Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΩΖΟΝΤΟΣ




Στις ἡμέρες τοῦ ᾿Επισκόπου τῶν ῾Ιεροσολύμων ῾Αγίου Κυριακοῦ, 

ζοῦσε ἕνας πολύ ἐλεήμων ἄνθρωπος, 

ὀνόματι Σώζων. 

Περνώντας κάποια μέρα ἀπ᾿ τήν πλατεῖα τῆς πόλεως, 

βλέπει ἕνα φτωχό 

πού ἦταν γυμνός καί τουρτούριζε ἀπ᾿ τό κρύο. 

Τόν πόνεσε ἡ ψυχή του. 

῎Εβγαλε λοιπόν τό ἱμάτιό του καί τό ἔδωσε στόν φτωχό. 

Σέ λίγο ἐπέστρεψε σπίτι του. 

῏Ηταν σούρουπο καί ξάπλωσε νά κοιμηθεῖ. 

Βλέπει τότε στό ὄνειρό του, 

ὅτι βρέθηκε σ᾿ ἕνα θαυμαστό κῆπο πού φωτιζόταν μέ καθαρό ἄϋλο φῶς. 

Πλῆθος λουλούδια - ρόδα καί κρίνα - καί ψηλόκορμα δένδρα 

τόν στόλιζαν, 

πού ξέχυναν ἀπ᾿ τήν κορφή ὥς τίς ρίζες μιάν ὑπέροχη εὐωδία. 

Τά δένδρα ἦταν κατάφορτα μέ ὡραιότατους καρπούς, 

ὥστε τά κλαδιά τους ἔγερναν ὥς τή γῆ. 

Τό καθένα εἶχε ξεχωριστή ὀμορφιά. 

᾿Ανάμεσά τους πολυάριθμα πουλιά ἀπ᾿ ὅλα τά εἴδη 

καί τά χρώματα κελαηδοῦσαν μελωδικά. 


Τὸ κελάηδημά τους ἦταν τόσο θεϊκό, ὥστε νόμιζες ὅτι ἐρχόταν ἀπ᾿ τὸν οὐρανό. ῞Ολα τὰ δένδρα, τὰ φυτὰ καὶ τὰ λουλούδια κυμάτιζαν μὲ πολλὴ χάρη. Βλέποντας καὶ ἀκούγοντάς τα δοκίμαζε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀπερίγραπτη γλυκύτητα καὶ ἀνέκφραστη ἡδονή. Καθὼς παρατηροῦσε ἐκστατικός, ἔρχεται ἕνας νέος καὶ τοῦ λέει, «ἀκολούθησέ με». ῎Αρχισε νὰ βαδίζει πίσω του καὶ σὲ λίγο ἔφτασαν σ᾿ ἕνα χρυσοκάγκελο φράχτη. ῎Ερριξε τὸ βλέμμα του πέρα, ἀνάμεσα στὰ κενὰ ποὺ σχημάτιζαν τὰ χρυσᾶ κάγκελα καὶ εἶδε μιὰν αὐλὴ καὶ στὸ βάθος ἕνα θαυμάσιο παλάτι, ποὺ ἄστραφτε. Καθὼς κοιτοῦσε ὁ Σώζων, βγαίνουν ἀπ᾿ τὸ ἀνάκτορο δέκα ἕξι ἄνθρωποι φτερωτοί, ποὺ ἔλαμπαν σὰν τὸν ἢλιο. 


Μετέφεραν ἀνὰ τέσσερις ἀπὸ ἕνα χρυσοστόλιστο κιβώτιο. Καθὼς διέσχιζαν τὸ παραμυθένιο ἐκεῖνο προαύλιο οἱ ῎Αγγελοι αὐτοὶ τοῦ Θεοῦ, ὁ Σώζων κατάλαβε ὅτι κατευθύνονταν πρὸς αὐτόν. Μόλις πλησίασαν στὰ χρυσᾶ κάγκελα, ἀκριβῶς ἀπέναντί του, στάθηκαν, κατέβα- σαν τὰ κιβώτια ἀπ᾿ τοὺς ὤμους καὶ τὰ ἀκούμπησαν στὴ γῆ. Φαίνονταν τώρα σὰν νὰ περίμεναν κάποιον μεγάλο νὰ ἔρθει. Καὶ πράγματι, σὲ λίγο βλέπει ὁ Σώζων νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τ᾿ ἀνάκτορα ἕνας πανέμορφος ἄνδρας καὶ νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος τῶν ᾿Αγγέλων. 


᾿Ανοῖξτε τὰ κιβώτια», τοὺς διέταξε, «καὶ δεῖξτε σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τὶ τοῦ φυλάω γιὰ τὸ ἱμάτιο ποὺ μοῦ δάνεισε πρὸ ὀλίγου διὰ μέσου τοῦ φτωχοῦ». ᾿Αμέσως ἄνοιξαν τὸ ἕνα χρυσὸ κιβώτιο καὶ ἄρχισαν νὰ βγάζουν χιτῶνες καὶ ἱμάτια βασιλικά, ἄλλα κατάλευκα κι ἄλλα πλουμιστά, ὅλα πανέμορφα. Τὰ ἅπλωσαν μπροστά του, ρωτώντας τον: — Σοῦ ἀρέσουν, Σώζων; Καὶ ἐκεῖνος εἶπε μὲ δέος: — Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ δῶ, οὔτε τὴ σκιά τους! Συνέχιζαν ὡστόσο νὰ τοῦ δείχνουν λαμπρούς, καταστόλιστους καὶ ὁλόχρυσους χιτῶνες, ὥσπου ἀνέβηκε ὁ ἀριθμός τους στοὺς χίλιους. 


῞Οταν πιὰ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος τῶν ᾿Αγγέλων τοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβει, τὶ σημαίνει τὸ «ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει», τοῦ εἶπε: — Βλέπεις, Σώζων, πόσα ἀγαθὰ σοῦ ἑτοίμασα, ἐπειδὴ μὲ εἶδες γυμνὸ καὶ μὲ σπλαγχνίσθηκες καὶ μ᾿ ἔντυσες; Πήγαινε λοιπὸν καὶ συνέχισε νὰ κάνεις τὸ ἴδιο. ῎


Αν δώσεις στὸν φτωχὸ ἕνα ἱμάτιο, ἐγὼ θὰ σοῦ ἑτοιμάσω ἑκατονταπλάσια. ᾿Ακούγοντας αὐτὰ ὁ Σώζων ρώτησε μὲ δέος, ἀλλὰ καὶ μὲ χαρὰ τὸν Κύριο: — Κύριέ μου, τὸ ἴδιο θὰ κάνεις καὶ σ᾿ ὅλους ὅσοι βοηθοῦν τοὺς φτωχούς; Τοὺς φυλᾶς ἑκατονταπλάσια ἀγαθὰ καὶ τὴν αἰώνια ζωή;



Κι ᾿Εκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: 

— ῞Οποιος θά θυσιάσει σπίτια ἤ χωράφια ἤ πλούτη 

ἤ δόξα ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφές ἤ γυναῖκα 

ἤ παιδιά ἤ ὁποιοδήποτε ἀγαθό τῆς γῆς, 

«ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει». 

Γι᾿ αὐτό, 

ποτέ μή μετανοιώσεις γιά μιά σου ἐλεημοσύνη 

ἐξευτελίζοντας τόν φτωχό, 

πού τοῦ ἔδωσες κάτι! 

Μή τυχόν, 

ἀντί γιά ἀνταμοιβή, πάθης διπλῆ ζημιά. 

Διότι αὐτός πού κάνει ἕνα καλό κι ἔπειτα μετανοιώνει 

ἤ ἐξευτελίζει τόν φτωχό, 

χάνει καί τόν μισθό του, 

ἀλλά βρίσκεται καί ἔνοχος τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. 

῞Υστερα ἀπό αὐτά τά λόγια 

ὁ Σώζων ξύπνησε γεμάτος θαυμασμό γιά τό ὅραμα. 

Σηκώθηκε ἀμέσως ἀπ᾿ τό κρεββάτι του 

καί ἔδωσε καί τό ἄλλο του ἱμάτιο σέ κάποιον πού ἤξερε 

πώς τό εἶχε ἀνάγκη. 

Τήν νύχτα βλέπει πάλι τό ἴδιο ὅραμα καί τό πρωΐ, 

χωρίς καθυστέρηση, 

μοίρασε ὅλη του τήν περιουσία, 

ἀπαρνήθηκε τόν κόσμο καί ἔγινε ἕνας θαυμάσιος Μοναχός. 





Εκ του περιοδικού «῞Αγιος Κυπριανός», ἀριθ. 258, ᾿Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1994, σελ. 215-216. 
Επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. 
H φωτογραφία της ανάρτησης είναι παρμένη από την Σελίδα του f.b. ''Ιερά Μονή Εσφιγμένου''.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου