Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ




- Γέροντα, προηγουμένως, μου μιλήσατε για τον Γέροντα Μισαήλ. 

Πείτε κάτι περισσότερο, αν δεν είσθε κουρασμένος. 

 - Ναι, κόρη. 

Εγώ πολλά ωφελήθηκα από εκείνον. 

Πάντα με ευγνωμοσύνη τον ενθυμούμαι. 

Ιδίως από την αγάπη του διά την ησυχία και διά την προσευχή. 

Είχε μεγάλο πόθο μέσα του δια την προσευχή. 

Όλος φλόγα. 

Αλλού δεν το είδα αυτό. 

Η προσευχή του τον αναβίβαζε εις τον ουρανό. 

Αγαπούσε πολύ και επιμελείτο την κατανυκτική προσευχή. 

Τον βλέπαμε, τακτικά απεμακρύνετο, 

έφευγε σε μακρινά εξωκκλήσια ή μοναστήρια 

και γύριζε το βράδυ ή την άλλη μέρα ή και αργότερα.


Ήταν έγγαμος, αλλά δεν ήταν με την γυναίκα του. Αδέλφια ήταν ("Σ": δηλ. δεν είχαν ερωτικές σχέσεις). Πήγαινε, δούλευε στα χωράφια, τους βοηθούσε, άλλα έφευγε. Μόνος του έμενε ή στα εξωκκλήσια. Συνάφειες με κόσμο δεν είχε. Δεν μιλούσε εύκολα. Μόνος του δούλευε και μετά έφευγε. Εγώ τον είχα καταλάβει, αν και μικρός ήμουν, και συχνά τον πλησίαζα ή πήγαινα μαζί του. Πολλές φορές, στην εκκλησία που εκκλησιαζόμασταν, εκείνος έμενε έξω, δηλαδή μπροστά στον κυρίως ναό, κοντά στους ψαλτάδες, σε μια κολώνα, όχι μέσα στο ιερό. 


Και όταν έφθανε ο παπάς στο «εξαιρέτως» κλπ., σιγά-σιγά έβγαινε έξω, τον χάναμε. Και μετά ή τον βλέπαμε πάλιν στο τέλος ή και καθόλου. Μια φορά ενθυμούμαι, κάποιες γυναίκες το είχαν προσέξει και συμφώνησαν, όταν φύγει, με τρόπο και αυτές να βγουν, να τον παρακολουθήσουν πού υπάγει και να δουν, τι έκανε. Πράγματι μια Κυριακή, μόλις τον είδαν, που με σκυφτό το κεφάλι σιγά-σιγά βγήκε έξω, με προσοχή τον ακολούθησαν από μακριά. Τον είδαν ότι πήγε σ ένα ερημοκκλήσι μέσα εις ένα βράχο. Σε λίγο πήγαν και εκείνες και έβαλαν τ' αυτί τους στη πόρτα ν' ακούσουν. Εκείνος δεν έβλεπε πίσω τι γινόταν, ούτε, ότι τον ακολούθησαν. 


Έλεγε λοιπόν μέσα δυνατά, διάφορα λόγια δικά του, προσευχές με φωνή δυνατή, με κλάματα. Κλαυθμούς, οδυρμούς, λόγια πού τα έπνιγε ο λυγμός του. Αυτό κράτησε αρκετή ώρα. Μετά από λίγο εκείνος, μόλις τελείωσε, ξαφνικά άνοιξε την πόρτα για να επιστρέψει και όταν τις είδε, θύμωσε και έφυγε. Τότε οι γυναίκες ζήλεψαν. Είχαν μεγάλη ευλάβεια και είπαν την άλλη μέρα: «Μόνο αυτόν ακούει ό Θεός. Να δοκιμάσουμε και εμείς μία ήμερα να προσευχηθούμε, όπως εκείνος». Αλλά να δεις, κόρη, το θαύμα. Μία ημέρα φανερώθηκε ένας καλόγηρος εις τον Μισαήλ και του λέγει: «Μισαήλ, αυτές τις γυναίκες που έρχονται εις την εκκλησία και σε ακολούθησαν, να τες καλέσεις εις ένα μεγάλο σπίτι, εις το τάδε (ένα που ήταν κατάλληλο, μεγάλο και κάπως υπόγειο). 


Κάλεσε και όποιον θέλεις εσύ. Μόνον αντίθετα πρόσωπα να μη είναι και θα έλθω και εγώ να σας διδάξω την κατανυκτική προσευχή». Ο ίδιος, λοιπόν ο Μισαήλ, που τόσον καιρό δεν τούς έδειχνε και δεν μιλούσε, τες κάλεσε και αυτές και έμενα και άλλους. Αντίθετοι δεν ήσαν, δηλαδή που δεν είχαν ευσέβεια και αγάπη διά την προσευχή. Εκάθησαν όλοι και σε λίγο ήλθε και ο καλόγηρος και έκαμε κατανυκτική προσευχή. Τα λόγια που έλεγε και τα δάκρυα πού έχυνε, έκαμαν και εμάς όλους να κλαίγομεν. 


Απλά λόγια, τα 'βγάλε απ' την καρδιά του, και φανέρωναν πόθο, αγάπη προς τον Θεό. Μετά την κατανυκτική προσευχή, που κράτησε σχεδόν ύλη την νύκτα έστρωσαν, και όλοι σαν τα πρόβατα εδώ και εκεί στα δωμάτια εκείνα κοιμηθήκαμε. Στην Ανατολή ήταν μεγάλα τα δωμάτια, αλλά και οι άνθρωποι τότε με σέβας και καθαρότητα, πράγματι σαν τα πρόβατα. Τρεις νύχτες έγιναν αυτό, δηλαδή ο καλόγηρος δίδαξε την προσευχή, την κατανυκτική. 


Την τρίτη νύκτα, μπροστά μας, μόλις τελείωσε, έγιναν άφαντος ο καλόγηρος! Από τότε ο Μισαήλ έδέχετο να πηγαίνουν εις τες εκκλησίες ή τα σπίτια όπου προσηύχετο και οι άλλοι, διά να κάμνουν την κατανυκτική προσευχή. Συχνά πήγαιναν και νεόνυμφες, των οποίων οι άνδρες έλειπαν, έμπορεύοντο κλπ., ντυμένες με παλαιά και με μαύρα, διά να μη γνωρισθούν. 



Αν τούς άκουγε κανείς κόρη, 

που δεν γνωρίζει από πνευματικά, 

που δεν έχει νοιώσει πολλή αγάπη για τον Χριστόν μας, 

θα νόμιζε, 

ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί. 

Κι όμως, 

αυτά που λέγανε με τέτοιον τρόπο, 

ήτο διότι με πολλή αγάπη τα έλεγον και εθεώρουν, 

όπως δίδαξε ο καλόγηρος εκείνος που ήτο άγγελος ή άγιος, 

ήτο, ως να έβλεπαν τον πατέρα τους τον Θεό εκείνη την ώραν 

και ήθελαν να Του τα πουν όλα, 

όπως το παιδί λέγει τα παράπονά του, 

τις επιθυμίες του και τα θελήματα του εις την μητέρα του.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. 
Εκ του βιβλίου της  Σωτηρίας Νούση ''Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ 1883 - 1966'', Ζ' έκδοσις, Φεβρουάριος 2010.


Όσιος Ιερώνυμος της Αίγινας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου