Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

...ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΜΟΥ ΜΟΝΑΧΑ Ο ΘΕΟΣ ΤΗ ΔΙΝΕΙ...




... Δε θρηνώ για τη φτώχεια μου, μα γιατί βρίσκουμαι ανάμεσα σε φτωχούς και μικρόλογους. Η ζωή τους περνά σαν του ποντικιού, που δε βλέπει πρόσωπο Θεού. Μα εγώ Το είδα και δεν Το ξεχνώ ποτές, και γι’ αυτό είμαι γιομάτος πάντοτε από όλα τα πλούτη της γης. Θεέ μου, ελέησέ τους· ελέησε αυτουνούς περσότερο από μένα· γιατί εγώ Σε είδα μια φορά· απ’ τα μικρά μου χρόνια Σε γνώρισα για πατέρα μου, μα τούτοι γεννιούνται και πεθαίνουν μακριά απ’ τα έργα Σου κι απ’ τα θάματά Σου. Δεν καταλάβανε πως η φτώχεια δεν είναι η ενόχληση του στομαχιού, το σκληρό κρεβάτι και τα παλιά ρούχα, παρά φυσική μιζέρια της ψυχής.


Κι εδώ ακόμα, μέσα στα μουχλιασμένα τούτα σπίτια, ό,τι βλέπω είναι ευτυχία μου, Μια γάτα περνά ένα χαντάκι, και σαλτάρει απάνου στο πεζοδρόμιο, τινάζοντας το πόδι της που άγγιξε στο νερό. Αυτό το πράμα ξέρω πως δεν το ’δε κανένας άλλος όξω από μένα· για κανέναν δεν έχουνε μια τέτοια σημασία όλα τα τιποτένια καθέκαστα του κόσμου...


Η χαρά! Η χαρά! Η καρδιά μου αρχίζει να κελαηδεί μ’ ένα απερίγραφτο κέφι, σαν πουλί ύστερ’ από κακοκαιριά. Όλο δροσιά! Όλο πρασινάδα! Κάτι αναφτερουγιάζει μέσα μου· μια γλυκιά φωνή, ολόδροση, μια κρουσταλλένια φωνή, που λες κι είναι πίφερο. Αχ, ναι! Ο κόσμος είναι ξεχειλισμένος από ευτυχία, δεν είναι τίποτ’ άλλο από ευτυχία... Θεέ μου! Θεέ μου! Μα εγώ, Θεέ μου, τώρα είμαι αυτός - εγώ, το φτωχό πλάσμα που μέτραγε πριν από λίγο τα φανάρια και κουραζότανε το μυαλό του, που ήτανε έτσι περιφρονημένο, που οι υπηρέτριες τινάζανε από πάνω του τα ρούχα τους σαν περνούσε κάτ’ απ’ τα παραθύρια... Τώρα μπορώ να συλλογιστώ ό,τι συλλογίζεται κι ο Θεός. Τώρα μπορώ να δανείσω ευτυχία σ’ οποίον με πίκρανε. Μπορώ ακόμα να ρωτήξω τι είναι τάχα ο κόσμος!


Ό,τι περάσει απ’ το κεφάλι μου είναι ένα θάμα. Μπορείτε να φανταστείτε ένα κατακόκκινο πουλί που πετά σπαθωτά μέσα σε μια βαθιά λίμνη; Το νερό της λίμνης είναι ένα νερό από χαρά, και το πουλί είμαι γω. Τι κι αν είμαι ορφανός, αφού μπορεί ν’ ακούσει ο καθένας που περνά πλάγι μου πως μέσα μου είναι ένα ορμητικό ανάβρυσμα αρμονίας και χαράς; Όλοι οι άνθρωποι, ένα σωρό μιλιούνια άνθρωποι, δεν υπάρχουν για μένα, είναι το ίδιο σαν να μην υπάρχουν. 


Τι είναι τάχα πως γι’ αυτουνούς δεν υπάρχω εγώ;... θα μπορούσαν να με κάνουν να νοιώσω πως υπάρχουν, μονάχα αν μπορούσαν να μου δώσουν την ευτυχία μου, ή να την σκοτώσουν. Εμένα όμως την ευτυχία μου μονάχα ο Θεός μπορεί να μου τη στείλει, ή μονάχα Εκείνος μπορεί να ξεγυμνώσει την ψυχή μου απ’ τη στολή της. Ωστόσο, και τότες ακόμα θα σωπάσω, περιμένοντας με στερεή ελπίδα κείνο που δεν είναι δικό μου, παρά Εκεινού...




Εκ του βιβλίου του αειμνήστου μαστρο-Φώτη Κόντογλου -με τον οποίο μεγάλωσε κι η δική μου η γενιά- ''Πέδρο Καζάς και Βασάντα''. 
Από τις εκδόσεις ''ΑΣΤΗΡ'', Αθήνα 1996. 
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου