Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΞΕΦΤΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ




Όταν λογαριάσης σαν λεπτομέρεια

ένα στοιχείο της παραδόσεως, 

τότε με την πρώτη ευκαιρία 

θα θεωρήσης σαν λεπτομέρεια και ένα άλλο, 

και τέλος θα αναγάγης σε λεπτομέρειες όλα όσα δεν 

σ’ αρέσουν μέσα στην παράδοσι της Εκκλησίας. 

Έτσι έγινε με την εικονογραφία, 

έτσι έγινε με την ψαλμωδία, 

το ίδιο με την εμφάνισι των ιερέων. 

Τώρα τα ράσα τους φαίνονται πολύ μαύρα, 

ύστερα τα γένεια και τα μαλλιά πολύ μακριά. 

Θέλουν να βάλουν μουσικά όργανα στην εκκλησία. 

Καταργούν τα στασίδια και τα αντικαθιστούν με πολυθρόνες. 

Κατηγορούν τον μοναχισμό, συκοφαντούν τους μοναχούς, 

στερούν τις περιουσίες των Μονών, 

κάνουν συστηματική προπαγάνδα κατά του μοναχισμού. 

Παραβλέπουν τους Κανόνες που απαγορεύουν την συμπροσευχή με τους αιρετικούς, 

πηγαίνουν στα συνέδριά τους, 

συμπροσεύχονται μαζί τους. 

Αδιαφορούν για την γνώμη του λαού στην εκλογή των επισκόπων και των ιερέων. 

Βραχύνουν την Λειτουργία, 

κόβουν αποσπάσματα από τις ακολουθίες «για να μη κουράζεται ο κόσμος». 

Με άλλες λέξεις, 

μεταβάλλουν τις ορθόδοξες συνήθειες σύμφωνα με τα γούστα ενός παρηκμασμένου πλήθους γεμάτου σαρκολατρία και υλισμό. 

Έτσι αρχίζει να ξεφτά το υφάδι της παραδόσεως 

και δεν ξέρει κανείς που θα σταματήση 

ή αν θα σταματήση ποτέ το ξέφτισμα.


Το ξέφτισμα είναι τόσο εύκολο εξ άλλου σήμερα, γιατί έχει την επιδοκιμασία των μορφωμένων. Οι μορφωμένοι, πρό παντός, το θεωρούν τιμή τους όχι να είναι σύμφωνοι με τους Πατέρας της Εκκλησίας αλλά να είναι σύμφωνοι με τον τάδε μεγάλον επιστήμονα καθηγητή της προτεσταντικής θεολογίας, ή με τον τάδε Ιησουϊτη καθηγητή που είναι διάσημος στην Ευρώπη κ.τ.λ. Πώς να μη νοθευθή μετά η ορθόδοξη παράδοσις και η ορθόδοξη πίστις; Και πώς κάτω από τέτοιες συνθήκες να μη συζητούμε για Ένωσι των Εκκλησιών και να μήν την θεωρούμε πράγμα ευκολοκατόρθωτο; Μια «Ορθόδοξη» Εκκλησία που έχει αποκτήσει την ίδια νοοτροπία και τις ίδιες διαθέσεις με τις «Εκκλησίες» της Δύσεως, είναι άρα γε δύσκολο να ενωθή μαζί τους; Είναι άρα γε μακριά η ημέρα εκείνη που, πηγαίνοντας αμέριμνοι την Κυριακή στην εκκλησία, θα ακούσουμε τον παπά να λέγη: «και υπέρ του πατρός ημών Πάπα Ρώμης»; Θα αντιδράση άρα γε κανείς αν γίνη κάτι τέτοιο, ή θα φανή σε όλους φυσικό που επί τέλους υπερπηδήθηκαν οι διαφορές που εχώριζαν την Ανατολή από την Δύσι; 


Αλλά άς καταλάβουν όσοι με τόση ελαφρότητα μιλούν για Ένωσι των Εκκλησιών, πώς η ενότης της Εκκλησίας είναι δώρον μυστικόν της θείας παρουσίας. Δεν είναι κάτι που αποφασίζεται σε συνέδρια, αλλά κάτι που υπάρχει ή δεν υπάρχει. Καμμία απόφασις των ανθρώπων δεν μπορεί να εξαναγκάση τον Θεό. Ασφαλώς τύποις η ένωσις μπορεί να γίνη και να αρχίσουν όλοι να δηλώνουν, Προτεστάνται, Καθολικοί και Ορθόδοξοι, πώς τώρα πιά είμαστε μια Εκκλησία και να μνημονεύουμε εμείς τον Πάπα Ρώμης και ο Πάπας Ρώμης τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Εάν συμφωνήσουν όλοι επάνω σε ένα «ελάχιστο αληθείας», επάνω σε ένα «πιστεύω» απλουστευμένο, και κανονισθούν και μερικά άλλα ζητήματα, μπορεί να γίνη η ένωσις. Θα γίνη ένα σύστημα νομικώς και τυπικώς ισχύον, ένα σύστημα όμως που δεν θα έχη καμμία σχέσι με την Εκκλησία του Χριστού, έστω και αν όλα τα εξωτερικά φαινόμενα το κάνουν να μοιάζη με την Εκκλησία. Ο «Θεός ου μυκτηρίζεται». 


Όταν δεν υπάρχουν στους ανθρώπους οι προϋποθέσεις της Παρουσίας Του, ο Θεός δεν έρχεται στους ανθρώπους. Η Εκκλησία του Χριστού δεν ήταν ποτέ ένα σύστημα ανθρώπινο. Η Εκκλησία γεννήθηκε, δεν κατασκευάσθηκε. Οι συζητήσεις των ανθρώπων μπορούν να κατασκευάσουν κάτι και να του δώσουν το όνομα «Εκκλησία». Αυτό όμως το κατασκεύασμα θα είναι κάτι χωρίς ζωή. Η ζωντανή Εκκλησία δεν θα έχη καμμία σχέσι μ’ αυτό. Θα υπάρχη κάπου μακριά απ’ όλα αυτά τα κατασκευάσματα, αναλλοίωτη, γεμάτη αλήθεια και φώς, ανόθευτη από το ψέμα των συμβιβασμών, με το Πνεύμα το Άγιον να φέγγη τα βήματά της και να την περιβάλλη σαν το φώς του ηλίου, οδηγώντας την «εις πάσαν την αλήθειαν». Το πόσοι θα είναι οι πραγματικοί Χριστιανοί δεν έχει καμμία σημασία, ακόμη και αν μετρούνται στα δάκτυλα της μιας χειρός. Αυτοί θα είναι οι συνεχισταί της Παραδόσεως, την οποία δεν θα την έχουν μάθει απλώς, αλλά θα την έχουν ζήσει και θα τους έχη γίνει βίωμα. Οι Χριστιανοί ζούνε μέσα στην Παράδοσι σαν μέσα σ’ ένα στοιχείο, όπως τα ψάρια στό νερό. 


Όσοι πραγματικά ποθούν τον Θεό άς πάψουν να μιλούν για ένωσι των «Εκκλησιών». Η Εκκλησία δεν επιδέχεται ένωσι, γιατί ποτέ δεν διεσπάσθη. Οι άνθρωποι φεύγουν απ’ αυτήν, έστω και αν διατηρούν πολλά από τα εξωτερικά γνωρίσματά της. Όσοι αγαπούν τον Θεό άς επιστρέψουν στην Εκκλησία και άς ταπεινωθούν για να μπορέσουν να μπούν, γιατί στενή είναι η πύλη της και για να την περάση κανείς πρέπει να σκύψη βαθειά. Μέσα όμως στό χάος και την υποκρισία του σύγχρονου κόσμου δεν είναι εύκολο να διακρίνη κανείς την Εκκλησία του Χριστού και να την πλησιάση. Γιατί δεν αρκεί να ονομάζεται Ορθόδοξη μια Εκκλησία για να είναι και στην κυριολεξία. Η αποστασία δυστυχώς υπάρχει και κάτω από το τυπικώς ορθόδοξο ράσο, και κάτω από τους ορθόδοξους θόλους, και μέσα στον θρησκευτικό λαό. Αυτό εξ άλλου δεν είναι κάτι το καινούργιο^ το εγνώρισε η Εκκλησία από τα πρώτα της βήματα. Μόνο που τώρα έχει πάρει απίθανες διαστάσεις. Την Εκκλησία πρέπει να μάθουμε να την διακρίνουμε πίσω από τα φαινόμενα. Φαινομενικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικρατεί σήμερα η σύγχυσις και το χάος. 


Ο καθένας, εγγράμματος ή αγράμματος, πιστός ή άπιστος έχει και μια δική του εκδοχή για το τι είναι Ορθοδοξία ή Χριστιανισμός, και αυτή την εκδοχή την υποστηρίζει με φανατισμό. Μέσα σ’ αυτήν την τρικυμία είναι αδύνατον να βρής τον δρόμο σου χωρίς πυξίδα. Υπάρχει ένα κριτήριο αλάνθαστο: η συνέχεια της Παραδόσεως. Όπου η Παράδοσις διατηρείται ζωντανή και ανόθευτη, χωρίς διακοπή ή αλλοίωσι από τους χρόνους των Αποστόλων, όσοι πιστοί - επίσκοποι, πρεσβύτεροι ή λαϊκοί - ζούν και μεταδίδουν αυτήν την Παράδοσι, εκεί είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία και αυτοί αποτελούν το σώμα του Χριστού. Όλοι οι άλλοι - ιερείς ή λαϊκοί - που θέλουν να λέγωνται Ορθόδοξοι χωρίς να ακολουθούν την από αιώνων ζώσα Παράδοσι, είναι παρείσακτοι, είναι τα ζιζάνια μέσα στό χωράφι του Χριστού. Σήμερα τα ζιζάνια είναι πάρα πολλά και τα στάχια πολύ λίγα, όμως το χωράφι είναι χωράφι του Θεού και παρ’ όλη την ποικιλία των ζιζανίων, το σιτάρι παραμένει το ίδιο από γενεά σε γενεά, από σπορά σε σπορά, όπως εκείνο το πρώτο που φύτεψε, μέσα σ’ αυτό το ίδιο θεϊκό χωράφι, το Πνεύμα το Άγιο την ημέρα της Πεντηκοστής. 


Το σιτάρι και τα ζιζάνια έχουν το ίδιο χρώμα, και από μακριά δύσκολα μπορεί να τα ξεχωρίση κανείς, από κοντά όμως, όταν το σιτάρι το πλησιάσης, ξέρεις πώς είναι σιτάρι. Αυτή η ζώσα Παράδοσις δεν διεκόπη ποτέ, γιατί το στόμα του Χριστού υποσχέθηκε στην Εκκλησία ότι «και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», και το στόμα του Θεού δεν ψεύδεται. Άρα αυτοί που ψάχνουν να βρούν την Παράδοσι της Χριστιανικής Εκκλησίας των πρώτων αιώνων ή των αιώνων πρό του Σχίσματος για να την ακολουθήσουν, ομολογούν ότι έχουν χάσει την συνέχεια της Παραδόσεως, αλλά δεν πρόκειται πιά ποτέ να τη βρούν, όσο και αν προωθήσουν τις έρευνές τους. Γιατί η Παράδοσις είναι κάτι ζωνταντό και μεταδίδεται, όπως η ζωή, από ζωντανό σε ζωντανό. Δεν είναι κάτι που ανακαλύπτεται με επιστημονικές μελέτες, ούτε κάτι που μαθαίνεται εγκεφαλικά. 


Αυτά τα εκατομμύρια ζιζάνια που φύτρωσαν μέσα στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον τελευταίο καιρό έφεραν μαζί τους τόσο κοσμικό πνεύμα, που καμμία Ορθόδοξος Εκκλησία δεν μπόρεσε να κρατήση αναλλοίωτα τα εξωτερικά της γνωρίσματα. Ακόμη και οι Παλαιοημερολογίται που διετήρησαν τόσο καλή γραμμή στό ζήτημα του Ημερολογίου, στό θέμα της εικονογραφίας φέρουν ολοκάθαρα τα στίγματα της προδοσίας πρός την Παράδοσι, πράγμα που είναι αμάρτημα κοινό όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του τελευταίου αιώνος. Ευτυχώς, μέχρι σήμερα, όλες οι παρεκκλίσεις από την Παράδοσι που περιγράψαμε δεν έχουν αποκόψει τις Ορθόδοξες Εκκλησίες από την ρίζα τους. Το δέντρο παραμένει ζωντανό και ακμαίο, παρ’ όλα τα φτιασίδια που του έχουνε προσθέσει. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν έχουν ξεραθή, όπως έγινε με τις «Εκκλησίες» της Δύσεως. Λίγο αν τινάξης τη σκόνη που έρριξε το κοσμικό πνεύμα επάνω τους θα βρής τα δροσερά φύλλα της γνήσιας Παραδόσεως. Η Παράδοσις δεν έπαψε ποτέ να ζή και να ισχύη μέσα στον περίβολο της Ορθοδοξίας. Υπάρχουν ακόμη μοναχοί που ζούν τον ορθόδοξο Μοναχισμό. Υπάρχουν ακόμη γνήσιοι θεολόγοι που δεν έχουν νοθεύσει την αλήθεια, αλλά την κρατούν λαμπερή και ολοκάθαρη, μακριά από κάθε ξένη πρόσμιξι. 


Υπάρχουν ακόμη βυζαντινοί ψαλτάδες και γνήσιοι συνεχισταί της ορθοδόξου εικονογραφικής παραδόσεως. Υπάρχουν ακόμη ιερείς σαν τους παλιούς, αφοσιωμένοι στό ιερό τους λειτούργημα, που η συνεχής επαφή τους με τον Θεό, δεν τους αφήνει το στενοχωρεθούν από τα μακριά γένεια και τα μαύρα ράσα, αλλά τα κάνει να ακτινοβολούν αγιότητα. Υπάρχει ακόμη απλός λαός που αξιώνεται να δή θαύματα φοβερά. Η γνήσια Παράδοσις λοιπόν - η ζωή, τα βιώματα και η διδασκαλία των Αποστόλων και των αγίων Πατέρων όλων των εποχών, τα ίχνη αυτά των βημάτων του αγίου Πνεύματος μέσα στις καρδιές των Χριστιανών - υπάρχει και συνεχίζεται, ζωντανή ανάμεσα σε ζωντανούς, χωρίς καμμία διακοπή από τους αποστολικούς χρόνους. Υπάρχει μία συνεχής αρμονία σ’ όλες τις εκδηλώσεις των ορθοδόξων όλων των εποχών μέχρι σήμερα, γραπτές και άγραφες, και αυτός είναι ο χρυσούς κανών επάνω στον οποίον πρέπει ο καθένας να μετράη τις σκέψεις και τα έργα του για να βλέπη αν βρίσκεται μέσα ή έξω από τον χώρο της Ορθοδοξίας. Μπορεί τα φαινόμενα να δίνουν την εντύπωσι ότι έχει χαλάσει, ότι έχει διακοπή η συνέχεια, όμως λίγο αν σκάψη κανείς, την βλέπει να αναβλύζη και να δροσίζη αυτούς που την αποζητούν. Η Παράδοσις υπάρχει και θα υπάρχη μέχρι της συντελείας του αιώνος. 


Όμως κάθε μέρα που περνά κάνει και πιο δύσκολη την ανακάλυψί της. Κάθε μέρα που περνά, σωρεύει και περισσότερα φτιασίδια επάνω στό δέντρο της Ορθοδοξίας, έτσι που οι άνθρωποι τα χάνουν και δεν ξέρουν που είναι η αλήθεια. Κάποτε, αργά ή γρήγορα, κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς, οι «Εκκλησίες» και οι θρησκείες θα ενωθούν. Μέσα σ’ αυτό το χάος της ψευτιάς θα κινδυνεύσουν να χάσουν τον δρόμο τους ακόμη και οι εκλεκτοί. Θα είναι η εποχή του Αντιχρίστου. Πότε και πώς θα έλθη ο Αντίχριστος κανείς δεν μπορεί να το πή, και είναι άγνωστο πόσοι θα μπορέσουν να τον αναγνωρίσουν όταν θα έλθη. Γιατί θα έλθη σαν ευεργέτης της ανθρωπότητος. Προς το παρόν ένα πράγμα μπορεί να ειπωθή με βεβαιότητα:



όλες αυτές οι κινήσεις για ένωσι

στα κράτη και στις «Εκκλησίες»,

όλοι αυτοί οι συμβιβασμοί, 

όλη αυτή η σχηματιζομένη ομοιομορφία της ανθρωπότητος 

κάτω από τον οδοστρωτήρα του τεχνικού πολιτισμού, 

είναι το άνοιγμα του δρόμου για τον ερχομό του Αντίχριστου. 

Η εξέλιξις αυτή της ανθρωπότητος είναι, 

σύμφωνα με τα κριτήρια του κόσμου, 

θαυμασία. 

Με τα χριστιανικά όμως κριτήρια είναι εξέλιξις 

πρός την καταστροφή. 

Αυτό δεν εκπλήσσει ούτε φοβίζει τον Χριστιανό. 

Ξέρει ότι ο κόσμος έχει αυτοκαταδικαστή. 

Γι’ αυτό και ο Χριστός αρνήθηκε να προσευχηθή για τον κόσμο. 

«Ου περί του κόσμου ερωτώ». 

Ο άρχων του κόσμου είναι ο διάβολος 

και ο διάβολος «απ’ αρχής ήν ανθρωποκτόνος». 

Ο θάνατος θα βρή τον κόσμο 

στο αποκορύφωμα της «δόξης» του, 

στο αποκορύφωμα της οιήσεως, 

στην κορυφή του πύργου της Βαβέλ, 

όταν ο άνθρωπος θα βρίσκεται 

στό ζενίθ της προαιώνιας προσπαθείας του 

να γίνη θεός με τις ίδιες του δυνάμεις, 

μακριά από τον Θεό. 

Όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου 

θα βρή τον άνθρωπο 

σ’ όλη τη δόξα της εωσφορικής του μανίας.





Εκ του βιβλίου του Αλεξάνδρου Καλόμοιρου: ''ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ''. 
 Εκδόσεις ''Ζέφυρος'', Αθήνα 1964, σελίδες 20 - 23. 
Στην φωτογραφία της ανάρτησης, 
ο οσιακός Γέροντας π. Ευμένιος Λεμονής
από τους πρώτους Αγιορείτες πατέρες, 
που συνέδραμαν τον Ιερό Αγώνα των Ορθοδόξων του Πατρίου Ημερολογίου  
κατά της ημερολογιακής καινοτομίας. 
Ο αείμνηστος Γέρων, 
που τον είχαν δει να ίπταται εκ του εδάφους 
κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας. 
 Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ




Αλέξανδρος Καλόμοιρος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου