Δεν ευρίσκεται τόπος, οπού να λείπει ο Θεός.
Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί, όταν θέλομεν να κάμωμεν καμίαν αμαρτίαν,
να στοχαζόμεθα ότι ο Θεός είναι μέσα εις την καρδίαν μας, είναι πανταχού παρών και μας βλέπει.
Να εντρεπόμεθα τους αγγέλους, τους αγίους, και μάλιστα τον άγγελον τον φύλακα της ψυχής μας,
οπού μας βλέπει. Από ένα μικρόν παιδίον εντρεπόμεθα, όταν θα κάμωμεν την αμαρτίαν,
και πως να μην εντρεπόμεθα από τόσους αγίους και αγγέλους;
Ο Πανάγαθος και πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου, έχει πολλά και διάφορα ονόματα.
Λέγεται και Φως, και Ζωή, και Ανάστασις.
Όμως το κύριον όνομα του Θεού μας είναι και λέγεται Αγάπη.
Πρέπει ημείς, ανίσως και θέλωμεν να περάσωμεν και εδώ καλά, να πηγαίνωμεν και εις τον παράδεισον, και να λέγομεν τον Θεόν μας Αγάπην και Πατέρα, πρέπει να έχομεν δύο αγάπας. Αγάπην εις τον Θεόν μας, και εις τους αδελφούς μας. Φυσικόν μας είναι να έχομεν αυτάς τας δύο αγάπας. Παρά φύσιν είναι να μη τας έχομεν. Και καθώς ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας διά να πετά εις τον αέρα, ούτω και ημείς χρειαζόμεθα αυτάς τας δύο αγάπας, διότι χωρίς αυτών είναι αδύνατον να σωθώμεν. Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπώμεν τον Θεόν μας, διότι μας εχάρισε τόσην γην μεγάλην εδώ να κατοικώμεν πρόσκαιρα, τόσες χιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, θαλάσσας, αέρα, ημέραν, νύχτα, ουρανόν, ήλιον κ.λ.π. Όλα αυτά δια ποιόν τα έκαμεν, ειμή δι’ ημάς;
Τι μας εχρεώστει; Τίποτε. Όλα χάρισμα μας έκαμεν ανθρώπους, δεν μας έκαμεν ζώα. Μας έκαμεν ευσεβείς ορθόδοξους χριστιανούς, και όχι ασεβείς αιρετικούς. Αν και αμαρτάνομεν χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαχνίζεται ωσάν πατέρας και δεν μας θανατώνει να μας βάλη εις την κόλασιν, αλλά περιμένει την μετάνοιάν μας με τας αγκάλας ανοικτάς, πότε να μετανοήσωμεν να παύσωμεν από τα κακά, και να κάμομεν τα καλά, να εξομολογηθώμεν, να διορθωθώμεν, να μας εναγκαλισθεί, να μας βάλη εις τον παράδεισο να χαιρόμεθα πάντοτε. Τώρα λοιπόν τοιούτον γλυκύτατον Θεόν και Δεσπότην δεν πρέπει και ημείς να τον αγαπώμεν, και αν τύχει ανάγκη, να χύσομεν και το αίμα μας χιλιάδες φορές δια την αγάπην του καθώς το έχυσε και Εκείνος δια την αγάπην μας;
Ένας άνθρωπος σε κράζει εις τον οίκον του και θέλει να σε φιλεύση ένα ποτήρι κρασί, και πάντοτε εις όλην σου την ζωήν θε να τον εντρέπεσαι και τον τιμάς. Και τον Θεόν δεν πρέπει να τιμάς και να εντρέπεσαι, οπού σου εχάρισε τόσα καλά και εσταυρώθηκε διά την αγάπην σου; Ποιος πατέρας εσταυρώθηκε διά τα παιδιά του καμίαν φορά; Και ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός έχυσε το αίμα του και μας ηξηγόρασεν από τας χείρας του διαβόλου. Τώρα δεν πρέπει και ημείς να αγαπώμεν τον Χριστόν μας; Ημείς όχι μόνον δεν τον αγαπώμεν, αλλά τον υβρίζομεν καθ’ ημέραν με τας αμαρτίας μας οπού κάμνομεν. Αμή, ποίον θέλετε να αγαπώμεν, αδελφοί μου; Να αγαπώμεν τον διάβολον, οπού μας πήρεν από τον παράδεισον και μας έφερεν εις τον κατηραμένον τούτον κόσμο και παθαίνομεν τόσα κακά;
Και έχει προαίρεσιν ο διάβολος, αν ηδύνατο αυτήν την ώραν να μας θανατώση όλους και να μας βάλη εις την κόλασιν, το έκαμνε. Τώρα σας ερωτώ, αδελφοί μου, να μου ειπήτε, ποιόν πρέπει να μισούμε τον διάβολον, τον εχθρό μας, ή ν’ αγαπώμεν τον Θεόν μας, τον ποιητήν μας, τον πλάστην μας; - Ναι, άγιε του Θεού. - Πολύ καλά το λέγετε, να έχω την ευχήν σας, και εγώ το λέγω, μα και ο Θεός χρειάζεται στρώμα δια να καθήσει. Ποίον δε είναι; Η αγάπη.
Ας έχωμεν λοιπόν και ημείς την αγάπη εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας και τότε έρχεται ο Θεός μας και μας χαροποιεί, και μας φυτεύει εις την καρδίαν μας την ζωήν την αιώνιον, και περνούμεν και εδώ καλά και πηγαίνουμεν και εις τον παράδεισον να ευφραινώμεθα πάντοτε. Ημείς όχι μόνον δεν έχωμεν την αγάπην, αλλά έχωμεν το μίσος και την έχθραν εις την καρδίαν μας και μισούμεν τους αδελφούς μας. Έρχεται ο πονηρός διάβολος και μας πικραίνει και βάνει τον θάνατο εις την ψυχήν μας και περνούμεν και εδώ κακά, και πηγαίνομεν εις την κόλασιν και καιόμεθα πάντοτε.
Φυσικόν μας είναι να αγαπώμεν τους αδελφούς μας, διότι είμεθα μιας φύσεως, έχωμεν ένα βάπτισμα, μίαν πίστην, τα Άχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ένα παράδεισον ελπίζομεν ν’ απολαύσομεν. Καλότυχος εκείνος ο άνθρωπος που αξιώθηκε και έλαβεν εις την καρδίαν του αυτά τας δύο αγάπας εις τον Θεόν, και εις τους αδελφούς του. Διότι, όποιος έχει τον Θεόν εις την καρδίαν του, έχει πάντα τα αγαθά, και αμαρτίαν δεν υποφέρει και κάμει. Και όστις δεν έχει τον Θεόν εις την καρδίαν έχει τον διάβολον, και κάμνει πάντα τα κακά και όλας τας αμαρτίας.
Χίλιας χιλιάδας καλά να κάμνωμεν, αδελφοί μου, νηστείας προσευχάς, ελεημοσύνας, και το αίμα μας να χύσωμεν διά τον Χριστόν μας, και δεν έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας, αλλά έχωμεν το μίσος και την έχθραν εις τους αδελφούς μας, όλα εκείνα τα καλά οπού εκάμαμεν είναι του διαβόλου και εις την κόλασιν πηγαίνομεν. Μα καλά, λέγετε, εκεί με εκείνην την ολίγην έχθραν οπού έχωμεν εις τους αδελφούς μας, έχοντες τόσα καλά καμωμένα εις την κόλασιν πηγαίνομεν;
Ναι, αδελφοί μου, διότι εκείνη η έχθρα είναι φαρμάκι του διαβόλου. Και καθώς βάνομεν μέσα εις εκατόν οκάδας αλεύρι ολίγον προζύμι, και έχει τόσιν δύναμιν και ανακουφίζει όσον ζυμάρι και αν είναι, έτσι είναι και η έχθρα. Όλα έμειναν τα καλά οπού εκάμαμεν τα γυρίζει και τα κάμνει φαρμάκι του διαβόλου. Εδώ, χριστιανοί μου, πώς πηγαίνετε, έχετε την αγάπην ανάμεσόν σας; Ανίσως και θέλετε να σωθήτε, κανένα άλλο πράγμα να μη ζητήσετε εδώ εις τον κόσμον από την αγάπην.
Είναι εδώ κανένας από την ευγενείαν σας, οπού να έχει αυτήν την αγάπην εις τους αδελφούς του; Ας σηκωθεί επάνω να μου το ειπεί, να τον ευχηθώ και εγώ, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσι, να λάβη μίαν συγχώρησιν, οπού να έδινεν χιλιάδες φλωρία δεν την εύρισκεν. - Εγώ, άγιε του Θεού, αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου. - Καλά, παιδί μου, έχε την ευχή μου. Πως σε λέγουν το όνομά σου; - Κώστα. - Τι τέχνη κάμνεις; - Πρόβατα φυλάγω. - Το τυρί όταν το πωλείς το ζυγιάζεις; - Το ζυγιάζω. - Εσύ, παιδί μου, έμαθες να ζυγιάζεις το τυρί και εγώ να ζυγιάζω την αγάπην.
Το ζύγι εντρέπεται τον αυθέντην του; - Όχι. -Τώρα να ζυγιάσω και εγώ την αγάπην σου, και αν είναι σωστή και δεν είναι ξύγικη, τότε να σε ευχηθώ και γω, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να σε συγχωρήσωσι. Πώς να σε καταλάβω, παιδί μου, πως αγαπάς τους αδελφούς σου; Εγώ τώρα που περιπατώ και διδάσκω εις τον κόσμον, λέγω πως τον κυρ Κώστα τον αγαπώ ωσάν τα μάτια μου. Μα εσύ δεν το πιστεύεις. Θέλεις να με δοκιμάσεις πρώτον, και τότε να με πιστεύσεις. Εγώ έχω ψωμί να φάγω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω κομμάτι και σε, οπού δεν έχεις τότε φανερώνω, πως σε αγαπώ. Άμμοι εγώ να φάγω όλο το ψωμί και εσύ να πεινάς, τι φανερώνω; Πως η αγάπη, οπού έχω εις σε είναι ψεύτικη.
Έχω δύο ποτήρια κρασί να πιώ, εσύ δεν έχεις.
Ανίσως και δώσω και σε απ’ αυτό να πιείς,
τότε φανερώνω, πως σε αγαπώ.
Αμή, ανίσως και δε σου δώσω είναι κάλπικη η αγάπη.
Είσαι λυπημένος. Απέθανεν η μήτηρ σου, ο πατήρ σου.
Ανίσως και έλθω να σε παρηγορήσω, τότε είναι αληθινή η αγάπη μου.
Αμή, ανίσως συ κλαίεις και θρηνείς και γω τρώγω, πίνω και χορεύω, ψεύτικη είναι η αγάπη μου...
Απόσπασμα εκ του βιβλίου:
''Διδαχαί και Προφητείαι του αγίου Κοσμά του Αιτωλού'', εκδόσεις <<Λυδία>>.
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου