Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΩΡΩΝ
Βιολέτες μενεξέδες κρίνοι υφαίνουν τούτο το πρωϊνό
Κι' ο ήλιος σ' ένοχα βλέφαρα με αργή
Φωνή «Σάββατο μέλπει μέγα.»
Σιγοβογγούν τα σήμαντρα την προφητεία «Ως πρόβατον
επί σφαγήν»! τη νύχτα πόνεσε πολύ
ο Αγαπημένος. Οι Άγγελοι
πάνω απ' τα σύννεφα θρηνούν το θαύμα.
Βιολέτες μενεξέδες κρίνοι. Μυροφόρες οι ώρες
σέρνουν υγρή τη μουσική τους. «Άνθρωπος
πληγωμένος».
Ο προφήτης τον εθρήνησε
στο ανέσπερο φως μέσα της ματιάς του
στην ιστορία να περπατάει και να στενάζει.
Πιο πολύ κλάψαμε για το σεισμό. Οι νεκροί
και τ' ανοιγμένα μνήματα την όρασή μας
πόνεσαν πιότερο παρ' όσο την ακοή μας
έθλιψεν ο στερνός του λόγος. Το αίμα του
στων παιδιών μας τα παιδιά. Μα στις καρδιές μας
η ειρήνη του. Ως την τελευταία μας ώρα
-όλος χειμώνα όταν σημάνει ο θάνατος-
η ειρήνη του μαζύ μας κι' ο σταυρός του.
Βιολέτες μενεξέδες κρίνοι. «Ο αναβαλόμενος
το φως ώσπερ ιμάτιον», στο εαρινό του μνήμα
νεκρός. Γυμνός όπως την πρώτη
μέρα που ο κόσμος πρόσμενε το Λόγο
του τον μεγάλο, πριν απ' τη νύχτα των αιώνων·
πριν απ' την όρασή μας και τη μνήμη μας.
Σιγοβογγούν τα σήμαντρα την προφητεία «πορφύρα
ψευδή» σ' αυτόν που στη νεφέλη τύλιξε τα ουράνια.
Στον κρόταφο αίμα. Στην πλευρά καρφιά.
Κανείς δεν πέθανε σε τόσο πόνο γυιος γυναίκας.
Τα δάκρυά μας πλήθια και τα οράματα
τα νύχτια ως αστραπές
την άγια σαβανώνουν πόλη. Ιερουσαλήμ,
Ιερουσαλήμ τοίμασε ανένδοτη
-σαν της ερήμου τη σιωπή- την επιτάφια
ωδή και τον εξόδιον ύμνον.
Η ένατη ώρα σήμανε, Ιερουσαλήμ, τη λύτρωσή σου·
-γυμνοί θα σμίξουμε στης Κρίσης του το άμετρο
έλεος, και μόνοι, Ιερουσαλήμ, εσύ κι εγώ
στης προδομένης θείας αγάπης του το βλέμα.
Πόλη τρισάγια κι αδερφή την έσχατη μέρα.
[1913]
Νικόλαος Καρμίρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου