ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΛΟΥΒΑΡΗΣ, Ο ΤΕΚΤΩΝ, Ο ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΤΗΣ
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ένα μόνο μικρό απόσπασμα
από πρόσφατη εργασία του μοναχού Σεραφείμ Ζήση, με θέμα
''Μερικές προκαταρκτικές σημειώσεις περί της επιδράσεως του Ελευθεροτεκτονισμού επί του πρωίμου ελληνικού Οικουμενισμού''.
Πολλά από τα στοιχεία που αποδεινύουν την τεκτονική ταυτότητα
Οικουμενικών Πατριαρχών από τον Ιωακείμ τον Γ΄, τον Μελέτιο Μεταξάκη μέχρι και τον ''διαπρεπέστατο'' Αθηναγόρα Σπύρου
είναι γνωστά από χρόνια.
Ωστόσο ο μελετητής του πονήματος αυτού συμπληρώνει νέα στοιχεία
που συνθέτουν το παζλ της Τεκτονικής ''καταγωγής'' του νεότευκτου τότε Οικουμενισμού
και της ολικής σύσμιξής του με την μπουρζουαζίστικη Μασωνία
της Κων/πολης και ειδικότερα με την γνωστή Στοά ''Πρόοδος''.
Στην πρώτη μας ανάρτηση ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄(φωτογραφία).
Θα ακολουθήσει ο τεκτονικός βίος του Μελετίου Μεταξάκη,
γνωστού και ως Σχίστη της Εκκλησίας
καθώς και γνωστών θεολόγων της Κων/πολίτικης Πατριαρχικής Αυλής.
Ολόκληρη την εργασία μπορείτε να την διαβάσετε ΕΔΩ.
Τίτλος, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Νικόλαος Λούβαρις, Καθηγητής τῆς Θεολογίας (1887-1961).
Θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπό τούς σπουδαιοτέρους στοχαστές τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος[42].
Ἡ ἐλευθεροτεκτονική του ἰδιότητα ἐπιβεβαιώνεται ἀπό μία σειρά ἐγκρίτων μασονικῶν ἐκδόσεων[43].
Ὁ Νικόλαος Λούβαρις ἦταν ἀκόμη ἕνα ἀπό τά ἱδρυτικά μέλη μιᾶς ἑταιρείας πνευματιστῶν,
πού ὀνομαζόταν Ἐπιτροπή Μελέτης Μεταψυχικῶν Φαινομένων[44],
πρᾶγμα κάπως φυσικό βέβαια, ἄν ἀναλογισθεῖ κανείς
ὅτι ἡ ἱδρύτρια τῆς συγχρόνου Θεοσοφίας, ἡ Ἕλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ
καί ἀρκετοί ἄλλοι Θεοσοφιστές νωρίς στό πνευματικό τους ἐγχείρημα,
δραστηριοποιήθηκαν ὡς πνευματιστές καί διάμεσοι (mediums)[45].
Ὁ Καθηγητής Λούβαρις, μεταξύ ἄλλων ἔργων του, ὑπῆρξε
ἐπόπτης ἐκδόσεως ἑνός θεμελιώδους ἔργου τοῦ ἀποκρυφισμοῦ τοῦ 20οῦ αἰ.,
''Οἱ Μεγάλοι Μύσται'',
πού συνετέθη ἀπό τόν Γάλλο συγγραφέα καί πρώην Θεοσοφιστή Ἐδουᾶρδο Συρέ (1841-1929),
ἕναν Ἑωσφοριστή καί ἀφοσιωμένο μαθητή τοῦ Γερμανοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Ἀνθρωποσοφίας,
Ροῦντολφ Στάινερ (πρώην Ροδοσταύρου· ὁ Στάινερ ἐπαίνεσε τό θεατρικό ἔργο τοῦ ΣυρέΤά τέκνα τοῦ Ἑωσφόρου[46]).
Στό συλλογικό αὐτό ἔργο (τῶν Ἐδ. Συρέ, Κ. Πόττερ, Κ. Μιμίκου, Ρ. Ρόλλαντ. Λ. Φίσσερ, Φούνκ καί Μπρεντάνο)
οἱ ἱδρυτές ὅλων τῶν θρησκειῶν συλλήβδην ὀνομάζονται «μύστες»
(οὔτε κἄν «μυητές»)
καί τίθενται στόν ἴδιο παρονομαστή,
σάν νά ἦσαν νόμιμοι ἐκφραστές μιᾶς κοινῆς, παγκοσμίου, θρησκευτικῆς πνευματικότητος.
Ἄν καί ὁ Λούβαρις ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τόν τρόπο πού στό βιβλίο αὐτό ἐκτίθεται ἡ ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τούς Ἐδ. Συρέ καί Κ.Φ. Πόττερ[47], δέν κάνει τό ἴδιο ὡς πρός τήν διήγηση τήν σχετική μέ τόν Μωυσῆ, μέσα στήν ὁποία ὁ Κ.Φ. Πόττερ εἰσήγαγε πολλά ἀποκρυφιστικά στοιχεῖα, ἀποδίδοντας μαγικές δυνάμεις στόν Μωυσῆ καί τόν Ἀαρών καί διαζωγραφώντας τήν μωσαϊκή θρησκεία ὡς ἕνα βελτιωμένο ἀμάλγαμα πρωτογόνων, βαρβαρικῶν ἐθίμων καί δεισιδαιμονιῶν[48].
Ὁ Λούβαρις ἐπίσης προλόγισε ἕνα ἀκόμη ἀπό τά ἔργα τοῦ Συρέ, Ἀπό τήν Σφίγγα στόν Χριστό· μία ἀπόκρυφη ἱστορία, ὅπου ὁ συγγραφεύς ἐπαινεῖ τήν συμβολή τοῦ Ἑωσφόρου στήν ἀνθρώπινη καί συμπαντική ἐξέλιξη. Γράφει ὁ Συρέ: «Στήν ἰουδαιο-χριστιανική παράδοση ἡ πάλη στόν οὐρανό καλεῖται “Πτώση τοῦ Ἑωσφόρου”. Αὐτό τό γεγονός, πού προηγήθηκε καί προκάλεσε τήν δημιουργία τῆς Γῆς, δέν ὑπῆρξε ἕνα τυχαῖο περιστατικό. Ἀποτελοῦσε μέρος τοῦ θείου σχεδίου, ἀλλά ἡ ἀπόφαση γι΄ αὐτό ἀφέθηκε στήν πρωτοβουλία τῶν Δυνάμεων [...] Ὁ Ἑωσφόρος δέν εἶναι ὁ Σατανᾶς, τό Πνεῦμα τοῦ κακοῦ, ὅπως τόν παρέστησε ἡ ὀρθόδοξη καί λαϊκή παράδοση [...]
Θά δοῦμε ἀργότερα γιατί ὁ Ἑωσφόρος, Πνεῦμα τῆς Γνώσεως καί τῆς ἐλεύθερης Ἀτομικότητας, ἦταν ἐξ ἴσου ἀναγκαῖος στόν κόσμο, ὅσο καί ὁ Χριστός, Πνεῦμα τῆς Ἀγάπης καί τῆς Θυσίας· πῶς ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ἐξέλιξη προκύπτει ἀπό τόν ἀνταγωνισμό τους· πῶς, τέλος, ἡ τελική καί ἀνώτερη ἁρμονία τους ὀφείλει νά ἐπιστέψει τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στήν θεότητα»[49]. Παρά ταῦτα, στόν πρόλογό του σέ αὐτό τό ἴδιο βιβλίο ὁ Καθηγητής Λούβαρις ὁμιλεῖ περί τοῦ Ἐδουάρδου Συρέ, ὡς περί ἑνός «ἐμπνευσμένου κήρυκα τοῦ ὑπερπέραν [...] συμπαθοῦς φιλοσόφου καί ποιητοῦ [...] ἐκλεκτοῦ ραψῳδοῦ τῆς ποιήσεως καί τῆς λυτρώσεως, ἐνθουσιώδους ἑρμηνευτοῦ τῆς μεγάλης νοσταλγίας τῆς ἀνθρωπότητος»[50].
Ὁ Καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις ὑπερασπίσθηκε μέ ἔνθερμο ζῆλο τήν εἰσαγωγή τῶν θρησκειολογικῶν σπουδῶν, ἰδιαιτέρως τῆς ψυχολογίας τῆς θρησκείας, στό πρόγραμμα τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Ἑλλάδος[51] · εἶναι ἐμφανές στά γραπτά του ὅτι ὑπερασπιζόμενος τήν θρησκεία ἐπέλεξε νά χρησιμοποιήσει τίς θρησκευτικές σπουδές καί τήν ψυχολογία τῆς θρησκείας ἀντί γιά τά δόγματα καί τίς πατερικές διδασκαλίες. Εἶχε τήν πρόθεση νά ἐπιδείξει μέ ἕνα ἐπιστημονικῶς ἀποδεκτό τρόπο τόν παγκόσμιο χαρακτήρα τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου καί, συνεπῶς, τό ὀντολογικό του ἔμφυτον στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη· ἡ πρόθεσή του φανερῶς ἦταν νά ἐπιτεθεῖ στόν θετικισμό.
Ὡστόσο, αὐτή ἡ ἐκ μέρους τοῦ Λούβαρι ἄνευ διακρίσεως ἐξύψωση τοῦθρησκευτικοῦ φαινομένου (τό ὁποῖο φανερώνεται σέ διάφορες μορφές τοῦ μυστικισμοῦ), ἀλλά ἀνεξαρτήτως ἀπό ὁμολογιακές ἐντάξεις, κατά φυσικό λόγο θόλωνε τήν διάκριση μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως· σημείωνε: «Εἶναι ἀληθές ὅτι τήν χρήση τῆς ψυχολογίας στήν Θεολογία καί ἰδιαιτέρως τόν ὑπερτονισμό τῆς γνώσεως τῶν ψυχολογικῶν τύπων καί τῆς ποικιλίας τῶν θρησκευτικῶν τους ἐκδηλώσεων, τήν καυτηριάζουν πολλοί ὡς ὑπερβολή, ὡς ψυχολογιαρχία, ὡς μονομερῆ θεώρηση θρησκευτικῶν φαινομένων μόνον ἀπό τήν ὑποκειμενική, τήν ψυχολογική τους πλευρά. Αὐτό τό κάνει κυρίως ἡ διαλεκτική θεολογία. Παραβλέπει, ὅμως, ὅτι οἱ διαφορές τῆς θρησκευτικότητος εἶναι καί αὐτές ἔργο τοῦ Θεοῦ, καθώς καί τό ὅτι ἡ παραμέληση τῆς γνώσεως τῶν ψυχολογικῶν τύπων και τῆς ποικιλίας τῆς θρησκευτικῆς τους ἐκφράσεως ὁδηγεῖ σέ ἀκρότητες, ἄν καί [ἀκρότητες] ἀντίθετες ἀπό ἐκεῖνες πού προέρχονται ὡς ἀπειλή ἀπό τήν ψυχολογιαρχία»[52].
Μεταξύ τῶν πηγῶν πού χρησιμοποιεῖ ἡ ψυχολογία τῆς θρησκείας, ὁ Καθηγητής Λούβαρις ἀπαριθμεῖ: «τέταρτον, βιογραφίες ὑπέροχων θρησκευτικῶν φυσιογνωμιῶν, τῆς ποιότητος ἐκείνων πού ἔχουμε στά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στόν βίο τοῦ Πλωτίνου, τοῦ Πορφυρίου, στίς πηγές τοῦ βίου τοῦ Βούδδα, στήν ἁγιολογία τοῦ μεσαίωνος»[53]. Ἡ λυδία λίθος τοῦ Λούβαρι γιά τήν ἀποτίμηση τῶν θρησκευτικῶν φαινομένων δέν εἶναι τό πηδάλιον τοῦ πατερικοῦ «νοῦ», ἀλλά ... ἡ μοντέρνα ψυχολογία(!):
Ἔπειτα, ἐμπρός στήν ἱστορική θεολογία παρουσιάζεται μέγας πλοῦτος ἀπό ψυχικά γεγονότα καί φαινόμενα τῆς ἐσωτερικῆς ἐμπειρίας, ὄνειρα, ὁράσεις, προφητεῖες, ἀσκητικές κινήσεις, αἱρέσεις, μορφές ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος. Ἡ γνώση τῆς ψυχολογίας τῆς θρησκείας καί, κατά συνέπεια, τῆς ἐσωτερικῆς νομοτέλειας τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς συμβάλλει στήν διάγνωση τῆς φύσεώς τους, τῶν ἐλατηρίων καί σκοπῶν τους, τά καθιστᾷ ἔτσι ἐρευνήσιμα ἀπό μέσα, καί προφυλλάττει ἀπό τόν κίνδυνο τῆς παραμελήσεώς τους, ἐπειδή δῆθεν εἶναι φαινόμενα μή ἐπιδεκτικά λογικῆς»[54].
Δέν μπορεῖ κανείς νά μή παρατηρήσει τό
ὅτι ἡ ἱδρύτρια τῆς μοντέρνας Θεοσοφίας, Ἕλενα Π. Μπλαβάτσκυ,
ἐπίσης ἀντιλαμβανόταν τήν ψυχολογία,
ὡς ὄργανο γιά τήν ἀπομύθευση καί ἐπανεκτίμηση τῶν θρησκευτικῶν ἀληθειῶν:
«... ἡ διαφορά στά σύμβολα Πίστεως καί τήν θρησκευτική πρακτική ἦταν μόνον ἐξωτερική [...]
Ἀπόκεινται στήν φιλολογία καί τήν ψυχολογία νά βροῦν τό τέρμα τοῦ νήματος.
Ὅταν θά ἔχει γίνει αὐτό, τότε θά ἐπιβεβαιωθεῖ ὅτι,
χαλαρώνοντας μία μεμονωμένη θηλειά τῶν παλαιῶν θρησκευτικῶν συστημάτων,
ἡ ἁλυσίδα τοῦ μυστηρίου μπορεῖ νά ξεμπερδευθεῖ»[55].
Ἡ οἰκουμενιστική παρακαταθήκη τοῦ Λούβαρη ἔχει συνεχισθεῖ ἀπό τόν ἀγαπητό του μαθητή,
Καθηγητή Εὐάγγελο Θεοδώρου (1921 -), ἐκ τῆς ἐμπροσθοφυλακῆς τοῦ ἑλληνικοῦ Οἰκουμενισμοῦ·
νομίζω, ὅτι εἶναι ἀρκετά χαρακτηριστικό
ὅτι ὁ Καθηγητής Θεοδώρου (ἀνεπιγνώστως, ἐλπίζω)
ἔχει κατά καιρούς προβάλει νεο-εποχικές συλλήψεις καί συνθήματα,
ὅπως ἐπί παραδείγματι τό «ἑνότητα μέσα στήν ποικιλότητα»[56],
τά ὁποῖα γιά πρώτη φορά εἰσήχθησαν στή Δύση
ἀπό τήν Ἕ. Π. Μπλαβάτσκυ καί τούς πνευματικούς ἐπιγόνους της[57].
(Συνεχίζεται)
Mοναχός Σεραφείμ Ζήσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου