Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

ΑΜΑ ΕΒΓΕΙ Η ΨΥΧΗ ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΚΟΥΛΙΚΙΑΖΕΙ




Τούτο το σώμα οπού βλέπετε, αδελφοί μου, είναι το φόρεμα της ψυχής. 

Η ψυχή είναι άνθρωπος. 

Η ψυχή είναι οπού βλέπει, ακούει, ομιλεί, περιπατεί, μανθάνει επιστήμας, 

δίδει ζωήν εις το σώμα, και δεν το αφήνει να βρωμίση.

 Και άμα έβγη η ψυχή, τότε βρωμά, σκουληκίαζει το σώμα. 

Το κορμί έχει τα όμματα, μα δεν βλέπει . Έχει τα ώτα, μα δεν ακούει. 

Ομοίως και αι λοιπαί αισθήσεις του σώματος, αλλά όλα ενεργούνται δια της ψυχής.

 - Τον κλάιετε τον αποθαμένον; - Τον κλαίομεν.

 - Ως φαίνεται, σας πονεί δι' αυτόν. 

Και πόσας ημέρας τον φυλάγετε; - Δύο, τρεις ώρας. - Τόσην αγάπην έχετε εις τον ταλαίπωρον; 

Από την σήμερον να μη τον θάπτετε, αλλά να τον φυλάττετε είκοσι - τέσσερες ώρες,

 και να μαζεύεσθε όλοι, μικροί και μεγάλοι, και να τον στοχάζεσθε καλά,

 διότι καλύτερος διδάσκαλος δεν είναι άλλος από τον θάνατον! 


Και να μη τους κλαίετε τους αποθαμένους, διότι βλάπτετε και τον εαυτόν σας και εκείνους. Και αι γυναίκες όσες έχετε λερωμένες μπόλιες να τις ρίψετε. Όταν έκαμεν ο Θεός τον άνδρα, έλαβεν ο πανάγαθος μίαν πλευράν απ' αυτόν και έκαμε την γυναίκα, και του την έδωκε διά σύντροφον.


Ίσια την έκαμε ο Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέρα. - Εδώ, πώς τας έχετε τας γυναίκας; - Διά κατωτέρας. - Ανίσως, αδελφοί μου, και θέλετε να είσθε καλύτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από αυτάς. Ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλύτερα και πηγαίνουν εις τον Παράδεισον και ημείς εις την Κόλασιν, τι μας ωφελεί; Είμεθα άνδρες και κάμνομεν χειρότερα. Εγώ βλέπω εδώ οπού περιπατώ και διδάσκω, είπα ένα λόγον διά τας γυναίκας και σκέπτονται να ρίψουν τα περιττά σκουλαρίκια, δακτυλίδια και με ήκουσαν ευθύς. Βλέπω οπού τρέχουν να εξομολογηθούνε. 


Είπα και ένα λόγον διά τους άνδρας. Φυσικόν είναι του ανδρός όταν πηγαίνη πενήντα χρονών να βγάνη τα γένεια. Και εγώ βλέπω εδώ και είναι εξήντα και ογδοήντα χρονών γέροντες και ακόμη ξυρίζονται. Δεν το εντρέπεστε να ξυρίζεστε; Δεν ήξευρεν ο Θεός οπού έδωκε τα γένεια; Και καθώς είναι άπρεπον μία γυναίκα γερόντισσα να στολίζεται και να βάνη φτιασίδια, ομοίως και ένας γέρων, όταν ξυρίζεται.


Το σιτάρι, όταν παίρνη και ασπρίζη, τι θέλει; Θερισμόν. Ομοίως και ο άνθρωπος, τον παίρνη και ασπρίζη, τι φανερώνει; Τον θάνατον. - Είναι κανένας εδώ και θέλει να αφήση τα γένεια του; Ας σηκωθή να μου το ειπή, να γίνωμεν αδελφοί, να τον ευχηθώ και εγώ και να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσι. - Εγώ είμαι, διδάσκαλε. - Καλά, έχε την ευχήν μου.


Παρακαλείτε τον Θεόν δι’ εμένα τον αμαρτωλόν, να παρακαλώ και εγώ διά λόγου σας, όσον καιρόν και αν ζήσω. Το κάμνετε; - Το κάμνομεν, άγιε του Θεού. - Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε δι’ όσους αφήσουν τα γένεια, τρεις φορές, «ο Θεός συγχωρήσαι και ελεήσαι αυτούς». 


Ζητήσατε και η ευγένιά σας συγχώρησιν και άμποτε να σας φωτίση ο Θεός, καθώς αφήκατε τα γένεια, να αφήσετε και τας αμαρτίας. Και σεις οι νέοι να τους τιμάτε. Και αν τύχη ένας άνθρωπος και είναι τριάντα χρονών οπού άφησε τα γένεια του, έτυχε και ένας 50 ή 60 ή 100 και ξυρίζεται, να βάλης εκείνον οπού άφησε τα γένεια παραπάνω να καθήση, από εκείνον οπού ξυρίζεται, τόσον εις την Εκκλησίαν, όσον και εις το τραπέζι. Δεν σας λέγω πάλιν, ότι τα γένεια σε πάνε εις τον Παράδεισον, αλλά τα καλά έργα.


Και τα φορέματά σου να είναι ταπεινά, και το φαγί σου και το πιοτό σου, και όλη σας η συμπεριφορά να είναι χριστιανική, διά να δίδετε το καλόν παράδειγμα και εις τους άλλους. 


Ο άνδρας, αδελφοί μου, εγέννησε την γυναίκα από την πλευρά του χωρίς γυναίκα και πάλιν έγινε γερός. Εδανείσθη εκείνην την πλευράν από τον άνδρα και την εχρωστούσε. Εγεννήθησαν ωσάν τα άστρα του ουρανού γυναίκες εις τον κόσμον, αλλά δεν εφάνη καμμία αξία να γεννήση άνδρα, να πληρώση την πλευράν οπού εχρεωστούσε, παρά η Δέσποινα Θεοτόκος, οπού ηξιώθη διά την καθαρότητά της και εγέννησε τον γλυκύτατον Χριστόν εκ Πνεύματος Αγίου, χωρίς άνδρα, παρθένος, και πάλιν έμεινε παρθένος, και επλήρωσεν εκείνην την πλευράν.


Ακούετε, αδελφοί μου, τι χαρμόσυνα μυστήρια έχει η αγία μας Εκκλησία; Μα τα έχει κρυμμένα και θέλουν ξεσκέπασμα. Διά τούτο πρέπει να μάθετε όλοι σας γράμματα, διά να καταλαμβάνετε πως περιπατείτε. Πρέπει και συ, ω άνδρα, να μη μεταχειρίζεσαι την γυναίκα σου ωσάν σκλάβα, διότι πλάσμα του Θεού είναι και εκείνη καθώς και συ. Τόσον εσταυρώθηκεν ο Θεός δι’ εσέ, όσον και δι’ εκείνην. 


Πατέρα λέγεις εσύ τον Θεόν, πατέρα τον λέγει και εκείνη. Έχετε μίαν πίστιν, ένα βάπτισμα, δεν την έχει ο Θεός κατωτέραν. Διά τούτο την έκαμεν από την μέσην του ανδρός, διά να είναι ο άνδρας ωσάν την κεφαλήν και η γυναίκα το σώμα. Διά τούτο δεν την έκαμεν από το κεφάλι, διά να μη καταφρονή τον άνδρα. Ομοίως πάλιν δεν την έκαμε από τα ποδάρια, διά να μη καταφρονή ο άνδρας την γυναίκα. 


Ωνόμασεν ο Θεός τον άνδρα Αδάμ, την γυναίκα Εύαν. Έκαμε και έναν Παράδεισον εις το μέρος της ανατολής όλον χαρά και ευφροσύνη, μήτε κανένα λυπηρόν. Τους εστόλισε με τα επτά χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος. Τους έβαλε μέσα εις τον Παράδεισον να χαίρωνται ως άγγελοι. Λέγει ο Θεός του Αδάμ και της Εύας: Εγώ, να οπού σας έκαμα ανθρώπους λαμπροτέρους από τον ήλιον.


Σας έβαλα μέσα εις τον Παράδεισον, να χαίρεσθε από όλα τα αγαθά του παραδείσου. Μα διά να γνωρίζετε πως έχετε Θεόν ποιητήν και πλάστην σας, σας δίδω μίαν παραγγελία. Μόνον από μίαν συκήν να μη φάγητε σύκα, μα να ηξεύρητε και αυτό, πως ανίσως παραβήτε την προσταγήν μου και φάγετε, θα αποθάνετε. 


Και έτσι τους άφησεν ο Θεός μέσα εις τον Παράδεισον και εχαίροντο ως άγγελοι. Διά τούτο τους εστόλισεν ο Πανάγαθος Θεός με την εντροπήν, και η εντροπή να τους φυλάγει από κάθε αμαρτίαν, μα περισσότερον την γυναίκα. Διά τούτο, χριστιανοί μου και θυγατέρες του Χριστού μου, όσον ημπορείτε, να είσθε σκεπασμένες με την εντροπήν, και φαίνεσθε ωσάν μάλαμα.


Και έτσι, αδελφοί μου, βλέπων ο μισόκαλος διάβολος την μεγάλην δόξαν οπού έλαβον ο Αδάμ και η Εύα από τον Θεόν, τους εφθόνησε και τι κάμνει; Ηξεύροντας, ως πνεύμα πονηρόν οπού είναι ο διάβολος, πως ευκολώτερα απατάται η γυναίκα από τον άνδρα, εστοχάσθη, ότι άμα απατήση την γυναίκα, έπειτα με το μέσον της γυναικός εύκολα απατά και τον άνδρα.


Και εμβαίνει εις ένα όφιν και πηγαίνει εις την Εύαν και της λέγει: - Τι σας είπεν ο Θεός να κάμνετε εδώ εις τον Παράδεισον; Λέγει του η Εύα: - Μας είπεν ο Θεός να τρώγωμεν από όλα τα καλά του Παραδείσου, μόνον από μίαν συκήν να μη τρώγωμεν σύκα, διότι όποιαν ημέραν παραβούμεν την προσταγήν του, θα αποθάνωμεν. Απεκρίθη ο διάβολος και της λέγει: - Δεν αποθνήσκετε, αλλά ανίσως και φάγητε θα γενήτε όμοιοι με τον Θεόν, και διά τούτο σας εμπόδισε. 


Πάρε λοιπόν, φάγε συ πρώτον και παρακίνει και τον άνδρα σου να φάγητε, να γενήτε Θεοί. Επήρεν η γυναίκα και έφαγεν. Επαρακίνησε τον άνδρα της και έφαγε και εκείνος. Και καθώς έφαγον και οι δύο, παρευθύς εγυμνώθησαν από τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και απέκτησαν μωρίαν και δειλίαν. Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, οπού φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον.


Άλλος πάλιν οπού δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιο του, ας είναι και βασιλεύς να ορίζει όλον τον κόσμον. Να προσέχετε, χριστιανές μου γυναίκες, όσον είναι δυνατόν να φυλάγετε τας εντολάς του Θεού και να μη κάμνετε το θέλημα του διαβόλου και αν τύχη και σφάλλετε ως άνθρωποι εις το κακόν, να μη παρακινήτε και τους άνδρας σας καθώς η Εύα.


Ομοίως και οι άνδρες, να μη ακούετε τας συμβουλάς των γυναικών καθώς και ο Αδάμ. Θέλων ο Θεός να τους συγχωρήση και να τους αφήση εις τον Παράδεισον, εκαμώθη πως δεν ηξεύρει και λέγει ο Θεός του Αδάμ: - Πώς δεν φαίνεσαι, ή που είναι η δόξα οπού είχες πρωτύτερα, οπού ήσουν άγγελος και τώρα εκατάντησες και έγινες ωσάν το μωρόν παιδίον; 


Απεκρίθη ο Αδάμ και λέγει: - Εδώ είμαι, Κύριε, μα ήκουσα οπού ήρχεσο και εφοβήθην και εκρύφτηκα. Λέγει του ο Θεός: - Διατί εφοβήθης και εκρύβης; Μήπως είμαι εγώ φόβος; Μήπως έφαγες από τα σύκα, οπού σου είπα να μη φάγης; Απεκρίθη ο Αδάμ υπερήφανα: - Ναι, Κύριε, έφαγον, αλλά δεν πταίω εγώ, η γυναίκα οπού μου έδωσες, εκείνη με εγέλασε και έφαγον.


Λέγει ο Θεός του Αδάμ: - Εγώ σου την έδωσα διά σύντροφον, και όχι να σε γελάση. Εγώ σου είπα να μη φάγης, διότι θ’ αποθάνης. Έπρεπε να φυλάξης τον ιδικόν μου λόγον και όχι της γυναικός. Μα καλά, έφαγες, ηπατήθης. Τι το δύσκολον είναι να ειπείς: Έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποθητά μου.


Να σε συγχωρήσω, να σε αφήσω πάλιν εις τον Παράδεισον, άμμοι εσύ κατηγορών την γυναίκα, εμένα κατηγορείς, διότι εγώ έκαμα την γυναίκα. Ακούεται, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα να κατηγορώμεν τον άλλον; Λοιπόν, αν θέλωμεν να σωθώμεν, του λόγου μας πάντοτε να κατηγορώμεν, και όχι να ρίχνωμεν τα σφάλματά μας επάνω εις τον άλλον. 


Έπειτα λέγει ο πανάγαθος Θεός εις την Εύαν: - Διατί έφαγες από τα σύκα, οπού σου είπα να φάγης; Απεκρίθη και αυτή υπερήφανα και λέγει: - Ναι, Κύριε, έφαγον, μα δεν πταίω εγώ. Ο όφις με εγέλασε. Βλέπων ο Θεός την υπερηφάνειαν αυτών, τους έδιωξεν από τον Παράδεισον, και κατηράσθη τον Αδάμ να εργάζεται εις την γην, και με τον ιδρώτα του προσώπου του να τρώγη τον άρτον, και να κλαίη απαρηγόρητα διά να τον ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να τον βάλη πάλιν εις τον Παράδεισον.


Διά τούτο, αδελφοί μου, να χαίρεσθε, όσοι βγάνετε το ψωμί σας με τον κόπον σας, διότι εκείνο το ψωμί είναι ευλογημένο. Και αν θέλης, δώσε ολίγον, από εκείνο το ψωμί, του πτωχού. Με εκείνο αγοράζεις τον παράδεισον. Ομοίως πάλιν να κλαίετε και να θρηνήτε με μαύρα δάκρυα, όσοι ζήτε με αρπαγάς και αδικίας. Θέλει σας θανατώσει ο Θεός και σας βάλει εις την Κόλασιν.



Εδώ, πώς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; 

Όλοι με τον κόπον σας ζήτε, ή με αδικίας; Αν είστε χριστιανοί, με τον κόπον σας να ζήτε, εκείνο το ευλογεί ο Θεός, το δε άδικον το καταράται. 

Εκατηράσθη και την γυναίκα να είναι υποτεταγμένη εις τον άνδρα της, και να γεννά τα τέκνα της 

με κόπους και στεναγμούς και δάκρυα, να κλαίη απαρηγόρητα διά να την ευσπλαγχνισθή ο Θεός,

 να την επαναφέρη εις τον Παράδεισον. 

Και βλέπετε φανερά, όταν γεννώσι τα ζώα, δεν έχουν τους πόνους οπού έχει η γυναίκα όταν γεννά.

 Διότι δεν έχουν την κατάρα, οπού έχει η γυνή. 

Εκατηράσθη τον Αδάμ και την Εύαν και τους εξώρισεν από τον Παράδεισον και έζησαν εννιακοσίους τριάντα χρόνους 

σε μαύρα και πικρά δάκρυα και εγέννησαν τέκνα και τα τέκνα τους τέκνα και εγέμισεν όλος ο κόσμος. 

Και όλοι οι άνθρωποι είναι από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και διά τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί. 

Μόνον η πίστις μας χωρίζει.

 


Απόσπασμα εκ του βιβλίου:
 ''Διδαχαί και Προφητείαι του αγίου Κοσμά του Αιτωλού''.
Εκδόσεις <<Λυδία>>. 
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.



Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου