Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΙΝΕΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΑΤΙ




του Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.


Συγκλονίσθηκε ἡ Ἑλλάδα ἀλλά καί ἡ παγκόσμια κοινή γνώμη ἀπό τίς φονικές πυρκαγιές πού ἔπληξαν τήν Ἀττική στό ἀνατολικό καί δυτικό μέρος της, στό Μάτι τοῦ Μαραθώνα καί τῆς Ραφήνας καί στήν Κινέτα κοντά στά Μέγαρα στίς 23 Ἰουλίου, ἡμέρα Δευτέρα. Ὀγδόντα πέντε (85) νεκροί ἔχουν προσμετρηθῆ μέχρι τώρα καί ἑκατοντάδες τραυματίες καί ἀγνοούμενοι. Μέσα σέ ἐλάχιστη ὥρα πανέμορφοι σέ φυσικό κάλλος τόποι μετατράπηκαν σέ κόλαση φωτιᾶς καί καψαλισμένα ἐρείπια. Ἔκδηλη ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀλαζόνα καί ὑπερήφανου ἀνθρώπου, πού καυχᾶται γιά τά ἐπιτεύγματά του, νά μετρηθεῖ μέ τίς φυσικές δυνάμεις πού βρίσκονται μόνο κάτω ἀπό τόν ἔλεγχο τῆς πανσθενοῦς καί ἀκαταμάχητης δύναμης τοῦ Θεοῦ. 


σύμμετρη ἀπειλή ἀποφάνθηκαν οἱ ἐπίσημοι τῆς γιά πρώτη φορά ἄθεης ἀριστερῆς κυβέρνησης τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλά καί ἀσύμμετρη ἀποστασία ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εὐεργετικά καί καθαρτικά μᾶς προειδοποιεῖ γιά τά πολύ χειρότερα, ἄν δέν ἀλλάξουμε πορεία. Ἄν ἐξακολουθήσουμε νά προσβάλλουμε τόν Θεό, νά διώχνουμε τόν Θεό, καί νά ἀθετοῦμε τίς ἐντολές του, μέ τόν συγκρητισμό τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τόν Σοδομισμό τῆς Ὁμοφυλοφιλίας· μέ μία ἁλωμένη, ἀλλοιωμένη καί ὑποδουλωμένη ἐκκλησιαστική ἡγεσία, πού συμμαχεῖ καί συμπορεύεται μέ τίς ἀντίθεες δυνάμεις, χωρίς προφητικό παλμό, ἀποστολική καί πατερική παρρησία.

ταν πολύ χειρότερη θεομηνία τό τσουνάμι πού ἔπληξε τίς παραθαλάσσιες περιοχές τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας τό πρωΐ τῆς 26ης Δεκεμβρίου τοῦ 2004, δεύτερη ἡμέρα Χριστουγέννων. Ἑκατοντάδες χιλιάδων οἱ νεκροί, ξεπέρασαν τίς 300.000, καί ἀμέτρητες οἱ ὑλικές ζημίες, μπροστά στά ὁποῖα οἱ δικές μας πυρκαγιές μοιάζουν μέ προειδοποιητικό χαστουκάκι. 
Πολλοί ἀναλυτές τότε καί τώρα οὔτε σκέφθηκαν νά ἀνιχνεύσουν τήν πνευματική διάσταση τῶν φονικῶν καταστροφῶν, τήν μεταφυσική τους αἰτία, καί εἰρωνεύονται ὅσους ἀναζητοῦν καί ψάχνουν τό γιατί ἐπιτρέπει ὁ Θεός αὐτές τίς φυσικές ἀκαταστασίες καί καταστροφές, ἐνῶ εἶναι ὁλοφάνερη ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων περί τοῦ ὅτι τό φυσικό κακό προέρχεται ἀπό τό ἠθικό κακό εἰς ὅλες του τίς διαστάσεις, ὅτι τό οἰκολογικό πρόβλημα εἶναι πνευματικό πρόβλημα. 


χουμε ἀρθρογραφήσει πολλές φορές καί ἔχουμε ὁμιλήσει περισσότερες γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι». Ἰδιαίτερα μετά τό τσουνάμιτοῦ 2004 γράψαμε ἕνα ἄρθρο μέ τίτλο «Εὐεργετικό καί καθαρτικό τό τσουνάμι» καί ὑπότιτλο «Εὐθύνεται ὁ Θεός γιά τίς φυσικές καταστροφές;». Τό ἄρθρο αὐτό, πού μεταφράσθηκε καί σέ ἄλλες γλῶσσες, βραβεύθηκε στήν Ρωσία ὡς ἡ καλύτερη θεολογική μελέτη τοῦ 2005. Τό ἀναδημοσιεύουμε στή συνέχεια ὄχι γιά τήν δική μας ὑστεροφημία, τήν ὁποία καθόλου δέν ὑπολογίζουμε, ἀλλά γιατί ἴσως προβληματίσει κάποιους πιστούς καί ἀφυπνίσει ὄχι τούς στρατευμένους, ἀλλά τούς κοιμωμένους ἐκ-κλησιαστικούς ἡγέτες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καί λαϊκούς θεολόγους μέ τόν ὑποστηρικτικό ρόλο τῶν πυρκαγιῶν πού μᾶς ἔπληξαν εὐεργετικά καίκαθαρτικά.



ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΤΙΚΟ ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ


Εὐθύνεται ὁ Θεός γιά τίς φυσικές καταστροφές; Ἡ Mεταφυσική διάσταση τῆς καταστροφῆς καί ὁ σαρκασμός τῶν ἀθέων. Ἦταν συγκλονιστική πράγματι ἡ καταστροφή πού προκλήθηκε ἀπό τόν μεγάλο σεισμό καί τό φονικό θαλάσ­σιο κῦμα στίς χῶρες τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας. Ἀπό πολλούς χαρακτηρίσθηκε ὀρθῶς ὡς βιβλική καταστροφή, ἁπλῶς ὅμως γιά τό μέγεθός της καί ὄχι γιατί ἑρμηνεύθηκε κατά τό πνεῦμα ἀλλά καί κατά τό γράμμα τῆς Βίβλου. Πολλοί ἀναλυτές ἀπό τό χῶρο τῆς ἄθεης διανόησης καί δημοσιογραφίας ἔσπευσαν νά εἰρωνευθοῦν ὅσους πιστούς καί εὐσεβεῖς θά τολμοῦσαν νά προσδώσουν μεταφυσική ἤ καλύτερα πνευματική διάσταση στό συμβάν καί νά τό ἑρμηνεύσουν ὡς ὀφειλόμενο στήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. 


Στηριζόμενοι μάλιστα στή δύναμη τῆς «θετικῆς» καί «ὀρθολογιστικῆς» τους σκέψης καί αὐτάρκειας, πού καί μόνο αὐτό δείχνει ὅτι στεροῦνται σοφίας, γιατί ὁ σοφός γνωρίζει τά ὅρια τῶν δυνατοτή­των τοῦ ἀνθρώπου, καλοῦν τούς πιστούς νά «ἀναγνωρίσουν ὅτι ὁ Θεός τους δέν ἔχει ἱκανοποιητικές ἀπαντήσεις νά δώσει, ὅταν ἀθῶα παιδιά ὑποφέρουν καί ἀφανίζονται». Καί μόνο ἄν ἑρμηνεύσουμε αὐτές τίς καταστροφές, ὑπό τόν ὅρο αὐτῆς τῆς θεο­λογικῆς ἀδυναμίας, γλυτώνουμε οἱ πιστοί ἀπό τόν σαρκασμό τῶν ἀθέων, ἀπό τόν σαρκασμό τῆς Mary Riddell, πού δηλώνει ὑπερήφανα πώς εἶναι ἄθεη1. Στό κλῖμα αὐτό τῆς ἀπουσίας πνευματικῶν κριτηρίων πού προλαβαίνουν καί δημι­ουργοῦν οἱ διαπλεκόμενοι ἰσχυροί, πού κατά σύμπτωσιν εὐνοοῦν τήν δημιουργία αὐτοῦ τοῦ κλίματος παγ­κοσμίως, δέν τολμοῦν οἱ πιστεύοντες νά ἀρθρώσουν δυναμικό ἐκκλησιαστικό λόγο ἤ τόν συγκαλύπτουν, γιά νά γλυτώσουν τόν σαρκασμό καί τήν κατακραυγή τῆς ἄθεης διαπλοκῆς.


τσι π.χ. χαρήκαμε, ὅταν σέ ἄρθρο Ἕλληνος δημοσιογράφου, τοῦ Ν. Σίμου, διαβάσαμε στήν ἀρχή ὅτι «ἡ πρωτοφανής τραγωδία πού ἔπληξε τήν Ἄπω Ἀνατολή μπορεῖ νά ἔχει τήν πραγματική, ὅσο καί τραγική διάστασή της, ἀλλά δέν στερεῖται μεταφυσικοῦ περιε­χομένου». Ἡ ἀρχική μας χαρά μειώθηκε, ὅταν στήν συνέχεια ἡ διήγηση γιά τόν πύργο τῆς Bαβέλ θεωρεῖται ὅτι ἔχει «μυθολογική διάσταση καί ἀλληγορική ἑρμηνεία», καί ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ τίθεται ἐντός εἰσαγωγικῶν ὡς κάτι μή πρα­γματικό καί ἁπλῶς ὀνομαζόμενο «ὀργή τοῦ Θεοῦ». Ἑπομένως ἡ μεταφυσική διάσταση μετατρέπεται σέ φυσική διάσταση, ἀφοῦ τό βάρος τῆς ἀναλύσεως στήν συνέχεια πέφτει στήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν οἰκολογική καταστροφή, ἡ ὁποία φέρνει τόν ἄνθρωπο «ἀντιμέτωπο μέ τή φύση… μέ τή μητέρα Γῆ, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της τόν ἐκδικεῖται»2. 


κεῖνοι βέβαια πού ἔπρεπε, ὡς ἐκ τῆς ἀποστολῆς καί τοῦ λειτουργήματός τους, νά ἐκφράσουν τόν προφητικό καί ἐκκλησιαστικό λόγο καί νά ἀπαντήσουν θεολογικά καί πνευματικά στά ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων, γιά τό πῶς συμβιβάζονται ἡ πρόνοια καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τόν θάνατο χιλιάδων ἀνθρώπων, εἴμαστε ἐμεῖς οἱ κληρικοί, οἱ θεολόγοι, πρό παντός οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἀρχιεπίσκοποι, οἱ πατριάρχες, πού διεκδικοῦν -καί δέν τούς τήν ἀρνούμαστε- τήν πληρότη­τα καί αὐθεντία τῆς ποιμαντικῆς καί διδακτικῆς εὐθύνης, ὅταν βέβαια λόγῳ τῆς καθάρσεώς τους ἀπό τά πάθη ἔχουν δεχθῆ καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς εἶναι λυπηρό νά διαπιστώνουμε ὅτι ὁ λόγος αὐτός, ἀπό ὅσους ἐκφράσθηκε, δέν ἦταν λόγος πνευματικός, μεταφυσικός, ἀλλά λόγος φυσικός, ἐνδοκόσμιος, πού ὄχι ἁπλῶς δέν κατόρθωνε, ἀλλά οὔτε ἐπιχειροῦσε νά βρεῖ τό νόημα τοῦ συμβάντος σέ σχέση μέ τήν ὑπερβατική, ὑπερκόσμια πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ, νά ἐντοπίσει ἐνεργοῦσα καί δρῶσα δύναμη ἔξω ἀπό τόν κόσμο, ἡ ὁποία ἀναποδογυρίζει, ἀθετεῖ τήν λογική καί τήν σοφία τῶν σοφῶν καί εἰδημόνων, καί σώζει τόν κόσμο μέ τήν μωρία τοῦ κηρύγματος, μέ τήν κατά κόσμον παράλογη, τραγική, καταστροφική, ἄδικη, ἀλλά κατά Θεόν εὐεργετική, σωτήρια καί δίκαιη διαδικασία τοῦ σταυροῦ καί θανάτου3. 


Αὐτήν τήν ἀνάποδη εἰκόνα τῆς μωρίας τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἀνέτρεψε τήν σοφία τοῦ ­κόσμου, προβάλλει ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου μας «Εὐεργετικό τό τσουνάμι», πού φαίνεται παράλογος καί τρελλός, ἀλλά πού, κατά τό δυνατόν, μέ βάση τήν θεόπνευστη διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν ἐμπειρική γνώση καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, πολύ σύν­τομα, θά προσπαθήσουμε νά τόν κατοχυρώσουμε. Δέν ἔχουμε τήν ἀφέλεια πώς θά πείσουμε τούς ἀθέους, τούς λογικούς, τούς βολεμένους μέσα στήν ἐνδοκόσμια πρα­γματικότητα καί ἀνύποπτους γιά τά ἔξω ἀπό τόν κόσμο καί τά μετά θάνατον· ὅσους νομίζουν πώς μποροῦν νά χωρέσουν τόν ὠκεανό τῆς θείας σοφίας, τόν ὠκεανό τῆς συμπαντικῆς πραγματικότητας, μέσα στό μικρό κουβαδάκι τοῦ κεφαλιοῦ τους, ὅσους παρέδωσαν ἤ παραδίδουν τούς ἑαυτούς τους σέ πάθη ἀτιμίας καί σαρκικές ἐκτροπές, πού ἀτιμάζουν τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἐνοχλοῦνται ἀπό τήν πιθανότητα νά ὑπάρχει Θεός πού παρακολουθεῖ καί ἐπεμβαίνει παιδαγωγικά. 


Θέλουμε ἁπλῶς ποιμαντικά νά καθησυχάσουμε τούς πιστούς πού ἀγωνιοῦν καί διερωτῶνται γιά τήν ὕπαρξη νοήματος στίς μεγάλες βιβλικές καταστροφές, ὥστε νά μή σκανδαλίζονται ἀπό τούς σαρκασμούς καί τίς εἰρωνεῖες τῶν ἀθέων, γιατί μόνον οἱ ἄθεοι εἶναι παράφρονες καί ἀνόητοι, ἀφοῦ τόν πανταχοῦ παρόντα καί ἐνεργοῦντα Θεό, ἀπό τήν ἐπί αἰῶνες ἀταλάντευτη καί ἁρμονική λειτουργία τοῦ σύμπαντος, μέχρι τήν πιό μικρή καί ἀσήμαντη λεπτομέρεια στή ζωή τῶν φυτῶν, τῶν ζώων καί τοῦ ἀνθρώπου, δέν τόν βλέπουν, γιατί ἡ διάνοιά τους ἔχει τυφλωθῆ ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους. Εἶναι τόσο ἐμφανής καί προφανής ἡ ὕπαρξη καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στήν κτίση, ὥστε μόνον ἕνας ἀνόητος καί παράφρων θά μποροῦσε νά ἰσχυρισθῆ ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός· «εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός»4.



Oἱ τουριστικοί παράδεισοι καί ἡ ἀποκτήνωση τοῦ ἀνθρώπου.


παντοδύναμος λοιπόν καί μόνος ὑπάρχων Θεός, πού ἐδημιούργησε μέ σοφία τόν νοητό καί αἰσθητό κόσμο, τούς ἀγγέλους καί τά ὑλικά ὄντα, ἐδημιούργησε καί τόν ἄνθρωπο ὡς μία συμπύκνωση καί συμπερίληψη τοῦ σύμπαντος, ὡς μικρόκοσμο ἀπό ψυχή καί ἀπό σῶμα, ἀπό πνεῦμα καί ἀπό ὕλη, κορυφαῖο δημιούργημα πάνω στή γῆ, κέν­τρο καί σκοπό τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος, ὅπως ἀναγνωρίζει σήμερα καί ἡ περίφημη «ἀνθρωπική ἀρχή» τῶν ἀστρονόμων, φυσικῶν καί συμπαντολό­γων5. Πρόκειται περί μεγαλειώδους ἀνθρωπολογίας, ὑψηλῆς καί ἀσυγ­κρίτου, σέ σχέση μέ τήν φτώχεια τῆς ὑλιστικῆς ἀνθρωπολογίας, πού θέλει τόν ἄνθρωπο ὑλική μόνον ὕπαρξη, πού ἐξαντλεῖ τά ὅριά της στή διάρκεια τῆς σωματικῆς της ζωῆς, ὅπως τά φυτά καί τά ζῶα, καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά σέ σχέση μέ τήν ἰδεαλιστική ἀνθρωπολογία τοῦ Πλάτωνος καί τῶν Γνωστικῶν πού θεωροῦν μόνον τήν ψυχή ὡς ἄνθρωπο καί ὑποτιμοῦν καί ἀπαξιώνουν τό σῶμα. 


χι! Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι οὔτε μόνον σῶμα, οὔτε μόνον ψυχή. Εἶναι μικτή φύση, σύνθετη, διπλῆ, συγκείμενος ἀπό ψυχή καί ἀπό σῶμα6. Ἀπέναντι στήν μονομέρεια καί φτώχεια τῶν ἀνθρωπίνων διδασκαλιῶν, ἡ πολυμέρεια καί ἡ εὐρύτητα τῆς θείας διδασκαλίας. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, ἐπιφανῆ θεολόγο τῆς ἐμπειρίας καί τοῦ φωτός, μολονότι καί ὁ νοητός καί ὁ αἰσθητός κόσμος, ὁ νοῦς καί ἡ αἴσθηση, κουβαλοῦσαν τό μεγαλεῖο τοῦ δημιουργοῦ Λόγου, σιωπηλοί ἐπαινέτες καί διαπρύσιοι κήρυκες τοῦ μεγαλείου τῆς δημιουργίας, ἐν τούτοις ἔλειπε ἕνα κρᾶμα ἀμφοτέρων, μία μίξη τῶν ἀντιθέτων, πού θά ἔδειχνε τήν μείζονα σοφία τοῦ Θεοῦ καί θά ἐπλούτιζε τήν ποικιλία τῶν ὄντων. 


Tό κενό αὐτό, τήν ἔλλειψη αὐτή, θέλον­τας νά συμ­πληρώσει ὁ Δημιουργός «καί ζῶον ἕν ἐξ ἀμφοτέρων (ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως) δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον· καί παρά μέν τῆς ὕλης λαβών τό σῶμα, ἤδη προ¸ποστάσης, παρ᾽ ἑαυτοῦ δέ πνοήν ἐνθείς (ὅ δή νοε­ράν ψυχήν καί εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ λόγος), οἷόν τινα κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν, ἄ­γγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κ­τίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καί οὐράνιον, πρόσκαιρον καί ἀθάνατον, ὁρατόν καί νοούμενον, μέσον μεγέθους καί ταπεινό­τητος· τόν αὐτόν πνεῦμα καί σάρκα·… ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον»7. 


Δυστυχῶς τό μεγαλειῶδες αὐτό καί ἄριστα ἐφοδιασμένο γιά νά φθάσει στόν τελικό στόχο τῆς θεώσεως ὄν, χρησιμοποιώντας κακῶς τό θεῖο δῶρο τῆς ἐλευθερίας, ἀντί νά νεύσει, νά στραφεῖ πρός τόν Θεό, ἔνευσε πρός τήν ὕλη, πρός τήν σάρκα. Ἄν ὁ Θεός, γιά νά προφυλάξει τόν ἄνθρωπο, τοῦ στεροῦσε ἀπ᾽ ἀρχῆς τήν ἐλευθερία, ἔπρεπε νά τοῦ ἀλλάξει ἐπίπεδο ζωῆς, νά μή τόν δημιουργήσει κατ᾽ εἰκόνα Tου, λογικό καί αὐτεξούσιο, ἀλλά νά τόν κάνη ἁπλή ὑλική φύση, ἄλογη καί ἀνελεύθερη, ὅπως τά ζῶα8. Δέν ἦταν ὅμως αὐτό τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού ἤθελε τόν ἄνθρωπο σέ ὑψηλή σφαῖρα ὑπάρξεως, ἐγγύς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔκανε ὅ,τι καλύτερο καί σοφό· τόν τοποθέτησε μάλιστα μέσα στό ἰδανικώτερο φυσικό περιβάλλον, στόν Παράδεισο, ὅπου ὅλα ἦσαν τέλεια, χωρίς φυσικές ταλαιπωρίες, δυσλειτουργίες καί οἰκολογικές ἀνωμαλίες, πλημμύρες, σεισμούς καί τσουνάμι, ὅπως κατά προσέγγισιν ἐθεωροῦντο ἀπό πλευρᾶς φυσικοῦ κάλλους, ὡς ἐπίγειοι παράδεισοι, οἱ πληγεῖσες περιοχές τοῦ Ἰνδικοῦ Ὠκεανοῦ. Ἀποδείχθηκε τότε καί ἀποδεικνύεται πάντοτε, πώς οἱ παράδεισοι δέν εἶναι κατάλληλο περιβάλλον γιά τήν πνευματική προκοπή τοῦ ἀνθρώπου. Mέσα στήν ἄνεση καί στήν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὁ ἄνθρωπος ξεχνιέται καί ἐγωϊστικά αὐτονομεῖται, λησμονεῖ τόν Θεό, τόν χορηγό αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν, καί τό χειρότερο προσβάλλει τήν ἴδια του τήν φύση, ἑλκυόμενος καί κυριαρχούμενος ἀπό σαρκικές ἡδονές καί ἀπολαύσεις, μετα­βαλλόμενος σέ ἁπλή ὑλική ὕπαρξη, σέ σάρκα καί σέ σῶμα. Εἶναι σκληρή ἀλλά ἀληθινή ἡ διαπίστωση τῆς Γραφῆς«ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς»9.



Ἀπό τό κατά φύσιν εἰς τό παρά φύσιν μέ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου.




Θεός τοῦ Xριστιανισμοῦ δέν εἶναι ἀδιάφορος καί ἀπόμακρος ­Θεός, δέν ἄφησε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο στήν τύχη τους μετά τήν δημιουρ­γία, ἀλλά προνοεῖ καί φροντίζει γιά τήν πορεία τους. Ὡς Tριάδα μάλιστα προσ­ώπων ἔχει προσωπική σχέση μέ τά λογικά καί αὐτεξούσια ὄντα, ἐπιθυμεῖ τήν τελείωση καί τήν προκοπή τους, τήν ἐπιτυ­χῆ πορεία ἀπό τό κατ᾽ εἰκόνα εἰς τό καθ᾽ ὁμοίωσιν. Mέσα στόν παράδει­σο ὑπῆρχε ἀγαπητική συνάφεια μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δέν ἐπέτρεπε τήν ἐμφάνιση τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας, πού ἀποτελεῖ ἀφύ­σικη κατάσταση, ἐκτρέπει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό κατά φύσιν εἰς τό παρά φύσιν. Ὁ Θεός ἀγαποῦσε τόν ἄνθρωπο, καί ὁ ἄνθρωπος ὑπερα­γαποῦσε τόν Θεό, ὁμοδίαιτος τῶν ἀγγέλων καί συνομιλητής τοῦ Θεοῦ. 


ἀγαπητική αὐτή σχέση διασπάσθηκε μέ τήν παρεμβολή καί ἐπιβου­λή τοῦ Διαβόλου καί μέ ὁλοκληρωτική εὐθύνη τοῦ λογικοῦ καί ἐλεύθε­ρου ἀνθρώπου. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό Θεό, ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτε­λεῖ τήν οὐ­σία τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας. Δέν ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς τό κακό· οὔτε εἶναι ἀγέννη­τη καί συναΐδια μέ τόν Θεό ἀρχή, ὅπως διδάσκουν τά διαρχικά θρησκευτικά καί φιλοσοφικά συστή­ματα, οὔτε συν­δημιουργή­θηκε μέ τήν κτίση, ἀφοῦ ὁ ὑπεράγαθος Θεός ἐ­ποίη­σε τά πάν­τα «καλά λίαν». Ὅπως δέν συνδημιουργεῖ­ται μέ τό σῶμα ἡ ἀρρώστια, ἀλλά προκύπτει, εἴτε λόγῳ κακῆς διατροφῆς, εἴτε λόγῳ ἄλ­λων νοσογό­νων παραγόν­των, ἔτσι καί ἡ ψυχή κτίσθηκε ὑγιής· ὁ Θεός ἐδημιούργη­σε τήν ψυχή, ὄχι τήν ἁμαρτία10. Ἀρχή καί ρίζα τῆς ἁ­μαρ­τίας εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία ὁ Θεός δέν θέλει νά καταρ­γήσει.


Εἶναι μοναδική καί συγκλονιστική ἡ ἀνάλυση τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ στόν κόσμο, τῆς ἀποκλειστικῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς θεραπευτικῆς ἀπό ἀγάπη ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ, πού βρίσκει κανείς στό κλασικό ἔργο τοῦ M. Bασιλείου «Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός». Ἄν οἱ πολυπράγμονες καί ἐπιφανειακά μόνον προβληματιζόμενοι δημοσιογράφοι διέθεταν τήν παιδεία τοῦ M. Bασιλείου, πού δέν ἦταν μόνον θεολογική καί ἐκκλησιαστική, ἀλλά πολυδιάστατη, σέ σημεῖο πού ὁ μεγάλος διδάσκαλος τῆς Pητορικῆς τοῦ 4ου μ.X. αἰῶνος Λιβάνιος, νά ἀναγνωρίσει ὅτι νικήθηκε στό κάλλος καί στή δομή τοῦ λόγου ἀπό τόν λόγιο ἱεράρχη, δέν θά ἔσπευδαν νά διαπιστώσουν ὅτι μπροστά στίς καταστροφές καί στόν θάνατο, ἰδιαίτερα τόσων παιδιῶν, οἱ πιστοί καί οἱ εὐσεβεῖς δέν διαθέτουμε ἀπαντήσεις. 


Oἱ Ἅγιοι καί φωτισμένοι Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Πατέρες ἔδωσαν καί δίνουν ἀπαντήσεις. Δέν δίνουν ἀπαντήσεις σύγχρονοι φιλοσοφοῦντες θεολόγοι καί μεγαλόσχημοι κληρικοί, πού λόγῳ τῆς κοσμικῆς τύρβης, δέν προσπαθοῦν νά εὕρουν νόημα, νά ἀνιχνεύσουν τόν νοῦν τῆς Γραφῆς καί τῶν θεοφόρων Ἁγίων Πατέρων ἤ διστάζουν νά παρουσιάσουν τήν πνευματική διάσταση τοῦ θέματος, γιά νά μή κατηγορηθοῦν ἀπό τούς ἀθέους καί τούς κοσμικόφρονες ὡς συντηρητικοί καί καθυστερημένοι. Θεολόγοι, ὄχι οἰκολόγοι. Tά βιβλικά καί πατερικά δεδομένα. Ἔτσι π.χ. δέν ἔδωσε καμμία ἀπάντηση γιά τό πνευμα­τικό νόημα τῶν φυσικῶν καταστροφῶν καί γιά τήν θεραπευτική καί ἀγαπητική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ὁ ἐκπρ­όσωπος τύπου τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφά­νιος Oἰκονόμου, οὔτε μετέδωσε τό «μήνυμα τῆς τραγωδίας πού ἔπληξε τήν Νοτιοανατολική Ἀσία»11, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ ὑπότιτλος τοῦ ἄρθρου πού ἐδημοσίευσε μέ τόν ἐντελῶς ἀκατάλληλο τί­τλο «Tό περιβάλλον ἐκδικεῖται τόν ἄνθρωπο – βιαστή του». 


Mεταβληθήκα­με τώρα ὅλοι σέ περιβαλλοντολόγους καί οἰκολόγους· παύσαμε νά εἴ­μαστε θεολόγοι. Ἀντί νά ἀσχολούμαστε μέ τήν μόλυνση τοῦ πνευματικοῦ περι­βάλλοντος, μέ τήν πνευμα­τική κατα­στροφή, μέ τήν λεηλασία καί τήν κα­τα­στροφή τῶν ψυχῶν, μέ τήν ἁμαρτία, πού εἶναι τό μοναδικό κακό -«οὐ­δέν κακόν, ἁμαρτία μόνον»-, ἀναλαμβάνουμε νά σώσουμε τόν κόσμο, τήν κτίση, ὑπεισερχόμενοι στίς ἁρμοδιότητες τοῦ Θεοῦ. Ἡ καταστροφή τοῦ Ἰνδικοῦ Ὠκεανοῦ δέν ἔχει σχέση μέ τήν καταστροφή τοῦ περιβάλλον­τος· εἶναι ὄντως βιβλική, γιατί παραπέμπει στίς μεγάλες βιβλικές καταστρο­φές τοῦ Κατακλυσμοῦ ἐπί Νῶε καί τῶν Σοδόμων καί Γομό­ρων, ὅπως καί στά αἴτια πού τίς προκάλεσαν. Δέν ὑπῆρχε τότε θέμα καταστροφῆς τοῦ περιβάλλοντος, οὔτε καί κατά τίς ἑπόμενες χιλιετίες πού συνέ­βαιναν «λιμοί, λοιμοί, σεισμοί καί καταποντισμοί». 


πῆρχε ἄμεση καί αἰτιώδης σχέση μεταξύ τῆς ἠθικῆς καταπτώσεως, τῆς διαστροφῆς τῶν ἀνθρώπων, καί τῆς θερα­πευτικῆς καί παιδαγωγικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ, τοῦ παντοδυνάμου καί πανσό­φου δημιουργοῦ, ὁ ὁποῖος ­μπορεῖ μέ ἕνα νεῦμα του, μέ τό ἄκρο τοῦ δακτύλου του νά σαλεύ­σει τήν γῆ, χωρίς νά εἰδοποιή­σει τούς σεισμολόγους καί τούς ἄλλους εἰδικούς, οἱ ὁποῖοι μόνον μέ τήν συνήθη καί τακτική κίνηση καί λειτουργία τῶν φυσικῶν φαινομένων καί νόμων μποροῦν νά ἀ­σχολοῦνται καί ὄχι μέ τίς ἔκτακτες ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ, πού ἀνατρέ­πουν καί ἀναστέλλουν τήν ὁμαλή λειτουργία τοῦ ­σύμπαντος. Κανένα σύστη­μα προγνώσεως καί προφυλάξεως τοῦ μικροῦ καί ἀδυνάμου ἀνθρώπου δέν θά σταθεῖ ἱκανό νά ἀνιχνεύσει ἤ πολύ περισσότερο νά ἀποτρέψει σχεδιασμένη ἀπό τόν Θεό εὐεργετική καί ἀγαθοποιό ἐπέμβαση, ἡ ὁποία κακῶς θεωρεῖται ὡς τραγω­δία καί ἀδικία, ἀπό τούς πνευματικά βέβαια κρίνοντες καί ἀνακ­ρίνοντες.


ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ἀδιάψευστος καί ἀληθινός, διά στόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Xριστοῦ ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ ἐπί ἐποχῆς τοῦ Νῶε κατακλυσμός ὀφειλόταν στήν ὀργή τοῦ Θεοῦ γιά τήν διαστροφή τῶν ἀνθρώπων. Ἡ πε­ριγραφή μάλιστα μέ λίγες φράσεις αὐτῆς τῆς συμπερι­φορᾶς, πού κατήντησε νά θεωρεῖται ὡς φυσική καί ἀξιοζήλευτη ἀπό τήν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων, εἰκονίζει δυστυχῶς καί φωτογραφίζει καί τήν κατάσταση τῆς σημερινῆς ἀνθρωπότητος, κάνοντάς μας νά ὑποψια­ζόμαστε ὅτι προσεγγίζουμε τούς ἐσχάτους καιρούς, στούς ὁποίους παραπέμπει ἡ συνάφεια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: «Ὥσπερ γάρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρό τοῦ κατακλυσμοῦ τρώγοντες καί πίνον­τες, γαμοῦντες καί ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσ­ῆλθε Νῶε εἰς τήν κι­βωτόν, καί οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμός καί ᾖρεν ­ἅπαντας, οὕτως ἔσται καί ἡ παρουσία τοῦ Yἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου»12. 


Π. Διαθήκη παρουσιάζει τόν Θεό προβληματισμένο, «μεταμελημένο», γιά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ πλάσθηκε κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ, κρᾶμα σαρκός καί πνεύματος, μεγαλειώ­δης σύνθεση ψυχῆς καί σώμα­τος, κατήντησε σάρκα καί ὕλη, δημιουργός κακιῶν καί ἁμαρτιῶν πού κατέκλυσαν τήν γῆ· «Oὐ μή καταμείνῃ τό πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τόν αἰῶνα διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας… ὅτι ἐπληθύνθη­σαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων ἐπί τῆς γῆς καί πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπί τά πονηρά πάσας τάς ἡμέρας… ἀπαλείψω τόν ἄνθρωπον, ὅν ἐποίησα ἀπό προσώπου τῆς γῆς»13. 


Παρόμοια καί χειρότερη ἡ κατάσταση στά Σό­δομα· οἱ ἔκφυλοι ἄνδρες Σοδομῖτες ἀπαιτοῦσαν ἀπό τόν Λώτ νά τούς παραχωρήσει τούς δύο φιλοξενουμέ­νους ἄνδρες – ἀγγέλους, γιά νά συγ­κοιμηθοῦν καί ἀσελγήσουν ἐπ᾽ αὐτῶν· καί ἐνῶ ὁ Λώτ προσ­παθοῦσε νά τούς ἀποτρέψει ἀπό τήν σοδο­μιτική καί παρά φύσιν αὐτή πράξη τῆς ὁμοφυλοφιλίας, φθάνοντας μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου νά τούς δώσει τίς δύο κόρες του, γιά νά ἱκανοποιήσουν τίς ἐπιθυμίες τους14, ἐκεῖνοι, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, αὐστηρῶς καταδικάζων τόν Σοδο­μιτισμό τῆς ὁμοφυλοφιλίας, «ἀφέντες τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας ­ἐξε­καύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τήν ἀσχημοσύνην κατερ­γαζό­μενοι… αἵ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς τήν παρά φύσιν»15. 


Κατόπιν αὐτῶν ὁ «Κύριος ἔβρεξεν ἐπί Σόδομα καί Γόμορα θεῖον, καί πῦρ παρά Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ καί κατέστρεψε τάς πόλεις ταύτας καί πᾶσαν τήν περίχωρον καί πάν­τας τούς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καί τά ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς»16. Ἡ μέχρι σήμερα σύνθε­ση τοῦ νεροῦ τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας, παρά τό ὅτι ἐπί χιλιετίες χύνεται σ᾽ αὐτήν ὁ ζωοφόρος καί ζωοπάροχος Ἰορδάνης ποταμός, μαρτυροῦν τό μέγεθος καί τό μή ἀναστρέψιμο αὐτῆς τῆς βιβλικῆς καταστροφῆς.



Ποιοί εὐθύνονται γιά τόν χαμό τῶν παιδιῶν. 

Tό τσουνάμι τοῦ σεξοτουρισμοῦ καί τῆς ἀθεΐας.



Δέν θυμίζουν οἱ διαπιστώσεις καί περιγραφές τῆς Ἁγίας Γραφῆς τήν ἠθική κατάπτωση τῆς σημερινῆς ἀνθρωπότη­τος, τόν ἐξευτελισμό ἀκόμη καί τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ ὀνόματος Xριστιανός, ἀφοῦ φθάσαμε στό σημεῖο «χριστια­νικές ἐκκλησίες» νά εὐλογοῦν καί νά ­ἐγκρίνουν γάμους ὁμοφυλοφίλων, πρᾶγμα πού σημαίνει εὐθεία ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καί χειρίστη αἵρεση; Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστή ἡ χυ­δαιότητα καί ἡ ἀνηθικότητα, οἱ παρά φύσιν σα­ρκικές ἐκτροπές, ὁ πανσεξουα­λισμός, πού μαστίζουν τήν ἀνθρωπότητα πανταχοῦ, κορυφώθηκαν δέ ἰ­διαίτερα στίς μή χριστιανικές, ἀφώτιστες καί ἀκατήχητες ἀκόμη χῶρες τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας, πού ἔχουν καταντήσει τουριστικά ­κέντρα ἕλ­ξεως τῶν παιδεραστῶν καί παιδοφίλων τῆς Εὐρώπης καί τῆς Ἀμερικῆς, τῶν «πολιτισμένων» δυτικῶν πλουσίων, οἱ ὁποῖοι, ἐκμεταλ­λευόμενοι τήν ἀνέχεια καί τήν φτώχεια τῶν ἐκεῖ, κατά τά ἄλλα ἀξιοσυμ­παθήτων, ἀν­θρώπων, ἐξευτελίζουν τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια καί φθείρουν ὄχι μόνο τά σώματα, ἀλλά πρό παν­τός τίς ψυχές ­χιλιάδων παιδιῶν, πού τά σκοτώνουν σωματικά καί ψυχικά, ἀληθινοί φονεῖς καί παιδοκτόνοι. 


πί ἔτη τό τσουνάμι τοῦ σεξοτουρισμοῦ σκοτώνει χιλιάδες ­παιδιῶν, καί κανένας μέχρι τώρα δέν ἐνδιαφέρθηκε. Αὐτό εἶ­ναι τό τραγικό καί ἄδικο τσουνάμι, τό τσουνάμι τῆς ἁ­μαρτίας, τό ἀληθι­νό κακό, ἡ ἀληθι­νή τραγωδία, καί ὄχι τό καθαρτικό καί εὐεργετικό τσουνάμι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Xρυσόστομος ἔλεγε πώς καί μόνον ἡ παρακολού­θηση αἰσχρῶν θεαμάτων στίς σκηνές τῶν θεάτρων σκοτώνει τίς ψυχές τῶν θεατῶν καί πώς, ἄν εἴχαμε πνευματικούς ὀφθαλμούς, θά τίς βλέπαμε νά ἐπιπλέουν νεκρές στίς πισίνες τῶν θεάτρων, ὅπου κολυμβοῦσαν ἡμίγυμνες ἠθοποιοί17. 


Tώρα μέ τή γύμνια καί τήν ἀδιαν­τροπιά τῆς τηλεοράσεως ὅλα τά σπίτια ἔχουν μεταβληθῆ σέ χώρους αἰσχρῶν θεαμάτων, ἀλλά καί οἱ δρόμοι, οἱ πλατεῖες, τά δάση, οἱ θάλασσες, οἱ οἰκίες, σέ χώρους πορνειῶν καί μοιχειῶν, ἀνωμάλων καί παρά φύσιν σαρκικῶν ἐκτροπῶν, ἰδιαίτερα στίς ταλαίπωρες καί φτωχές χῶρες τῆς Ἀσίας καί τῆς Ἀφρικῆς, ὅπου ἡ ἁμαρτία εἶναι καί ἐπιτακτική ­ἀνάγκη ἐξασφαλίσεως τῶν πρός τό ζῆν. Ἄς μή ζητοῦν λοιπόν εὐθύνες ἀπό τόν Θεό οἱ παν­τός εἴδους ἄθεοι· ἄς στρέψουν τά βέλη τους ἐναντίον ὅλων τῶν δῆθεν πολιτισμένων, πού σκοτώνουν τά σώματα καί τίς ­ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί ἰδιαίτερα τῶν παιδιῶν, ἐναντίον τῆς ἴδιας τῆς ἀθεΐας πού εὐθύνεται γιά τόν ἠθικό ἐκτραχηλισμό καί τήν ἠθική ἀσυδοσία καί κατάπτωση τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ εἶναι γνωστόν ὅτι ὅπου δέν ὑπάρχει Θεός, πού καθοδηγεῖ καί βελτιώνει καί ἐπιβλέπει τόν ἄνθρωπο, ὅλα ἐπιτρέπονται, καί οἱ πιό βδελυκτές ἁμαρτίες καί πράξεις. 


ταν πιστεύσει κάποιος πώς δέν ὑπάρχει Θεός, προχωρεῖ ἄφοβα, χωρίς χαλι­νό, σέ κάθε εἴδους ἁμαρτία· «Εἰ γάρ οὐκ ἔστιν ὁ ἐπισκο­πῶν, εἰ οὐκ ἔ­στιν ὁ ἀντιδιδούς ἑκάστῳ κατά τήν ἀξίαν τῶν βε­βιωμένων, τί κωλύει καταδυναστεύ­ειν τόν πένητα, ὀρφανούς φονεύειν, χήραν καί προσήλυ­τον ἀποκτείνειν, πάσης ἀνοσίας πράξεως κατατολμᾶν, ἀ­καθάρ­τοις καί βδελυκτοῖς πάθεσιν καί πάσαις κτη­νώδεσιν ἐπιθυμίαις μολύνε­σθαι;»18. Oἱ πάσης φύσεως καλλιτέχνες καί οἱ ὑπεύθυνοι ὀργανισμοί, κρατικοί καί ἰδιωτικοί, καλά κάνουν καί ὀργανώνουν ραδιομαραθώνιους ἀνθρωπιᾶς γιά τήν οἰκον­ομική ἐνίσχυση τῶν πληγέντων καί ἐπιβιωσάντων θά κάνουν ὅμως καλύτερα, ἄν σταματήσουν νά προκαλοῦν καί νά γιγαντώνουν τό μόνιμο, τό ­διαρκές τσουνάμι τῆς αἰσχρότητος, τῆς ­γύμνιας, τῆς διαφθορᾶς, τῆς παντοδαπῆς σεξουαλικῆς διαστροφῆς, στά σίριαλ καί στά ριάλιτυ τῶν τηλ­εοράσεων, στά θεατρικά καί κινηματο­γραφικά ἔργα, στίς σελίδες τῶν ἐφημερίδων καί περιοδι­κῶν καί τώρα στίς ὀθόνες τοῦ διαδικτύου τῶν κομπιοῦτερς, μεταβαλλόμενοι σέ διαφημιστές καί ἐμπόρους τῆς σάρκας, σέ παιδοκτόνους καί φονιάδες ψυχῶν. Συγκλόνισε τό Πανελλήνιο ἡ ὁμολογία Ἕλληνος τουρίστα πού βρέθηκε στίς πληγεῖσες περιοχές, ὁ ὁποῖος ἀπό τηλεο­ράσεως ἐξομολογήθηκε δημοσίᾳ ὅτι στό ξενοδοχεῖο πού διέμενε ζήτη­σε ἀπό τόν ξενοδόχο νά τοῦ προμηθεύσει δωδεκάχρονο ­κορίτσι, καί ἐπειδή τήν ὥρα ἐκείνη δέν διέθετε, τοῦ ἔστειλε τήν ὀκτάχρονη ­κόρη του. 


Παρόμοια ἐντύπωση προκάλεσε καί ἡ εἴδηση ὅτι πατέρας πού ταξί­δευσε στήν Πάτρα, γιά νά ἐπισκεφθεῖ καί νά συμπαρασταθεῖ στήν ἐκεῖ σπουδάζουσα κόρη του, ζήτησε στό δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου του ­γυναί­κα γιά νά ἱκανοποιήσει τίς ἐπιθυμίες του. Καί ἔκπληκτος εἶδε νά τοῦ στέλνουν τήν σπουδάζουσα καί ἐπιδιδομένη σέ ἄλλα, ὄχι μάλιστα ἀπό ἀνέχεια, κόρη του. Δέν θά στείλει λοιπόν γιά ὅλα αὐτά ὁ Θεός φωτιά γιά νά μᾶς κάψει, ὅπως ἔλεγαν ὀρθῶς οἱ παπποῦδες καί οἱ γιαγιάδες μας; Δέν κατάλαβαν οὔτε μετέδωσαν τό μήνυμα τῆς καταστροφῆς ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ὁ ἐκπρόσωπός του. Δέν διάβασε προσεκτικά τό ἔργο τοῦ M. Bασιλείου «Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», μολονότι τό χρησιμοποιεῖ, οὔτε προβληματίστηκε γιά τή συγγένεια τῆς καταστροφῆς μέ τά βιβλικά δεδομένα, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Oἰκονόμου. Γι᾽ αὐτό δέν μπόρεσε νά διακρίνει ποιό εἶναι τό ἀληθινό κακό καί ποιό εἶναι τό βιούμενο ὡς κακό, οὐσιαστικά ὅμως ἀγαθό καί σωτήριο, ὅπως τό τσουνάμι καί οἱ ἄλλες φυσικές καταστροφές. 


σφαλῶς δέν φταίει ὁ Θεός γιά τήν καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος· δέν εἶναι πάν­τως στό κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ μεγάλου Καππαδόκου πατρός καί ἄλλων ἐπιφανῶν πατέρων καί διδασκάλων νά μᾶς ἀποτρέψουν ἀπό τήν καταστροφή τῆς φύσεως, ἡ ὁποία στρέφεται τελικῶς ἐναντίον μας καί μᾶς ἐκδικεῖται. Αὐτό βολεύει τούς οἰκολογοῦντες θεολόγους καί κληρικούς, γιατί ἀφήνει ἥσυχες καί ἀνενόχλητες τίς συνειδήσεις τῶν ἀληθινά ἀσελγῶν καί αἰσχρῶν, οἱ ὁποῖοι προκαλοῦν τό ἀληθινό κακό, τήν ἁμαρτία. Tό φυσικό κακό, οἱ λιμοί, οἱ λοιμοί, οἱ σεισμοί, οἱ καταποντισμοί, οἱ ἀσθένειες, ὁ θάνατος ἐπισυμβαίνουν κατά θεία οἰκονομία καί παραχώρηση, καί μολονότι προκαλοῦν στούς ἀνθρώπους πόνο καί ὀδύνη, ἀποσκοποῦν θεραπευτικά νά μετριάσουν τήν ἀμετρία τοῦ κακοῦ, οὐσιαστικά νά ἀναιρέσουν τό κακό. 


Tί θά ἤθελες, ρωτᾶ ὁ M. Bασίλειος τόν νομίζοντα ὅτι ὁ Θεός φταίει γιά τίς καταστροφές, νά μή κατακαοῦν τά Σόδομα μετά τά ἀνοσιουργήματα τῶν κατοίκων τους, ἤ νά μή καταστραφεῖ ἡ Ἱερουσαλήμ, οὔτε νά ἐρημωθεῖ ὁ ναός «μετά τήν φρικτήν κατά τοῦ Κυρίου τῶν Ἰουδαίων ἀπόνοιαν»19; «Διά ταῦτα νόσοι πόλεων καί ἐθνῶν, ἀέρων αὐχμοί καί ἀφορία γῆς καί αἱ κατά τόν βίον ἑκάστῳ τραχύτεραι περι­πτώσεις, τῆς κακίας τήν αὔξησιν περικόπτουσαι. Ὥστε τά τοιαῦτα κακά παρά Θεοῦ γίνεται, τῶν ἀληθινῶν κακῶν τήν γένεσιν ἐξαιροῦντα. Αἵ τε γάρ κατά τό σῶμα κακώσεις καί τά ἐκτός ἐπίπονα πρός ἀποχήν τῆς ἁμαρτίας ἐπινενόηνται. Ἀναιρεῖ τοίνυν τό κακόν ὁ Θεός, οὐχί δέ τό κακόν ἐκ τοῦ Θεοῦ· ἐπεί καί ὁ ἰατρός ἐξαιρεῖ τήν νόσον, ἀλλ᾽ οὐχί νόσον ἐμβάλλει τῷ σώματι»20. Πρέπει, τοῦ λέγει, νά μάθεις νά διακρίνεις τά εἴδη τοῦ κακοῦ καί γνωρίζοντας ποιό εἶναι τό ἀληθινό κακό, ὅτι εἶναι δηλαδή ἡ ἁμαρτία, τῆς ὁποίας τό τέλος εἶναι ἡ ἀπώλεια, καί ποιό εἶναι τό φαινομενικά κακό, λόγῳ τοῦ πόνου πού προκαλεῖ στίς αἰσθήσεις, ἔχει ὅμως δύναμη ἀγαθή καί σωτήρια, νά παύσεις νά δυσαρεστεῖ­σαι μέ τά μέτρα πού παίρνει ὁ Θεός γιά νά ἀποτρέψει ἀπό τήν ἁ­μαρτία21. 


Φαίνεται ὅτι καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος κινεῖται στήν γραμμή τοῦ ἀντιπροσώπου του, ἤ ὀρθότερα ὁ ἀντιπρόσωπος ἐκφράζει τήν γραμμή τοῦ ἀρχιεπισκόπου. ¢έν καταλάβαμε ποιά θεολογία βιβλική ἤ πατερική κρύβεται σέ δήλωση πού ἔκανε γιά τά «τραγικά» γεγονότα τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας, ὅπως τήν παρουσιάζει τό Δελτίο Τύπου τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου: «Θά ἤθελα νά σᾶς ὑπενθυμίσω ὅτι πρίν λίγες μέρες ἑορτάσαμε τά Θεοφάνεια, κατ᾽ ἐξοχήν ἑορτή ἀποκαλύψεως τοῦ Mυστηρίου τῆς Θεολογίας τῆς Ἁγίας Tριάδος στούς ἀνθρώπους, καί ἡ Ἐκκλησία μας ἁγίασε τά ὕδατα, τό ζωτικό αὐτό στοιχεῖο τῆς ὕπαρξής μας σέ μία χώρα τῆς ὁποίας ἡ ἐπιφάνεια καλύπτεται σέ πολύ μεγάλο ποσοστό ἀπό τό νερό τῆς θάλασσας. Ὁ ἑορτασμός αὐτός δυστυχῶς συνέπεσε μέ μιά τραγική συγκυρία, πού ἦταν ὁ ἄδικος θάνατος δεκάδων χιλιάδων ἀνθρώπων ἀπό τό ἴδιο αὐτό στοιχεῖο τῆς φύσεως, τό νερό, πού ἀντί γιά ἁγιασμός στίς περιοχές ἐκεῖνες, ἔγινε ἕνα φονικό τσουνάμι»22. 


Δέν φταίει ὅμως τό νερό, ἀλλά ἡ παντοδαπή ἁμαρτία, πού βυθίσθηκε μέσα στό τσουνάμι· φονικό τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ ἦταν τό νερό ἐκεῖνο, καί ἀπό τῆς πλευρᾶς αὐτῆς, ὡς φέρον τήν ἐνέργεια καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἁγιαστικό, ὅπως ἁγιαστικό ἦταν καί τό νερό τοῦ κατακλυσμοῦ ἤ καί τό τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, πού «ὡσεί τεῖχος ἐπάγη» γιά νά περάσει ὁ «πεζοποντοπορῶν» λαός τοῦ Ἰσραήλ23, ἔγινε ὅμως στή συνέχεια ὁ τάφος χιλιάδων Aἰγυπτίων στρατιωτῶν. Ἄν μπορούσαμε νά βροῦμε κάποιον παραλληλισμό μεταξύ τοῦ ἁγιασμένου ὕδατος τῶν Θεοφανείων καί τοῦ μετασεισμι­κοῦ θαλασσίου κύματος (= τσουνάμι), αὐτός βρίσκεται στό ὅτι μέ τό κῦμα αὐτό ὄντως «συνέτριψε» ὁ Θεός, ὅπως στόν Ἰορδάνη, «τάς κεφαλάς τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων δρακόντων»24, τόν σεξοτουρισμό δηλαδή καί τήν παιδεραστία. Εἶναι δυνατόν νά προσάπτεται ἀδικία στόν Θεό, μέ τό νά γίνεται λόγος γιά ἄδικο θάνατο χιλιάδων ἀνθρώπων; Ποιός προκάλεσε τόν ἄδικο αὐτό θάνατο; Καί γιατί εἶναι ἄδικος καί τραγικός ὁ θάνατος; 


Γιά τούς Xριστιανούς ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀφανισμός καί ἐκμηδενισμός,«ἐκδημούντων ἀπό τοῦ σώματος καί πρός τόν Θεόν ἐνδημούντων, ἀλλά μετάστασις ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα καί ἀνάπαυσις καί χαρά»25. Ἀκόμη καί γιά τούς ἁμαρτωλούς ὁ θάνατος εἶναι εὐεργεσία, γιατί διακόπτει τήν συνέχιση τῆς ἁμαρτίας, τήν διαιώνιση τοῦ κακοῦ. Ὅσο πιό γρ­ήγο­ρα ἀναχωροῦμε, τόσο λιγότερες ἁμαρτίες κουβαλοῦμε, καί ὅσο πιό πολλά χρόνια ζοῦμε τόσο περισσότερες ἁμαρτίες συγκεντρώνουμε, ἀφοῦ «οὐδείς καθαρός ἀπό ρύπου, ἐάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς»26. Ἡ συμφέρουσα οἰκονομία τοῦ θανάτου. Ἀπό τότε πού ὁ ἄνθρωπος ἐνεπλάκη στήν ἁμαρτία, πού παρασύρθη­κε ἀπό τόν Διάβολο, τόν ἐφευρέτη τῆς ἁμαρτίας, καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν φιλάνθρωπο Θεό, κατέστησε ἀπαραίτητη καί ἀναγκαστική τήν διαδικασία τοῦ θανάτου. Δέν πλάσθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά πεθά­νει, ἀλλά γιά νά εἶναι ἀθάνατος. Καί εἶναι ἀθάνατος, ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως τό σῶμα μόνον ἀποθνήσκει· ἡ ψυχή μετά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα, μετά τήν λύση τῆς θαυμαστῆς συμφυΐας ψυχῆς καί σώματος, ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ καί νά ὑπάρχει. Ὁ Θεός, πού δέν δημιούργησε τόν θάνατο –«Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησε, οὐδέ τέρπεται ἐπί ἀπωλείᾳ ζών­των»27-, ἐπέτρεψε τήν ἐμφάνιση καί τήν ἐκδήλωση τοῦ θανάτου πρός τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου. 


θέση τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅπως τήν ἐκφράζει ἐπιγραμματικά ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Xρυσόστομος, διακηρύσσει ὅτι «ὁ θάνατος συμφερόντως ᾠκονομήθη»28, ὅτι συμφέρει, εἶναι εὐεργε­τικός ὁ θάνατος. Αὐτό βέβαια ἀκούγεται ὡς παραλογισμός, ὡς μωρία γιά ὅσους εἶναι προσκολλημένοι στά παρόντα καί πιστεύουν ὅτι δέν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή καί ἀνταπόδοση, ἑπομένως συμφέ-ρον εἶναι νά ἀπολαύσουμε τήν παροῦσα ζωή ὅσο περισσότερο μποροῦμε, γιατί μετά τόν θάνατο δέν ὑπάρχει τίποτε· «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν»29. Ἄν πράγματι τά πράγμα­τα ἦσαν ἔτσι, ὁ θάνατος θά ἦταν ὄντως τραγικός καί ἄδικος, ἀληθινή τραγωδία, σκότος καί μαυρίλα, καί οἱ Xριστιανοί θά ἤμασταν οἱ ἐλεεινότεροι, οἱ ἀνοητότεροι τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ἐλπίζοντες ἀνοήτως στήν ἀπόλαυση τῆς μέλλουσας ζωῆς, χάνουμε τίς ἀπολαύσεις τῆς παρούσης. Κερδισμένοι ὅμως τελικά εἴμαστε οἱ πιστοί, γιατί στηριζόμενοι στά ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀπεκάλυψε καί ἔπραξε, ἀληθινά καί ἀδιάψευστα, δέν περιορίζουμε τίς βλέψεις καί τίς προοπτικές μας στά στενά ὅρια τῆς ἐπίγειας ζωῆς καί ὕπαρξης. 


Δίνουμε μικρή σημασία στά ἀγαθά τῆς παρούσης ζωῆς, πλοῦτο, ἀξιώματα, δόξα, ἀπολαύσεις, πού ἔχουν ὅλα ἡμερομηνία λήξεως, καί, ὅπως λέγει ὁ M. Bασίλειος στήν ἔξοχη πραγματεία του «Πρός τούς νέους», ἐμεῖς «πρός ἑτέρου βίου παρασκευ­ήν ἅπαν­τα πράττομεν»30. Γνωρίζουμε ὅτι ἐδῶ εἴμαστε πάροικοι καί παρε­πίδημοι, περαστικοί καί προσωρινοί, ὅτι «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»31 καί ὅτι, ὅταν μέ τόν θάνατο «ἡ ἐπίγει­ος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομήν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς»32. Δέν φοβόμαστε τόν θάνατο, καί πέραν τῆς δικαιολογημένης λύπης γιά τόν ἀποχωρισμό, τόν προσωρινό, συγγε­νῶν καί φίλων, τῆς μετρίας λύπης, δέν δίνουμε στόν θάνατο τραγικές διαστάσεις, δέν λυπούμαστε «καθάπερ οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐ­λπίδα»33. Ἐκτιμών­τας ὅτι τά ὑλικά, τά ἐπίγεια ἀγαθά εἶναι «σκύβαλα», σκουπίδια μπροστά στό μαργαριτάρι τῆς αἰωνιότητος, πιστεύουμε ὅτι ἐμεῖς εúμαστε ὄχι ψιλικατζῆδες, ἀλλά μεγαλέμποροι, γι᾽ αὐτό κουραζόμαστε καί προσ­παθοῦμε νά ἀποκτήσουμε τόν μαργαρίτη τῆς αἰώνιας ζω­ῆς καί μακαριότητος. 


O θάνατος ἄλλωστε νικήθηκε μέ τήν Ἀν­άσταση τοῦ Xριστοῦ, τήν ὁποία θά ἀκολουθήσει καί ἡ δική μας σωματική ἀνάσταση. Θά μποροῦσε ὁ Xριστός, ὡς Θεός, νά ἀποφύγει τόν θάνατο, ἐνωρίτερα δέ κατά τήν ἐπίγεια ζωή του νά περάσει μέσα στήν τρυφή, στήν ἄνεση καί στήν πολυτέλεια, στούς παραδείσους τῆς Ἀσίας. Δέν τό ἔπραξε, γιά νά μᾶς δείξει ὅτι εἶναι στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν αἰωνιότητα μέ κορύφωση τῆς πορείας τόν θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι τελικῶς πάσχα, διάβαση καί μετάβαση· «ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν Xριστός ὁ Θεός ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ἄδοντας»34. Αὐτό πού προσπαθοῦμε νά ἀποφύγουμε στήν παροῦσα ζωή δέν εἶναι ὁ σωματικός θάνατος, πού εἶναι ὁριστικά ἀναπόφευκτος, ὅσο καί ἄν ἡ ἀνθρώπινη ἐπιστήμη προσπαθεῖ νά ἐπιβραδύνει τήν ἔλευσή του, ἀλλά ὁ πνευματικός θάνατος, ὁ θάνατος ἀπό τήν ἁμαρτία. 


σω­ματικός εἶναι προσωρινός, ὁ πνευματικός εἶναι αἰώνιος, γιατί μᾶς χωρίζει αἰώνια ἀπό τόν Θεό. Καί εἶναι ὁριστικά ἀναπόφευκτος ὁ σωματικός θάνατος, καί δέν èφελεῖ πνευματικά κάθε προσπάθεια νά τόν ἀποφύγουμε, γιατί ὁ ­Θεός ἐν τῇ σοφίᾳ του τόν μετέτρεψε σέ εὐεργεσία καί εὐλογία, βοηθάει στό νά ἀποφύγουμε τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο, τόν αἰώνιο ἀπο­χωρισμό μας ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τά ἄρρητα καί αἰώνια ἀγαθά «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασε ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»35. Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν διδα­σκαλία τῶν θεοσό­φων Ἁγίων Πατέρων «ὁ θάνατος συμφερόντως ᾠκονομήθη» γιά δύο βασικώτατους καί λογικώτατους λόγους, τούς ­ὁποίους καί ἡ πιό τετράγωνη λογική καί θετική σκέψη δέν μπορεῖ νά ἀ­πορρίψει. 


ν, ἐν πρώτοις, δέν ἐπισυνέβαινε ὁ θάνατος, καί ὁ ἄνθρωπος διέ­θετε ἀθάνατο σῶμα, τό­τε θά ἁμάρτανε καί ἀθάνατα, αἰώνια, μέ τό ἀθ­άνατο σῶ­μα του· «ἀθάνατα ἄν διετέλεσεν ἁμαρτάνων τοῦ ­λοι­ποῦ». Ἡ ἁ­μαρτία δέν θά συνετελεῖτο πρόσκαιρα, ἀλλά αἰώνια σέ ἀθάνατο σῶμα. Γιά νά μήν ἁμαρτάνει λοιπόν ἀθάνατα, γίνεται θνητός, γιά νά μή διαμείνει στόν αἰώνα μέσα στήν ἁμαρτία, «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται»36. Ἔρχεται λοιπόν ὁ θάνατος καί διακόπτει τήν ἐπιτέλεση τῆς ἁμαρτίας. Καί αὐτό ἰσχύει ὄχι μόνον γιά τήν πρώτη εἰσαγωγή τοῦ θανάτου στό ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων, ἀλλά καί τώρα καί πάντοτε σέ κάθε ­ἄνθρωπο ξεχωριστά. 


Σέ ὁποιαδήποτε ἡλικία ἐπισυμβεῖ ὁ θάνατος, κατά τήν ἀνεξιχνίαστη βουλή τοῦ Θεοῦ, πού καθορίζει τά ὅρια τῆς ζωῆς κάθε ἀν­θρώπου, αὐτό γίνεται πρός τό συμφέρον του, διότι σέ κάθε περί­πτωση φεύγει μέ λιγότε­ρες ἁμαρτίες, ἀπό ὅσες θά εἶχε, ἄν παρατεινόταν ἡ ζωή του. Ἀπό τῆς πλευρᾶς αὐτῆς οὔτε ὁ θάνατος τῶν παιδιῶν, πού προκάλε­σε τό τσουνάμι τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ εἶναι ἄ­δικος καί τ­ραγικός· τά ἐγλύτωσε ἀπό τήν διαφθορά καί τήν ἐκμετάλλευση τοῦ σεξ­οτουρισμοῦ, ἀπό τήν συνέχιση μιᾶς ἄθλιας, ἀναξιοπρεποῦς καί ἐξευτελιστικῆς ζωῆς, ἀπό τά δίχτυα τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, καί τά ἔστειλε κον­τά στό Θεό. Παρόμοιες ἀπόψεις γιά ἄδικο θάνατο τῶν 14.000 νηπίων πού κατέσφαξε ὁ Ἡρώδης, ἐλπίζον­τας ὅτι ἀνάμεσά τους θά εἶναι καί ὁ νεογέν­νητος Xριστός, διετύπωναν πολλοί. Εἶναι συντριπτική ἡ ἀπάντηση τοῦ Xρυσοστόμου: 


Πολλοί πολλά φλυαροῦσιν ὑπέρ τῶν παίδων ­τούτων, ἀδικίαν ἐγκαλοῦντες τοῖς γεγενημένοις… Ἀλλ᾽ οὐχ ὁ Xριστός τῆς σφαγῆς αὐτῆς αἴτιος γέγονεν, ἀλλ᾽ ἡ ὠμότης τοῦ βασιλέως… Ἀλλ᾽ εἰ ἐκεῖνος ἀδίκως ἔπραττε, τίνος ἕνεκεν ὁ Θεός συνεχώρησεν; Ὅπερ ἄν πάθωμεν ἀδίκως παρ᾽ ὁτουοῦν ἤ εἰς ἁμαρτημάτων διάλυσιν ὁ Θεός ἡμῖν λογίζεται τήν ἀδικίαν ἐκείνην ἤ εἰς μισθῶν ἀντίδοσιν… Tί τοίνυν ἐβλάβη τά παιδία ἀναιρεθέντα ἐπί ὑποθέσει τοιαύτῃ καί πρός τόν ἀκύμαντον ταχέως ἀπενεχθέν­τα λιμένα;»37. Στήν ἴδια γραμμή καί τό ἑρμηνευτικό σχόλιο τοῦ Zιγαβηνοῦ, μετά ἀπό πολλούς αἰῶνες: «Ἐπεί τοίνυν οἱ παῖδες οὗτοι διά λύσιν οἰκείων ἁμαρτημάτων οὐκ ἀνῃρέθησαν, πρόδηλον ὅτι δι᾽ ἀφορμήν στεφάνων πεπόνθασι καί οὐκ ἠδικήθησαν»38. Κανένας λοιπόν δέν ἀδικήθη­κε ἀπό τό τσουνάμι, πού εἶναι τελικά εὐεργετικό καί καθαρτικό, ἰδιαίτερα τά παιδιά πού δέν εἶχαν τίς ἁμαρτίες τῶν μεγάλων. Ἀμέσως μετά τό πολυκύμαντο καί ἰ­σχυρό τσουνάμι μεταφέρθηκαν στόν ἀκύμαντο λιμένα τοῦ οὐρανοῦ.


δεύτερος βασικός ἐπίσης λόγος πού δικαιολογεῖ τήν εὐεργετική λειτουργία τοῦ θανάτου ἔγκειται εἰς τό ὅτι λειτουργεῖ ὡς ἀντίδοτο τοῦ ἐγωϊσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἑωσφορικός ἐγωϊσμός πού θέλει τά ­κτιστά ὄντα νά ὑψώνονται πάνω ἀπό τή φύση τους καί νά ἐπιχειροῦν νά ­γίνουν θεοί, ἡ προμηθεϊκή ὕβρις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί ὁ πύργος τῆς Βαβέλ τῆς Βίβλου, ἀποτελοῦν μόνιμο πειρασμό γιά ὅσους ὑψώνουν ὑπερφίαλα τούς ἑαυτούς των. Xωρίς τόν θάνατο, δέν θά συνειδη­τοποιοῦσε ὁ ἄνθρωπος τήν μικρότητα καί τήν ἀδυναμία του. 


ν ­τώρα πού ἰ­σχύει ἀμετάκλητα, ἀξίωσαν ὁρισμένοι νά λατρευθοῦν ὡς θεοί, ἔστησαν αὐταρχικά καί τυραννικά καθεστῶτα καί ἐταλαιπώρη­σαν καί ἀδίκησαν ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ὡς πλανη­τάρχες καί κοσμο­κράτορες, φαν­ταζόμαστε τί θά γινόταν, ἄν ὁ θάνατος δέν ἐπιβεβαίωνε τήν ἀδυναμία τους καί δέν ἀπήλασσε τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἑωσφορική τους ἔπαρση. Ὁ θάνατος συντρίβει τούς ἰσχυρούς ὡς σκεύη κε­ραμέως καί ἀπ­οδεικνύει ὡς μόνον πλανητάρχη καί κοσμοκράτορα τόν παντο­δύναμο Κύριο. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καί ἡ ἀκολουθοῦσα αὐτογνωσία εἶναι γιά ὅλους μέγιστο μάθημα φιλοσοφίας. Ἡ καταστροφή τῆς Ἀσίας μέ τίς χ­ιλιάδες τῶν θανάτων ἐπιβεβαίωσε γιά ἄλλη μία φορά τήν μικρότητα τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀδυναμία τῶν ὑπερφίαλων ἐπιστημόνων καί τεχνολόγων.



Ἡ Ἐκκλησία στά δίχτυα τῆς ἐκκοσμίκευσης καί τοῦ συγκ­ρητισμοῦ.




ἐξαχρείωση καί ἡ διαφθορά στήν μετανεωτερική ἐποχή ἔχουν καταστρέψει τίς σταθερές, τά θεμέλια, ­πάνω στά ὁποῖα οἰκοδο­μήθηκε ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια ἡ χριστιανική ἐξημέρωση, ὁ ἀληθινός ἀνθρωπι­σμός. Aἰώνιες ἀξίες, κατασταλαγμέ-νες στήν συνείδηση τῶν ἀνθρώπων καί στίς πολιτιστικές διεργασίες ἐγκαταλεί-φθηκαν στήν νεωτερική φάση τῆς ἱστορίας τοῦ δυτικοῦ, τοῦ κατ᾽ ἐπίφα­σιν χριστια-νικοῦ ­κόσμου, ἐνῶ ἡ Ἄπω Ἀνατολή καί ἡ Ἀ­φρική ζοῦν ἀκόμη στό σκοτάδι τοῦ Παγανισμοῦ καί τῆς Mα­γείας. Ὁ Παπισμός καί ὁ Προτεσταντι­σμός ἀπέτυ­χαν στό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων, γιατί μετεβλή­θησαν σέ ἐγκοσμιοκρατικά καί ἀνθρωποκεντρικά συστήματα, σέ ἀνθρώπινες διδασκαλίες. Xάθηκε τό ἐσχατολογικό ὅραμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· τό κήρυγμα τοῦ Προδρόμου «Mετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», μέ τό ὁποῖο ἄρχισε καί ὁ Xριστός τό ἔργο τῆς ἀνακ­αινίσεως καί μεταμορφώσεως, μεταβλήθηκε σέ ἱεραπο-στολική προε­τοιμασία ἐσωτερικῆς καί ἐκτός τῶν συνόρων ἐξουσιαστι­κῆς ἐπιβολῆς ἑνός μεταλ­λαγμένου Xριστιανισμοῦ, πού ἐ­ξακολουθεῖ νά βρίσκεται ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου. 


Oἱ ἄν­θρωποι στήν Εὐ­ρώπη καί στήν Ἀσία, στήν Ἀμερι­κή, στήν Ἀφρική καί στήν Αὐστραλία, ζοῦν καί πολιτεύονται στήν πλειονότητά τους, ὅπως οἱ ἄνθρωποι πρό τοῦ ἐπί Νῶε κατακλυσμοῦ, «τρώγοντες καί πίνοντες, γαμοῦντες καί ἐκγαμίζοντες»39. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, λόγῳ ἱστορικῶν συγκυριῶν διαφυλάχθηκε ἀπό τό Θεό ἀμέτοχη στήν μεταλλαγή καί στήν νόθευση τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε πολλοί νά κρίνουν δικαίως ὅτι ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, γιά νά μεταδώσει ἱεραποστολικά τό βιούμενο ἐπί αἰῶνες μυστικοασκητικό καί μεταμορφωτικό μήνυμα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, νά διευρυνθεῖ καί νά ἐπεκταθεῖ πρός τούς ἀλλοθρήσκους καί ἑτεροδόξους ἡ βίωση τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος. 


Δυστυχῶς ἐδῶ καί μερικές δεκαετίες ὁ ἔξωθεν Πειραστής μεθοδεύει καί σχεδιάζει τήν ἀκύρωση αὐτῆς τῆς προοπτικῆς μέ δύο ἄριστα στημένες παγίδες, τήν ἐκκοσμίκευση καί τόν συγκρητισμό, τίς ὁποῖες δέν φαίνεται νά ἀντιλαμβάνονται οἱ τά πρῶτα φέροντες τῶν Ὀρθοδόξων ἡγετῶν, γιά πρώτη δέ φορά καί ὁ προκαθήμενος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Ἀντί νά προχωρήσουμε σέ ἐσωτερική καί πνευματική ἀναγέννηση καί κάθαρ­ση, ἰδιαίτερα στό σῶμα τῶν ποιμένων καί διδασκάλων τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιδιδόμαστε σέ ἀνώφελες λειτουργικές ἀνανεώσεις καί ἐκσυγχρο­νισμούς, σέ συμπόρευση μέ κοσμικές νοοτροπίες, σέ ταύτιση Ἐκκλησί­ας καί κόσμου, γιά νά φαινόμαστε ἀρεστοί καί προοδευτικοί. Tό ἅλας ἔχει μωρανθῆ καί δέν μπορεῖ νά προφυλάξει ἀπό τήν ἠθική σήψη καί ἐξαχρείωση. 


Tό μεγαλύτερο ἐσωτερικό πρόβλημα τῆς ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας εἶναι τό ἠθικό ποιόν μεγάλης μερίδος κληρικῶν, πού ζοῦν πολυτελῶς καί σαρκικῶς, τοποθετημένοι σέ ἐπιτελικές καί ἐξέχουσες θέσεις. Ἐτρόμαξε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος μετά τήν χειροτονία του, ὅταν διεπίστωσε ὅτι πολλοί κληρικοί πού δέν ἦσαν ἄξιοι οὔτε στά προπύλαια τοῦ ναοῦ νά στέκονται, μετανοοῦντες καί προσκλαίοντες, ἐκύκλωναν τήν Ἁγία Tράπεζα ἀμετανόητοι καί ἀκάθαρτοι. Ἐ­τράπη εἰς φυγήν, τά παράτησε καί ἔφυγε, γιά νά μήν εἶναι συγ­κοινωνός καί συμμέτοχος τῆς ἀκαθαρσίας. Ἔγραψε τόν περίφημο Ἀπολογητικό Λόγο τῆς Εἰς Πόντον φυγῆς, ὅπου μεταξύ ἄλλων λέγει καί τό περίφημο ἐκεῖνο «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι, φωτισθῆναι καί οὕτω φωτίσαι». Ἀξίζουν θερμά συγχαρητήρια στόν ὁμότιμο καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Ἰωάννη Κορναράκη, ὁ ὁποῖος μέ γνήσιο πατερικό φρόνη­μα καί παραδειγμα­τική παρρησία ἔθιξε ἀπό τίς στῆλες τοῦ «Ὀρθοδόξου Tύπου» τό πρωταρχικῆς σπουδαιό­τητος πνευματικό καί ποιμαν­τικό αὐτό θέμα. 


Tώρα ὅμως ­κανείς δέν φεύγει πρό τοῦ ὕψους καί τῶν εὐθυνῶν τῆς ἱερωσύνης· παραμένουν στίς καλά ἀμειβόμενες θέσεις τους, ἀλληλολιβανιζόμενοι, φθείροντες καί φθειρόμενοι. Mέ τέτοιους κληρικούς δέν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἀπαιτήσεις τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί τῆς ἱεραποστολῆς, ὅπως ἐπιτυχῶς τό ἔκανε ἐπί αἰῶνες μέ μοναχούς ἱεραποστόλους καί ἀσκητάς ἐπισκόπους. Mπορεῖ ἁπλῶς νά συνδιασκέπτεται, νά συμπρογραμματίζει καί νά συμ­προσεύχεται μέ τούς ὁμοίας νοοτροπίας Παπικούς καί Προτεστάντες σέ διάφορα οἰκουμενιστικά συνέδρια, ὅπου προωθεῖται ὁ διαθρησκειακός καί διαχριστιανικός συγκρητισμός, ἡ δεύτερη μεγάλη παγίδα τοῦ Πονηροῦ, ὅπως τό 14ο Συνέδριο Ἱεραποστολῆς καί Εὐαγγελι-σμοῦ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, πού μέ καύχηση παρουσίασε ὁ ἀρχιεπίσκοπος πώς θά τό φιλοξενήσει στήν Ἀθήνα ἀπό 9 ἕως 16 Mαΐου μέσα στήν ἐξωτερικά ἀναστάσιμη, ἀλλά οὐσιαστικά πένθιμη καί σταυρώσιμη ἀτμόσφαιρα, λόγῳ τοῦ νέου αὐτοῦ μεγάλου, μεγαλύτερου ὀλισθήματος ἀπό ἐκεῖνο τῆς ἐπισκέψεως τοῦ πάπα τόν Mάϊο πάλι, τοῦ 2001. Στό νέο αὐτό πρωτοφανές καί ἀπαράδεκτο ἐγχείρημα θά ἀναφερθοῦμε προσεχῶς. 


Προλαβαίνουμε πάντως νά ποῦμε, ὅπως γράψαμε καί γιά τόν πάπα, ὅτι δέν φιλοξενεῖ τό παναιρετικό αὐτό Συνέδριο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γιατί στήν Ἐκκλησία ἀνήκουμε ὅλοι, ἀνήκουν καί οἱ Ἅγιοι τῆς Θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας πού ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ, ἀνήκει πρό παντός ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πού δέν διεξεδίκησε ταπεινῶς γιά τόν ἑαυτό της τήν ἱερωσύνη, ὅπως οἱ ἐπισκοπίνες καί οἱ παπαδίνες τῶν Προτεσταντῶν, μέ τίς ὁποῖες θά συμπαρακάθεται καί θά συμπροεδρεύει πιθανῶς ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ἀσεβώντας πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν ὁποία βλασφημοῦν καί ὑποτιμοῦν οἱ Προτεστάντες. 


νήκουν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες πού καταδίκασαν μέ αὐστηρότητα τόν Σοδομιτισμό, τήν ὁμοφυλοφιλία, πού τήν εὐλογοῦν τώρα οἱ Προτεστάντες μέ τήν ἱερολόγηση τοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἀνατρέποντες ἐκ βάθρων καί μόνον μέ αὐτήν τους τήν πλάνη, τό Εὐαγγέλιο τοῦ Xριστοῦ, ἀνάμεσα στίς πολλές ἄλλες πλάνες καί αἱρέσεις τους. Θά ἀπουσιάζουν ὅλοι, εἶναι ἀδύνατον νά εἶναι παρόντες. Θά εἶναι μόνος ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ περί αὐτόν. Ἡ ἀληθής Ἐκκλησία θά εὔχεται καί θά προσεύχεται μυστικά ἡ ζημιά νά εἶναι μικρή καί ἰάσιμη. Mακάρι νά εὑρίσκοντο καί πάλι ὁμολογητές ἐπίσκοποι, κληρικοί καί μοναχοί, γιά νά ματαιώσουν τήν νέα αὐτή μόλυνση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, νά ἀποτρέψουν τό δεύτερο, μετά τό παπικό, τσουνάμι τοῦ μεταλλαγμένου καί νοθευμένου Xριστιανισμοῦ.



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ




1. Mary Riddell, «Τό ξύπνημα τῆς πανανθρώπινης συμπόνοιας», ἐφημ. Ἡ Καθημερινή, Τέχνες καί Γράμματα, Κυριακή 9 Ἰανουαρίου 2005, σελ. 4 (ἀναδημοσίευση ἀπό The Observer).
2. Ν. Σίμου, «Ἡ ἄλλη παγκοσμιοποίηση», ἐφημ. Τύπος τῆς Κυριακῆς, Κυριακή 9 Ἰανουαρίου 2005, σελ. 5.
3. Α´ Κορ. 1, 18-26: «Ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δέ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. Γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τήν σοφίαν τῶν σοφῶν, καί τήν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητής τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ἐπειδή γάρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεός διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας. Ἐπειδή καί Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ τοῖς κλητοῖς Ἰουδαίοις τε καί Ἕλλησι Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν· ὅτι τό μωρόν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καί τό ἀσθενές τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί».
4. Ψαλμ. 13, 1.
5. Βλ. σχετικῶς Κερασίας Γαλιγαλίδου, Ἡ «ἀνθρωπική ἀρχή» κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχας, Θεσσαλονίκη 2001, διπλωματική ἐργασία.
6. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις 4, 18, PG 33, 477· «Σεαυτόν γνῶθι λοιπόν ὅστις εἶ, ὅτι διπλοῦς ἄνθρωπος καθέστηκας ἐκ ψυχῆς καί σώματος συγκείμενος».
7. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45, 7, Εἰς τό Πάσχα, ΕΠΕ 5, 164. Ἡ μεγαλειώδης καί μοναδική αὐτή διατύπωση τῆς περί ἀνθρώπου διδασκαλίας ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, παρελήφθη στή συνέχεια καί κωδικοποιήθηκε, καταστάλλαξε στό κλασικό γιά τούς Ὀρθοδόξους δογματικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως Β´ (12) 26, ΕΠΕ 1, 208ἑ.
8. Μ. Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός 7, ΕΠΕ 7, 110: «Ὁ τοίνυν μεμφόμενος τόν ποιητήν ὡς μή φυσικῶς κατασκευάσαντα ἡμᾶς ἀναμαρτήτους, οὐδέν ἕτερον ἤ τήν ἄλογον φύσιν τῆς λογικῆς προτιμᾶ, καί τήν ἀκίνητον καί ἀνόρμητον τῆς προαιρετικῆς καί ἐμπράκτου».
9. Ψαλμ. 48, 21.
10. Μ. Βασιλείου, ἔνθ᾽ ἀνωτ. 6, ΕΠΕ 7, 106-108.
11. Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Οἰκονόμου, «Τό περιβάλλον ἐκδικεῖται τόν ἄνθρωπο - βιαστή του», ἔνθετο «Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός» τοῦ «Τύπου τῆς Κυριακῆς», 9 Ἰανουαρίου 2005, σελ. 6.
12. Ματθ. 24, 38-39.
13. Γέν. 6, 3-7.
14. Γέν. 19, 1-11.
15. Ρωμ. 1, 26-27.
16. Γέν. 19, 24-25.
17. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Δαβίδ καί Σαούλ 3, 1. Πρός τούς καταλείψαντας τήν Ἐκκλησίαν 2. Εἰς Α´ Θεσσαλονικεῖς Ὁμ. 5, 4. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ἠθικά κεφάλαια, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 81.
18. Μ. Βασιλείου, ἔνθ᾽ ἀνωτ. 1, ΕΠΕ 7, 88.
19. Αὐτόθι 4, ΕΠΕ 7, 98.
20. Αὐτόθι 5, ΕΠΕ 7, 100.
21. Αὐτόθι 5, ΕΠΕ 7, 104.
22. Δελτίο Τύπου Ἱερᾶς Συνόδου, Τρίτη 18 Ἰανουαρίου 2005, σελ. 3.
23. Εἱρμός α´ ᾠδῆς καταβασιῶν Ὑπαπαντῆς.
24. Εὐχή Μ. Ἁγιασμοῦ Θεοφανείων.
25. Εὐχή ἑσπερινοῦ γονυκλισίας Πεντηκοστῆς.
26. Ἰώβ 14, 4-5.
27. Σοφ. Σολ. 1, 13.
28. Εἰς Γέν. Ὁμ. 18, 3, PG 53, 151.
29. A´ Κορ. 15, 32.
30. Πρός τούς νέους 2, PG 31, 565.
31. Φιλιπ. 3, 20.
32. Β´ Κορ. 5, 1.
33. Α´ Θεσ. 4, 13.
34. Εἱρμός α´ ᾠδῆς καταβασιῶν τοῦ Πάσχα.
35. Α´ Κορ. 2, 9.
36. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Σταγείριον 1, 3, PG 47, 329. Εἰς Γέν. Ὁμ. 18, 3, PG 53, 151. Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλυκον 2, 26. Εἰρηναίου Λυῶνος, Ἔλεγχος 3, 23, 6, PG 7, 964A. Ἀθηναγόρου, Περί ἀναστάσεως, 1, 4, PG 18, 268CD. Βλ. σχετικῶς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην Χρυσόστομον, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 102. Μ. Βασιλείου, ἔνθ᾽ ἀνωτ. 7, ΕΠΕ 7, 110: «Ὅσον γάρ ἀφίστατο τῆς ζωῆς τοσοῦτον προσήγγιζε τῷ θανάτῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς θάνατος. Ὥστε ἑαυτῷ τόν θάνατον ὁ Ἀδάμ διά τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε κατά τό γεγραμμένον, “ὅτι ἰδού οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό σοῦ ἀπολοῦνται”. Οὕτως οὐχί Θεός ἔκτισε θάνατον ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἑαυτοῖς ἐκ πονηρᾶς γνώμης ἐπεσπασάμεθα. Οὐ μήν οὐδέ ἐκώλυσε τήν διάλυσιν διά τάς προειρημένας αἰτίας, ἵνα μή ἀθάνατον ἡμῖν τήν ἀρρωστίαν διατηρήσῃ».
37. Βλ. Π. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Ἀθῆναι 1989, σελ. 51.
38. Αὐτόθι.
39. Ματθ. 24, 38.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου