Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΡΟΙ ''ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ'' ΚΑΙ ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ'' ΑΚΡΙΒΕΙΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΜΑΣ;





Τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Αβερκίου († 1976) Συρακουσῶν καὶ ῾Αγίας Τριάδος τῆς Ρωσικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας της Διασπορᾶς



Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Αβέρκιος, κατὰ κόσμον ᾿Αλέξανδρος Παύλοβιτς Τάουσεφ, ἐγεννήθη τὴν 19.10.1906 

εἰς τὴν πόλιν τοῦ Καζὰν τῆς Ρωσίας ἀπὸ εὐγενῆ καὶ ἀξιόλογον οἰκογένειαν.

 ῾Ο πατήρ αὐτοῦ ἦτο ἐπίσημος κυβερνητικὸς ὑπάλληλος. 

᾿Εγκατέλειψαν οἰκογενιακῶς τὴν Ρωσίαν τὸ 1920 καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς τὴν πόλιν Βάρναν τῆς Βουλγαρίας.


Εκεῖ ἀποπεράτωσε τὸ Γυμνάσιον. ῾Η συνάντησις καὶ πνευματική του σύνδεσις μὲ τὸν ἐξαίρετον καὶ ἀσκητικὸν ᾿Αρχιεπίσκοπον Θεοφάνην τῆς Πολτάβα († 1940, ἐπίσης Ρῶσον πρόσφυγα, ὁ ὁποῖος μόλις εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὴν Γιουγκοσλαβίαν), τὸ 1925, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀπόφασίν του νὰ ἀκολουθήσῃ τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Τῇ προτροπῇ τοῦ Γέροντός του, ᾿Αρχιεπισκόπου Θεοφάνους, ὁ ὁποῖος σημειωτέον ἦτο ἐπιφανὴς διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς ᾿Ακαδημίας τῆς Πετρουπόλεως, ἐνεγράφη εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σόφιας, ἀποφοιτήσας ὡς ἀριστοῦχος τὸ 1930. Πληροφορούμενος τὰς δυσκολίας ποὺ ἀντιμετώπιζαν οἱ ᾿Ορθόδοξοι εἰς τὴν ΚαρπαθοΡωσίαν (περιοχὴν Τσεχοσλοβακίας), ἀπεφάσισε νὰ ἐργασθῇ ἐκεῖ, βοηθῶν αὐτοὺς νὰ παραμείνουν πιστοὶ εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, καὶ ἀντιμετωπίζων τὴν παπικὴν προπαγάνδα. Εἰς ΚαρπαθοΡωσίαν ἐκάρη Μοναχὸς τὴν 17. 5.1931, εἰς τὴν ῾Ιερὰν Μονὴν ῾Αγίου Νικολάου τοῦ χωρίου ῎Ιζα καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα ᾿Αβέρκιος. 


Τὴν ἑπομένην ἐχειροτονήθη Διάκονος. Κατὰ τὴν ῾Εορτὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ ἑπομένου ἔτους, ἐχειροτονήθη ῾Ιερομόναχος εἰς τὴν ῾Ιερὰν Μονὴν Ντέβιτσυ, Τσέρλενεβ. Μετεφέρθη εἰς τὴν Μονὴν τοῦ ῾Αγίου Νικολάου, διὰ νὰ ὑπηρετῇ εἰς τὰς ᾿Ενορίας Νάνκοβ καὶ Μπορνάβα, ἐνῶ τὸν Σεπτέμβριον τοῦ ἰδίου ἔτους ἐτοποθετήθη εἰς τὴν ᾿Ενορίαν τοῦ Οὐζγκορόντ. Τὸ 1938 μετεφέρθη εἰς τὴν ᾿Ενορίαν τοῦ Μουκάτσεβ. Μετὰ τὴν κατάληψιν τῆς ΚαρπαθοΡωσίας ἀπὸ τοὺς Μαγυάρους, μετέβη εἰς Βελιγράδιον τὸ 1940, ὅπου καὶ εἰργάσθη πολὺ ἐντόνως, κυρίως ἐκπαιδευτικῶς, ὑπὸ τὸν ἐκεῖ ἀκόμη ἑδρεύοντα Μητροπολίτην ᾿Αναστάσιον († 1965), Πρόεδρον τῆς Συνόδου τῶν ᾿Επισκόπων τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Τὸ 1945 ἐγκατεστάθη, ἕως τὸ 1951, εἰς Μόναχον, τὴν νέαν προσωρινὴν ἕδραν τῆς ἐν Διασπορᾷ Ρωσικῆς Συνόδου κατὰ τὴν ἰδίαν ἐποχήν, ἀναπτύξας ὀργανωτικὴν καὶ φιλανθρωπικὴν δραστηριότητα.

Τότε, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου τοῦ Τζόρντανβιλ (Jordanville) Βιταλίου, μετέβη εἰς ᾿Αμερικὴν διὰ νὰ διδάξῃ εἰς τὸ νεοϊδρυθὲν ᾿Ορθόδοξον Σεμινάριον τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἐντὸς τῆς ὁμωνύμου Μονῆς, Λειτουργικήν, ῾Ομιλητικὴν καὶ Καινὴν Διαθήκην. Τὴν 17.02.1952 ἀνετέθη εἰς αὐτὸν ἡ διεύθυνσις τοῦ Σεμιναρίου. Τὴν ἡμέραν τῆς ῾Εορτῆς τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τοῦ 1953, ἐχειροτονήθη ᾿Επίσκοπος Συρακουσῶν τῶν Η. Π. Α. Μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Βιταλίου, ἐξελέγη τὸν Μάϊον τοῦ 1960 ὡς ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Τζόρντανβιλ, θέσιν ποὺ διετήρησεν ἕως τῆς κοιμήσεώς του. Τὸ 1961 ἀνυψώθη εἰς τὸν βαθμὸν τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου. ᾿Εκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὴν 31.03.1976. ῏Ητο ἀσκητικός, ἐπιβλητικός, ἐξαίρετος κήρυξ τοῦ θείου λόγου, ἀκαταπόνητος συγγραφεὺς (τὰ ὀγκώδη ἔργα του εἰς τὴν Εἰσαγωγὴν καὶ ῾Ερμηνευτικὴν τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τὴν ῾Ομιλητικήν, αἱ πολύτομοι συλλογαὶ ἄρθρων, κηρυγμάτων καὶ ὁμιλιῶν του, ὡς καὶ αἱ αὐτοτελεῖς μελέται του κ.ἄ. τὸ ἀποδεικνύουν), ἀκατάβλητος ποιμήν, Γέρων Μοναχῶν, διδάσκαλος καὶ παιδαγωγὸς γενεᾶς κληρικῶν, δοχεῖον τῶν χαρισμάτων τοῦ Θείου Παρακλήτου. 


᾿Ιδιαιτέρως ἐνδιεφέρετο, ἔργῳ καὶ λόγῳ, διὰ τὴν καθαρότητα καὶ ἀκεραιότητα τῆς ᾿Αληθοῦς Πίστεως, τῆς ῾Αγίας ᾿Ορθοδοξίας, παρακολουθῶν κατοδύνως, καὶ καταγγέλων εὐθαρσῶς τὴν διογκουμένην ἀποστασίαν τῶν λεγομένων ὀρθοδόξων, οἵτινες ἐμπλεκόμενοι εἰς τοὺς πλοκάμους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συμπορεύσεως μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ συγχρόνου ἀποστατοῦντος κόσμου, ἀπεμακρύνοντο σταθερῶς ἐξ Αὐτῆς.


῾Ως θὰ διαπιστώσῃ καὶ ὁ ἀναγνώστης, τὸ παρὸν κείμενον, διακρίνεται διὰ τὸν ὁμολογιακόν του χαρακτῆρα καὶ τὴν ἄνευ περιστροφῶν γλῶσσαν τῆς ᾿Αληθείας. ῾Η ἐπικαιρότης τούτου εἶναι προφανής, ἄν καὶ ἐγράφη πρὸ δεκαπενταετίας, ἀποδεικνῦον τὴν προφητικὴν διαίσθησιν τοῦ ἱεροῦ ἀνδρὸς καὶ τὸν ἅγιον ζῆλον του, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον διαφαίνεται καὶ εἰς ἄλλα θεοφώτιστα κείμενά του, ἐκ τῶν ὁποίων, χάριτι Θεοῦ, θὰ δημοσιεύσωμεν τινὰ ἐν καιρῷ. Μέχρι πρότινος, αἱ ἔννοιαι καὶ οἱ ὅροι «Χριστιανὸς» καὶ «᾿Ορθόδοξος» ἦσαν ἀναμφισβήτητοι καὶ σημαίνοντες. Τώρα, ἐν τούτοις, ζῶμεν εἰς χρόνους τόσον δεινούς, τόσον πεπληρωμένους ψεύδους καὶ ἀπάτης, ὅπου τοιαῦται ἔννοιαι καὶ τοιοῦτοι ὅροι δὲν μεταδίδουν πλέον κάτι τὸ σημαντικόν, ὅταν χρησιμοποιῶνται ἄνευ περαιτέρω διευκρινίσεως. Δὲν ἀντανακλοῦν τὴν οὐσίαν τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ ἔχουν γίνει μᾶλλον ἐτικέττες καὶ ἐξαπατοῦν. 


Πολλαὶ κοινωνίαι καὶ ὀργανισμοὶ εἰς τὰς ἡμέρας μας αὐτοαποκαλοῦνται «Χριστιανικοί», ἄν καὶ δὲν ὑπάρχῃ τίποτε τὸ Χριστιανικὸν εἰς αὐτούς, ἐφ᾿ ὅσον ἀπορρίπτουν τὸ πρωταρχικὸν δόγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ: τὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὅπως πράττουν ἀρκεταὶ ἐκ τῶν πολὺ προσφάτων αἱρέσεων (sects), εἰς τὰς ὁποίας τὸ καθ᾿ αὐτὸ πνεῦμα τοῦ γνησίου Χριστιανισμοῦ, τὸ ὁποῖον προκύπτει τόσον φυσιολογικῶς καὶ τόσον ἀβιάστως ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι ἐν πολλοῖς σχεδὸν ξένον. ᾿Εσχάτως, ὁ ὅρος «᾿Ορθόδοξος» ἔχει ἐπίσης παύσει εἰς μεγάλον βαθμὸν νὰ ἐκφράζῃ αὐτὸ ποὺ σημαίνει, διότι ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ εἰς τὴν πραγματικότητα ἔχουν ἀποστατήσει ἀπὸ τὴν γνησίαν ᾿Ορθοδοξίαν καὶ ἔχουν γίνει προδόται τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως καὶ ᾿Εκκλησίας, ἐξακολουθοῦν νὰ αὐτοαποκαλῶνται «᾿Ορθόδοξοι». Τοιοῦτοι ἀκριβῶς εἶναι ὅλοι καινοτόμοι, οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν τὸ γνήσιον πνεῦμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ κατωφερὲς μονοπάτι τῶν ἀμοιβαίων σχέσεων μὲ τοὺς ἐχθροὺς τῆς ᾿Ορθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι προπαγανδίζουν διὰ κοινὴν προσευχήν, ἀκόμη καὶ διὰ λειτουργικὴν κοινωνίαν μὲ ἐκείνους ποὺ δὲν ἀνήκουν εἰς τὴν ῾Αγίαν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν. 


Τοιοῦτοι ἀκριβῶς εἶναι οἱ «ἀνακαινισταὶ» (τὸ ὄνομα τῶν μελῶν τῆς «Ζώσης ᾿Εκκλησίας» ἐντὸς τῆς Ρωσίας, οἱ ὁποῖοι καθωδηγοῦντο ὑπὸ τῶν Μπολσεβίκων τοῦ 1920), καὶ οἱ σύγχρονοι «νεοανακαινισταί», οἱ «νεοορθόδοξοι», (ὅπως μερικοὶ ἐξ αὐτῶν αὐτοχαρακτηρίζονται), οἱ ὁποῖοι φωνασκοῦν περὶ τοῦ πόσον οὐσιαστικὸν εἶναι νὰ «ἀνανεωθῇ ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία»· ἐπίσης ὁμιλοῦν περὶ πολλῶν εἰδῶν «μεταρρυθμίσεων εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν», ἡ ὁποία δῆθεν ἔχει περιέλθει εἰς «ἀπολίθωσιν» καὶ εἶναι «ἑτοιμοθάνατος». Αὐτοὶ κοσκινίζουν τοιαῦτα πράγματα, ἀντὶ νὰ συγκεντρώσουν τὴν προσοχὴν των προσευχητικῶς ἐπάνω εἰς τὴν ἀληθῶς οὐσιαστικὴν ἀνανέωσιν τῶν ψυχῶν των καὶ τὴν ἐκ θεμελίων ἀνακαίνισιν τῆς ἁμαρτωλῆς των φύσεως ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰς ἐπιθυμίας. Αὐτοὶ ἐπιμόνως προκηρύσσουν ἕνωσιν μὲ αἱρετικούς, μὴ ᾿Ορθοδόξους, ἀκόμη καὶ μὴ Χριστιανούς. 


Προκηρύσσουν τὴν «ἕνωσιν τῶν πάντων», ἀλλὰ δίχως τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος καὶ τὴν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία κάμνει μία τοιαύτην ἕνωσιν δυνατήν. Τοιοῦτοι, παραδείγματος χάριν, εἶναι εἰς τὰς ἡμέρας μας οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖοι εἰς τὸ παρελθὸν ἀνεγνώρισαν τὴν «Ζῶσαν ᾿Εκκλησίαν» εἰς τὴν Σοβιετικὴν Ρωσίαν ὡς νόμιμον καὶ τώρα ἀναγνωρίζουν τὸν Πάπαν τῆς Ρώμης, ὡς τὴν «κεφαλὴν ὁλοκλήρου τῆς Χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας», καὶ ἀκόμη ἀποδέχονται τοὺς παπικοὺς Λατίνους εἰς τὴν ῾Αγίαν Κοινωνίαν, δίχως τὴν προτέραν ἔνταξιν αὐτῶν εἰς τὴν ῾Αγίαν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν. Τοιοῦτοι εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐμπράκτως συμμετέχουν εἰς τὴν οὕτω λεγομένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ἡ ὁποία ἀγωνίζεται τόσον κραυγαλέως νὰ δημιουργήσῃ ἕνα εἶδος ψευδοεκκλησίας, ἀπαρτιζομένης ἀπὸ ὅλας τὰς ῾Ομολογίας ποὺ ὑφίστανται αὐτὴν τὴν στιγμήν. 


Τοιοῦτοι ἐπίσης, εἶναι πολλοὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι πλήρως πιστοὶ εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ῾Αγίαν Του ᾿Εκκλησίαν, ἀλλὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀχρείους ἐχθροὺς Αὐτοῦ ἤ τοὺς εὐαρεστοῦν μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλον τρόπον, βοηθοῦντες αὐτοὺς νὰ πραγματοποιήσουν τοὺς ἀντιχριστιανικοὺς σκοποὺς αὐτῶν εἰς ἕνα κόσμον, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν. Ποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ μᾶς ἀρνηθῇ τὸ νόμιμον δικαίωμά μας νὰ μὴ ἀναγνωρίζωμεν τοιούτους ἀνθρώπους ὡς ᾿Ορθοδόξους, ἀκόμη καὶ ἄν αὐτοὶ ἠμπορεῖ νὰ ἐμμένουν εἰς τὴν χρῆσιν αὐτοῦ τοῦ ὀνό- ματος, φέροντες ποικίλους ὑψηλοὺς βαθμοὺς καὶ τίτλους; ᾿Απὸ τὴν ᾿Εκκλησιαστικὴν ῾Ιστορίαν γνωρίζομεν, ὅτι δὲν ὑπῆρξαν ὀλίγοι αἱρετικοὶ ἤ ἀκόμη καὶ αἱρεσιάρχαι ὑψηλῶν βαθμῶν (ἱερωσύνης), οἱ ὁποῖοι κατεδικάσθησαν ἐπισήμως ἀπὸ τὴν Καθολικὴν ᾿Εκκλησίαν καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὰς θέσεις των. ᾿Αλλὰ τί παρατηροῦμεν σήμερον; 


Αὐτή, δυστυχῶς, εἶναι μία ἐποχὴ ἀπεριορίστων παραχωρήσεων καὶ πονηρῶν συναλλαγῶν, ὅπου ἀκόμη καὶ αἱ πλέον σκανδαλώδεις αἱρετικαὶ πράξεις ἤ δηλώσεις δὲν ἐνοχλοῦν κανένα. Πολὺ ὀλίγοι ἀντιδροῦν ὅπως θὰ ἔπρεπε εἰς αὐτὴν τὴν ἀνοικτὴν ἀποστασίαν ἀπὸ τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, καὶ ὅσον διὰ τὴν καταδίκην αὐτῶν τῶν νεοφανῶν αἱρετικῶν καὶ ἀποστατῶν, οὔτε κἄν νὰ τὸ σκεφθῇ κανείς. Σήμερον τὸ πᾶν ἐπιτρέπεται εἰς τοὺς πάντας καὶ τίποτε δὲν ἀπαγορεύεται εἰς κανένα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰς περιπτώσεις ὅπου κάποιος τραυματίζεται προσωπικῶς, δυσαρεστεῖται καὶ προσβάλλεται, καθὼς αἱ ἀνοησίαι αὐτῶν (τῶν Οἰκουμενιστῶν) φανεροῦνται δημοσίως. ῎Ω, εἰς αὐτὰς τὰς περιπτώσεις κάτι τέτοιο εἶναι ἀσυγχώρητον! ᾿Αμέσως ἀπειλαὶ κάμνουν τὴν ἐμφάνισίν των, βασιζόμεναι εἰς ἐκείνους τοὺς λησμονημένους Κανόνας, οἱ ὁποῖοι εἰς πᾶσαν ἄλλην περίπτωσιν θεωροῦνται «πεπαλαιωμένοι, ἀσυγχρόνιστοι καὶ μὴ ἀποδεκτοὶ» εἰς τοὺς προχωρημένους, προοδευτικοὺς καιρούς μας! Αὐτὸ εἶναι τὸ εἶδος τῆς ἠθικῆς ἀποσυνθέσεως, τῆς πραγματικῆς πνευματικῆς τερατωδίας, τὴν ὁποίαν ἀντιμετωπίζομεν. 


῾Η ἀλήθεια προθύμως ἀγνοεῖται καὶ ἀναιδῶς παραμερίζεται, καθὼς ὁ διάβολος, μὲ τὴν ἰδίαν εὐκολίαν, ἑορτάζει τὴν θριαμβευτικήν του νίκη καὶ χαιρεκάκως περιγελᾶ τὴν ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν ἔχει ἐκτοπίσει καὶ ποδοπατήσει. Εἶναι δυνατὸν νὰ συμφιλιώσῃ κανεὶς τὴν συνείδησίν του μὲ αὐτὴν τὴν σύγχρονον κατάστασιν; ᾿Ημπορεῖ νὰ κλείσῃ κάποιος τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ ψεύδη καὶ νὰ διάγῃ ἠρέμως, ὡσὰν νὰ μὴ βλέπῃ τίποτε λανθασμένον; Μόνον ἄτομα, τῶν ὁποίων αἱ συνειδήσεις ἐπωρώθησαν ἤ πλήρως ἐχάθησαν, ἠμποροῦν νὰ πράξουν οὕτως. ᾿Ιδοὺ διατὶ εἶναι περισσότερον ἀπὸ παράξενον νὰ ἀκούῃ κανεὶς μερικούς, ποὺ φαντάζονται ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι, νὰ ἀποκαλοῦν τὴν Ρωσικὴν ᾿Εκκλησίαν τῆς Διασπορᾶς: «Παλαιόπιστον», «σχισματικήν», «ὀπισθοδρομικήν», «μυστικίζουσαν» καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς, ἁπλῶς ἐπειδὴ ἡμεῖς δὲν συμπορευόμεθα μὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς καὶ δὲν τολμῶμεν νὰ παρεκκλίνωμεν εἰς τίποτε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν γνησίαν διδασκαλίαν τῆς ῾Αγίας ᾿Εκκλησίας, θεωροῦντες ἑπομένως ὡς ὑποχρέωσιν τῆς συνειδήσεώς μας νὰ καταδικάσωμεν αὐτὸ τὸ καθαρὸν καὶ ἀπροκάλυπτον κακὸν τῆς συγχρόνου ζωῆς, ποὺ ἔχει ἤδη διεισδύσει ἐντὸς τῆς ᾿Εκκλησίας. 


Εἰς τὴν πραγματικότητα, δὲν εἴμεθα ἡμεῖς σχισματικοί, ἀλλὰ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ πνεῦμα αὐτῶν τῶν καιρῶν καὶ οἱ ὁποῖοι μὲ τὰς πράξεις των αὐτὰς ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν Μίαν, ῾Αγίαν, Καθολικὴν καὶ ᾿Αποστολικὴν ᾿Εκκλησίαν, ἀποστατοῦντες ἀπὸ τὴν ᾿Αποστολικὴν Πίστιν, ἀπὸ τὴν Πίστιν τῶν Πατέρων, τὴν ᾿Ορθόδοξον Πίστιν, ἡ ὁποία ἐστήριξε τὴν οἰκουμένην... Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ φανερῶς κατακρημνίζονται εἰς τὴν ἀποστασίαν, ἐντὸς τῆς ὀλεθρίας ἀβύσσου, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν σύγχρονον κόσμον, ἐνταφιαζόμενοι εἰς τὴν ἀπομάκρυνσίν των ἀπὸ τὸν ζωοποιὸν Θεόν.


῎Εχετε ἀκούσει τοὺς ἐμπνευσμένους θείους λόγους τῶν ᾿Αποστόλων, σεῖς νεωτερισταί, ποὺ ἀποπειρᾶσθε νὰ παραμορφώσετε τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ὁποῖοι τόσον προθύμως καὶ μὲ τοιοῦτον ζῆλον συσχηματίζεσθε μὲ τὸν κόσμον αὐτόν, ὅσον πονηρὸν καὶ ἑλκυστικὸν καὶ ἄν εἶναι αὐτό; Δεχόμεθα προθύμως τὴν κατηγορίαν σας, ὅτι εἴμεθα «παλαιόπιστοι», θεωροῦντες αὐτὸ τιμὴν εἰς τὴν παραδοσιακότητά μας· ἀλλὰ πῶς ἡ χριστιανική σας συνείδησις συμμορφώνεται μὲ τὰς καινοτομίας σας, αἱ ὁποῖαι ἀνατρέπουν οὐσιαστικῶς τὴν ἀρχαίαν γνησίαν πίστιν καὶ τὴν ἀκαινοτόμητον ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ; ῾Ο ᾿Απόστολος δὲν προειδοποίησε ὅλους τοὺς Χριστιανούς: «Καὶ μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ἡμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. ιβʹ 2) ; Εἴμεθα «παλαιόπιστοι», ἀλλὰ ὄχι σχισματικοί, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἡμεῖς δὲν ἔχομεν ἀποκοπῇ ἀπὸ τὴν ἀληθῆ ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. 


Εἴμεθα ἡνωμένοι μὲ τὴν Κεφαλήν μας, μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστόν, μὲ τοὺς ἁγίους Του Μαθητὰς καὶ ᾿Αποστόλους, μὲ τοὺς ᾿Αποστολικοὺς Πατέρας, μὲ τοὺς μεγάλους Πατέρας καὶ Διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ μὲ τοὺς μεγάλους Φωστῆρας καὶ στύλους τῆς πίστεως καὶ εὐσεβείας τῆς Πατρίδος μας, τῆς ῾Αγίας Ρωσίας. ᾿Αλλὰ σεῖς εἶσθε ἡνωμένοι μὲ κάποιους καινοτόμους, αὐτοδιορι- ζομένους διδασκάλους, τοὺς ὁποίους διαφημίζετε ὁπουδήποτε τόσον ἀνόμως καὶ ἐπιμόνως, ὑποτιμῶντες καὶ κατὰ καιροὺς τολμῶντες ἀκόμη καὶ νὰ ἀσκήσετε κριτικὴν τῶν γνησίων φωστήρων τῆς ῾Αγίας ᾿Εκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν δοξασθῆ εἰς τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας τῆς εὐσεβείας καὶ θαυματουργοῦν διὰ μέσου τῆς δισχιλιετοῦς ἱστορίας τῆς ᾿Εκκλησίας. 


Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ποῖος ἀπὸ ἡμᾶς εἶναι εἰς τὴν πραγματικότητα σχισματικός; ῾Οπωσδήποτε δὲν εἶναι ἐκεῖνοι (οἱ ὁποῖοι παραμένουν) εἰς τὸ πνεῦμα τῆς παραδοσιακῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀλλὰ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποστατήσει ἀπὸ τὴν γνησίαν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπέρριψαν τὸ γνήσιον πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς εὐσεβείας, ἀκόμη καὶ ἄν ὅλοι οἱ σύγχρονοι πατριάρχαι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀλλάξει τὴν παραδοθεῖσαν πατερικὴν ᾿Ορθοδοξίαν, εἶναι μὲ τὸ μέρος τῶν δευτέρων, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ πλειονότης τῶν συγχρόνων καλουμένων Χριστιανῶν. Πράγματι, ὁ Σωτὴρ Χριστός, δὲν ὑπεσχέθη αἰώνιον σωτηρίαν εἰς τὴν πλειοψηφίαν, ἀλλὰ ἐντελῶς τὸ ἀντίθετον· ὑπεσχέθη αὐτὴν εἰς τὸ «μικρὸν ποίμνιόν» Του, τὸ ὁποῖον θὰ παραμείνῃ πιστὸν εἰς Αὐτὸν ἕως τέλους, μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς ᾿Ενδόξου καὶ Φοβερᾶς Δευτέρας Παρουσίας Του, ὅπου θὰ ἔλθῃ «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς». 


«Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον», εἶπε, θέτων πρὸ τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν μας τὴν φοβερὰν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων καιρῶν τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τοῦ διωγμοῦ τῆς Πίστεως, «ὅτι εὐδόκησεν ὁ Πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν» (Λουκ. ιβʹ 32). ᾿Ιδοὺ διατὶ ὅλα ὅσα ἔχομεν προαναφέρει μᾶς ὠθοῦν εἰς τὸ νὰ ἐπανεξετάσωμεν τὴν ὁρολογίαν ποὺ εἶναι παραδεκτὴ κατὰ τὸ παρόν. Εἶναι ἀνεπαρκὲς εἰς τοὺς καιρούς μας νὰ λέγῃς μόνον «Χριστιανός»· τώρα εἶναι ἀναγκαῖον νὰ λέγῃς «γνήσιος Χριστιανός». ῾Ομοίως εἶναι ἀνεπαρκὲς νὰ λέγῃς «᾿Ορθόδοξος»· εἶναι οὐσιαστικὸν νὰ τονίζῃς ὅτι δὲν ἀναφέρεσαι εἰς καινοτόμον νεωτεριστὴν «᾿Ορθόδοξον», ἀλλ᾿ εἰς γνήσιον ᾿Ορθόδοξον. ῞Ολοι οἱ ζηλωταὶ τῆς γνησίας πίστεως, ποὺ ὑπηρετοῦν μόνον τὸν Σωτῆρα Χριστόν, ἔχουν ἤδη ἀρχίσει νὰ πράττουν τοῦτο: καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὴν Πατρίδα μας, ποὺ ὑποδουλωμένοι εἰς θηριώδεις ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, ἀνεχώρησαν μέσα εἰς τὰς κατακόμβας, ὡσὰν τοὺς ἀρχαίους Χριστιανούς, ὅπως ἐπίσης καὶ εἰς τὴν ῾Ελλάδα, τὸ ἀδελφόν μας ῎Εθνος, ὅπου οἱ «Παλαιοημερολογῖται», ὄχι μόνον ἀρνοῦνται νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ νέον ἡμερολόγιον, ἀλλὰ ἀπορρίπτουν καὶ ὅλας τὰς καινοτομίας κάθε εἴδους. 


Αὐτοὶ διατηροῦν μίαν εἰδικὴν τιμὴν εἰς τὸν πρωταθλητὴν τῆς ῾Αγίας ᾿Ορθοδοξίας, ῞Αγιον Μᾶρκον, Μητροπολίτην ᾿Εφέσου, χάρις εἰς τὴν σταθερότητα τοῦ ὁποίου ἀπέτυχεν ἡ ἀσεβὴς ἕνωσις τῆς Φλωρεντίας μὲ τὴν παπικὴν Ρώμην τὸ 1439. Εἶναι ἀξιοπαρατήρητον, ὅτι καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τῶν κατακομβῶν εἰς Ε.Σ.Σ.Δ., οἱ λεγόμενοι «Τυχωνῖται», καὶ οἱ ῞Ελληνες Παλαιοημερολογῖται, μεταξὺ τῶν ὁποίων δυστυχῶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ καμμία ἐπικοινωνία, ἔχουν ἀρχίσει νὰ αὐτοαποκαλῶνται «Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί». Εἰς τὴν αὐστηράν μας στάσιν ὑπὲρ τῆς γνησίας Πίστεως καὶ ᾿Εκκλησίας τὸ μόνον οὐσιαστικὸν εἶναι νὰ ἀποφεύγεται ὁ,τιδήποτε προσωπικόν, ὑπερήφανον καὶ ἐπιδεικτικόν, τὸ ὁποῖον ἀναποφεύκτως ὁδηγεῖ εἰς νέα σφάλματα καὶ ἐνδεχομένως ἀκόμη καὶ εἰς πτῶσιν. Εἴμεθα ἤδη μάρτυρες πολλῶν τοιούτων περιπτώσεων. 


Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐπαινῶμεν τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ τὴν γνησίαν καὶ ἄμωμον Πίστιν τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο φανατισμὸς δὲν γίνεται δεκτὸς ἐδῶ, διότι εἶναι ἱκανὸς νὰ τυφλώσῃ τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι ζηλωταὶ «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν». Αὐτὸς ὁ τυφλὸς φανατισμός, ἀντὶ νὰ ἐπιβεβαιώνῃ τὴν πίστιν, ἠμπορεῖ κάποτε νὰ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ αὐτήν. Εἶναι σημαντικὸν νὰ γνωρίζωμεν καὶ νὰ ἐνθυμούμεθα, ὅτι ἕνας γνήσιος ᾿Ορθόδοξος Χριστιανός, δὲν εἶναι ἁπλῶς κάποιος ποὺ ἀποδέχεται τυπικῶς τὰ Δόγματα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπον, τὸ ὁποῖον - ὅπως διδάσκει τόσον ὄμορφα ὁ μεγάλος Ρῶσος ῾Ιεράρχης ῞Αγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ - σκέπτεται κατὰ ἕνα ᾿Ορθόδοξον τρόπον, αἰσθάνεται κατὰ ἕνα ᾿Ορθόδοξον τρόπον καὶ ζῆ κατὰ ἕνα ᾿Ορθόδοξον τρόπον, ἐνσαρκώνων τὸ πνεῦμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας εἰς τὴν ζωήν του. 


Αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ἀσκήσεως καὶ ἀρνήσεως τοῦ κόσμου, ὅπως καθαρῶς ἐκτίθεται εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς διδασκαλίας τῶν ῾Αγίων Πατέρων, ἀποκρούεται ἀποτόμως καὶ ἀπροκαλύπτως ἀπὸ τοὺς νεωτεριστάς, τοὺς «νεορθοδόξους», οἱ ὁποῖοι θέλουν εἰς ὅλα νὰ συμβαδίζουν μὲ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ποὺ κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ, τοῦ ὁποίου ὁ ἄρχων, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι οὐδεὶς ἄλλος ἀπὸ τὸν διάβολον (᾿Ιω. ιβʹ 31). Τοιουτοτρόπως, δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τὸν ῾Οποῖον ἐπιθυμοῦν νὰ εὐαρεστήσουν, ἀλλὰ ὁ «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου», ὁ διάβολος· καὶ οὕτω παύουν νὰ εἶναι γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ἀκόμη καὶ ἐὰν αὐτοαποκαλῶνται ἔτσι. ᾿Εὰν θεωρήσωμεν ὅλα αὐτὰ περισσότερον σοβαρῶς καὶ βαθέως, τότε θὰ ἴδωμεν ὅτι οὕτως ἔχουν τὰ πράγματα καὶ ὅτι ὁ νεωτερισμὸς μὲ τὰς καινοτομίας του μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Χριστόν καὶ τὴν ἀληθῆ ᾿Εκκλησίαν Του.



῎Ας αἰσθανώμεθα φρίκην διὰ τὸ πόσον γοργῶς ἡ ἀποστασία ἔχει προχωρήσει, ἄν καὶ οἱ καινοτόμοι

 δὲν τὸ βλέπουν οὔτε τὸ αἰσθάνωνται, πολὺ περισσότερον καθὼς αὐτοὶ λαμβάνουν ἐνεργὸν μέρος εἰς αὐτήν.

 ῎Ας μὴ φοβώμεθα νὰ παραμείνωμεν εἰς τὴν μειοψηφίαν, μακρὰν ἀπὸ ὅλους τοὺς βαρύγδουπους τίτλους καὶ βαθμούς των. 

῎Ας ἐνθυμούμεθα πάντοτε, ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ Καϊάφας ἦτο εἷς ᾿Αρχιερεὺς τοῦ ἀληθοῦς Θεοῦ,

 καὶ εἰς τί βάθη (κακίας) περιῆλθεν: 

εἰς τὸ φρικτὸν ἁμάρτημα τῆς Θεοκτονίας! 

Καθὼς ζῶμεν εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον ποὺ ἔχει ἀποστατήσει ἀπὸ τὸν Θεόν, ἄς μὴ ἀγωνιζώμεθα 

διὰ εὐλογοφανῆ ἀνθρωπίνην δόξαν καὶ εὐφθηνὴν δημοτικότητα, τὰ ὁποῖα δὲν θὰ μᾶς σώσουν, 

ἀλλὰ μόνον νὰ συμπεριλαμβανώμεθα εἰς τὸ «μικρὸν ποίμνιον» τοῦ Χριστοῦ.

 ῎Ας εἴμεθα Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ὄχι καινοτόμοι (νεωτερισταί)!



Περιοδικό «᾿Ορθόδοξος ῎Ενστασις καὶ Μαρτυρία», 
ἀριθ. 18-21/᾿Ιανουάριος- Δεκέμβριος 1990, σελ. 204-209. 
Μετάφρασις ἐκ τοῦ περιοδ. «᾿Ορθόδοξος Ζωή» (Orthodox Life), 
Τόμος 25, ἀριθ. 3, Μαΐου-᾿Ιουνίου 1975, σελ. 4-8. 
Αναδημοσίευση από την Ιστοσελίδα της 
''Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής'' της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών''
 Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου