸ ἔτος 2008: «Ἀπηλλαγμένοι λοιπὸν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καὶ ἀποφασισμένοι νὰ παραμείνωμεν ἡνωμένοι καὶ νὰ ἐργασθῶμεν ἀπὸ κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρὸ δύο ἐτῶν, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Θ΄ Συνελεύσεως ἐν Porto. Πρὸς κοινὴ ἔκπληξη, τὸ τελικὸ κείμενο τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης διακηρύσσει περὶ τῶν «ἐκκλησιῶν» τοῦ Π.Σ.E.: «Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες [...]. 



ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλο εἴμαστε πτωχευμένοι». Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης (Ζηζιούλας), θεολογικὸς σύμβουλος τοῦ Πατριάρχου, ἐπίσης θεωρεῖ ὡς ἐντὸς «ἐκκλησίας» ὅσες (δι)αιρέσεις καὶ σχίσματα ἐφαρμόζουν ἕνα ὁποιοδήποτε «βάπτισμα»: «Τὸ βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριο στὴν Ἐκκλησία. Τώρα μὲ αὐτὸ τὸ βαπτιστικὸ ὅριο εἶναι κατανοητὸ νὰ ὑπάρξει διαίρεση, ἀλλὰ ὁποιαδήποτε διαίρεση μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ὅρια δὲν εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴν διαίρεση ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτῶν ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ βαπτιστικὸ ὅριο [...]. 


ντὸς τοῦ βαπτίσματος, ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, ἀκόμη μπορεῖς νὰ μιλᾶς γιὰ Ἐκκλησία». Διευρύνοντας αὐθαιρέτως τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κ. Ἰωάννης περιόρισε τὸ ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ τὸ πεδίο τῶν αἱρέσεων· κατ᾿ αὐτὸν «ἐκκλησιαστικοποιεῖται» κάθε αἵρεση, ἡ ὁποία δὲν ἀντιπίπτει ἐκπεφρασμένως στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπως δηλαδὴ ὁ Μονοφυσιτισμὸς-Μονοθελητισμὸς (τῶν λεγομένων «προχαλκηδονίων»), ἡ Eἰκονομαχία, ὁ ἀντιησυχασμός, ὁ ἐθνοφυλετισμὸς κ.λπ.: «Ἡ αἵρεση, δηλαδὴ ἡ ἀπόκλιση ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πιστεύει καὶ ὁμολογεῖ μὲ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς της ἡ Ἐκκλησία, ὁδηγεῖ αὐτομάτως ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ πρόβλημα ὅμως ἀρχίζει ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ ὀπτικὴ αὐτὴ γωνία ἀπολυτοποιεῖται [...]». 



λα τὰ παραπάνω φαίνονται ὡς προβολὴ καὶ προέκταση τῆς παλαιᾶς προτάσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, μέντορος τῶν μετὰ ταῦτα πρωτεργατῶν τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ: « Εἰς τὴν κίνησιν πρὸς ἕνωσιν, δὲν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νὰ βαδίσῃ πρὸς τὴν ἄλλην, ἀλλ᾿ ὅλαι ὁμοῦ νὰ ἐπανιδρύσωμεν τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ τὴν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρὰ καὶ τὰς τότε ὑφισταμένας θεολογικὰς διαφοράς». Ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ διαχρονικῶς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας. Οἱ πεποιθήσεις αὐτὲς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἐμ- πράκτως βεβαιωθεῖ μὲ διάφορες παλαιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ οἰκουμενιστικοῦ γίγνεσθαι: ἐπὶ παραδείγματι, μὲ τὴν παρουσία ἢ καὶ συμπροσευχὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου σὲ ἑσπερινὸ τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Ρώμης (Ἰούνιος 1995), στὴν κηδεία τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄ (Ἀπρίλιος 2005), σὲ παπικὴ λειτουργία στὸ Βατικανὸ (Ἰούνιος 2008), σὲ συνεδρία τῆς Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκόπων (Ὀκτώβριος 2008) καὶ στὴν πρώτη ἐπίσημη λειτουργία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου (Μάρτιος 2013). 


Μὲ τὴν ἀπὸ κοινοῦ εὐλόγηση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπὸ τὸν κ. Βαρθολομαῖο καὶ τὸν Καρδινάλιο. Μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ παπικοῦ ἐπισκόπου Louis Pelâtre στὸν ἑσπερινὸ τῆς ἀγάπης στὸ Φανάρι τὸ Πάσχα τοῦ 2009, ἔθος ποὺ συνεχίσθηκε καὶ τὰ ἑπόμενα ἔτη, μὲ εἴσοδο τῶν ἑτεροδόξων στὸ ἱερὸ Βῆμα διὰ τῆς Ὡραίας Πύλης. Μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ κ. Βαρθολομαίου στὴν Σύνοδο τῶν Ἀγγλικανῶν στὸ Labeth Palace (Νοέμβριος 1993). Ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, διανθίσθηκαν μὲ συμπροσευχές, προσφωνήσεις ἢ καὶ κοινὲς ἐκκλησιολογικὲς δηλώσεις. Στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενιστικῆς στοχεύσεώς του ὁ κ. Βαρθολομαῖος δὲν παρέλειψε νὰ παροτρύνει καὶ τὸν νέο Πατριάρχη Βουλγαρίας, Μακαριώτατο κ. Νεόφυτο, νὰ ἐπανέλθει τὸ Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση ἀπ᾿ ὅπου ἀπεχώρησε τὸ 1998. 



ρνηση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πίστεως «εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν». Οἱ ὡς ἄνω δηλώσεις καὶ τὰ γεγονότα προσδιορίζουν τὴν σταθερὴ ἐκκλησιολογικὴ γραμμὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. Ἡ πρόσφατη ἐν Ἱεροσολύμοις δήλωσή του, ἀναδεικνύει σαφῶς καὶ τὴν προφανῆ ἀντιφατικότητα ἢ τὴν διγλωσσία τῆς ἐκκλησιολογίας αὐτῆς, χαρακτηριστικὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς προβάλλει μὲν τὴν Μίαν Ἐκκλησίαν, ἀλλ᾿ ὡς «διεσπασμένην ἐν χρόνῳ». 


ν προκειμένῳ τὸ πατριαρχικὸ κείμενο δημιουργεῖ σύγχυση καὶ σαφῶς δὲν ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο εἶναι Πνεῦμα «εὐθές». Εἶναι ἀκόμη εὐνόητο, ὅτι ἡ θέση αὐτὴ συνιστᾷ συνειδητὴ ἄρνση τοὐλάχιστον τῆς ἑνότητος τῆς «Μιᾶς» Ἐκκλησίας ὡς ἰδιότητος καὶ ὀντολογικοῦ Της δεδομένου. Ἡ συμπερίληψη τῆς ἰδιότητος αὐτῆς στὸ ἐκκλησιολογικὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση τῆς αὐτοσυνειδησίας καὶ ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατὰ συνέπειαν ὅποιος –κληρικὸς ἢ λαϊκὸς– ἀμφισβητεῖ συνειδητῶς ἢ ἀπορρρίπτει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ὁριοθετεῖται μὲ κάθε ἀκρίβεια στοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἰδιαιτέρως στὰ μονοσήμαντα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, εὐλόγως ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος σὲ καθαίρεση ἢ ἀφορισμὸ κατὰ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. 



Ἐκκλησία εἶναι αἰωνίως ἀκατάλυτη, ἡ ἑνότητα Χριστοῦ καὶ πιστῶν ἀδιάσπαστη Ἡ σαφὴς ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου, ὅτι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσι» τῆς Ἐκκλησίας, πολλῷ μᾶλλον ἐπειδὴ «τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστὶν καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί», καταρρίπτει κάθε ἰσχυρισμὸ τοῦ Πατριάρχου, ὅτι «ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων» στὴν β΄ χιλιετία τῆς ἱστορίας Της! 


Εἶναι σαφεῖς ἐν προκειμένῳ οἱ διαπιστώσεις τῶν ἁγίων Πατέρων: γιὰ τὸν Μ. Βασίλειο ὁ Χριστὸς «ἐν μέσῳ» τῆς Ἐκκλησίας «ἐγένετο, χαριζόμενος αὐτῇ τὸ μὴ σαλεύεσθαι» ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία «κληρονομίαν Χριστοῦ μεγάλην καὶ οὐ παυσομένην, ἀλλ᾿ ἀεὶ βαδιουμένην», ὁ δὲ Χρυσόστομος Ἰωάννης διακηρύσσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζεται ἀπὸ τὴν Γραφὴ «ὄρος, διὰ τὸ ἀπερίτρεπτον καὶ πέτρα, διὰ τὸ ἄφθαρτον». Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως, ὁμόφωνος μὲ τὴν ὁμολογία πάντων τῶν ἁγίων Πατέρων, βεβαιώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία «μόνη ἐστὶν ὁ στύλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, διότι τὸ Πνεῦμα τὸ παράκλητον μένει ἐν αὐτῇ εἰς τὸν αἰῶνα». 



συνεχὴς παρουσία τοῦ Πνεύματος διασφαλίζει τὴν Ἐκκλησία, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ὁλοκληρωμένο, «περατωθέν», τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἔργον ἐκπεράνας εὔφρανε φίλους». Στὴν Ἐκκλησία πιστεύουμε ὡς εἰς αἰώνιο θεανθρώπινο καθίδρυμα, τὸ ὁποῖον «οὐ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐκταθήσεται μόνον, ἀλλὰ καὶ πανταχοῦ τοῦ αἰῶνος» καὶ συνεπῶς δὲν ἡττᾶται ἢ παρέρχεται· εἶναι πασιφανές, ὅτι αὐτὴ ἡ χωροχρονικὴ ἔκταση δὲν ἀφορᾷ μιὰ νοητὴ «ἄχρονη» Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὴν «ἐν χρόνῳ» στρατευομένη, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἱστορικῶς ἐμφανέστατη ὡς ἑνότητα-κοινωνία πιστῶν, διότι εἶναι «πόλις ἐπάνω ὄρους κει- μένη» καὶ «οἶκος τοῦ Θεοῦ περίοπτος τοῖς ἁπανταχοῦ ». 


ὑπερφυὴς ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ εἶναι κάτι τὸ δεδομένο, ἀπολύτως καὶ ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπὸ τὸν Χριστό, μὲ τὴν συνεχῆ παρουσία τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του σ᾿ Αὐτήν, ἕως τῆς συντελείας, ἤδη ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή. Οἱ πιστοί, ὡς τὸ Σῶμα τῆς Κεφαλῆς, τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπαραίτητο συμπλήρωμά Της, «τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἡ Μία Ἐκκλησία «ἐκτὸς χρόνου», δηλαδὴ χωρὶς ἐπὶ γῆς πιστούς· γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἔνθα γὰρ ἡ κεφαλή, ἐκεῖ καὶ τὸ σῶμα· οὐδενὶ γὰρ μέσῳ διείργεται ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ σῶμα· εἰ γὰρ διείργετο, οὐκ ἂν εἴη σῶμα, οὒκ ἂν εἴη κεφαλὴ [...]. 



ρα πῶς αὐτὸν κοινῇ πάντων χρῄζοντα εἰσάγει [...]. Διὰ πάντων οὖν πληροῦται τὸ σῶμα αὐτοῦ. Τότε πληροῦται ἡ κεφαλή, τότε τέλειον σῶμα γίνεται, ὅταν ὁμοῦ πάντες ὦμεν συνημμένοι καὶ συγκεκολλημένοι». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δοξάζεται καὶ ἐν Χριστῷ καὶ ἐν τῷ Σώματι τοῦ Χριστοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ, τῆς ὁποίας μόνης εἶναι Σωτὴρ ὁ Θεάνθρωπος, ὁ ὁποῖος «ἐκτρέφει καὶ θάλπει αὐτήν». 


ποιος δὲν πιστεύει στὴ συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως, τὴν Ἐκκλησία, δὲν πιστεύει στὸν Χριστό· ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ἐντὸς τοῦ χρόνου Σαρκώσεως. Καὶ ὅπως ὁ Κύριός μας ἐθέαθη, ψηλαφήθηκε καὶ προσκυνήθηκε ἐν σαρκί, ἐν χρόνῳ, ἔτσι ἐπίσης συνεχίζει νὰ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ Σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία –ἑνωμένη καὶ ἁγία– ἐν χρόνῳ. Ἂν θὰ δεχόμασταν τὴν διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας, θὰ δεχόμασταν λοιπὸν τὴν ἐκμηδένιση τῆς Ἐνσαρκώσεως καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. «καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου». Τὰ προσφάτως διαδραματισθέντα στὴν Ἁγία Πόλη καὶ τὸ ἐκκλησιολογικό τους ὑπόβαθρο. 



πειδὴ ὁ Χριστὸς «οὐ μεμέρισται», ἡ ἑνότητα εἶναι δεδομένον «κτῆμα» τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἔχοντας ὡς ὀντολογικό Της δεδομένο τήν ἑνότητα, δὲν τὴν ἐπιζητεῖ, ἁπλῶς τὴν διατηρεῖ –«τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης»–, εἶναι δὲ αὐτὴ οὐσιῶδες χαρακτηριστικό Της, καθ᾿ ὅσον «τὸ τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλ᾿ ἑνώσεώς ἐστι καὶ συμφωνίας ὄνομα». Ἐκκλησία διῃρημένη καὶ διεσπασμένη εἶναι τραγέλαφος καὶ ψιλὴ φαντασία. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος Αἰγίνης ὁ Θαυματουργός, στρεφόμενος κατὰ τῆς προτεσταντικῆς θεωρίας περὶ «ἀοράτου Ἐκκλησίας» φαίνεται νὰ ἐρωτᾷ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη: «Πρὸς τί καὶ τὸ ὄνομα Ἐκκλησία, ἀφοῦ τὰ μέλη εἰσὶ μεμονωμένα καὶ πρὸς ἄλληλα ἄγνωστα, καὶ δὲν ἀποτελοῦν ὀργανικόν τι σύστημα οὐδ᾿ ἕνωσιν ἀδιάσπαστον κατὰ τὴν ἀληθῆ σημασίαν τοῦ ὀνόματος αὐτῆς;». 


ἑνότης τῆς δογματικῆς πίστεως εἶναι λοιπὸν ἐπίσης δεδομένον τῆς Ἐκκλησίας· διότι καθὼς ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ διασπασθεῖ –«οὐ μεμέρισται ὁ Χριστός» –, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία ὑφίσταται «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» καὶ ὄχι δογματικὴ πολυφωνία· ἡ Ἐκκλησία διαμορφώνει ἑνιαία πίστη στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα, «κατὰ μίαν τῆς πίστεως καὶ χάριν καὶ κλῆσιν τοὺς πιστοὺς ἀλλήλοις ἑνοειδῶς συνάπτουσα». Ἡ ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν δὲν βλάπτει τὴν Ἐκκλησία. 



ποιος ἐκπίπτει ἀπὸ τὴν ὁμοφωνία τῆς θεολογικῆς ὁμολογίας, καὶ καθίσταται λοιπὸν ξηρὸ κλῆμα ποὺ ἀπεκόπη ἀπὸ τὴν Ἄμπελο, εἶναι ὁ ἴδιος ὑπεύθυνος, καθὼς σαφῶς προειδοποιεῖ ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης: «Μένε εἰς Ἐκκλησίαν καὶ οὐ προδίδοσαι ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ φύγῃς ἀπὸ Ἐκκλησίας, οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία [...]. Ἐὰν δὲ ἐξέλθῃς ἔξω, θηριάλωτος γίνῃ· ἀλλ᾿ οὐ παρὰ τὴν μάνδραν τοῦτο, ἀλλὰ παρὰ τὴν σὴν μικροψυχίαν [...].Ἐκκλησία γὰρ οὐ τοῖχος καὶ ὄροφος, ἀλλὰ πίστις καὶ βίος». 


Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, ἡ ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν Λατίνων καὶ ἡ ἀπουσία τῶν αἱρετικῶν Προτεσταντῶν ἀπὸ τὴν Μία καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν Τὴν ἔβλαψε («οὐ προδίδοσαι ὑπό τῆς Ἐκκλησίας») καὶ οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ τὴν βλάψει. Σαφέστατα δηλώνουν οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες σὲ Σύνοδο τοῦ 18ου αἰῶνος τὴν θεανθρώπινη ἀρτιμέλεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἔκπτωση τῶν Λατίνων ἐξ ὑπερηφανίας τοῦ Πάπα: «Ὕστερον μέντοι πρὸ χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας ἀπο- σφαλεὶς καὶ εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καὶ καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καὶ ἀπεσχίσθη [...]. Νῦν δὲ τὰ μὲν τέσσαρα μέρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατὰ χώραν συνημμένα τε καὶ συνεραμμένα, δι᾿ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καὶ ἀκυμάντως τὸ τοῦ βίου τούτου πέλαγος [...]. 



Οὕτως οὖν ἡ καθ᾿ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβὴς Ἐκκλησία ἐπὶ τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδὴ Πατριάρχαις, καὶ μένει ἀδιάσειστος καὶ ἀκλόνητος». Βεβαίως, ἡ αἵρεση δὲν εἶναι μόνον ἡ εἰς τὰ καίρια βλάβη τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ στὰ ἐλάχιστα, τὰ ὁποῖα πάν- τοτε ἐξελίσσονται ἐπὶ τὰ χείρω. Μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἁγίους ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγιος Ταράσιος παρατηρεῖ: «Τὸ γὰρ ἐπὶ δόγμασιν εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστι· ἐξ ἀμφοτέρων γὰρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται». 


Καὶ ὁ μέγας Πατριάρχης ΚΠόλεως Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος συμφωνεῖ: «Eἴτε γοῦν ἐν μείζονι εἴτε ἐν ἐλάττονι διαμαρτάνοι τις τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως, αἱρετικός ἐστιν''. Συνεπὴς ἑρμηνεία τῆς νέας αὐτῆς ἐκκλησιολογίας, καθιστᾷ τὸν Πατριάρχη καὶ ἅπαντες τοὺς Ἐπισκόπους «ἐλλιπεῖς» ὡς πρὸς τὴν πραγματικὴ Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεπῶς τοποτηρητές, ἀλλ᾿ ὄχι διαδόχους τῶν Θρόνων τους, καὶ ἐπόπτες, ἀλλ᾿ ὄχι τελειωτὲς τῶν θείων Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἐπίσκοποι δὲν μετέχουν στὸ πλήρωμα τῆς Ἱερωσύνης τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἀληθεύει ὁ κ. Βαρθολομαῖος. Ἂν διεσπάσθη ἐν χρόνῳ ἡ Μία Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία εἶναι ἐν Πνεύματι κοινωνὸς τῆς ἐπουρανίου Ἱεραρχίας κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἔχει «θρυμματισμένο» τὸν φωτισμὸ τῆς Ἱερωσύνης, διότι «θεοπτικῶς ὁ ἱεράρχης πρῶτον ἐλλάμπεται, εἶτα μεταδίδωσι τοῖς ὑπ᾿ αὐτόν, εἶτα τελειοῖ τούτοις, οἷς μεταδίδωσι τῆς ἐλλάμψεως». 


πὸ τὶς παραπάνω σύντομες, κατὰ τὸ δυνατὸν περιεκτικές, δογματικὲς διαπιστώσεις καθίσταται ἡλίου φαεινοτέρα ἡ ἀπόστα- ση τῶν κατὰ καιροὺς πατριαρχικῶν δηλώσεων ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία: ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος πιστεύει σὲ μία «διευρυμένη καὶ διῃρημένη» Ἐκκλησία· διευρυμένη, διότι θεωρεῖ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς ἀνήκοντες σὲ αὐτὴν δυνάμει ὁποιουδήποτε «βαπτίσματος», παρὰ τὰ αἱρετικά τους δόγματα καὶ τὸ σχίσμα τῆς ἀκοινωνησίας, διῃρημένη δέ, διότι δὲν ὑπάρχει «διακοινωνία» ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν. Μολονότι διῃρημένη «ἐντὸς τῆς ἱστορίας», ἡ Μία Ἐκκλησία συνεχίζει νὰ ὑφίσταται «κάπου-κάπως», κατὰ τὸν κ. Βαρθολομαῖο. 



Εἶναι ὅμως καταφανὲς στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ ἑνότητά Της εἶναι ὀντολογικὸ καὶ ἀναφαίρετο γνώρισμά Της, διότι Αὐτὴ εἶναι Σῶμα τοῦ ἀδιαιρέτου καὶ Παντοδυνάμου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς Σῶμα Χριστοῦ καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου Του, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ διαιρεθεῖ, διότι αὐτὸ εἶναι κατάλυσή Της καὶ «ἧττα» τῆς Θεότητος, οὔτε μπορεῖ νὰ παύσει νὰ ὑφίσταται, διότι Αὐτὴ ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν τῆς αἰωνίου ἐπὶ γῆς σωτηρίας. Ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μεταξὺ ἄλλων καὶ στὴν ἑνιαία δογματικὴ πίστη, ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ὁποίας συνιστᾷ αἵρεση, ἀμφισβήτηση τῶν προϋποθέσεων τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Χριστὸς ἀπεφάνθη, ὅτι ὅποιος χωρισθεῖ ἀπὸ τὴν Ἄμπελο, δηλ. τὸν Ἴδιο, ξηραίνεται ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἀπόλλυται. 


κ. Βαρθολομαῖος θεωρεῖ ὅτι ἡ Ζῶσα καὶ εὔχυμος Ἄμπελος τοῦ Κυριακοῦ Σώματος χωρὶς τὰ ξηρὰ κλήματα ποὺ μὲ δική τους εὐθύνη ἀπεκόπησαν εἶναι ἐλλιπής, «διεσπασμένη», καὶ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τὰ «ἐγκεντρίσουμε» σὲ Αὐτὴν ἐκ νέου, νεκρὰ ὄντα, στὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα τῆς ὄντως Ζωῆς, τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ. Ἡ παλαιὰ ἀντίδραση μὲ διακοπὴ μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα. Ἡ καινοτόμος ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ἔχει προωθήσει τὸν Οἰκουμενισμὸ ἀπὸ τὸ σημεῖο τῆς ἀπαξιώσεως τῶν δογμάτων, ἴδιον τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, στὴν παροῦσα φοβερὴ διαστρέβλωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως· προφανῶς ἡ διακήρυξη «διαλύσεως» τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, ὥστε ἡ «νέα-ἐκκλησία» νὰ «ἐπανιδρυθεῖ» σὲ ἁρμονία μὲ τὶς οἰκουμενιστικὲς προδιαγραφές. Ἐπὶ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, τὸ Ἅγιον Ὄρος σύσσωμο εἶχε ἀντιδράσει στὰ οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα. 



Τρεῖς Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐφάρμοσαν τὴν προβλεπόμενη ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, τὸν 31ον Ἀποστολικὸ καὶ τὸν 15ον τῆς Πρωτοδευτέρας, νόμιμη ἐκκλησιαστικὴ ἀντίσταση διὰ τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου. Τὸ ἴδιο ἔπραξαν καὶ ὀκτὼ ἀθωνικὲς ἱερὲς Μονές: «διὰ τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως, Συνεδρίᾳ ΝΒ΄ τῆς 13ης Νοεμβρίου 1971, [...] ἑκάστη Ἱερὰ Μονή, ὡς αὐτοδιοίκητος, ἀφέθη ἐλευθέρα νὰ πράττη κατὰ συνείδησιν εἰς τὸ θέμα τοῦτο». 


διακοπὴ ἐκείνη τοῦ μνημοσύνου, χωρὶς περαιτέρω ἀποτείχιση ἢ παντελῆ ἀκοινωνησία, ἀποτελοῦσε ἐπαινετὴ στάση, διότι καθὼς ὁρίζει ὁ 15ος ἱερὸς Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας (ἔτους 861), ὅσοι ἀμύνονται ἔτσι «οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτε- μον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι»· ὅσοι μὲ τέτοια πρόθεση διακόπτουν τὸ μνημόσυνον Ἐπισκόπων ἑτεροφρόνων, «οὐκ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» καὶ γι᾿ αὐτὸ «οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται [...] ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται». Λυπούμεθα, διότι ἡ πορεία τῶν πραγμάτων δὲν ἐμπνέει αἰσιοδοξία γιὰ ἀλλαγὴ πλεύσεως τοῦ κ. Βαρθολομαίου. 


Στὴν προσεχῆ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Φραγκίσκου στὸ Φανάρι, γιὰ τὴν Θρονικὴ Ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, στὰ τέλη τοῦ ἐρχομένου Νοεμβρίου καὶ πάλιν ἀναφαίνεται στὸν ζοφερὸ ὁρίζοντα τυπικὸν αὐξημένης λειτουργικῆς συμμετοχῆς τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα στὴν Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, φοροῦντος ὠμοφόριο, μὲ λειτουργικὸ ἀσπασμὸ πρὸς αὐτὸν (ποὺ δὲν προβλέπεται γιὰ ὅσους δὲν λειτουργοῦν, ἀλλὰ παρίστανται μόνον), μὲ ἀπαγγελία ἀπὸ αὐτὸν τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», προσευχῆς μὲ σαφῆ εὐχαριστιακὴ ἀναφορὰ («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον») καὶ ποὺ πρέπει νὰ ἀπαγγέλλεται ἀπὸ τὸν Προεστῶτα ἐκ μέρους τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ· ἀκόμη μὲ θυμιάτιση τοῦ Πάπα καὶ μὲ παραχώρηση σὲ αὐτὸν τοῦ ἄμβωνος, γιὰ νὰ κηρύξει. 



Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἁπλῆ συμπροσευχή,
διότι ἀσφαλῶς,
ἡ Θεία Λειτουργία δὲν ἄρχεται ἀπὸ τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε»,
ἀλλὰ ἀπὸ τὸ «Eὐλογημένη ἡ Βασιλεία».
Κατὰ τὸν π. Ἀλέξανδρο Σμέμαν «ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Παραδόσεως,
ὁ μυστηριακὸς χαρακτήρας τῆς Eὐχαριστίας δὲν μπορεῖ τεχνητῶς νὰ περιορισθεῖ σὲ μία πράξη,
σὲ μία στιγμὴ τοῦ ὅλου τυπικοῦ.
Ἔχουμε μία “τάξη”,
στὴν ὁποία ὅλα τὰ μέρη καὶ ὅλα τὰ στοιχεῖα εἶναι ἀναγκαῖα,
εἶναι ὀργανικῶς συνδεδεμένα μετ᾿ ἀλλήλων σὲ μία μυστηριακὴ δομή.
Μὲ ἄλλα λόγια,
ἡ Eὐχαριστία εἶναι μυστήριο ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τέλους καὶ ἡ ἐκπλήρωση ἢ ὁλοκλήρωσή της.
Εὐχόμεθα,
ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος νὰ ἀναλογισθεῖ τὴν μέγιστη εὐθύνη του ἔναντι ἐκείνων,
τοὺς ὁποίους ὁδηγεῖ στὴν πλάνη καὶ τὴν ἀπογύμνωση τῆς Ἐκκλησίας
ἀπὸ τὸν «χιτῶνα τῆς ἀληθείας,
τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας».
Τίποτε ἀπὸ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα δὲν θὰ ἐκπέσει ποτέ.
Τίποτε δὲν θὰ μεταβληθεῖ ποτέ.
Καὶ ποτὲ δὲν θὰ προστεθεῖ καμμία ἀπόφαση νέα ποὺ νὰ ἀλλοιώνει τὶς παλαιές.
Δογματικὴ ἐξέλιξη δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει καμμία, κανενὸς εἴδους.
«Ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τὸ κρῖμα, ὅστις ἂν ᾖ».



Εκ της Ιστοσελίδας της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής 
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών 
Οι παραπομπές του κειμένου έχουν αφαιρεθεί με ευθύνη δική μας 
προκειμένου αυτό να γίνει περισσότερο ευανάγνωστο
Όλο το κείμενο μαζί με τις παραπομπές μπορείτε να το διαβάσετε Εδώ


Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου